Το Λεξικό Tαινιών του Βασίλη Ραφαηλίδη (εκδ. Αιγόκερως, 2003) είναι ένα δίτομο (αλλά και πεντάτομο, ανάλογα με την έκδοση) έργο, αρκετά βαρύ (με, αλλά και χωρίς εισαγωγικά), που περιλαμβάνει κριτικές από παλιές εφημερίδες. Αρκετοί νέοι άνθρωποι σήμερα αγνοούν πως πέρα από σύγχρονος εκφραστής της Αριστεράς και τηλεπερσόνα εύκολου τσακωμού, ο Ραφαηλίδης (1934-2000) υπήρξε κι ένας αιρετικός κριτικός κινηματογράφου. Όχι στυλιζαρισμένα αυστηρός ή εσκεμμένα εριστικός: Σε πολλά από τα κείμενά του βγάζει το καπέλο στους σκηνοθέτες, εκφράζοντας θαυμασμό και για φιλμ που συνδύασαν την εμπορική επιτυχία με την καλλιτεχνική όπως π.χ. το «Chinatown» («και μόνο αυτό να είχε γυρίσει, ο Πολάνσκι θα ήταν ένας πολύ μεγάλος κινηματογραφιστής»). Εκείνο που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όμως στο εν λόγω βιβλίο, είναι οι κατάφορα αρνητικές κριτικές για δύο κοινώς αποδεκτές κορυφώσεις του αμερικανικού σινεμά. Ακολουθούν αυτούσια τα κείμενα:
Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ (THE TAXI DRIVER, 1976)
“Όλα τα βραβεία σκοπιμότητας δεν θα μπορούσαν να σώσουν τούτο το σοφιστικέ κατασκεύασμα για αφελείς και ημιμαθείς. Διότι: 1) O ταξιτζής (Ρόμπερτ ντε Νίρο) είναι ένας ήρωας προερχόμενος από τη «σιωπηλή πλειοψηφία». Αλλά αυτή μόνο νευρωτικούς μπορεί να βγάλει, που είναι δυνατόν να γίνουν εγκληματίες αλλά ποτέ ήρωες. 2) Ο περίγυρος της νυχτερινής βάρδιας του ταξιτζή δεν είναι απάνθρωπος. Είναι, απλώς, ένας χώρος έρημος λόγω ώρας. 3) Ένας ταξιτζής είναι αναγκαστικά υπηρέτης των επιβατών του. Κι αν αυτό τον ενοχλεί, όπως τον ταξιτζή μας, δεν έχει παρά ν’ αλλάξει επάγγελμα. 4) Ένας ταξιτζής μπορεί να τρελαθεί, όντας το ζωντανό εξάρτημα του αυτοκινήτου του, αλλά σε καμία περίπτωση τούτη η τρέλα δεν θα ‘ναι αποτέλεσμα της βαρβαρότητας ενός περίγυρου, που άλλωστε αποκρύβεται όπως είπαμε. 5) Ένας ταξιτζής είναι έξοχος μάρτυρας, αλλά χρειάζεται μια γερή δόση απάτης για να μετατραπεί σε κεντρικό πάσχοντα ήρωα, που γίνεται βίαιος ακριβώς γιατί πάσχει. 6) Η μοναξιά οδηγεί στην τρέλα, αλλά η μοναξιά του ταξιτζή μας είναι εκείνη του ψυχοπαθούς, και συνεπώς άσχετη με τον συγκεκριμένο κοινωνικό προβληματισμό που διατείνεται πως έχει η ταινία. 7) Ο πονηρός Σκορσέζε, που πολύ απέχει εδώ απ’ το καλό Κακόφημοι δρόμοι που είδαμε πρόσφατα, εξαφανίζει απ’ τους δρόμους της Νέας Υόρκης όλα τα ρεζιλίκια και αφήνει μόνο τις πόρνες. Μόνο και μόνο για να θέσει σε ενέργεια το μηχανισμό του σεξ. 8) Ο ταξιτζής μας σώζει μια πόρνη και με κίνδυνο της ζωής του την επαναφέρει στον «καλό δρόμο». Μπράβο του! Ώρα ήταν να μας δείξει τις ιεραποστολικές του ικανότητες. Γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να υπάρξει σαν ήρωας της σιωπηλής πλειοψηφίας”.
Ο ταξιτζής μας είναι το τέλειο μοντέλο του νευρωτικού μικροαστού, του έτοιμου να ακολουθήσει τον οποιονδήποτε Σωτήρα ή Φύρερ ή Ντούτσε ή Καουντίλιο. Είναι η προσωποποίηση του «καθημερινού φασισμού», που για τους αμαθείς εύκολα μπορεί να συγχυστεί με μια ψευδοεπαναστατικότητα. Αν θέλετε να κάνετε ένα τεστ και να δείτε αν όντως είστε ή δεν είστε φασίζων, δυσαρεστημένος μικροαστός, δείτε αυτό το φιλμ και κοιτάξτε αν σας αρέσει. Και στην προσεχή δικτατορία γίνετε οπαδός του Σωτήρα. («Το Βήμα», 18-11-1976)
ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ (ONE FLEW OVER THE CUCKOO’S NEST, 1975)
“O Φόρμαν (και ο σεναρίστας του) δημαγωγούν διότι προτείνουν αυθαίρετα το μικρόκοσμο μιας ψυχιατρικής κλινικής ως το μοντέλο του αμερικανικού μακρόκοσμου, χωρίς, ωστόσο, να αποκαθιστούν καμιά τεκμηριωμένη και λογική σχέση ανάμεσα στα δύο. Και, φυσικά, η καταπιεστική μαμά ενός απ’ τους αρρώστους και η ζωηρούλα σύζυγος ενός άλλου δεν αποτελούν σοβαρούς δεσμούς του μέσα με τον έξω κόσμο. Είναι ανεκδοτάκια κατάλληλα μόνο για τις κουτσομπόλες της γειτονιάς.
Ο Φόρμαν (και ο σεναρίστας του) πουλούν κάλπικη επαναστατικότητα, διότι η εξέγερση που επιχειρεί να προκαλέσει στο ψυχιατρείο ένας ζωηρός και χαριτωμένος λούμπεν (Τζακ Νίκολσον) στηρίζεται στη νοσταλγία του έξω υγιούς (;) κόσμου και στην επίκληση ενός χαμένου Παραδείσου. Με τον τρόπο αυτό, κάθε δεσμός της ψυχασθένειας της κατ’ εξοχήν κοινωνικής ασθένειας, με τα γενεσιουργά της αίτια όχι μόνο αποκλείεται αλλά και αντιστρέφεται: οι έγκλειστοι είναι εθελοντές οι περισσότεροι, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν συναίσθηση της δικής τους βλαπτικότητας και όχι της βλαπτικότητας ενός συστήματος (και των απαγορευτικών του κωδίκων) που τους κατάντησε τρελούς. Μια αυταρχική νοσοκόμα δεν επαρκεί, ούτε καν σαν χοντρό σύμβολο για μια καταδήλωση του καταπιεστικού μηχανισμού. Ενώ η απωθημένη σεξουαλικότητα του νεότερου της παρέας είναι χονδροειδής φροϋδική γενίκευση, που θα κάνει τον Φρόιντ να στριφογυρίζει στον τάφο του. Και ο φόβος του «έξω κόσμου», παραστατικοποιημένος απ’ τους νέγρους νοσοκόμους είναι γελοιότητα νέτα-σκέτα, ανάλογη μ’ αυτήν του μπαμπούλα με τον οποίο οι μανάδες φοβερίζουν τα παιδάκια τους.
Μα είναι δυνατόν αυτά τα φληναφήματα, αυτή η απέραντη άγνοια, αυτές οι παιδαριώδεις επικλήσεις στο συναισθηματισμό του θεατή να παίρνονται στα σοβαρά από μια κάποια μερίδα του διεθνούς Τύπου; Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνουν ότι ο Φόρμαν και οι παραγωγοί του ακριβώς στην πιθανή άγνοια του θεατή ποντάρουν; “(«Το Βήμα», 1976)
Ανεξάρτητα από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία των παραπάνω ταινιών, μέσα από την επιχειρηματολογία του Ραφαηλίδη η δύναμη των μηνυμάτων τους ως ένα βαθμό εξασθενεί. Κι αυτό είναι ένα επίτευγμα. Διαβάζοντας μερικά ακόμα από τα ως επί το πλείστον εξαιρετικά κείμενα του Λεξικού Ταινιών, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Ραφαηλίδης δεν υπήρξε ένας κριτικός κινηματογράφου με τη στενή έννοια του όρου. Χρησιμοποιούσε ως αφορμή το θέμα μιας ταινίας για να εκφράσει καλλιτεχνικές, πολιτικές και κοινωνικές απόψεις. Γνώριζε πολύ καλά πως η κάμερα του σκηνοθέτη δεν είναι δα και κανένα περισπούδαστο αντικείμενο, αλλά ένα όργανο, ένα μέσο για τη διήγηση μιας ιστορίας. Και τον ενδιέφερε η ιστορία αυτή καθ’ αυτή, η αληθοφάνειά της, οι προεκτάσεις της.
Τα ιδιόρρυθμα, κατά τόπους παραληρηματικά κείμενά του, θα απορρίπτονταν από την πλειονότητα των εντύπων. Κάποιος με πιο «τετράγωνη» γραφή, κάποιος μετρημένος, που με δυο ωραίες φράσεις και τρία αστεράκια θα ξεμπέρδευε άμεσα και αποτελεσματικά σε στυλ «μην το χάσετε», «δείτε το αν δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε» ή «μην το δείτε», θα είχε καλύτερη τύχη. Ο Ραφαηλίδης, πάλι, είναι ένας έξυπνος και ταυτόχρονα τσαμπουκαλεμένος άνθρωπος, που ξέρει πως η τέχνη δεν είναι αστεράκια και «μ’ αρέσει-δε μ’ αρέσει», αλλά καθρέφτης της ζωής. Οι ένθερμες αριστερές πεποιθήσεις που σιγοντάρουν κάθε του επιχείρημα μπορεί να μοιάζουν άτοπες σε μια κριτική σινεμά, αλλά τον συγχωρείς, έστω κι αν διαφωνείς μαζί του, σε μια σιωπηλή σύμβαση που αποτελεί προϋπόθεση για να λάμψει η σκέψη του.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων (για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση που επαναλάμβανε συχνά στα κείμενά του), ο Ραφαηλίδης μέχρι σήμερα δεν έχει πάψει να είναι “relevant”.Στην εποχή του politically correct που διανύουμε, είναι ένας μεγάλος αιρετικός που λάμπει δια της απουσίας του. Εξ ου και η υστεροφημία του μεγαλώνει:Δεκατρία χρόνια μετά το θάνατό του, οι Κόρε. Ύδρο. αφιέρωσαν στη μνήμη του το τραγούδι «Συμφιλίωση» και συμπεριέλαβαν το πρόσωπό του στο videoclip τους, τα σχόλιά του για το φασισμό αναπαράχθηκαν το περασμένο φθινόπωρο ως πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη όπως αυτά του Χατζιδάκι, ενώ οι τηλεοπτικές του κόντρες απολαμβάνουν πολλά views στο youtube, σαν μια αληθινά ενδιαφέρουσα πλευρά της ελληνικής τηλεόρασης των 90’s, με ή χωρίς το σελοφάν του trash.
Aπό τις κόντρες αυτές, ξεχωρίζει εκείνη με το Σαββόπουλο, πίσω στο 1992. Το διχαστικό θέμα ήταν τότε η κακομεταχείριση παιδιού κατά τη συμμετοχή του στα γυρίσματα της ταινίας της Φρίντας Λιάππα «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης». Λίγα χρόνια μετά το αμφιλεγόμενο «Κούρεμα», που τον βρήκε να υποστηρίζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε μια βραχύβια όπως αποδείχτηκε στροφή προς τη Δεξιά, ο Σαββόπουλος υιοθετεί μια συντηρητική στάση στο θέμα, ενώ αντίθετα ο Ραφαηλίδης μια προοδευτική, μολονότι κάπως ακραία. Δεν τίθεται θέμα του με ποιον συμφωνείς – η ουσία είναι αλλού: Η αψιμαχία δύο αληθινά πνευματικών ανθρώπων, που με σωστά ελληνικά και ηρεμία στον τόνο της φωνής διαφωνούν θεμελιωδώς πάνω σε ένα αληθινά ενδιαφέρον ζήτημα, συγκροτούν ένα θέαμα που όμοιό του πολύ δύσκολα βλέπουμε σήμερα – όχι μόνο στην τηλεόραση αλλά και στην κοινωνική μας συναναστροφή. Είναι, πραγματικά, μια κόντρα από άλλη εποχή.
Η εκπομπή διατίθεται στο youtube στην ολότητά της. Για τους πολυάσχολους, ιδού ένα μικρό κατατοπιστικό απόσπασμα: