Ο Διονύσιος Σολωμός χαρακτηρίζει τον Λάμπρο «il poema dei Bastardelli» («το ποίημα των μικρών νόθων»). Μια πικρή ιστορία ακούσιας αιμομιξίας που ο σπουδαίος ποιητής τη χειρίζεται με γλώσσα συγκλονιστική. Η Σοφία Μαραθάκη απαντά στις ερωτήσεις της Popaganda για το πώς προσέγγισε το σπουδαίο αυτό κείμενο που ανεβαίνει στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε αυτό το έργο; Είναι ένα κείμενο που με συγκίνησε από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Ο αποσπασματικός του χαρακτήρας, η θραυσματική του φύση με γοητεύει. Η ίδια η ιστορία που αφηγείται είναι απλή και πανανθρώπινη. Συγγενεύει με την τραγωδία κι αναδεικνύει την τρομακτική δύναμη του τυχαίου.
Ποια η σκηνοθετική προσέγγιση και πώς την αναπτύξατε στις πρόβες; Είναι η πρώτη φορά που εντάσσω το βίντεο στη δουλειά μου, ίσως γιατί είναι η πρώτη φορά που ένα κείμενο μου γέννησε την ανάγκη να κινηθώ μέσα σε μια αισθητική ονείρου και συνειρμού.
Επίσης η πρωτότυπη ζωντανή μουσική που συνέθεσε και παίζει ο Βασίλης Τζαβάρας παίζει κεντρικό ρόλο. Νομίζω ότι αυτά τα δύο μέσα έχουν καταλάβει πιο πολύ χώρο συγκριτικά με άλλες σκηνοθεσίες μου και δουλειές της ομάδας ΑΤΟΝΑλ.
Ποιο είναι το πιο δυνατό σημείο της παράστασης για εσάς; Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Αλλά η γλώσσα του Σολωμού είναι ανυπέρβλητη. Σα χάδι στ’αυτιά.
Αν θέλατε να πέντε γραμμές να πείσετε έναν θεατή να επιλέξει τη δική σας παράσταση -ανάμεσα στην πληθώρα έργων που ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές- τι θα του λέγατε; Θα του έλεγα να έρθει επειδή πρωτίστως θα ακούσει μια γλώσσα υπέροχη και μια μουσική που θα τον ακολουθεί και τις επόμενες ημέρες. Θα δει το αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς και προσπάθειας κάποιων ανθρώπων να δημιουργήσουν ομορφιά, σκηνική ποίηση με όχημα την μεγάλη ποίηση του Σολωμού.
Είναι εύκολο για μια θεατρική ομάδα ή έναν σκηνοθέτη να βρει στέγη και να παρουσιάσει τη δουλειά της/του; Εσείς ποιες δυσκολίες τυχόν αντιμετωπίσατε στο παρελθόν; Είναι δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα. Πιστεύω πως σε ασυνείδητο επίπεδο η ελληνική κοινωνία αλλά και οι θεσμοί της αντιμετωπίζουν την Τέχνη σαν έναν εξόριστο. Θέλουν να τον απομονώσουν κάπου μακριά σ’ένα νησί, να μην ενοχλεί και πολύ, να ζει με ξεροκόμματα ίσα για να επιβιώνει. Η Τέχνη στην Ελλάδα δεν έχει ζωτικό χώρο. Θέλω να πω ότι ενώ υπάρχει κοινό, και άνθρωποι που διψούν για Τέχνη, η κυρίαρχη κουλτούρα και νοοτροπία τους αντιμετωπίζει σαν αόρατους. Σα φυσική συνέπεια όλου αυτού έρχονται όλες οι δυσκολίες που μπορείτε να φανταστείτε.