Παγωμένο βράδυ Τρίτης και για να διασχίσεις το στενό διάδρομο που έχει για φουαγιέ το θέατρο Από Μηχανής, πρέπει να περπατήσεις σαν τον κάβουρα. Η παράσταση της Σοφίας Φιλιππίδου, η μεγάλη της επιστροφή στις σκηνές μ’ ένα έργο ολόδικό της, έχει μαζέψει μεσοβδόμαδα, ακριβώς όσο κόσμο χρειάζεται, για να γεμίσει τις μαλακές καρέκλες σκηνοθέτη της μικρομεσαίας σκηνής του πάνω ορόφου. Και δεν είναι απλή υπόθεση, μιας και το έργο, δεν είναι ακριβώς αυτό που θα έλεγες crowd-pleaser.
Βασισμένο στο ομότιτλο διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ, το οποίο έγραψε λίγα χρόνια μετά το magnum opus του, τον Μόμπι Ντικ, το Μπάρτλεμπυ ο Γραφιάς είχε κάνει το κοινό του να σαστίσει όταν το είχε πρωτοσυναντήσει, παρ’ ότι θεωρείται ένα απ’ τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κι ίσως είναι το πλέον πολυπαινεμένο διήγημα της αμερικανικής γραφής σήμερα, 160 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Κι όμως, η διασκευή της Φιλιππίδου, σού υπογραμμίζει ότι το έργο είναι ακόμη ζωντανό.
Στο γραφείο ενός δικηγόρου της Γουόλ Στριτ του 1850, οι δουλειές πάνε καλά. Οι δυο γραφιάδες, που κάνουν τη δουλειά του φωτοτυπικού που δεν είχε ακόμη εφευρεθεί, είναι στα όρια της κατάρρευσης. Ο δικηγόρος αποφασίζει να προσλάβει έναν ακόμη γραφιά, και στο κατώφλι εμφανίζεται ο Μπάρτλεμπυ. Ένας μυστηριώδης τύπος, αλλόκοτα ντυμένος, λιγομίλητος κι όπως αποδεικνύεται, φοβερός δουλευταράς.
Η έλευση του Μπάρτλεμπυ, λοιπόν, δεν ήταν μονάχα θέμα συγκυριών. Ήταν κι αποτέλεσμα μιας χρόνιας ανάγκης και προσπάθειας της Φιλιππίδου να συγκεντρώσει αρκετή πίστη στις δυνάμεις της, για να κάνει πράγματα που της ταιριάζουν.
Αντιγράφει με την ταχύτητα και των δυο συναδέλφων του μαζί, δεν ανοίγει το στόμα του ούτε για να φάει και δεν διακόπτει τη δουλειά του ούτε για να απαντήσει στο αφεντικό του. Αυτό το τελευταίο, είναι το πρώτο από μια σειρά ιδιοτροπιών, που συνοψίζει με την φράση-υπογραφή «θα προτιμούσα όχι», ένας χαρακτήρας που άξαφνα, βυθίζεται σε ένα μοτίβο κλιμακούμενων αρνήσεων (να κάνει διάλειμμα, να δουλέψει, να πάει σπίτι του, να φάει), οι οποίες με τη σειρά τους, βυθίζουν το γραφείο στην αναρχία και το αφεντικό στην απόγνωση.
Λιτό κι ευέλικτο σκηνικό, στακάτες ερμηνείες, η Φιλιππίδου απογειώνει τον χαρακτήρα της με ερμηνευτικό μινιμαλισμό, ο κόσμος παρασύρεται, σοκάρεται, συγκινείται, γελάει, συμμετέχει. Μετά το τέλος της παράστασης, τρεις φιλεναδίτσες στα 20-25, περιμένουν έξω απ’ τα καμαρίνια, χασκογελούν και κουβεντιάζουν. Όταν βγαίνει ο Ορέστης Μαυρόπουλος, ο ένας απ’ τους τέσσερις ηθοποιούς που πλαισιώνουν την Φιλιππίδου, τα κορίτσια τον αρπάζουν, τον συγχαίρουν, και του ζητούν εξηγήσεις: «Πολύ ωραίο, πολύ πλάκα, αλλά έχουμε απορίες». Αυτό είναι και το επιθυμητό αποτέλεσμα.
«Ο Μπάρτλεμπυ είναι ένα αινιγματικό πρόσωπο», μού λέει η Φιλιππίδου λίγο αργότερα, όταν της ζητάω κι εγώ το λογαριασμό. «Έχει προβληματίσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, πάρα πολλούς. Συγγραφείς, ποιητές, διανοητές, αναγνώστες… Είναι μυστηριώδης. Είναι, τέλος πάντων, κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο». Οι γυναίκες, ως γνωστόν, το αγαπάνε το μυστήριο: «Εμένα, ναι, με γοήτευσε αυτή η στάση του. Το πώς εισήλθε μέσα σ’ ένα χώρο, πώς συμπεριφέρθηκε… Το ότι είναι φορέας αυτής της φόρμουλας, της φράσης “θα προτιμούσα όχι”, την οποία υποστήριξε μέχρι θανάτου».
Στις μέρες του εργασιακού μας μεσαίωνα, εύκολα μπορεί κανείς να διαβάσει τον Μπάρτλεμπυ σαν έναν ενδοσυστημικό επαναστάτη. Μπαίνει σ’ ένα γραφείο, κάνει μια συμφωνία, κι αρνείται πεισματικά να παρεκκλίνει, για να ικανοποιήσει τις έξτρα απαιτήσεις του αφεντικού. «Κάνει μια παθητική επανάσταση, ναι, κάπως έτσι. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είναι μόνο μια παθητική αντίσταση, είναι και μια συνειδητοποίηση του πόσο δύσκολο είναι κανείς να αλλάξει κάτι. Γι’ αυτό και, από κάποιο σημείο κι έπειτα, επαναλαμβάνεται στο έργο και μια άλλη φράση, το “ίσως θα προτιμούσα να μην κάνω καμία αλλαγή”».
Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του Μπάρτλεμπυ, έχουν αναγνωσθεί και ως μια περιήγηση στα κλινικά συμπτώματα της κατάθλιψης. Κι η κατάθλιψη, είναι άλλωστε, κλασικό επακόλουθο της ματαίωσης. Εν προκειμένω, της ματαίωσης μιας επαναστατικής πράξης που χαιρετίζεται από αγανάκτηση κι οργή. Την παράσταση ανοίγει ένα απόσπασμα από το βουβό μελόδραμα He Who Gets Slapped (1924), με έναν κλόουν, που ετοιμάζεται να διακηρύξει ότι η Γη είναι στρογγυλή, μα αφού φάει κάνα δυο σκαμπίλια που τον ξαπλώνουν στο πάτωμα, διαπιστώνει ότι τελικά η Γη είναι σκληρή. Όπως κι η αλλαγή. «Αν γνωρίζεις ότι κάτι είναι ανέφικτο, σταματάς να προσπαθείς να το κάνεις, πιστεύεις ότι είναι μάταιο», σημειώνει και η Φιλιππίδου.
Επιπλέον, η αλλαγή φοβίζει: «Όταν σπάει μια συμφωνία, όταν δεν υπάρχει κανόνας να εφαρμοστεί δηλαδή, μπαίνουμε στο χάος, σε μια αναρχία που δεν ξέρουμε πού πηγαίνει. Ο Μπάρτλεμπυ γίνεται ένας τοίχος, πάνω στον οποίο χτυπάνε τα λόγια των άλλων και γυρίζουν πίσω. Όμως αυτά τα λόγια που γυρίζουν πίσω, αναγκάζουν τους ήρωες να αναποδογυρίσουνε», λέει η Φιλιππίδου, ανακαλώντας την παρανοϊκή σύγχυση που προκαλεί ο Μπάρτλεμπυ στο γραφείο, με τους υπαλλήλους να φέρονται σαν τρελαμένοι πίθηκοι απ’ τα νεύρα τους. «Ειδικά ο δικηγόρος, που είναι ένα alter ego του Μπάρτλεμπυ, ξαφνιάζεται αρχικά απ’ αυτό το ήσυχο πράγμα, που δεν είναι επιθετικό, δεν είναι βίαιο, είναι καλό, αθώο, είναι μια άρνηση που σε εκνευρίζει, αλλά με αυτό το “θα προτιμούσα”, μεταφέρει την ευθύνη στον απέναντι. Κι ο δικηγόρος μεταλλάσσεται, γίνεται πατέρας, φίλος, καλός, κακός, αναγκάζεται να δει μέσα του και να μιλήσει με τη συνείδησή του».
Λιτό κι ευέλικτο σκηνικό, στακάτες ερμηνείες, η Φιλιππίδου απογειώνει τον χαρακτήρα της με ερμηνευτικό μινιμαλισμό, ο κόσμος παρασύρεται, σοκάρεται, συγκινείται, γελάει, συμμετέχει.
Μια τέτοια στάση άρνησης, θαρραλέας περιχαράκωσης επιθυμιών ιδιωτικών και κοινωνικών, είναι κάτι που λείπει απ’ την σημερινή πραγματικότητα; «Καλό είναι να το σκεφτούμε… Δεν μπορεί κανείς να προτείνει στους ανθρώπους μια τέτοια προτίμηση, η οποία θα τους συνοδεύσει σε ένα τέτοιο τέλος σαν του Μπάρτλεμπυ». Ο θάνατος, όμως, δεν είναι κι αυτός ένα είδος απελευθέρωσης; «Αυτό είναι θυσία και δεν ξέρω αν οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να κάνουν μια τέτοια θυσία. Αν θέλουμε κάτι να προτείνουμε, δεν είναι να πεθάνουμε βέβαια για την προτίμησή μας, αλλά να σκεφτούμε, όμως, την έννοια της άρνησης. Και μιας μικρής θυσίας στα μέτρα μας. Στα μέτρα της μικρής μας ζωής. Θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα ευγενικό “θα προτιμούσα όχι” στη ζωή μας, νομίζω είναι αναγκαίο σήμερα να ειπωθεί. Εμένα αυτό με συγκλονίζει».
Πέρα απ’ τη σκηνή, η Φιλιππίδου έχει βρει κι άλλο ένα βήμα τελευταία να καταθέτει τις προτιμήσεις της. Μέσα απ’ τη στήλη της στην Ελευθεροτυπία, έχει ξαναγίνει κι η ίδια γραφέας, εκ του παραλλήλου, όπως λέει: «Είναι ένας χρόνος τώρα που κλείνω. Αγαπώ πάρα πολύ το γράψιμο, ήταν η πρώτη μου αγάπη και μετά ήρθε το θέατρο. Με το γράψιμο ασχολήθηκα πολλά χρόνια στην Αθήνα, προσπαθώντας να κάνω κυρίως τηλεόραση», θυμάται. «Τη δεκαετία του ’90 ήμασταν κάποιοι πρωταγωνιστές του θεάτρου, που ήμασταν χρήσιμοι στην ιδιωτική τηλεόραση, όταν πρωτοάνοιξε. Τότε έγραψα μερικά κατά τη γνώμη μου πολύ ωραία σενάρια, πάνω από 10, αλλά δεν κατάφερα να τα προωθήσω. Αυτό μου προκάλεσε ένα μικρό σοκ και βγήκα απ’ το δρόμο μου, γιατί μ’ αυτήν την αποτυχία, σταμάτησα το γράψιμο. Έφυγα δηλαδή από κάτι στο οποίο ήμουν ταμένη, το γράψιμο».
Είναι περίεργο να ακούς από έναν άνθρωπο με τόσο μεγάλη επιτυχία και απήχηση, ότι έχει στο συρτάρι κλειδωμένα καμιά δεκαριά σενάρια και δεν έχει τι να τα κάνει. «Δεν τα ξέρουμε όλοι όλα στη ζωή μας, τι να κάνουμε» απαντά, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους, όμως το αμήχανο γέλιο της προδίδει την ουλή. «Αν κάποιος μου πει “δώσε μας τα σενάρια που έχεις στο συρτάρι σου”, ευχαρίστως να του τα δώσω, αλλά αυτά πάνε τώρα, τελειώσανε για μένα, δεν έχει νόημα να τα ανασύρω. Δεν μπορώ να τα περάσω, δεν έχω τον τρόπο, και δεν θέλω κιόλας να τον βρω γιατί, εντάξει, είμαι αλλού τώρα. Είχα αυτήν την ενδιαφέρουσα πρόταση για την εφημερίδα, και βρήκα ξανά το νήμα, η φαντασία μου πήρε μπρος πάλι και είμαι ευτυχισμένη που έχω αυτήν την διέξοδο του γραψίματος».
Εκτός από γραφιάς, παραμένει και μανιώδης καταναλώτρια του γραπτού λόγου: «Αγοράζω κάθε μέρα τρεις τέσσερις εφημερίδες και το τιμώ αυτό το πράγμα, θέλω να υπάρχει η εφημερίδα». Αν υπήρχαν μερικές χιλιάδες άνθρωποι ακόμη, σαν την Φιλιππίδου, μπορεί και να είχαν αποφύγει την κατάρρευση τα έντυπα. Έχει νουθετήσει όμως τον παραδοσιακό Τύπο αυτή η κρίση; «Δεν ξέρω τι πάθανε τα έντυπα, αλλά αυτό που ξέρω, είναι ότι τώρα λέγονται τα πράγματα. Δεν μπορεί κανείς αναγνώστης τώρα, να πει ότι δεν λέγονται. Παλιά αμφισβητούσαμε, λέγαμε ότι τα μασάνε, δεν ήταν αιχμηρές οι πένες, τα στρογγυλεύανε όλα… Όχι μόνο τα έντυπα, όλοι τα στρογγυλεύανε. Όλοι ΜΑΣ τα στρογγυλεύαμε. Κι όποιος ήταν αιχμηρός, τον αναγκάζανε να γίνει στρογγυλός. Τώρα, οι άνθρωποι ξαναποχτάνε τραύματα. Και λόγω τον τραυμάτων, έχουν αιχμές. Και λένε πράγματα, που είναι αιχμηρά, που είναι σκληρά, λέγονται πράγματα που πονάνε. Και πάλι, υπάρχουν κι άλλα να ειπωθούνε, δεν τελειώνουν αυτά που πρέπει να ειπωθούν».
Όχι ότι λέγεται και τίποτα που να την σοκάρει, βέβαια. «Δεν νομίζω ότι αυτά είναι αποκαλυπτικά, τα ξέραμε αυτά. Δεν τα ξέραμε από μέσα, δεν είχαμε πληροφορίες, αλλά πάντα υπήρχαν ενδείξεις. Ανήκω σ’ αυτή τη μερίδα ανθρώπων, που πάντα ήμασταν υποψιασμένοι, εδώ και πολλά χρόνια. Που ξέραμε ότι δεν μπορεί να πάει έτσι αυτή η κατάσταση. Κι όσο με αφορά, το διατύπωνα, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία. Δεν είμαι άνθρωπος που δεν μιλούσα, και υπήρχαν κι άλλοι που μιλούσαν, απλά δεν ήταν ενδιαφέροντα τότε τα λόγια μας. Δεν είχαν ενδιαφέρον, γιατί δεν συνέφεραν κανέναν. Δεν θέλαν οι άνθρωποι να ακούνε. Κι οπότε, γιατί να γινόμαστε εμείς γραφικοί και να λέμε πράγματα που δεν θέλει να ακούσει ο κόσμος; Ο σκοπός είναι, άμα μιλάς, να έχεις και ακροατήριο. Όταν δεν έχεις, γίνεσαι γραφικός».
Ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι του, που έλεγε κι ο Λουκάς. «Δεν μου αρέσει να κάνω τον προφήτη καθόλου, κι ούτε μ’ αρέσει καθόλου αυτή η κατάσταση που περνάμε. Δηλαδή, ήξερα ότι κάτι κακό θα γίνει, αλλά δεν περίμενα να είναι τόσο βαρύ και σκοτεινό. Και τώρα που έγινε, τώρα είναι που δεν ξέρω τίποτα. Κι αυτό το σκοτεινό, με τρομάζει πάρα πολύ. Αυτό το σκοτεινό, είναι ο τρόμος». Μπορεί κανείς να θωρακιστεί απ’ αυτό το άγνωστο; «Δεν γνωρίζω αν πρέπει να κλειστούμε μέσα μας, ή να ανοιχτούμε. Εδώ είναι ένα μεγάλο ερώτημα… Εγώ διάλεξα να βρω το έργο αυτό σα διέξοδο, διάλεξα τη δημιουργία, και διάλεξα την αλήθεια. Δεν θέλω να πάω καθόλου προς το μαύρο, το σκοτεινό, το καταθλιπτικό, αντιστέκομαι στον τρόμο, το φόβο και την κατάθλιψη, με το να τάσσομαι υπέρ της ζωής και της δημιουργίας».
Σ’ αυτήν την προσήλωση στην θετική πλευρά των πραγμάτων, επιμένει η Φιλιππίδου κι όταν της ζητάς να ανατρέξει στη διαδικασία του στησίματος της παράστασης. «Δεν πρέπει να γκρινιάζουμε», λέει, «γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα. Αυτό που έκανα εγώ, δεν είναι απλό πράγμα. Να κάνεις τη διασκευή, να βρεις το θίασο, να σκηνοθετήσεις, να παίξεις το ρόλο… Είναι μια θεατρική πρόταση, είναι κάτι δύσκολο. Αλλά είναι μια κίνηση που ήθελα να κάνω, σε αυτή τη φάση που βρίσκομαι στη ζωή μου. Εντάξει, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο να το κάνω, αλλά η χαρά που μου έφερε τελικά, είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ την κούραση που χρειάστηκε. Και πρώτα – πρώτα, είναι καλό για την υγεία μας, να ασχολούμαστε με την τέχνη. Και όταν κάτι είναι καλό για εμάς, για την υγεία μας, για τη ζωή μας… ε, όλα τα υπόλοιπα, πάνε περίπατο», λέει, χαμογελώντας.
«Είναι σα να περπατάς στην έρημο και να βρίσκεις νερό», συνεχίζει, και το βλέμμα της φωτίζεται με ειλικρίνεια, όταν εξηγεί ότι νιώθει τυχερή, όχι μόνο που βρήκε το κατάλληλο έργο την κατάλληλη στιγμή στη ζωή της, αλλά που βρήκε και τους κατάλληλους ανθρώπους να τη στηρίξουν για να το φέρει σε πέρας, μένοντας ιδιαίτερα στον Μένη Κουμανταρέα, μεταφραστή του πρωτότυπου και ένθερμο υποστηρικτή της διασκευής της Φιλιππίδου. «Με συναντούσε κάθε 15 μέρες και με επόπτευε ευγενικά. Του διάβαζα τι έκανα, με ενθάρρυνε και μάλιστα αυτός ήταν που είδε στο πρόσωπό μου, ότι εγώ είμαι κι ο ιδανικός ερμηνευτής γι’ αυτό το ρόλο. Ξέρετε, έχω μεγάλη ανάγκη ενθάρρυνσης», παραδέχεται, μ’ ένα χαμόγελο παιδικό. «Έχω μια παιδικότητα σ’ αυτόν τον τομέα, θέλω ένα μπράβο, ένα εύγε».
Και είναι, βέβαια, ένα ζήτημα, το πώς αυτό το μπράβο και το εύγε μπορεί να εκφραστεί κι από μια στήριξη πολιτειακή. Όχι απαραίτητα με τη μορφή της επιχορήγησης, αλλά της προώθησης τουλάχιστον. «Δεν υπάρχει κι ένας φορέας, να πει ρε παιδί μου, οργανωμένα, θα πουλήσουμε ελληνικό έργο, Έλληνες ηθοποιούς, ελληνικό σινεμά, ελληνικά έργα τέχνης, ελληνική μουσική, ελληνικό λάδι τέλος πάντων! Κι όχι δεν γίνεται τώρα, δεν γινόταν ποτέ! Δεν ασχολείται κανείς να πει “θα πουλήσω ελληνική ζωγραφική”, στις διάφορες Bienalle που γίνονται. Μετά, “θα πουλήσω θέατρο”. Μεταφρασμένο. Γιατί αυτοί φέρνουνε τα δικά τους και διαβάζουμε τα γράμματα από πάνω; Να πηγαίνουμε κι εμείς και να διαβάζουνε κι οι άλλοι! Ευρωπαίοι δεν είμαστε; Γιατί συνέχεια είμαστε τόσο υποτελείς σε κάτι που έρχεται απ’ έξω; Να έρχονται κι αυτοί, να πηγαίνουμε κι εμείς. Κι εμείς να ξεστραβωνόμαστε, αλλά κι αυτοί να γνωρίζουν εμάς. Γιατί δεν είμαστε κι οι χειρότεροι πια! Είμαστε κι εμείς όπως κι αυτοί. Και ταλαντούχοι και ατάλαντοι, απ’ όλα έχουμε. Κι αυτοί κάνουν σαχλαμάρες, κι εμείς κάνουμε σαχλαμάρες. Αυτό το ότι αυτοί τα κάνουν καλά κι εμείς δεν μετράμε, δεν ισχύει, είναι ψέμα».
Η έλευση του Μπάρτλεμπυ, λοιπόν, δεν ήταν μονάχα θέμα συγκυριών. Ήταν κι αποτέλεσμα μιας χρόνιας ανάγκης και προσπάθειας της Φιλιππίδου να συγκεντρώσει αρκετή πίστη στις δυνάμεις της, για να κάνει πράγματα που της ταιριάζουν. «Επειδή δεν είχα πάρει τα πράγματα στα χέρια μου τόσα χρόνια, οι προτάσεις που μου κάνανε οι άνθρωποι που ασχολούνταν μαζί μου –και τους οποίους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό–, μερικές φορές ήταν κατά τη γνώμη μου προσβλητικές. Κι όταν ένιωθα να προσβάλλομαι, και κινδύνευα να αρρωστήσω, ή να πάθω κατάθλιψη, τότε πολύ απλά πήγαινα σπίτι μου και προσπαθούσα να δουλέψω κι άλλο τα μέσα μου, για να δημιουργήσω μια ελεύθερη έκφραση της θέλησής μου».
Ακόμη και σ’ αυτές τις περιόδους βέβαια, της αποχής της απ’ τους προβολείς, η Φιλιππίδου εξακολουθούσε να κάνει θέατρο. «Δεν έμενα άπραγη, έκανα 14 χρόνια πειραματικό θέατρο με μια φοιτητική ομάδα, κι αυτό με έσωσε. Γιατί δεν μπορώ, το θέατρο είναι λίγο παραπάνω απ’ τη ζωή μου. Παρ’ όλο που όταν φεύγω απ’ το θέατρο είμαι πολύ προσγειωμένη, δεν κουβαλάω τους ρόλους μαζί μου δηλαδή, το θέατρο μου δίνει χαρά μεγάλη, μου δίνει ζωή. Κι ευτυχώς που το βρήκα στη ζωή μου, γιατί μπήκα κατά τύχη σ’ όλο αυτό, δεν είναι ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Τελικά, ποτέ δεν ήξερα τι θέλω. Έχω ένα μικρό πρόβλημα με το τι θέλω, μάλλον».
Αυτό που θέλει σίγουρα, είναι η επικοινωνία με τον κόσμο, με το κοινό. «Είτε παίζω μόνο, είτε ακόμη περισσότερο εδώ, που είναι πιο σύνθετη περίπτωση, πιο ολοκληρωμένη η εμπλοκή μου, έχω μια έννοια μεγάλη, αυτό που θα παρουσιάσω, να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Να έρθει ο κόσμος να το δει και να μου πει μπράβο. Αυτό είναι η δική μου λαχτάρα, μέσα από την τέχνη μου, να επικοινωνήσω με τον κόσμο. Αλλιώς, τι νόημα έχει;» Κι απ’ ό,τι φαίνεται, με το θέατρο γεμάτο και τον κόσμο να φεύγει αγκαζέ με σκέψεις κι αφορμές για συζητήσεις, το στοίχημα η Φιλιππίδου το έχει κερδίσει. Κι αν έχεις απορίες μετά την παράσταση, όλο και κάποιον θα πετύχεις στην έξοδο να σου τις λύσει.
*Το Μπάρτλεμπυ ο Γραφιάς, του Χέρμαν Μελβίλ σε διασκευή και σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου, με την ίδια και τους Αλέξανδρο Ιορδανίδη, Κώστα Καζανά, Άκη Λύρη, Σήφη Πολυζωίδη και Ορέστη Μαυρόπουλο, παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.30 και Τετάρτη στις 19.00, στο Απο Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, 2105231131)