Categories: TV SHOWS

Στην ανθολογία Small Axe του Στιβ ΜακΚουίν, η μουσική και η επανάσταση σώζουν ζωές

Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε “if you are the big tree, we are the small axe, ready to cut you down” διαιωνίζοντας την καραϊβικής προέλευσης παροιμία «αν είσαι το μεγάλο δέντρο, είμαστε το μικρό τσεκούρι», από την οποία δανείζεται τον τίτλο της η πλούσια σε Ιστορία, συναισθήματα και μουσική ανθολογία 5 ταινιών του Στιβ ΜακΚουίν, Small Axe, τρεις από τις οποίες έκαναν την πρεμιέρα τους στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης. Το “Lovers Rock”, το “Mangrove” και το “Red, White and Blue” εκτυλίσσονται στην Μεγάλη Βρετανία από τις δεκαετίες του ’60 ως του ’80, με επίκεντρο την αγγλόφωνη αφρικανο-καραϊβική κοινότητα και φτάνουν στη μικρή οθόνη (ως παραγωγές του Amazon Prime Video και του BBC One) σε μια από τις πιο εκρηκτικές στιγμές για τις διαφυλετικές σχέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο ΜακΚουίν, video artist που έχτισε το όνομά του στο σινεμά με τολμηρές ιστορικο-πολιτικές δηλώσεις όπως το Hunger και το βραβευμένο με Όσκαρ καλύτερης ταινίας 12 Χρόνια Σκλάβος, δεν αφήνει τη σύμπτωση (ή μάλλον το σύμπτωμα) να του διαφύγει, αφιερώνοντας το όλο εγχείρημα στην Μπριόνα Τέιλορ και τον Τζορτζ Φλόιντ, τα δύο θύματα της αστυνομικής βίας εναντίον των μαύρων που έγιναν σύμβολα των οργισμένων αναταράξεων στις ΗΠΑ τους περασμένους μήνες.

 

Mangrove

 

Από τις 3 ταινίες, το “Mangrove” είναι εκείνο που κοιτάζει κατάματα την απειλή της αστυνομίας στις μαύρες μειονότητες και συνδέεται άμεσα με την επικαιρότητα, ως δραματοποίηση της αληθινής ιστορίας της δίκης όχι των Chicago 7 αλλά των Mangrove Nine: το 1968, το εστιατόριο Mangrove στο φτηνό, εγκαταλελειμμένο τότε Νότινγκ Χιλ, έγινε στέκι της μαύρης κοινότητας της περιοχής, που αποτελούνταν από μετανάστες από το Τρινιδάδ, τοπικούς διανοούμενους, ακτιβιστές και καλλιτέχνες (ο Μάρλεϊ ήταν θαμώνας) – και, κατά συνέπεια, στόχος της αστυνομίας, που παρενοχλούσε τακτικά τον ιδιοκτήτη, Φρανκ Κρίτσλοου (Σον Παρκς), και τους πελάτες με πρόφαση τη διακίνηση ναρκωτικών (που δεν βρέθηκαν ποτέ στο σημείο). Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο ΜακΚουίν αναδεικνύει τη ζεστασιά, την ασφάλεια και, με λίγη φαντασία, ακόμα και τις μυρωδιές που έκαναν τους πιστούς πελάτες (που ήταν ανεπιθύμητοι αλλού) να αγκαλιάσουν και να αγκαλιαστούν από το αυτό το σημείο συνάντησης. Οι επιδρομές της αστυνομίας οδήγησαν τελικά τον Κρίτσλοου και τους φίλους, πελάτες και υποστηρικτές του (ανάμεσά τους η Λετίσια Ράιτ του Black Panther, που υποδύεται την ακτιβίστρια Αλθία Τζόουνς-Λεκόιντ, μέλος της τοπικής οργάνωσης των Black Panthers) σε μια διαδήλωση έξω από τα αστυνομικά τμήματα του δυτικού Λονδίνου που ξέφυγε από κάθε έλεγχο και κατέληξε σε συλλήψεις διαδηλωτών. Εννιά από αυτούς κατέληξαν στο εδώλιο των κατηγορουμένων, με την ταινία του ΜακΚουίν να μετατρέπεται στο δεύτερο μισό της σε γνήσιο δικαστικό δράμα (σαν αυτά που θυμηθήκαμε πρόσφατα), με τον Κρίτσλοου και την υπεράσπιση να προσπαθούν να αποδείξουν την προκατειλημμένη, προκλητική μεταχείριση της μαύρης κοινότητας από την αστυνομία. Η δίκη είχε ιστορική κατάληξη, αφού ο δικαστής απεφάνθη ότι υπήρξε «ξεκάθαρη απόδειξη φυλετικού μίσους και από τις δύο πλευρές» και έτσι για πρώτη φορά απέκτησαν νομική υπόσταση οι κατηγορίες για ρατσισμό στο αστυνομικό σώμα. Ο ΜακΚουίν φροντίζει να υπενθυμίσει τη διαιώνιση αυτών των αδικιών, χωρίς να υποτιμά τη δύναμη της συλλογικής δράσης.

Το ίδιο θέμα αλλά από μια εντελώς διαφορετική οπτική αφηγείται ο ΜακΚουίν στο “Red, White and Blue”, βασισμένο επίσης σε αληθινή ιστορία, αυτή τη φορά του νεαρού Λιρόι Λόγκαν (Τζον Μπογιέγκα), ενός μαύρου επιστήμονα που παράτησε την εργαστηριακή σχολή για εκείνη του αστυνομικού, προκαλώντας την οργή του πατέρα του, στην αδικαιολόγητη επίθεση του οποίου από αστυνομικούς είχε γίνει μάρτυρας στην παιδική του ηλικία. Ο Λόγκαν βρέθηκε σε μια σχεδόν παράλογη θέση με την επιλογή του, απομακρύνοντας τους φίλους του την ίδια στιγμή που γίνεται στόχος ρατσιστικής συμπεριφοράς από τους συναδέλφους του στο Σώμα. (Η πιο αστεία στιγμή της άτυπης τριλογίας περιλαμβάνει ένα αστείο με τη λέξη “force”, όταν ένας χαρακτήρας απαντά στην ανακοίνωση του Μπογιέγκα, πρωταγωνιστή των τελευταίων Star Wars, λέγοντας «θες να γίνεις Τζεντάι;»). Το “Red, White and Blue” είναι πολύ σύντομο για να αφήσει την ίδια εντύπωση με τα άλλα δύο entries, αλλά ο Μπογιέγκα τα δίνει όλα στην ερμηνεία του, αποτυπώνοντας στο εκφραστικό, αποφασισμένο πρόσωπό του εσωτερική ηθική μάχη του ήρωα, που με τη σειρά της αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα όταν ολοκληρώνονται οι τίτλοι τέλους. Επιπλέον, η πρόσφατη, θαρραλέα, σχεδόν σκανδαλώδης συνέντευξή του στο περιοδικό GQ που τάραξε τα νερά της LucasFilm, της Ντίσνεϊ και της κινηματογραφικής βιομηχανίας στην Αμερική χρωματίζει διαφορετικά την παρουσία του στην ταινία, συνδέοντάς τη με το παρόν με άλλον έναν απρόβλεπτο τρόπο.

 

Ο Τζον Μπογιέγκα στο επεισόδιο Red White and Blue

Όμως υπάρχει κι ένα αδιαπραγμάτευτο αριστούργημα στο Small Axe, βγαλμένο από την ψυχή και το μυαλό του ΜακΚουίν και όχι από κάποια σκοτεινή σελίδα της μαύρης Ιστορίας. Το “Lovers Rock”, το μοναδικό κεφάλαιο που δεν προέκυψε από πραγματικά γεγονότα, μας μεταφέρει στην καρδιά ενός σπιτικού πάρτι (τα θυμάστε αυτά;) στη δυτικο-ινδική κοινότητα του Λονδίνου τη δεκαετία του ’80. Η προετοιμασία του φαγητού από τις γυναίκες και οι μεταφορές των επίπλων και το στήσιμο του εξοπλισμού από τους άντρες είναι μέρος του ιερού τελετουργικού για την κάμερα του ΜακΚουίν, που τρυπώνει σαν άλλος καλεσμένος ανάμεσα στις παρέες, πριν η reggae του DJ σημάνει την έναρξη του πάρτι. Αυτό που ακολουθεί είναι μια από τις πιο αισθησιακές και αυθεντικές απεικονίσεις του χορού ως πράξης, κίνησης και σπίθας επανάστασης που έχουν καταγραφεί ποτέ στην οθόνη, με ηλεκτρισμένα πλάνα ανάμεσα στις υψωμένες γροθιές και τα λικνιζόμενα κορμιά καθώς λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο. Κατά τη διάρκεια αυτής της βραδιάς, η νεαρή Μάρθα (Αμάρα-Τζάε Σεντ Όμπιν) και ο σέξι άγνωστος Φράνκλιν (Μάικλ Γουόρντ) ανταλλάσσουν σπίθες γεμάτες υπόσχεση, αλλά η ρομαντική τους έλξη είναι μια ιστορία για την επόμενη μέρα, για μια άλλη ταινία. Το Lovers Rock, που παίρνει τον τίτλο του από τις βρετανικές reggae επιτυχίες των 70s, κορυφώνεται στο πολυσυζητημένο, ανατριχιαστικό 7λεπτο a cappella αλληλούια στο οποίο όλοι οι χορευτές ενώνουν τις φωνές τους και τραγουδούν το “Silly Games” της Τζάνετ Κέι. (Η αναζήτηση της μουσικής μετά το τέλος της κάθε πρεμιέρας του οδηγεί σε αυτή την playlist στο Spotify.)

Η τελική αφιέρωση του ΜακΚουίν είναι για «τους εραστές και τους ροκάδες», ελευθερώνοντας στην ατμόσφαιρα την οικεία αισιοδοξία όσων προηγήθηκαν.

To Small Axe κάνει πρεμιέρα τη Δευτερα 16/11 μέσα από τη δωρεάν, on demand υπηρεσία COSMOΤΕ TV PLUS αμέσως μετά την προβολή του στο BBC, ενώ από τις 22/11, η σειρά θα προβάλλεται και στο COSMOTE SERIES HD, κάθε Κυριακή στις 23.00.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου