Νομίζω ήταν επί προεδρίας και κυριαρχίας Σωκράτη Κόκκαλη που κυκλοφορούσε έντονα μεταξύ οπαδών, και κάποιων φιλάθλων, του ΠΑΟΚ (τουλάχιστον) η ατάκα «ξέρει κανείς ποιος είναι ο πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης ή της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ; Μόνο στην Ελλάδα ξέρουμε τον πρόεδρο της τελευταίας ομάδας της Β’ Εθνικής, επειδή οι πρόεδροι είναι που παίρνουν τα πρωταθλήματα και όχι οι ομάδες». Κάπως έτσι έπρεπε να περάσουν 35 χρόνια, να μάθουμε για τα καλά και από την ανάποδη το όνομα του Ιβάν Σαββίδη και να κατακτήσουμε ένα αήττητο πρωτάθλημα (και όχι μόνο).
Τα παραπάνω μου ήρθαν στο μυαλό με τον, όχι άνευ προηγουμένου, χουλιαμά που έγινε με το που ανακοινώθηκε (με μία ανακοίνωση σφοδρής αοριστίας, εδώ που τα λέμε, του στυλ «μωρό μου δεν θα πάμε Σαντορίνη, δεν μπορώ να σου εξηγήσω γιατί τώρα, αλλά και στα Καμένα Βούρλα ωραία θα περάσουμε»), η αλλαγή χώρου για την τελευταία εμφάνιση των Slayer στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της τελευταίας περιοδείας τους στον πλανήτη και άλλα τέτοια εσχατολογικά, που πάντα προσδίδουν το κάτι παραπάνω.
Ξέρει άραγε κανείς ποιος διοργανώνει τις συναυλίες στο Λονδίνο, τη Ρώμη ή έστω και την Βαρκελώνη; Ή μόνο εδώ μιλάμε εδώ και δεκαετίες για τον Λώρη, τα «ζώα της Detox», την Δημητρούλα, την Νανά πλέον κ.λ.π. σαν να είναι φίλοι μας από τοv στρατό (ελέγχεται για τις δύο τελευταίες); Φταίει θα μου πεις το ότι έχουμε τραβήξει και διάφορα από διοργανώσεις (και μη) συναυλιών κατά καιρούς, αλλά από την άλλη κάπως σαν να έχει καταντήσει εμμονή όλο αυτό. Δηλαδή την περιμένουμε την στραβή στη γωνία, και αν δεν κάτσει ίσως και ανησυχήσουμε.
Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο το γήπεδο του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας είχε φανεί σε όλους μας (ναι, ακόμη και σε εμένα που ούτε Αθηναίος είμαι, ούτε οπαδός του Παναθηναϊκού) ως ο επί γης Παράδεισος για την διοργάνωση της ιστορικής αυτής συναυλίας, και η όψιμη μετακίνηση της στο κλειστό του Μπάσκετ στο ΟΑΚΑ (του Παναθηναϊκού και πάλι πάντως) ως η κόλαση η ίδια (ή και αντίστροφα αν προτιμάτε, μιας και μιλάμε για τους Slayer).
Ο καθένας μας είχε κάνει την οργάνωση του, εγώ ονειρευόμουν προ-συναυλιακά ποτάκια στο Μπρίκι στη Μαβίλη, μετα-συναυλιακά ποτάκια ομοίως, κάποιοι άλλοι μπύρες μέχρι τελικής πτώσεως σε διάφορα στέκια στου Γκύζη, τα οποία δεν γνωρίζω, καθότι μη Αθηναίος είπαμε κλπ. κλπ.
Και κάπως έτσι χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας, στην επίσημη FB σελίδα του event έγινε ο κακός χαμός, ξεκαθαρίστηκε ότι στο Κλειστό δεν υπάρχει ούτε μισός ανεμιστήρας, ότι θα δούμε τη συναυλία σε θερμοκρασίες τουλάχιστον 50 βαθμών κελσίου, αρχίσανε οι συνήθεις αρλούμπες για ομαδικές αγωγές κατά του διοργανωτή κλπ. κλπ. . Και φυσικά βρέθηκε κι αυτός που μίλησε – όπως πάντα- για το ότι πρέπει να μας αποζημιώσουν για «ψυχική οδύνη», προαποφασίζοντας για όλους μας ότι τελικά στην αρένα των Slayer είναι που θα πεθάνουμε! Τα λεφτά βέβαια θα τα πάρουν οι συγγενείς, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Με τα παραπάνω δεδομένα (κι έχοντας με βαριά καρδιά επιστρέψει από την Ρώμη και μία πέρα από κάθε συζήτηση κυριαρχική εμφάνιση των Neurosis), γύρισα το κλειδί στο μηχανάκι κάτω από τον καυτό αθηναϊκό ήλιο, έκανα μια παρακάμψη για να περάσω από την Λεωφόρο, για να δώσω ακόμη πιο δραματικές διαστάσεις σε ό,τι περνούσα κι επρόκειτο να περάσω, και πήρα την Κηφισίας με ακόμη πιο βαριά καρδιά, στο δρόμο για το κλειστό Νίκος Γκάλης, που από επάνω είχε και αυτό το όνομα που μου τη δίνει στα νεύρα εδώ και δεκαετίες τώρα.
Με το που μπήκα στο χώρο, λίγο μετά τις πρώτες νότες των Rotting Christ (=ωραίοι ως μη Έλληνες, όπως πάντα, αλλά δεν υπάρχει περιθώριο να πούμε για τους RT τώρα – editor’s note: καλύτερα όχι Άρη, είμαστε στις 600 λέξεις και μόλις μπήκαμε στο χώρο), το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «άτσα η Νανά, βούλωσε στόματα», καθώς το δροσερό αεράκι των Air Condition του χώρου, με επανέφερε στην επιθυμητή θερμοκρασία, έπειτα από το καμίνι της Κηφισίας. Λίγο μετά σκέφτηκα «άντε ρε Ιβάν, φέρε κανά χαφ να πούμε να περάσουμε στους Ομίλους». Κι ευχαριστημένος από τα πάρε δώσε που έχω με σημαντικούς ανθρώπους του πολιτισμού και του ποδοσφαίρου, κατέβηκα στην Αρένα να πάρω καμία βότκα, και ενώ είχα αποφασίσει πως λόγω της κολασμένης ζέστης θα έπινα μόνο νερό (χα, χα).
ΟΚ, το κλειστό του ΟΑΚΑ σίγουρα δεν είναι η Μύκονος των συναυλιακών χώρων ( ο ήχος, όπως σε κάθε κλειστό, ακόμη και όταν είναι καλός, δεν είναι καλός παντού, αντανακλάσεις κλπ. ξέρετε από τους λαμπάτους ενισχυτές που έχετε στο σπίτι φαντάζομαι), αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και τα Καμένα Βούρλα.
Αν αναλογιστούμε το τι ακόμη θα λέγαμε (κι ενδεχόμενα θα είχαμε περάσει) αν κι αυτή η συναυλία είχε γίνει στη Μαλακάσα, τότε πρέπει να είμαστε υπέρ-ευχαριστημένοι με το τελικό αποτέλεσμα σε συνθήκες οργάνωσης, ήχου, κλιματισμού (το Α και το Ω ενός extreme metal live act), κι αν μη τι άλλο καταλήγουμε σε θετικό πρόσημο για μια διοργάνωση από την οποία περιμέναμε να μας αποζημιώσει όχι ψυχικά, αλλά λόγω οδύνης.
Μία κάπως πιο ορισμένη ανακοίνωση περί του γιατί τελικά η συναυλία μεταφέρθηκε στο κλειστό, κι αν εκτός από τις ανάγκες της παραγωγής (κάτι αντίστοιχο άλλωστε συνέβη πριν από δύο μέρες και στη Σόφια, πιθανόν κι αλλού), υπήρξαν κι άλλοι λόγοι που από την πρώτη στιγμή κυκλοφόρησαν ως «ράδιο αρβύλα», θα μας έκανε βέβαια όλους πιο ευτυχισμένους, αλλά η ευτυχία δεν είναι το παν στη ζωή (υπάρχουν και τα λεφτά).
Κι αφού χάσαμε όλους τους αναγνώστες μας με όλα αυτά, πάμε να δούμε τι έγινε στην τελευταία εμφάνιση των Slayer επί ελληνικού εδάφους. Που αναμένεται να είναι όντως η τελευταία, αν κρίνουμε κι από τον αποσβολωμένο κι επιφανειακά αδρανή, αλλά εμφανώς ξεχειλισμένο σε συναισθήματα, Tom Araya, ο οποίος για περίπου 15 λεπτά μετά το τέλος της συναυλίας απλώς περπατούσε στην σκηνή και… κοίταζε το κοινό του, που τον επευφημούσε γηπεδικά, μην μπορώντας καν να μας ευχαριστήσει, όπως κι όσο θα ήθελε, πριν τελικά βρει το κουράγιο να πει 5-6 πράγματα.
Τόσο αυτή η προσωπικά μαζική στιγμή, όσο και το άσβεστο για μιάμιση ώρα μένος με το οποίο κι αυτό το βράδυ οι Slayer έδωσαν το τελευταίο show της ζωής τους, υποδεικνύει ότι παρότι θεωρητικά θα μπορούσαν για μια ακόμη φορά να συνεχίσουν εις και προς το διηνεκές, παρά τις απώλειες (τόσο τη συνήθη, όσο και την τραγική), τα πράγματα μάλλον κάπου εδώ όντως παίρνουν ένα τέλος (στην επόμενη περιοδεία Slayer, είναι σαφές ότι θα διαγράψουμε αυτήν την παράγραφο).
Τα τελευταία 30-35 λεπτά υπήρξαν και στη χώρα μας –κατά γενική ομολογία- τα καλύτερα που έχουμε δει και ακούσει ποτέ από τους Slayer. Ναι, κι από τους αυθεντικούς τέσσερις Slayer. Διάφοροι παράγοντες κι αλγόριθμοι πρέπει να επιστρατευτούν για να εξηγηθεί το γιατί και πώς, αλλά όσοι ήταν εκεί το Σάββατο το βράδυ, γνωρίζουν πολύ καλά πως έτσι ακριβώς είναι.
Από το “Seasons In The Abyss” μέχρι και το τελειωτικό “Angel Of Death” υπήρξαν κι ενώπιον μας αδυσώπητοι, όπως ακριβώς τους ξέρουμε και τους θέλουμε. Προς τιμήν του, και με βαθιά επίγνωση της όχι μόνο σημειολογικής σημασίας του εν λόγω τραγουδιού στο αξίωμα του γκρουπ να παραμένει αιώνια ακραίο και ενοχλητικό, άλλωστε, οι Slayer κλείνουν τον κύκλο τους, με το τελευταίο αυτό τραγούδι τους, που ενώ δίχασε όσο κανένα άλλο την εικόνα τους προς τα έξω, εν τούτοις εμπεριέχει το ό,τι είναι και δεν είναι οι Slayer σε κάθε επίπεδο, μουσικό, αισθητικό, αλλά και ιδεολογικό, υπό τελείως διαφορετική έννοια από τις κατά καιρούς παρερμηνείες.
Τα τραγούδια, τα ριφ, οι ρυθμοί και οι κομμένες ανάσες εξαπολύονταν προς την αρένα και τις κερκίδες κατά ριπάς, στη βάση του οργανωμένου χάους που εξαρχής υπήρξαν οι Slayer, και παρότι κανείς πραγματικά δεν καταλάβαινε πότε τέλειωνε τι και πότε άρχιζε κάτι άλλο, όλοι έμοιαζαν να μη χάνουν ούτε νότα, αλλά ούτε και στίχο, σε ένα άνευ ετέρου βαρύ-μεταλλικό singalong , που κάνει τις pop συναυλίες των σταδίων να ντρέπονται για την πάρτη τους.
Έτυχε να στέκομαι στη μεγαλύτερη διάρκεια κάπου προς το τέλος του τελευταίου μπαρ προς τη σκηνή, και να έχω δίπλα μου έναν εκπληκτικής κοπής «μύστη» με OAKLEY γυαλιά, που με πληροφορούσε για τους δύο μεθεπόμενους στίχους κάθε τραγουδιού, πριν αυτοί ακουστούν, με εκπληκτική ακρίβεια, αλλά και ταχύτητα. Σκέφτηκα να του ζητήσω το τηλέφωνο του να βρισκόμαστε γενικά στις συναυλίες, αλλά τελευταία στιγμή μου ακούστηκε κάπως όλο αυτό.
Δεν είναι ότι σε όλη την προηγούμενη πρώτη ώρα της συναυλία το κρίμα στο λαιμό όσων περίμεναν να λυτρωθούν και πάλι από τους Slayer και την ορμή τους υπήρξε λιγότερο βίαιο ή εκρηκτικό. Η ανταπόκριση του κοινού, και η απόδοση του γκρουπ υπήρξαν από το πρώτο δευτερόλεπτο ισάξια τιτάνιες, όσο και χαώδεις σε σημεία που εμείς δεν πιστεύαμε αυτό που ακούγαμε.
Ειδικά κι εξαιρετικά μάλιστα το “Payback” από το τόσο αδικημένο, όσο και έξοχα τιτλοφορημένο God Hates Us All, στάθηκε ένα (σχεδόν) αναπάντεχο highlight, μιας βραδιάς στην οποία – εδώ που τα λέμε- ακούστηκε το μισό Seasons In The Abyss άλμπουμ. Τι άλλο να ζητήσουμε δηλαδή; To άλλο μισό Reign In Blood ή μήπως κάτι από το Undisputed Attitude που δεν θα είναι η δική τους σύνθεση; Από την πρώτη- πρώτη φορά που είδαμε τους Slayer, πριν από 20 και βάλε χρόνια πλέον, ζητάμε συνέχεια κάτι περισσότερο, θεωρώ όμως ότι αυτή τη φορά, έστω και χωρίς την αίσθηση του επερχόμενου Τέλους, θα πρέπει να είμαστε κάτι παραπάνω από ικανοποιημένοι. Θα πρέπει πλέον να είμαστε βέβαιοι ότι είμαστε οι εκλεκτοί και οι τυχεροί.
Είναι καθαρά θέμα τύχης κάποια πράγματα, πως να γίνει τώρα. Θεωρώ ότι 3-4 γενιές οπαδών, έστω και αν δεν πρόλαβαν τους Slayer όταν σάρωναν το underground για να τρέξουν, όπως κανείς άλλος δεν έτρεξε από τέτοια άκρα προς την κορυφή, ή κάπου μετά το Seasons, οπότε και έμοιαζε ήδη να έχουν κάνει τα πάντα, είναι οι περισσότεροι τυχεροί από όλους, ακριβώς επειδή είχαν για δύο σχεδόν δεκαετίες μπροστά τους και γύρω τους, ενεργό και αδηφάγο υπό κάθε συνθήκη, το μοναδικό συγκρότημα στην ιστορία του ροκ που κατέκτησε τον κόσμο όντας πραγματικά ακραίο και βίαιο, που δεν ηχογράφησε μισή γαμημένη μπαλάντα, δεν είπε μισό λόγο αγάπης, δεν κλαψούρισε έστω και για πέντε λεπτά, γενικώς δεν έκανε απολύτως τίποτε βάσει κανόνων, ακόμη και βάσει των κανόνων της εξαναγκασμένης ανατροπής και αντίδρασης, με τους οποίους κατά καιρούς θα περίμενε κανείς να συμπεριφερθεί.
Οι Slayer πήγαν πάντοτε και κάθε επόμενη φορά εκεί που ΜΟΝΟ αυτοί ήθελαν, χωρίς να ενδιαφέρονται ποιοι, πόσοι και για ποιους ακριβώς λόγους θα τους ακολουθήσουν. Και κάθε φορά τους ακολουθούσαμε και περισσότεροι.
Τεράστιοι, ογκόλιθοι, ανυπέρβλητοι, αξεπέραστοι…. όλα αυτά είναι καλά αλλά για κάποιους άλλους. Αυτοί ήταν, είναι και θα είναι ο Slayer και καλό είναι κάπου εδώ να παύσουν οι χαρακτηρισμοί, οι αποτιμήσεις και η νοσταλγία, και να τους ακούσουμε και πάλι από την αρχή. Από το “Evil Has No Boundaries” μέχρι το “Pride In Prejudice”, τα τραγούδια των Slayer παραμένουν το σπουδαιότερο δείγμα πραγματικά ασυμβίβαστου rock ‘n’ roll, που γνώρισε ποτέ το είδος, σε όλες του τις άκρες και τις εκφάνσεις. Και ΟΚ με εμάς, θα την βρούμε την άκρη, οι ίδιοι οι Slayer τι θα κάνουν άραγε στο εξής;
Μα αυτό είναι από χρόνια γνωστό, όπως λέει και ο Φωτόπουλος σε μία καλοδουλεμένη σκηνή του Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα 2…
They Will Reign In Blood.