Γιώργο το SKG Festival είναι βασισμένο σε μία δική σου ιδέα, οπότε δικαιωματικά ο πρώτος λόγος σου ανήκει.
Γιώργος Χριστιανάκης: Καταρχάς οι μπάντες που κατεβαίνουν στο Gagarin αυτό το διήμερο, επ’ ουδενί δεν είναι όλη η θεσσαλονικιώτικη σκηνή, θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό. Είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα. Έπρεπε να γίνει μία επιλογή, γιατί τα οικονομικά δεν επιτρέπουν να παίξουν όσοι θα θέλαμε. Η ιδέα ήρθε από το γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλές νέες μπάντες που προσπαθούν να βρουν χώρους στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Κάποιες από αυτές τις μπάντες δεν μπορούσαν να παίξουν, είτε εξαιτίας έλλειψης γνωριμιών είτε για άλλους λόγους, σε ένα κατάλληλο χώρο στην Αθήνα, οπότε συζητώντας με παιδιά που έρχονται στο Residents, τους είπα αν θέλουν να μαζευτούν και να δείξουμε σε ένα διήμερο, ένα μέρος της ενεργής σκηνής της πόλης. Είτε πρόκειται για μεγαλύτερους που παραμένουν ενεργοί, είτε για νέα παιδιά. Είναι μία απλή ιδέα. Και η ανταπόκριση από όλους ήταν άμεση.
Πόση ώρα σας πήρε να πείτε το ναι;
Γιάννης Αγγελάκας: Όταν λέει ο Χριστιανάκης κάτι…
Μπάμπης Παπαδόπουλος: Του χαλάς χατήρι του Γιώργου;
Ντίνος Σαδίκης: Δεχτήκαμε σε ένα δευτερόλεπτο.
ΓΧ: Κοίτα, υπήρξαν κάποιες σαλονικιώτικες μπάντες που κακοπέρασαν όταν πήγαν στην Αθήνα.
ΜΠ: Συμβαίνει και αντίστροφα, και αθηναϊκές μπάντες έχουν κακοπεράσει στη Θεσσαλονίκη.
Όταν λέτε «κακοπέρασαν»;
ΓΧ: Με την έννοια ότι έπαιξαν και δεν πληρώθηκαν.
ΓΑ: Να παίζεις και να μπαίνεις μέσα δηλαδή.
ΓΧ: Να έχει 300 άτομα στο χώρο και η μπάντα να πληρώνεται 80 ευρώ, με δικά της τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής. Αυτά είναι πράγματα που έχουν συμβεί ξανά και ξανά. Γι’ αυτό σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί σε ένα χώρο με ιστορία, να εξασφαλιστεί χάρη στη Goodheart Productions που ανέλαβε το ρίσκο, ότι θα πληρωθούν όλοι, και ότι θα γίνει μια γιορτή όπου όλοι θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους με όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Μαζί λοιπόν επί σκηνής η παλιά φρουρά με τους νέους.
ΓΧ: Μισό λεπτό. Εγώ δε βλέπω «παλιούς» και «νέους». Βλέπω ανθρώπους που ασχολούνται ενεργά και πηγαίνουν αυτό που κάνουν παρακάτω.
Είναι αντικειμενικό το ζήτημα: οι μισοί του SKG Fest έχουν παρελθόν δεκαετιών και οι άλλοι λίγων χρόνων. Έχετε πιάσει τους εαυτούς σας να νιώθουν ότι πρέπει να δείξουν το δρόμο στις νέες μπάντες της Θεσσαλονίκης; Έχετε αντιληφθεί κάποια αίσθηση δέους από τα νέα παιδιά απέναντί σας;
ΓΑ: Δεν νομίζω ότι υπάρχουν αισθήματα δέους ή πατροναρίσματος σε όλο αυτό. Κι εμείς άλλωστε δεν σκάσαμε από το πουθενά. Υπήρξαν γενιές πριν από εμάς. Το ροκ της Θεσσαλονίκης έχει τόση ιστορία πίσω του.
ΓΧ: Δεκαετίες ολόκληρες.
ΓΑ: Έχουν περάσει μουσικοί και μουσικοί, άνθρωποι υπέροχοι που μας έβαλαν στο λούκι όταν ήμασταν πιτσιρίκια, να ψαχτούμε, να δούμε πώς μπορούμε να το κάνουμε. Χωρίς να μας πατρονάρει κανείς. Όπως κι εμείς δεν πατρονάρουμε κανένα.
ΓΧ: Ο Νίκος Παπάζογλου είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα. Ας πούμε ότι η σχέση μας μαζί του ήταν όπως είναι τώρα η δική μας με τα νέα παιδιά.
ΜΠ: Γιατί πώς να το κάνουμε, τα πρώτα πράγματα τα μαθαίνεις από κάποιον. Έτσι λοιπόν έχει δημιουργηθεί μία συνέχεια μέχρι σήμερα.
ΓΑ: Ούτε πατρονάρισμα, ούτε δέος. Τα πράγματα είναι και λίγο πιο συντροφικά εδώ. Κι εμείς παλιά πηγαίναμε στα ίδια στέκια με την προηγούμενη γενιά και μας λέγανε τις ιστορίες τους, ανταλλάσσαμε ιδέες…
ΓΧ: Υπήρχε μία αβίαστη σχέση των παλιότερων με εμάς όταν ξεκινούσαμε. Με πολύ χιούμορ. Θα πω μια ιστορία γιατί έχει πλάκα: Όταν ξεκίνησα, έπαιζε στην Ανατολή, ένα μικρό μπαράκι, ο Γιώργος Πεντζίκης με ένα τρίο, μαζί με τον Γιώργο Ζηκογιάννη στο μπάσο και τον Λεωνίδα Αντωνόπουλο στα τύμπανα, αν θυμάμαι καλά.
ΓΑ: Το θυμάμαι, είχα περάσει κι εγώ από εκεί.
ΓΧ: Έχω λοιπόν μόλις αγοράσει ένα Fender Rhodes και προσπαθώ να πλησιάσω τον Πεντζίκη, που τον έβλεπα σαν θεό. Πάω και του λέω: «Κύριε Πεντζίκη έχω πάρει ένα Fender Rhodes» με σκοπό μετά να του ζητήσω να μου δείξει πέντε πράγματα. Και μου λέει: «Ώστε έχεις πάρει Fender Rhodes;». «Ναι κύριε Πεντζίκη», του λέω. «Ε στ’αρχίδια μου» λέει και γυρνάει και φεύγει. Έπαθα σοκ. Μετά από καμιά δεκαριά μέρες ήμασταν μαζεμένοι στην Πλατεία Ναβαρίνου και όπως ανηφόριζε ο Πεντζίκης με είδε, πλησίασε, έβγαλε ένα χαρτί, έγραψε ένα νούμερο και μου το έδωσε: «πιτσιρικά πάρε το τηλέφωνο και τη διεύθυνση, αύριο στις 12 σε περιμένω στο σπίτι». Επί ένα εξάμηνο μου έδειχνε όσα ήξερε από σινθεσάιζερ και τέτοια. Αφού πρώτα είχε σπάσει πλάκα.
Η συντροφικότητα λοιπόν της σαλονικιώτικης σκηνής είναι κάτι που ανέκαθεν συνέβαινε οργανικά.
ΓΑ: Κάπως έτσι. Δεκαοχτώ χρονών κι εμείς κατεβαίναμε από τη Νεάπολη στο κέντρο και όλοι μαζευόμασταν στα ίδια μαγαζιά, πάνκηδες, χίπηδες, οι πάντες…
Την προηγούμενη φορά που μιλήσαμε μου είχες πει ότι κατά τη γνώμη σου, ο βασικός λόγος που στη Θεσσαλονίκη γίνονταν πράγματα, ήταν ότι όλοι ήσασταν στα ίδια στέκια.
ΓΧ: Στη δεκαετία του 80 ήταν το Αχίλλειο και ο Λάζαρος στην παραλία, και η πλατεία Ναβαρίνου. Υπήρχαν όμως «φυλές». Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι οι τζαζίστες και οι ροκάδες που είχαν κόντρα, μέχρι και αγώνες ποδοσφαίρου στήνανε στο γήπεδο της ΧΑΝΘ. Όλο αυτό βέβαια γινόταν σε ένα πολύ συντροφικό και καθόλου ανταγωνιστικό περιβάλλον. Με πολύ χαβαλέ και αλληλοβοήθεια.
ΓΑ: Ίσως αυτό να οφείλεται και στον τρόπο με το οποίο ήρθε το σπέρμα του ροκ στη Θεσσαλονίκη. Κάτι που δεν το ήξερα όταν ξεκινούσα. Μου το είπαν παλιότεροι και με βοήθησε πολύ σαν άνθρωπο. Στη σημερινή Σβώλου -Πρίγκηπως Νικολάου λεγόταν τότε- λοιπόν υπήρχε ένα youth hostel. Το πρόλαβα αλλά όχι στα μεγαλεία του. Ερχόταν λοιπόν το Magic Bus. Έκανε στάση στη Θεσσαλονίκη. Όσοι γουστάρανε κάθονταν εδώ κι έπαιρναν το επόμενο. Μετά έκανε στάση στην Κωνσταντινούπολη και τέλος πάντων κάποια στιγμή έφτανε στην Ινδία. Οπότε τα αλητάκια της πόλης άραζαν έξω από το youth hostel, γνωρίζονταν με τους Άγγλους χίπηδες, τους πήγαιναν βόλτα στην παραλία, κι εκείνοι τους έπαιζαν τραγούδια, τους έδειχναν ακόρντα.
Να κάτι ενδιαφέρον: δεν είναι πολλοί αυτοί που ακούγοντας τον όρο «σκηνή της Θεσσαλονίκης» θα ανατρέξουν πριν από τα 80s.
ΓΑ: Κι όμως, τέλεια ήταν. Θυμάμαι με τον Καρρά, 16-17 χρονών, να κατεβαίνουμε στο κέντρο για να δούμε το γκρουπ που είχε ο Χρήστος Βατσέρης. Αυτοί έτσι κι αλλιώς ήταν συνεχιστές των προηγούμενων. Θυμάμαι τότε διασκεύαζαν όλο το Dark Side of the Moon. Μαγεμένοι τους κοιτούσαμε.
ΓΧ: Είχανε πολλά μηχανήματα γιατί είχε χρήματα ο Βατσέρης. Μάλιστα, στο τέλος του λάιβ έσβηναν τα φώτα κι έκανε ένα κόλπο με οινόπνευμα, έβαζε φωτιά στο χέρι του. Όμως μια φορά δεν έσβηνε με τίποτα και χοροπηδούσε σαν τρελός, καιγόταν ο άνθρωπος.
ΓΑ: Είχε και στούντιο o Βατσέρης, μαζεύονταν οι μπάντες και γράφανε. Γενικά δηλαδή γίνονταν πράγματα ανέκαθεν στην πόλη. Θυμάμαι ότι κι εγώ και ο Καρράς είχαμε πάρει μέρος σε σχολικούς διαγωνισμούς, με άλλη μπάντα ο καθένας. Νομίζω ότι ο Καρράς είχε πάρει το δεύτερο βραβείο. Στους οποίους διαγωνισμούς από κάτω γινόταν το έλα να δεις. Πέφτανε και γιαούρτια. Ανέβαινες στη σκηνή και δεν ήξερες πώς θα κατέβεις. Ήταν δηλαδή γενικά ζωηρά τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη.
ΜΠ: Νομίζω πάντως ότι τώρα συμβαίνουν πιο πολλά πράγματα.
ΓΑ: Προφανώς. Αλλά και στα 70s έβραζε ο τόπος τότε. Πολλές μπάντες. Ο Χριστιανάκης έπαιζε σε ένα σωρό. Και τζαζ και new wave…
ΓΧ: Κάναμε διάφορα. Και με τους Proxies έπαιξα και με τον Δημητριάδη παίζαμε διασκευές Talking Heads…
ΓΑ: Και τις παίζατε καταπληκτικά!
«Στο SKG Fest δεν βλέπω “παλιούς” και “νέους”. Βλέπω ανθρώπους που ασχολούνται ενεργά και πηγαίνουν αυτό που κάνουν παρακάτω» – Γιώργος Χριστιανάκης
Πέρα από όλα αυτά, υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή που ο καθένας σας να κατάλαβε ότι η μουσική θα ήταν αυτό που θα έκανε στη ζωή του, στα σοβαρά;
ΓΧ: Γιατί, το έχουμε καταλάβει;
ΓΑ: Για να σοβαρευτούμε, εμείς με τις Τρύπες το καταλάβαμε γύρω στο ‘93, γιατί ως τότε ήμασταν ένα underground group που έπαιζε σε μικρά μαγαζιά.
Δηλαδή μέχρι τότε δεν είχατε συνειδητοποιήσει τη δυναμική σας;
ΓΑ: Εντάξει, είχαμε φόρα και όρεξη να το πάμε ψηλά, να ζήσουμε από αυτό. Εκεί θέλαμε να φτάσουμε. Ακουγόταν τρελό βέβαια, έτσι;
Ντίνος Σαδίκης: Θέλω να σημειώσω το εξής: όλη αυτή η σκηνή του 60 και του 70 που περιγράφετε, ναι μεν υπήρχε, έπαιζε όπως λέτε το Dark Side of the Moon ή λίγο αργότερα Talking Heads, αλλά δεν ήταν και το πιο σύνηθες να έχουν δικό τους πρώτοτυπο υλικό τα γκρουπ. Αυτό «έσκασε» τη δεκαετία του 80.
ΓΧ: Προσοχή όμως, για να μην παρεξηγηθούμε. Προφανώς υπήρχαν και σπουδαίες μπάντες με δικό τους υλικό, όπως οι Olympians ή οι Μακεδονομάχοι.
Πότε λοιπόν συνειδητοποιήσατε ότι αποτελείτε κομμάτι μιας νέας εποχής για τη σκηνή της Θεσσαλονίκης;
ΓΑ: Δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτό είναι λίγο το αθηναϊκό βλέμμα πάνω στη φάση. Υπήρχαν συντροφιές και τρέλα, η οποία απλά εκφραζόταν.
ΜΠ: Νομίζω όμως ότι όντως στη δεκαετία του 80 ανέβηκαν τα πράγματα.
ΓΑ: Αλλά και στην Αθήνα έγινε κάτι τέτοιο. Με τους Last Drive, τους Anti-Troppau Council, με τον Πήγασο, με τις μπάντες του Ποθουλάκη (σ.σ. Παρθενογένεσις, Villa 21, Reporters).
Σας ρωτάω για να καταλάβω πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονται τη δημιουργία μιας σκηνής οι μουσικοί που παίζουν στις μπάντες που τη στοιχειοθετούν, σε σχέση με το κοινό.
ΜΠ: Δεν νομίζω ότι υπάρχει μια στιγμή συνειδητοποίησης. Όταν γίνονται τα πράγματα, απλώς γίνονται. Είσαι μέσα σε μια φάση και κάνεις ό,τι είναι να κάνεις. Υπάρχει απλά μια πόλη και μπάντες που παίζουν.
ΓΧ: Υπάρχει βέβαια ένας μύθος γύρω από τη σκηνή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος ίσως και να είναι λίγο υπερβολικός γιατί στην τελική, σκηνές υπάρχουν σε όλες τις πόλεις.
ΓΑ: Απλά στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν συγκεκριμένα στέκια που μαζεύονταν όλοι μα όλοι, εμείς από τις συνοικίες, τα παιδιά του κέντρου, μεγάλοι και μικροί. Ανήκες σε μια κοινότητα σαλονικιώτικη που είχε ανησυχίες, αντάλλασσε δίσκους, μιλούσε για μουσική.
ΓΧ: Αυτό που λες με την ανταλλαγή μουσικής, γινόταν με τρομερές ταχύτητες για τα δεδομένα της εποχής. Ερχόταν κάποιος στο σπίτι σου με κασετόφωνο κι έγραφε όλους τους δίσκους σου. Την άλλη βδομάδα πήγαινες εσύ κι έκανες το ίδιο.
ΓΑ: Εμείς οι Νεαπολίτες κλέβαμε κιόλας καμιά φορά δίσκους…
Ακόμη κι αν δεν υπήρξε ποτέ μια στιγμή που εσείς να καταλάβατε ότι είστε τα ενεργά μέλη μιας νέας σαλονικιώτικης σκηνής, υπήρξε κάποια άλλη που να καταλάβατε ότι ο κόσμος από την υπόλοιπη Ελλάδα αντιλαμβανόταν όλο αυτό το πράγμα που συνέβαινε εδώ σαν μια σκηνή;
ΓΑ: Αυτό που λες, το πότε αντιλαμβάνονται οι «έξω» κάτι που υποτίθεται ότι συμβαίνει εδώ, δεν λέει και κάτι. Ας πούμε στα τέλη της δεκαετίας του 80 «ανακάλυψαν» ότι η Θεσσαλονίκη είναι μία ερωτική πόλη. Δηλαδή αυτά είναι κατασκευάσματα. Η μυθική εποχή της Θεσσαλονίκης είναι από το 74 μέχρι τα τέλη των 80s. Όταν λοιπόν την «ανακάλυψαν» είχε αρχίσει να παραπαίει. Κι ας έλεγαν οι άλλοι για τον ερωτισμό και τη νυχτερινή της ζωή ή οτιδήποτε άλλο. Συνήθως όταν «ανακαλύπτεται» κάτι, έχει ήδη αρχίσει να χάνει το ρομαντισμό και τη ζωντάνια του.
Ναι αλλά και στα 90s και στα 00s και τώρα, συνεχίζουν να συμβαίνουν πολλά και πολύ ενδιαφέροντα δημιουργικά πράγματα στη Θεσσαλονίκη.
ΓΑ: Όταν μπαίνουν οι ταμπέλες, έχει φτάσει το τέλος. Όπως, ξαναλέω, όταν η Θεσσαλονίκη ανακηρύχτηκε «ερωτική πόλη», είχε τελειώσει ο ερωτισμός της. Εννοώ ότι η Αθήνα νομίζει πως κάτι ξεκινάει να υπάρχει τη στιγμή που το ανακαλύπτει. Ενώ συνήθως απλά ανακαλύπτει την κορύφωση ενός παγόβουνου που προϋπήρχε πολλά χρόνια.
Όταν ξεκινούσατε είχατε την αίσθηση της απόστασης, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από την Αθήνα;
ΓΑ: Βέβαια, ήταν μακριά. Τις πρώτες φορές που κατεβαίναμε, πριν γίνουμε φίλοι με Αθηναίους μουσικούς, νιώθαμε ξένοι.
ΓΧ: Γίνονταν όμως κάποιες προσπάθειες επαφής. Θυμάμαι ένα φεστιβάλ στη ΧΑΝΘ που είχαν έρθει οι Apocalypsis του Παλαμίδα και κάποιες άλλες αθηναϊκές μπάντες. Τότε πρωτακούγαμε για τον Πήγασο. Είχε ξεκινήσει από αρχές 80s μια μικρή επαφή των μουσικών της Αθήνας με τη Θεσσαλονίκη και αντίστροφα, η οποία επαφή θα γινόταν πραγματικά έντονη αρκετά χρόνια αργότερα.
ΓΑ: Η ιστορία με τις Τρύπες είναι ενδεικτική. Χρειάστηκε να βγάλουμε τέταρτο δίσκο για να αποκτήσουμε κάπως το «χώρο» μας και πιο μεγάλα ακροατήρια στην Αθήνα.
Όταν βγάλατε το πρώτο άλμπουμ, πως ήταν να το παρουσιάζετε στην Αθήνα;
ΜΠ: Νομίζω το 86 κατεβήκαμε. Καλά θα περάσαμε, δε μπορεί…
ΓΑ: Πρώτη φορά παίξαμε στο Rodeo. Από εκείνο το live η «Ασφάλεια» υπάρχει στη συλλογή «Οι Ήχοι του Χειμώνα».
Στην έδρα σας υπήρξε μεγάλος «θόρυβος» με το πρώτο άλμπουμ;
ΓΑ: Παίζαμε στη Σελήνη, στα Πανεπιστήμια, έρχονταν 100-200 άτομα…
Γιατί κάποιοι ξεχνάνε ότι όλο αυτό που έγινε με τις Τρύπες, δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη, και προσπερνάνε ότι όλο αυτό χτίστηκε σιγά σιγά.
ΜΠ: Καμία σχέση.
ΓΧ: Σαράντα-πενήντα άτομα ήταν στο κοινό στην αρχή. Για να μην πάμε ακόμη πιο πίσω, τότε που ήταν ο Μιχάλης Κανατίδης στη μπάντα κι έπαιζα κι εγώ με τα παιδιά, πριν καν βγει ο δίσκος. Θυμάσαι την ιστορία στο πανεπιστήμιο;
ΓΑ: Πότε;
ΓΧ: Τότε που πλακώθηκαν οι αναρχικοί με τους κνίτες και πετούσαμε τα όργανα από τον πρώτο όροφο στους δικούς μας από κάτω για να τα σώσουμε. Ή στο πάρκο στη Νέα Ελβετία μια άλλη φορά που είχαμε παίξει και ο κόσμος τα έκανε λαμπόγυαλο, κατέστρεψαν όλα τα μηχανήματα. Σαν τώρα το θυμάμαι.
ΓΑ: Τέλος πάντων, όλα συνέβαιναν εντελώς φυσικά, δεν υπήρξε μία στιγμή που τα άλλαξε όλα στη σκηνή, όπως λες.
ΜΠ: Δεν υπάρχει ποτέ μια τέτοια στιγμή.
Αν μη τι άλλο μια οριακή στιγμή ήταν όταν βγάλατε τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια.
ΓΑ: Τα Εννιά Πληρωμένα ήταν μια οριακή στιγμή για τις Τρύπες.
ΝΣ: Οι οποίες Τρύπες είχαν ρίξει άπειρη δουλειά τόσα χρόνια.
ΓΑ: Τρεις δίσκοι και πάρα πολλά λάιβ, το πολύ μπροστά σε 500 άτομα.
Άρα λοιπόν νιώσατε την ξαφνική ένταση του γεγονότος.
ΓΑ: Έγινε όντως κάπως έτσι, αλλά και πάλι, είχε μια μικρή ανηφορίτσα.
ΜΠ: Μεγάλωσε το ακροατήριο με τα Πληρωμένα, δώσαμε δυο-τρία μεγαλύτερα λάιβ στην Αθήνα, και μετά το συνειδητοποιήσαμε.
ΓΑ: Το βλέπαμε δηλαδή να έρχεται, αλλά μετά τα Πληρωμένα, το είδαμε να φουσκώνει πιο απότομα.
Μου είχες πει ότι όταν συνέβη αυτό, ακριβώς επειδή είχατε μια πορεία πίσω σας, αποφύγατε το σοκ. Ήσασταν οχυρωμένοι ψυχολογικά.
ΓΑ: Ακριβώς. Δεν ήμασταν πια πιτσιρίκια. Είχαμε πατήσει τα 30. Είχαμε λίγο το μυαλό στο κεφάλι μας. Όπως και χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Δεν μας έπαιρνε να «φουσκώσουμε» γιατί ξέραμε από που ερχόμαστε. Υπήρξαν πολλά σπουδαία πράγματα στην πόλη πριν από τις Τρύπες το 93.
ΓΧ: Ας μην ξεχνάμε και το ρόλο των δισκογραφικών. Που είχαν στα χέρια τους τις Τρύπες και τα Σπαθιά και βλέποντας ότι ανοίγει μια καινούρια αγορά από εκεί που δεν το περίμεναν με τίποτα, έφτιαξαν ένα μηχανισμό ερήμην των συγκροτημάτων, που δημιουργούσε μια «μυθολογία» γύρω από την όλη κατάσταση.
Η οποία λειτούργησε επιβαρυντικά για τα ίδια τα συγκροτήματα;
ΓΧ: Σε κάποιο βαθμό ναι, υπό την έννοια ότι οι εταιρίες έψαχναν διαδόχους των Τρυπών και των Σπαθιών και ίσως γι’ αυτό να μη βγήκαν στην επιφάνεια πολύ αξιόλογες δουλειές διαφορετικού ήχου, που δεν τις χρηματοδότησαν. Θυμάμαι δηλαδή να κλείνουν γκρουπ με τη λογική του χασάπη.
ΝΣ: Ναι, κλείνουμε δέκα, ένα να μας βγει καλά θα είμαστε.
Φυσικά υπήρξαν και τα κακέκτυπα.
ΓΑ: Αυτό μωρέ συνέβαινε πάντα. Να θυμηθούμε τα κακέκτυπα του Χατζιδάκι;
Όταν μετά από κάποια χρόνια «κάθισε» το πράγμα και η «σκηνή της Θεσσαλονίκης» δεν ήταν πια στο απόλυτο προσκήνιο, ήταν μία αλλαγή που έγινε αισθητή σε όλους εσάς;
ΓΑ: Προσωπικά δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό γιατί από το ‘94 μετακόμισα στην Επανομή. Είχα χορτάσει την πόλη, τα στέκια κι όλα αυτά. Αποτραβήχτηκα. Έχασα λίγο την επαφή. Την ξαναβρήκα όταν άρχισα να παίζω με τους 100oC που είναι νέα παιδιά και ανήκουν σε μια άλλη ζωηρή γενιά που κάνει πράγματα.
ΜΠ: Τώρα πια δεν υπάρχει καν η απόσταση που υπήρχε για εμάς το 80. Ό,τι συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη, μπορεί να φτάσει πολύ πιο γρήγορα στην Αθήνα.
ΓΑ: Εγώ λέω να μιλήσει ο Ντίνος που είναι ήσυχος. Και που μπορεί να είναι καλός παρατηρητής γιατί δεν είναι Θεσσαλονικιός.
Αυτό πράγματι έχει ενδιαφέρον γιατί εσύ Ντίνο ήρθες στην πόλη όταν η περιβόητη σκηνή είχε πια εδραιωθεί.
ΝΣ: Το 94 που ήρθα το πέτυχα όλο αυτό στη μεγάλη του στιγμή. Φυσικά ήταν πάρα πολύ ωραία.
ΓΑ: Ο Χριστιανάκης και ο Σαδίκης ήταν και στο Μύλο.
ΝΣ: Που έπαιξε μεγάλο ρόλο.
ΜΠ: Είδαμε πάρα πολλές συναυλίες. Ο Γιώργος έστηνε εκεί πέρα φοβερά πράγματα.
ΓΑ: Nα δώσουμε βέβαια τα εύσημα στον Νίκο Στεφανίδη…
ΓΧ: Που το οραματίστηκε όλο αυτό. Και πίσω του είχε μια ολόκληρη ομάδα 10-15 ανθρώπων που δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, 365 μέρες το χρόνο.
ΓΑ: Εσείς.
ΓΧ: Σημασία έχει ότι συνέβαιναν πράγματα με απίστευτες ταχύτητες. Δηλαδή μπορεί να γίνονταν 4 συναυλίες την ημέρα: μία στην αποθήκη, μία στο club, μία στο jazz club, μία στο ξυλουργείο, μία στον υπαίθριο χώρο, και όλα αυτά κάθε μέρα άλλαζαν. Θυμάμαι να παίζουν οι Τρύπες και εμείς να είμαστε στο γραφείο και να ετοιμαζόμαστε για την επόμενη μέρα. Ήταν ένας συνεχής οργασμός.
Μία αντίστοιχη κατάσταση γιατί δεν υπάρχει σήμερα στη Θεσσαλονίκη;
ΓΑ: Γιατί, είναι κανείς μας όπως ήταν τότε;
ΜΠ: Δεν θα μπορούσε να κρατηθεί ένας τέτοιος χώρος σήμερα. Η δεκαετία του 90 ήταν από τις πιο ανθηρές οικονομικά.
ΓΧ: Στο Μύλο είχε 3,5-4 χιλιάδες κόσμο κάθε μέρα. Και τις καθημερινές!
Όλος αυτός ο κόσμος που είναι τώρα;
ΝΣ: Στο σπίτι του.
ΓΑ: Λόγω οικονομικών, ψυχολογικών, ηλικιακών δυσκολιών.
ΜΠ: Προφανώς τα νέα παιδιά έχουν τα στέκια τους αλλά οι συνθήκες δεν ευνοούν τη συντήρηση τόσο μεγάλων χώρων.
ΓΧ: Ο Μύλος τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του έκανε περισσότερες συναυλίες απ’ όσες είχαν γίνει σε όλη τη Θεσσαλονίκη από το 1960 και μετά. Για να δώσω μια τάξη μεγέθους, χονδρικά τα 7 χρόνια που ήμουν εκεί, έγιναν περίπου 2500 συναυλίες.
ΓΑ: Από την άλλη, είχαμε και τον Ψωμιάδη τον Ζορό και τον Παπαγεωργόπουλο τον κατάδικο να δίνουν το στίγμα της πόλης.
ΝΣ: Φαντάσου ότι ο Μύλος λειτουργούσε πάνω σε όλο αυτό το θρησκόληπτο, εθνικιστικό τοπίο.
ΓΧ: Προφανώς μιλάμε για μια πόλη βαθιά συντηρητική.
Μιας και ξαναζούμε τις «μεγάλες στιγμές» των συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό, θα λέγατε ότι αυτή η συντήρηση διακατέχει ακόμη την πόλη;
ΓΧ: Όχι σε τέτοιο βαθμό.
Παίζει ρόλο σε αυτό ο δήμαρχός σας;
ΓΑ: Κοίτα, δεν κόβω φλέβες για τον Μπουτάρη, αλλά μετά τον Παπαγεωργόπουλο μας φάνηκε σαν να ήρθε ο Γκάντι.
ΝΣ: Δεν βγήκε όμως από μόνος του ο Μπουτάρης. Ο κόσμος τον ψήφισε. Άρα ίσως να αλλάζει κάπως το πράγμα.
ΓΧ: Ευτυχώς και παλιά και σήμερα υπάρχουν πολλές «φωλιές», όπως τις λέω εγώ, στέκια που μαζεύουν κόσμο που κάνει «κάτι».
Χαρακτηριστικό επίσης της Θεσσαλονίκης είναι η «ώσμωση» των «φυλών». Δηλαδή στο Residents θα δεις να πίνουν τα ποτά τους δίπλα δίπλα ένας γραβατωμένος τραπεζικός κι ένας που φτιάχνει πειραματική electronica στο υπνοδωμάτιό του.
ΓΑ: Αυτό πράγματι συνέβαινε πάντα στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πχ το ιστορικό εστιατόριο «Όλυμπος-Νάουσα» που πηγαίναμε εμείς, πάνκηδες, γιάπηδες, βουλευτές, όλοι.
ΝΣ: Θέλω να πιστεύω ότι αυτό πηγάζει από την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη των περασμένων αιώνων, που βρίσκεται κάτω από τη λάσπη της συντήρησης και των πούλμαν που θα φύγουν γεμάτα για το συλλαλητήριο της Αθήνας.
ΓΧ: Είμαστε σε παράλληλους κόσμους.
ΜΠ: Δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν αυτοί. Το θετικό είναι ότι είναι λιγότεροι. Δεν είναι δηλαδή όσοι ήταν το 1992 που είχε μαζευτεί 1 εκατομμύριο. Τώρα μαζεύτηκαν λίγες εκατοντάδες χιλιάδες. Όμως αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν. Όποτε μαζεύονται, λες «αμάν που ζούμε» αλλά εντάξει.
ΓΑ: Άμα ήταν να απογοητευτούμε, θα το είχαμε πάθει με ό,τι ζήσαμε τη δεκαετία του 90.
Ποια ήταν λοιπόν η καλύτερη δεκαετία που έχετε ζήσει στη Θεσσαλονίκη μέχρι σήμερα;
ΜΠ: Είναι λίγο δύσκολο να κάνουμε συγκρίσεις γιατί έχει να κάνει με την ηλικία μας. Δηλαδή για σήμερα καλύτερα να ρωτήσεις τους εικοσάρηδες αν είναι απογοητευμένοι ή γενικά πώς τους φαίνονται τα πράγματα. Το πώς βιώνεις τα πράγματα όταν είσαι 25 έχει μεγάλη διαφορά από όταν είσαι στα 50.
Άρα δεν πιάνετε τους εαυτούς σας να σκέφτονται ότι το 87 -τυχαία το λέω- ήταν καλύτερα.
ΓΧ: Ευτυχώς αυτά τα παππουδίστικα δεν τα έχουμε ακόμη.
ΜΠ: Όχι ρε συ, δεν έχει κανένα νόημα. Ούτε καν σαν νοσταλγία. Μένεις πίσω.
ΓΧ: Είμαστε ακόμη ανήσυχοι. Νοσταλγείς όταν κάποια στιγμή σταματάς και αντί να κάνεις πράγματα σήμερα και αύριο για τον εαυτό σου, σκέφτεσαι όσα έκανες.
ΜΠ: Είναι παγίδα η παρελθοντολαγνεία, ότι παλιά ήταν καλύτερα τα πράγματα.
ΓΧ: Και δικαιολογία για να μην κάνεις τίποτα.
ΜΠ: Σε κάποια πράγματα μπορεί να ήταν καλύτερα, σε άλλα χειρότερα. Νομίζω όμως ότι σήμερα είναι καλύτερα για τους νέους που θέλουν να κάνουν μουσική. Συμβαίνουν πιο πολλά, πιο ενδιαφέροντα.
ΝΣ: Οι μουσικοί είναι πολύ καλύτεροι πια, και τεχνικά και αισθητικά.
ΜΠ: Σήμερα ένας εικοσάρης έχει πάει δυο τρία ταξίδια στην Ευρώπη.
ΓΧ: Επίσης εμείς ψάχναμε δίσκους με το δίκαννο.
ΝΣ: Έπρεπε να φύγει κάποιος φίλος έξω και να σου φέρει.
ΓΑ: Εντάξει, είχαμε όμως και το Stereodisc εδώ.
ΓΧ: Και το Blow Up. Και το Rock 100. Υπήρχαν μερικές μεγάλες μορφές. Όπως ο Μπάμπης Αργυρίου του Rollin Under. Άνθρωποι που είχανε γκάβλα. Όπως ο Πάκης στον Λωτό. Άνθρωποι που λειτουργούν ευεργετικά για τη μουσική σκηνή της πόλης παράλληλα με τα συγκροτήματα.
ΓΑ: Μα όταν λέμε σκηνή, δεν είναι μόνο τα γκρουπ, αλλά και οι παρέες, τα μπαρ, τα δισκάδικα…
ΝΣ: Kάτι που πρέπει να τονίσουμε είναι η σημασία των στούντιο ηχογράφησης που στήριξαν όλη τη φάση στη Θεσσαλονίκη. Όπως το Magnanimous του Πεντζίκη, ή το Αγροτικόν του Παπάζογλου. Γράφτηκαν πολλά πράγματα εκεί. Με σημαντικούς ηχολήπτες, όπως ο Τίτος Καργιωτάκης, ο Χρήστος Χαρμπίλας, ο ίδιος ο Παπάζογλου.
ΓΧ: Ο Παπάζογλου γενικά βοήθησε πάρα πολύ όλη αυτή την ιστορία. Στο Αγροτικόν έγραψαν όλοι τότε. Ήταν πάντα με το χαμόγελο ο άνθρωπος, πάντα παρών, άκουγε και δεν παρενέβαινε παρά μόνο δημιουργικά.
ΜΠ: Γιατί δεν ήταν σε άλλη φάση από εμάς. Ας μην ξεχνάμε από που είχε ξεκινήσει. Και στο κάτω-κάτω υπάρχουν κάποιοι κοινοί κανόνες.
ΓΑ: Όταν άκουσε τους «Θλιμμένους», ήρθε από μόνος του μέσα στο στούντιο και τραγούδησε μαζί μας.
ΓΧ: Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βοήθησαν. Πολλές φορές δεν έπαιρναν καν λεφτά. Σου λέγανε «οκ άσε να βγει ο δίσκος κι αν βγάλετε λεφτά, μου δίνετε κάτι». Αυτό δεν νομίζω ότι γινόταν σε τέτοιο βαθμό στην Αθήνα, όπου τα στούντιο ήταν πολύ πιο «προφέσιοναλ». Θυμάμαι που είχαμε κατέβει με τους Rodondo Rocks για να γράψουμε στο Studio Sierra, ένα άψογο στούντιο, όπου σημείωναν όσες ώρες ήμασταν εκεί για να πληρώσουμε στο τέλος. Και βέβαια να μην ξεχάσουμε τον Σίμο Σαλτιέλ και τα εξώφυλλά που έκανε για τους δίσκους.
Το ραδιόφωνο έπαιξε μεγάλο ρόλο για τη σκηνή της πόλης;
ΓΑ: Βέβαια! Τα πρώτα μας λάιβ στη Σελήνη έγιναν με τη βοήθεια του Ράδιο Μπλου, που είχε ο Γιάννης, ένας ραδιοπειρατής που είχε τρελαθεί με το πρώτο άλμπουμ και το έπαιζε όλη μέρα.
ΝΣ: Μετά ήρθε το Ράδιο Ουτοπία, το Ράδιο Κιβωτός…
ΓΑ: Και μετά η ελεύθερη ραδιοφωνία…
ΝΣ: Και τα κλάδεψε όλα.
Τους παλιότερους δίσκους σας τους ακούτε;
ΓΧ: Τις προάλλες μου την έδωσε και άκουγα το «Μέσα στη νύχτα των άλλων» και γούσταρα πολύ.
ΓΑ: Μόνο στο ραδιόφωνο αν τύχει και κάθε φορά χαμογελάω. Είναι σαν να βλέπεις μια παλιά φωτογραφία.
Συνήθως ο κόσμος όταν κοιτάζει παλιές φωτογραφίες ή διαβάζει σελίδες από το ημερολόγιό του, νιώθει λίγο αμήχανα.
ΓΑ: Για μένα δεν είναι έτσι, δεν ξέρω τι λέει κι ο Μπάμπης. Είναι σαν φωτογραφικό άλμπουμ μόνο που κάθε εικόνα έχει και συναισθήματα. Πάω σε εκείνη τη στιγμή. Νιώθω πώς ήμουνα τότε.
ΜΠ: Καταγραφή μιας στιγμής είναι. Τα πράγματα γίνονται όπως πρέπει να γίνουν στην κάθε εποχή. Γιατί να σκέφτεσαι αν θα έκανες τότε κάτι διαφορετικό και να μην κάνεις τώρα κάτι διαφορετικό;
ΓΧ: Άλλωστε για ό,τι κάναμε δεν είχαμε κάποιο προγραμματισμό. Απλά το κάναμε.
ΓΑ: Ήταν η χαρά της στιγμής.
Η δημιουργική κινητήρια δύναμη κατά πόσο αλλάζει με τα χρόνια;
ΜΠ: Η ουσία νομίζω ότι παραμένει ίδια. Είναι η αγωνία να εκφράσεις ό,τι έχεις στο μυαλό και την ψυχή σου.
ΓΑ: Ποτέ δεν ξεκινήσαμε ένα δίσκο λέγοντας ότι πάμε να κάνουμε επιτυχία. Πάντα λέγαμε πάμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε τώρα.
ΓΧ: Να «ξεστοιχειώσουμε» από αυτό που κουβαλάμε και να πάμε παρακάτω. Να γίνει δηλαδή δημιουργία και να μην «κάτσει» και να ασχολείσαι με αυτό. Αυτός είναι, νομίζω, και ο λόγος που σταμάτησαν να παίζουν οι Τρύπες. Έτσι δεν είναι;
ΓΑ: Άσ’το, μην ανοίγεις τώρα αυτή την πληγή.
ΜΠ: Σιγά, δεν είναι και πληγή.
ΓΧ: Θέλω να πω ότι και οι Τρύπες είναι μια περίπτωση που άνοιξε και έκλεισε χωρίς πίεση, όταν έπρεπε.
Φαντάζεστε ότι μπορεί να έρθει κάποια στιγμή που ο κόσμος θα σταματήσει να εύχεται να επανενωθούν οι Τρύπες; Έχετε απηυδίσει;
ΓΑ: Όχι μωρέ καθόλου. Φυσιολογικό είναι.
ΜΠ: Δεν τρέχει και τίποτα.
Ας επιστρέψουμε στο παρόν και το SKG Fest.
ΓΧ: Βλέπω ότι τα τελευταία 4-5 χρόνια σκάνε πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στην πόλη. Όχι μόνο μουσικά. Και ομάδες χορού και θεατρικά και κινηματογραφιστές. Κι επειδή πολλοί μουσικοί είναι μπλεγμένοι με διάφορα σχήματα, δηλαδή παίζει ο ένας στο project του άλλου, κάτι πολύ σημαντικό, μου θυμίζουν τη δική μας γενιά όταν ξεκινούσαμε. Τους βλέπω εδώ στο Residents και τους χαίρομαι. Υπάρχει μια υγιής σχέση με αυτό που κάνουν. Αν ήταν οικονομικά δυνατό, το διήμερο θα μπορούσε να γίνει επταήμερο και να παίζουν 5-6 μπάντες κάθε μέρα, όλες τους πολύ καλές.
ΜΠ: Υπάρχει πλουραλισμός στον ήχο τους.
ΓΧ: Σοβαρές προτάσεις, με διακριτό ήχο. Δυστυχώς δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι χώροι και η τεχνογνωσία για να γίνουν λάιβ, ακόμη κι αν γίνονται φιλότιμες προσπάθειες. Ακόμη και ο δικός μου χώρος, το Residents, που κάνουμε κάποια λάιβ, δεν είναι συναυλιακός χώρος, μπαρ είναι, με συγκεκριμένες προδιαγραφές.
ΓΑ: Δεν πειράζει, όμως, σε τέτοιους χώρους γεννιούνται οι σκηνές.
ΜΠ: Λείπουν από την πόλη οι χώροι των 500 ατόμων. Ή κάτι σαν το κλαμπ του Μύλου.
ΓΧ: Γι’ αυτό είναι σημαντικό που γίνεται το SKG Fest, με τους καθαρούς όρους -αμοιβές και όχι μόνο- που γίνεται.
ΓΑ: Εμείς δεν είχαμε σκοπό να παίξουμε στην Αθήνα το χειμώνα. Θέλαμε να ξεκουραστούμε και να επιστρέψουμε από το καλοκαίρι και μετά. Αλλά λόγω Γιώργου και SKG Fest θα κατέβουμε να παίξουμε 40 λεπτά.
ΓΧ: Σαρανταπέντε, είπαμε. Κι επειδή θα είσαι τελευταίος, θα παίξεις και δέκα λεπτά παραπάνω.
ΓΑ: Όσο θα παίξουν όλες οι μπάντες θα παίξουμε κι εμείς.
ΓΧ: E ναι, αυτό λέω. Κι ένα encore στο τέλος…