1
Με τα αυτιά μου ακόμα να βουΐζουν απο την εμφάνιση των Windhand στο six d.o.g.s. και με τα riff τους ακόμα να γυρίζουν στο μυαλό μου πήγα στη συναυλία των Εγγλέζων Uncle Acid & the Deadbeats στο ΑΝ Club, στο πλαίσιο της περιοδείας για τον τρίτο δίσκο τους Mind Control. Ο πήχης είχε ανέβει πολύ ψηλά απο τους Windhand και επειδή και αυτοί θα έπαιζαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, οι προσδοκίες ήταν αντίστοιχα υψηλές απο όσους είχαν συγκεντρωθεί στο υπόγειο της Σολωμού. Είναι πολύ σπάνιο να βλέπεις δύο τόσο σημαντικές ψυχεδελοντουμάδικες μπάντες απο τις δύο πλευρές του Αντλαντικού με διαφορά μιας ημέρας στην Αθήνα. Οι Uncle Acid είναι η μπάντα που και χωρίς να γουστάρεις doom ή metal, θα σου κεντρίσει το ενδιαφέρον αν τύχει να ακούσεις κάποιο τραγούδι τους. Τον ρόλο του support ανέλαβαν οι πολλά υποσχόμενοι Θεσσαλονικείς Τhis is Νowhere – εγώ πάλι σκεφτόμουν πόσο πολύ θα ήθελα να δω τους Uncle acid να παίζουν μετά τους Wall of Death και πριν τους Orange Goblin, αλλά τι να κάνουμε στην Ελλάδα ζούμε.
Οι This is Nowhere που παίζουν ψυχεδελικό noise αναμεμειγμένο με stoner και το αποτέλεσμα καταλήγει σε κάτι μακρόσυρτο, αργό και ονειρικό τύπου, «Turn On, Tune Down, Drop D», ζέσταναν με τον καλύτερο τρόπο. Ο ήχος τους είχε αυτή τη vintage αισθητική, ό,τι πρέπει για να φτιάξουν την ατμόσφαιρα.
Οι ντουμάδες απο το Cambridge ανέβηκαν αεράτοι στην σκηνή και ξεκίνησαν με το «Mt. Abraxas» για να συνεχίσουν παίζοντας αρκετά παλιά κομμάτια που ο κόσμος φάνηκε να τα γουστάρει περισσότερο απο τα καινούρια. Έχοντας δημιουργήσει ένα αινιγματικό μύθο γύρω απο το όνομα τους λόγω του ότι παρόλο που δεν έκαναν συχνά λαϊβ, άνοιξαν τους Black Sabbath στο reunion tour τους για 16 συνεχόμενες εμφανίσεις, περίμενα να ακούσω και πιο πολύ να δω αν θα δικαιώσουν την φήμη τους και νομίζω πως δυστυχώς δεν το έκαναν.
Περίμενα κάτι πιο αισθαντικό, κάτι πιο σκοτεινό όπως οι δίσκοι τους και οι στίχοι τους, κάτι που να με διαπερνά. Δεν έφτασαν το 100% των δυνατοτήτων που φαντάζομαι πως έχουν, έπαιξαν λίγο «τυποποιημένα», αν και ο ομολογουμένως δύσκολος για live ήχο τους αποδόθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Ο rhythm κιθαρίστας με το τσαλακωμένο σακάκι, ο lead κιθαρίστας που σόλαρε ενώ έκανε σβούρες γύρω απο τον εαυτό του, ο drummer με την τραγιάσκα και ο μπασίστας με την γκραντζάδικη εμφάνιση έπαιξαν μια ώρα και κάτι ψιλά ξεκινώντας πολύ δυνατά και περνώντας απο κάποια «χιτάκια» όπως το «I’ll cut you down», «Death’s Door» και «Poison Apple», αποδεικνύοντας την κλάση τους, έστω και αν η αλληλεπίδραση με το κοινό δεν ήταν η εντονότερη δυνατή.
Όταν τελείωσαν και τα φώτα άναψανγια τα καλά, το μισό ΑΝ άδειασε στα γρήγορα και απογοητευμένοι που δεν επρόκειτο να δούμε ανκόρ, αποφασίσαμε να φύγουμε. Κάποιοι παρακαλούσαν για «Ουάν μορ σόνγκ» απο τον ντράμερ που είχε βγεί να μαζέψει κάτι από τη σκηνή, αλλά αυτός χαμογελούσε αμήχανα. Και όπως μου είπε ο Αργύρης απο τους Nightstalker μόλις φεύγαμε: «Εχμ, μωρέ, καλοί ήταν». Κάπως έτσι.