Ο Σερ Άρθουρ Έβανς (1851-1941) έγινε παγκοσμίως διάσημος στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν έφερε στο φως τις αρχαιότητες της Κνωσού (που για κάποιους είναι η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης) και παρουσίασε στο κοινό τον «μινωικό» πολιτισμό. Η ανθρωπότητα του χρωστάει αυτό το επίτευγμα που άλλαξε τον τρόπο που προσεγγίζουμε την Ιστορία. Όμως, υπάρχουν και πολλές αντιρρήσεις για τις μεθόδους εργασίας αλλά και τα συμπεράσματά του.
Ο Έβανς, όπως και ο Σλήμαν, υπήρξε μια τοτεμική προσωπικότητα που θα καθορίζει για πάντα τον τομέα της αρχαιολογίας, καθώς οι ασύγκριτες γνώσεις του, η ικανότητά του να παίρνει πάντα αυτό που θέλει αλλά και η νοοτροπία βικτωριανού αποικιοκράτη κατά την υπερ-τριακονταετή διάρκεια των ανασκαφών στην Κνωσό, είχαν ως αποτέλεσμα να λειτουργεί με εντελώς δικούς του όρους σε ένα έργο που αφορούσε μεν όλη την ανθρωπότητα αλλά το οποίο πλήρωνε ο ίδιος με την περιουσία του.
Έτσι, όπως και στην περίπτωση του χρυσοθήρα, ερασιτέχνη Σλήμαν, οι μετέπειτα αρχαιολόγοι τον τιμούν για τη συνεισφορά του, αλλά και «τραβούν τα μαλλιά» τους με την εντελώς μη επιστημονική μέθοδο ανασκαφής που εφάρμοζε: π.χ. έβαζε δεκάδες ή και εκατοντάδες εργάτες να σκάβουν ταυτόχρονα και υποσχόταν πριμ σε όποιους του έφερναν κάτι ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να χαθούν οριστικά οι στρωματογραφικές πληροφορίες από τις ανασκαφείσες «τούμπες» (λόφοι που δημιουργούνται όταν μια τοποθεσία χρησιμοποιείται επί αιώνες).
Τα ίδια και χειρότερα έκανε με τις περίφημες «ανακατασκευές» του: τόσο σίγουρος ήταν για το δίκιο του σε ό,τι έβρισκε, ώστε προχώρησε σε αθρώες «ανακατασκευές» των κτιρίων, οι οποίες υπήρξαν τόσο εξώφθαλμα παράταιρες, ώστε να ξενίζουν ακόμη και τους πιο στενούς φίλους και συναδέλφους του (μολονότι λίγοι θα τολμούσαν να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους δημόσια).
Γιός του σημαντικού αρχαιολόγου, γεολόγου και ειδικού στα αρχαία νομίσματα John Evans, o Άρθουρ απέκτησε σπάνια ευρυμάθεια. Από μικρή ηλικία του έγινε εμμονή ο μύθος του Μινώταυρου με τον Λαβύρινθο που κατασκεύασε ο Δαίδαλος για τον βασιλιά Μίνωα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1890, βρέθηκε στην Κνωσό και συνειδητοποίησε ότι κάτι πολύ σημαντικό υπήρχε εκεί, κάνοντας αμέσως τη σύνδεση με τον Λαβύρινθο.
Το σημείο της Κνωσού ήταν γνωστό από παλιά στους ερευνητές, καθώς ήδη πριν τον Έβανς, άλλοι οκτώ είχαν επιχειρήσει να την ανασκάψουν. Όμως, λόγοι πολιτικής δεν τους επέτρεψαν να δρέψουν τις δάφνες μιας τεράστιας αρχαιολογικής επιτυχίας: η Κρήτη ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ό,τι βρισκόταν στις ανασκαφές, θα έπρεπε να πάει στα μουσεία της Κωνσταντινούπολης, με αποτέλεσμα οι πολιτικοί της Κρήτης να προτιμούν να περιμένουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα για να επιτρέψουν τις ανασκαφές.
Ο Έβανς, σε αντίθεση με τους προηγούμενους οκτώ ερευνητές, είχε τόσο την απαραίτητη τόλμη (ή καλύτερα, αλαζονία) όσο και την οικονομική άνεση για να προχωρήσει στην ανασκαφή, ακόμα και απέναντι στους Κρήτες πολιτικούς αλλά και τους νόμους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, αγόρασε, με δικά του χρήματα, το 1/4 της έκτασης της Κνωσού και έκανε τις ανασκαφές, φέρνοντας στο φως έναν κρυμμένο πολιτισμό.
Ο Τζόζεφ Αλεξάντερ ΜακΓκίλιβραιη είναι ο κατ’εξοχήν αρμόδιος για τον βίο και το έργο του Έβανς, καθώς από το 1980 ανασκάπτει και μελετά την Κνωσό υπό την αιγίδα της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, τόσο ως Έφορος Κνωσού όσο και ως Βοηθός Διευθυντή για αρκετά χρόνια.
Ο «Μινώταυρος» είναι μια βιογραφία του Έβανς, η οποία όμως απλώνει τόσο πολύ το εύρος της, ώστε να λειτουργεί όντως ως «μια χρήσιμη εισαγωγή στην ιστορία της μινωικής αρχαιολογίας, τόσο για τον απλό αναγνώστη, όσο και για τον ερευνητή». Ο αναγνώστης ενημερώνεται αναλυτικά τόσο για την πολυσχιδή δράση και προσωπικότητα του Έβανς, αλλά και για τις παράλληλες πορείες πολλών σημαντικών αρχαιολόγων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Η πολύ αναλυτική μελέτη της ζωής και της δραστηριότητας του Έβανς (ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διαμορφώσεις των συσχετισμών δυνάμεων στα Βαλκάνια κατά τις δεκαετίες που κατέρρεε η Οθωμανική Αυτοκρατορία) και οι εξελίξεις στην αρχαιολογία κατά τη διάρκεια του αιώνα που πέρασε από το 1900 (όταν έρχισε τις ανασκαφές ο Έβανς) ως το 2000 (που κυκλοφόρησε η διορθωμένη εκδοχή του «Μινώταυρου»), επιτρέπουν στον συγγραφέα να επιχειρήσει μια ακριβοδίκαια εκτίμηση του έργου του.
Η οπτική του συγγραφέα για τον Έβανς είναι ότι επενέβη τόσο πολύ στην Κνωσό, ώστε να δημιουργήσει κάτι που δεν υπήρξε ποτέ εκεί κατά την αρχαιότητα, αλλά πλέον είναι τόσο ριζικά δεμένο ως εικόνα με την περιοχή, ώστε να «πρέπει» να στηρίξουμε αυτή την εικόνα. Αγανακτά με την εμμονή του Έβανς να επιβάλλει την δική του οπτική στα προϊόντα των ανασκαφών, ακόμα και όταν θα έπρεπε (χάρη στις εκπληκτικές γνώσεις και την ασύγκριτη εμπειρία του) να αντιληφθεί προφανείς συσχετισμούς.
Έτσι, αφού του αναγνωρίζει την τεράστια συνεισφορά, καταλήγει ότι το μεγαλύτερο κακό που προκάλεσε ήταν ότι κράτησε για τον εαυτό του τις πλείστες πλινθόπλακες Γραμμικής Α’ και Β’ που είχε βρει, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει μισό αιώνα η αποκωδικοποίηση της Γραμμικής Β’.
Ο «Μινώταυρος» είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που δύσκολα θα αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη, τόσο λόγω της προσωπικότητας του Έβανς όσο και λόγω του πλήθους πληροφοριών που μας δίνει για την εξέλιξη της αρχαιολογίας, από τις απαρχές της ως τις μέρες μας.