Είχες κάποια καταγωγή σχετική; Όχι. Καμία καταγωγή, ούτε και οικογενειακή σχέση με τη μουσική, πέρα από την αγάπη που της είχαν.
Εντυπωσιακό! Μιας και βρέθηκες σε νεαρή ηλικία στο χώρο, αναρωτιέμαι πως ήταν η επικοινωνία με τους συνομηλίκους σου, που φαντάζομαι πως θα άκουγαν άλλα πράγματα τότε. Ήσουν ένα περίεργο φαινόμενο; Για κάποιους υποθέτω πως ήμουν. Αλλά δεν ήμουνα και σπασίκλας. Ζούσα όπως ένας νέος της εποχής μου, άκουγα ό,τι άκουγαν κι οι άλλοι. Είχα όμως κι αυτή την παράλληλη ζωή, παρόλο που τότε δεν είχε ακόμα αναγνωριστεί αυτό που λέμε παραδοσιακή μουσική. Πολλές φορές ντρεπόμουνα μπροστά σε τρίτους να πω ότι παίζω λύρα! Μιλάμε τώρα για το 1988. Στον ταξιτζή, για παράδειγμα, όταν με ρωτούσε όταν κυκλοφορούσα με τη λύρα, ή κανένα λαούτο ή ούτι, «μπουζούκι είναι αυτό;», του έλεγα ναι για να ξεμπερδεύω! Η παρέα μου όμως το έβλεπε και με μια ρομαντική διάθεση όλο αυτό και εκτιμούσε και μόνο που έκανα κάτι σε σχέση με τη μουσική. Γιατί από τα δεκατέσσερά μου έπαιζα σε μπουάτ όπως το Ραβάναστρο ή το Τσάι στη Σαχάρα. Νύχτα, ξενύχτι, και το άλλο πρωί σχολείο!
Ποια ήταν τα πρώτα ανοίγματα προς το εξωτερικό; Ήταν μέσω Ross Daly. O Ross έπαιζε με τον Djamchid Chemirani, έναν Iρανό κρουστό που μετοίκησε στη Γαλλία και παντρεύτηκε εκεί κι έχει δυο γιους μουσικούς, Γάλλους πια, συνομήλικούς μου. Μέσω του Ross και του πατέρα γνώρισα τους γιους, και άρχισα να κάνω τα πρώτα πράγματα στη Γαλλία, μαζί τους και με διάφορα γκρουπ που παίζανε μουσική της Μεσογείου. Ήδη εκεί είχε ξεκινήσει το ρεύμα που ήθελε να ξαναδούμε αυτά τα όργανα, το τι μπορούμε να κάνουμε με αυτά.
Ένιωσες κάποιο άλμα περνώντας από την παραδοσιακή και τη μεσογειακή μουσική σε αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε τζαζ – παρόλο που τα τελευταία χρόνια μοιάζει να χωράει και πολλά άλλα πράγματα; Και το ρωτάω παρόλο που, όταν σε είχα δει με τον Charles Lloyd, μου είχε φανεί σαν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου. Δεν αισθάνθηκα κάποιο άλμα, παρόλο που η απόσταση εμπεριέχει ένα άλμα. Δεν το αισθάνθηκα μάλλον επειδή το έκανα σταδιακά. Μιλάμε για μια διαδρομή τουλάχιστον είκοσι χρόνων. Παρόλο που δεν μου φάνηκε σαν άλμα, η συνεργασία με τον Lloyd και το κουαρτέτο του, που είναι πολύ σημαντικοί μουσικοί σήμερα στην Αμερική – ο Jason Moran, ο Eric Harland κι ο Reuben Rogers, αλλά και το καινούριο του κουαρτέτο, ο Joe Sanders, o Kendrick Scott κι ο Jerald Clayton, που μου αρέσει πάρα πολύ – παρόλο που είχα παίξει και στο παρελθόν με τζαζ μουσικούς, με αυτούς κατάλαβα ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Αυτό δηλαδή που μου λες, πως σου φάνηκε τόσο φυσικό, οφείλεται και στις δύο πλευρές. Ο Lloyd, κι αυτό είναι το σημαντικότερο προτέρημα σε ένα μουσικό, είναι πάντα ανοιχτός στο να ακούει πράγματα, να μαθαίνει και να προσεγγίζει καινούριους ανθρώπους. Κι αυτή η κίνηση είναι αμφίδρομη.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στη σχέση με την ECM. Πώς συνέβη ακριβώς; Τυχαία. Εκ των υστέρων βέβαια, ανατρέχοντας σε όλες τις μικρές λεπτομέρειες, από το ξεκίνημα μέχρι την επιλογή του εξωφύλλου, τα βλέπω λίγο μεταφυσικά, σαν να ήταν για να γίνει αυτό το πράγμα. Πάω από το τέλος προς την αρχή. Το εξώφυλλο, για παράδειγμα, που είναι μια φωτογραφία ενός Έλληνα φωτογράφου, του Θωμά Φίλιου. Αφού είχαμε ολοκληρώσει την ηχογράφηση, κάπου την είδα, σε κάποιο περιοδικό, μαζί με άλλες φωτογραφίες του Θωμά, και είπα «τι ωραίο!» και κράτησα το απόκομμα του περιοδικού με το όνομά του για να τον ψάξω. Δυο εβδομάδες μετά, μου έρχεται ένα μήνυμα από τον Manfred Eicher, που λέει: «Κοίτα! Μια πρόταση για το εξώφυλλό σου». Και ήταν αυτή η φωτογραφία! Έτσι συνέβησαν πάρα πολλά πράγματα. Η αρχή έγινε όταν έδωσα στον Manfred Eicher να ακούσει κάποια πράγματα, που δεν θα του τα έδινα αν δεν με είχε πείσει γι αυτό η Μαρία Φαραντούρη. Αφού είχαμε κάνει με τη Μαρία το Athens Concert, αφού εκδόθηκε το CD είχαμε μια συναυλία στη Γερμανία, όπου θα ερχόταν κι ο Eicher. Το προηγούμενο βράδυ, λοιπόν, η Μαρία με έπεισε να του δώσω ένα CD με τα κομμάτια μου, ενώ εγώ της έλεγα «έλα μωρέ, πότε να ασχοληθεί ο άνθρωπος, αφού τρέχει συνέχεια». Εκείνο το CD είχε ένα κομμάτι δικό μου και δύο παραδοσιακά σε διασκευή. Το υλικό – κι αυτό δείχνει πόσο γρήγορα «βλέπει» πράγματα – τού ήταν αρκετό για να πει «έρχομαι να κάνουμε ένα CD». Ήρθε, γράψαμε το τυπικό session της ECM – δύο μέρες ηχογράφηση στο στούντιο και μετά μια μέρα μίξη. Θα μπορούσα βέβαια να σου μιλάω μέρες γι αυτό, αλλά το κάνω σε σύνοψη. Στο CD υπάρχει ένα υλικό που, αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα μπορούσα και να το έχω μοιράσει σε πέντε διαφορετικά άλμπουμ τα τελευταία 10-15 χρόνια. Είναι λίγο σαν βιογραφία, γιατί περιέχει κομμάτια που το παλαιότερο έχει γραφτεί πριν από 17 χρόνια, είναι ένας κύκλος μεγάλος. Είχα επιχειρήσει να τα αξιοποιήσω αλλά δεν ευδοκιμούσε η προσπάθεια, είχα απογοητευτεί. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, αν πριν από δεκαπέντε χρόνια γυρνούσες τα γραφεία των ελληνικών εταιριών και τους έλεγες «έχω ένα οργανικό κομμάτι με λύρα», το λιγότερο που θα σου έλεγαν θα ήταν «φέρε κανένα τραγούδι καλύτερα και ενορχήστρωσέ το αλλιώς». Νόμιζα λοιπόν πως είχα συμφιλιωθεί με την ιδέα πως αυτά τα κομμάτια θα μείνουνε στο συρτάρι, είχα αρχίσει να οργανώνω τη ζωή μου έχοντας δύο διαφορετικές ασχολίες. Η μία είναι το Πανεπιστήμιο, που με ενδιαφέρει πάρα πολύ γιατί δίνω πλέον πτυχία σε αυτό το όργανο, που όταν το ξεκίνησα δεν υπήρχε κανείς, και το άλλο είναι να παίζω μουσική ως side musician, συνοδός μουσικός, με ανθρώπους που αγαπούσα κι εκτιμούσα τη δουλειά και την προσωπικότητά τους: Ara Dinkjan, το γκρουπ στη Γαλλία, ένα άλλο στην Τουρκία, τον Lloyd… Και πάνω που το είχα τακτοποιημένο όλο αυτό, έρχεται ο Eicher, βγάζω τα κομμάτια από το συρτάρι, και ξαφνικά συνειδητοποιώ πως καθόλου δεν είχα συμφιλιωθεί με την ιδέα, είχα απλώς συμβιβαστεί με μια εκδοχή της ζωής μου χωρίς αυτό το υλικό. Χαίρομαι τόσο πολύ που το καταγράψαμε, κι έγιναν όλα τόσο, μα τόσο αβίαστα. Αυτό σου το λέει ένας άνθρωπος που είναι control freak και τελειομανής. Έχω περάσει πολλές ώρες από τη ζωή μου σε στούντιο, αλλά αυτές ήταν οι πιο χαρούμενες στιγμές μου! Και μάλιστα σε μια ηχογράφηση όπου λογικά θα ήμουν αγχωμένος κι ανασφαλής.
Στη συγκεκριμένη φόρμα του κουαρτέτου, πώς κατέληξες; Εγώ παίζω λύρα σε μια χώρα όπου αυτή έχει ισχυρή παράδοση. Αν παίζεις λύρα θα σου πουν πως είσαι Κρητικός ή είσαι Πόντιος. Τώρα έχει γίνει γνωστή κι η πολίτικη. Εκεί όπου υπάρχει ισχυρή παράδοση, υπάρχουν κι ισχυρά στερεότυπα. Αφού παίζω λύρα, ο μέσος Έλληνας περιμένει από μένα να παίξω αυτό που ξέρει. Έχω μεγαλώσει σε ένα τέτοιο κύκλο ανθρώπων, αρκετά συντηρητικό και κλειστό. Ο άλλος περιμένει από σένα να παίξεις ένα παραδοσιακό όργανο για να χορέψει με τα κομμάτια που ξέρει. Δεν ξέρω αν αυτό το κουαρτέτο θα το έστηνα ποτέ αν δεν ήταν ανοιχτή η πόρτα του εξωτερικού, με την πιο ανοιχτή αντίληψη που σημαίνει αυτό. Το έφτιαξα επειδή είχα μια πρόσκληση από το εξωτερικό να κάνω δύο συναυλίες εκεί. Από έναν Ουρουγουανό φίλο, τον Gustavo Pazos, που δούλευε στο ολλανδικό ραδιόφωνο και ήταν διοργανωτής συναυλιών και με εκτιμούσε. Αυτό έγινε πριν από πέντε χρόνια. Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στον Gustavo! Εκεί, στην Ουτρέχτη, έπαιξε το κουαρτέτο για πρώτη φορά. Λίγες φορές παίξαμε, και δεν θα το κυνηγούσα και πολύ, γιατί δεν έχω πια αυτή την αντοχή. Ευτυχώς έγινε αυτό το άλμα με την ECM και σώθηκε το σχήμα. Τότε δεν θα το έφτιαχνα για το ελληνικό κοινό. Τώρα ίσως να το έκανα. Πάντως κεντρικό πρόσωπο είναι ο Γιάννης Κιριμκιρίδης στο πιάνο, που τον άκουσα για πρώτη φορά να παίζει πλήκτρα με τον Haig Yazdjian πριν δέκα χρόνια, και μετά τον συστήσαμε και στον Ara Dinkjian όταν ήταν να κάνει συναυλίες στην Ελλάδα. Ο Γιάννης, κι άλλο όργανο να έπαιζε, πάλι θα ήταν ο Γιάννης! Όταν ξεκινήσαμε, δεν παίζαμε τα δικά μου κομμάτια. Παίζαμε διασκευές παραδοσιακών λίγο πιο ρυθμικά, λίγο πιο funky. Στην πορεία βάλαμε σε πρώτο πλάνο αυτά τα κομμάτια, που είναι πιο λυρικά! Και θεώρησα πως ταιριάζει το μπάσο οπότε ήρθε ο Δημήτρης Τσεκούρας, και καταλήξαμε σε ένα τυπικό κουαρτέτο τζαζ, με εξαίρεση ένα περίεργο οργανάκι μπροστά. Παρόλα αυτά, η πρόθεσή μας δεν είναι να παίξουμε τζαζ, δεν δηλώνω τζαζίστας. Δεν την έχω μελετήσει άλλωστε, την αντιλαμβάνομαι με το ένστικτό μου. Αλλά θεωρώ πολύ σημαντικό ότι όλοι μας, ανεξάρτητα με το όργανο που παίζουμε, έχουμε μια σχέση με τη μουσική του τόπου. Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι ο Δημήτρης Εμμανουήλ έχει γράψει χιλιόμετρα παίζοντας κρουστά σε ικαριώτικα πανηγύρια – γιατί το γουστάρει. Όλοι μας έχουμε ένα κέντρο που είναι εδώ. Με τον Manfred Eicher δεν κουβεντιάσαμε καθόλου στις πρόβες, μπύρες πίναμε, αλλά το βράδυ πριν την ηχογράφηση του ζήτησα το concept. Και τελικώς το μόνο που είπαμε με τους μουσικούς, είναι πως αν οι αυτοσχεδιασμοί μας πάρουν υπερβολικά συγκεκριμένο στυλ και τεχνοτροπία, να το αποφύγουμε. Αν για παράδειγμα ο Γιάννης ακουγόταν πολύ τζαζ, ή αν εγώ άρχιζα να ακούγομαι σαν τούρκικο ταξίμι, να το επαναφέρουμε. Χωρίς να ευνουχίσουμε αυτό που κάνουμε, να επανέλθουμε προς το κέντρο μας, που είναι αυτό που ονομάζουμε modal, τροπική μουσική. Αυτό είναι μεταφορικά κι οι Οκτώ Άνεμοι. Αν όλα τα στυλ είναι οι άνεμοι που φυσάνε γύρω μας, εμείς να σταθούμε στο κέντρο μας και να τους αισθανθούμε, χωρίς όμως να μας παρασύρουν μακριά.
Είναι ενδιαφέρον τελικά που όταν μιλά κανείς μουσικά γι’ αυτό που ξέρει καλά ο ίδιος, για το δικό του βίωμα, με ειλικρίνεια, παρόλο που αυτό είναι τοπικό και συγκεκριμένο, καταλήγει να αφορά τους πάντες παγκοσμίως. Αν έχει την ειλικρίνεια, ασφαλώς. Σε μας συνέβη το αντίθετο! Η προσπάθειά μου ήταν να μην κάνουμε κάτι τοπικό, αλλά πιο οικουμενικό. Στην πορεία αντιλήφθηκα αυτό που λες. Ανακάλυψα και την ελληνικότητα μου. Στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από εδώ, το αποτέλεσμα είχε αυτό το κέντρο από μόνο του, αυθόρμητα. Εφόσον έχεις αφομοιώσει το είναι σου και τον τόπο σου, τότε αυτό το πράγμα τους αφορά όλους. Θα έκανα έναν παραλληλισμό με το εξής: κατέληξαν να έχουν διεθνή αναγνώριση οι ποιητές μας, οι οποίοι αφομοίωσαν αυτό που ονομάζουμε ελληνικό πολιτισμό, που στη γλώσσα είναι πολύ πιο συγκεκριμένος και συνδεδεμένος με τον τόπο. Από τη Σαπφώ μέχρι το Σεφέρη.
Και τώρα που, ως απεδείχθη εκ των πραγμάτων, δεν χρειάζεται να συμβιβαστείς με την ιδέα ότι κάποια πράγματα θα μείνουν στο συρτάρι, κι έχεις την ελευθερία αυτά που ονειρεύεσαι μουσικά να τα πραγματοποιήσεις, έχεις κάτι στο νου σου ως επόμενο βήμα; Έχω διάφορες σκέψεις. Αλλά σίγουρα το επόμενο βήμα θα ήθελα να είναι στην ίδια διαδρομή, με το κουαρτέτο δηλαδή. Με αυτούς τους συνεργάτες αισθάνομαι ότι έχουμε κι άλλα πράγματα να κάνουμε μαζί. Νομίζω πως όσο παίζουμε μαζί, θα ξεδιπλώνονται κι άλλα. Γιατί η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε παίξει πολύ μαζί. Χαίρομαι που θα το κάνουμε σε κάποιους χώρους όπου μπορείς να παίξεις μουσική χωρίς να ασχολείσαι με άλλα πράγματα., όπως το πώς θα γίνεις αρεστός ή στο πώς θα κάνεις να σωπάσει μια παρέα σε ένα τραπέζι που φλυαρεί. Αλλά ναι, κάνω όνειρα. Ελπίζω σύντομα σε ένα ακόμη άλμπουμ με το κουαρτέτο. Με υλικό ίσως λίγο πιο εξωστρεφές και ακόμα πιο αυτοσχεδιαστικό.