Ο Μιχάλης Σιγανίδης είναι μια από τις πλέον συναρπαστικές προσωπικότητες που δρουν στην ελληνική μουσική τις τελευταίες δεκαετίες. Ιδρυτικό μέλος των Χειμερινών Κολυμβητών, αλλά και των Primavera En Salonico, με απολύτως προσωπικό ύφος, δημιουργημένο από ποικίλες, πλήρως αφομοιωμένες επιρροές, και μια εκρηκτική ιδιοσυγκρασία, μας φιλοδωρεί κάθε τόσο με δικές του δισκογραφικές δουλειές εντυπωσιακής πληρότητας, που φέρνουν σε αμηχανία τους συναδέλφους επειδή δεν κατατάσσονται πουθενά. Ίσως αυτό τον έχει εμποδίσει να βρει το δρόμο προς ένα ευρύτερο κοινό, που μόνο κέρδος θα είχε αν άκουγε τη μουσική του χωρίς προκαταλήψεις.
Επίσης, έχει ένα ξεχωριστό χιούμορ, τόσο στο λόγο όσο και στις δημιουργίες του, παιγνιώδες και ισοπεδωτικό, όπως μόνον οι άνθρωποι που έχουν γνωρίσει τη θλίψη μπορούν να έχουν. Κάθε συνομιλία μαζί του είναι απολαυστική, κι ακόμα απολαυστικότερες είναι οι – δυστυχέστατα σπάνιες – ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματός του. Με αφορμή μια από αυτές, την Τρίτη 22 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Πόρτα, η Popaganda είχε τη χαρά να τον συναντήσει. Όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας, δεν περάσαμε άσχημα…
Μιχάλη, εσύ πού αποδίδεις αυτό το στερεότυπο «για ένα μικρό συγκεκριμένο κοινό» που μοιάζει να κυνηγάει τις δημιουργίες σου; Υπάρχει κάτι που θεωρώ «πιάτσα», το οποίο επιφυλακτικά με περιλαμβάνει. Είναι ένα μοτίβο στη δική μου καλλιτεχνική ζωή, κι είναι κάτι πικρό, το οποίο φέρω. Δόξα τω Θεώ έχω και μερικές άλλες ενασχολήσεις, αν και θα ‘θελα πολύ να είχα περισσότερες ευκαιρίες να παίζω τη μουσική μου. Γιατί έτσι είναι σαν γυμναστικές επιδείξεις! Και κάνουν τα παιδάκια: «Α! Ωραίο! Πρωτότυπο! Ένα μουσικό ψηφιδωτό!» Και ξαναπαίζεις μια φορά μετά από οκτώ μήνες… Δεν λέει. Για μένα είναι ένας μόχθος, γιατί να το περάσω ξανά αυτό; Για να κάνω μια εξυπνάδα στο Θέατρο Πόρτα; Μου αρέσει να έχει μία συνέχεια, να συναντάω τους μουσικούς πρώτα απ’ όλα, να τους συναναστρέφομαι, να παίζουμε – ξέρω γω – κάθε Πέμπτη, Να δεις πώς παίζει αυτό το γκρουπ… Μου κάνει πάντα εντύπωση ότι είναι ένας κι ένας. Είναι καταπληκτικοί μουσικοί, συνθέτες όλοι, όχι απλά εκτελεστές – χωρίζω τους μουσικούς χονδρικά στις δύο αυτές κατηγορίες: αυτούς που ορίζουν ένα χώρο ως δημιουργοί, κι αυτούς που εκτελούν, τους οποίους επίσης παραδέχομαι και σέβομαι.
Αισθάνεσαι ότι είσαι σε λάθος χώρα; Όχι, δεν είναι θέμα χώρας. Μπορεί να είναι περισσότερο θέμα χρόνου. Ίσως είναι αυτό που λέει ο Πορτοκάλογλου: «Της μεταπολίτευσης καημένη γενιά». Τα μεγαλύτερα αδέλφια μας πήραν μια γεύση από το ’60. Εμείς ζήσαμε πιο πολύ πασοκική ευμάρεια παρά χρόνια φλογερά κοινωνικά. Ερημικά πάλι ζήσαμε. Υποδυθήκαμε το γλέντι, δεν το ξέρουμε ούτε κι αυτό. Ο Γιάννης Κολοβός, φίλος του Παπάζογλου, σπουδαίος μπασίστας, ήρθε από την Κωνσταντινούπολη με τη δεύτερη ανταλλαγή, 16 ετών, κι είναι χαρακτηριστικός για το πόσο λίγες νότες παίζει. Είναι σαν Κουβανός, από αυτούς που παίζουν μόνο ένα μοτίβο, ή σαν να παίζει με την Ουμ Καλσούμ όγκους μεγάλους σαν μενίρ. Παλαιό μπάσο, όπως στα κομμάτια του Καζαντζίδη που ήταν στα τζουκ μποξ – το μπάσο κοντίνουο στο λαϊκό τραγούδι! Είναι ένας ρόλος το μπάσο, και πρέπει να τον κάνεις σωστά, σε όλες τις μουσικές. Στη συμφωνική, στη τζαζ, στην ελαφρά… Όταν οι ρόλοι χάνονται, υπάρχει πρόβλημα. Αντίστοιχα κι η Ελλάδα, η πατρίδα, όλο αυτό που ξέρεις ως δικό σου, ως οικείο, δεν έχει τώρα χαρακτήρα. Έχει γίνει κάτι μαζικό, και γι’ αυτό είναι απωθητική η χώρα. Έχει μια κατευθυνόμενη πρόσληψη. Συνάντησα ένα φίλο, παλιό συμμαθητή, που είχα να τον δω από το ’76. Αυτός έγινε γιατρός. Και κατά σύμπτωση ο γιος του παντρεύτηκε την ανιψιά μου προχτές, και τον ξανασυνάντησα στο γάμο! Εγώ λοιπόν πρόσφατα έκανα μια εκπομπή στο ραδιόφωνο στη Θεσσαλονίκη, κι ο συμπέθερος ο γιατρός την άκουσε. Και μου είπε: «Πάντα ήσουνα κουλτουριάρης, από το σχολείο, αλλά αυτή τη φορά δεν κατάλαβα λέξη!». Και του είπα αυτό που λέει το ανέκδοτο με τον Σαλονικιό: Τι δεν καταλαβαίνεις; Ό,τι θέλεις να σου το εξηγήσω, είναι μετρημένα πράγματα, πολύ συγκεκριμένα, δεν λέω φιλοσοφίες. Γελάω όμως, γιατί όταν η πρόσληψη είναι τόσο κατευθυνόμενη, δεν χωράνε πράγματα από έξω. Ο γιατρός όταν πηγαίνει να χειρουργήσει ακούει στο αυτοκίνητο ένα κομμάτι του Ρέμου – άλλος ίσως ακούει Μότσαρτ, γιατί ξέρει ότι τον ηρεμεί. Τα στεγανά τους όμως έχουν γίνει πλέον αδιαπέραστα. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί με την παιδεία να αλλάξει στους νεώτερους, αλλά πάντως εγώ δηλώνω αδυναμία να το φανταστώ φωτεινό σαν ένα κοινόβιο, όπου υπάρχει ένας πνευματικός άξονας και μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν εκεί εν ειρήνη, κι όχι με δεύτερες σκέψεις. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος. Κι ο μακαρίτης ο Γιάννης Ζήκας, ο φίλος μας ο ζωγράφος και ποιητής, αδελφός του τραγουδοποιού Γιώργου Ζήκα– αυτός με φώναζε Πουτσίνι κι εγώ Ζικασό, ήταν το τρυφερό μας παιχνίδι. Μου έλεγε: «Μιχάλη, το πάρτι δεν θα γίνει! Πάρτο χαμπάρι!» Κι είχε απόλυτο δίκιο… Αυτό που φαντασιώνεσαι για την κοινωνία είναι κάτι εντελώς ουτοπικό, μη χτίζεις πάνω σ’ αυτό.
Επειδή οι δίαυλοι μέσω των οποίων γνωστοποιείται κάτι – δίσκος ή συναυλία – είναι δεδομένοι, νομίζω πως στην περίπτωσή σου υπάρχει μια αμηχανία, επειδή δεν είναι κάτι που μπορούν να το κατατάξουν και να το βάλουν σε ένα κουτάκι. Κι όταν το επιχειρούν, το αποτέλεσμα είναι λίγο αστείο. Ακριβώς. Μια φορά για δώρο γενεθλίων ήθελα να χαρίσω ένα δίσκο μου, τις Μικρές Αγγελίες. Πάω λοιπόν σε ένα πολυκατάστημα τύπου Metropolis, και λέω: έχετε δίσκους του Σιγανίδη; Ναι, μου λέει, κοιτάξτε εκεί, στο Σίγμα. Κι ήμουν δίπλα στο Σφακιανάκη! Αισθάνθηκα καλά, από αυτή την πλευρά! Είναι πολύ πικρό να διαψεύδεται η φαντασίωσή σου ότι αυτό που κάνεις αφορά και τους άλλους. Και δεν είναι αριθμητικό αυτό: αφορά τρεις χιλιάδες ανθρώπους , αφορά πεντακόσιους, αφορά ένα γεμάτο στάδιο – όπως κάποτε τις Τρύπες… Τους αφορά όλους – κι ας έχει μια παιδική αθωότητα ή αφέλεια αυτή μου η στάση. Η αλήθεια είναι ότι αυτό με βοηθά να μην μπαίνω στο πλαίσιο που ορίζει η πιάτσα. Κι αυτό είναι κάτι που μου δίνει χαρά και περηφάνια από τη σχέση μου με τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Θεωρώ πως είναι το μόνο συγκρότημα στην Ελλάδα που το έκανε αυτό πολύ φυσικά, να μπορεί να διαρρηγνύει αυτό το πλαίσιο το «επαγγελματικό». Άκουγα παλιά για τραγουδοποιούς που τους έλεγε ο ατζέντης να εμφανιστούν στη Ράτκα στις 23.30 για να κάνουν μόνο ένα πέρασμα – τους σκηνοθετούσαν, δηλαδή, τη μυθολογία! Αν εσύ, λοιπόν, βλέπεις αυτή τη γελοιότητα και συνεχίζεις να κάνεις τη δουλειά σου ερήμην αυτού του πλαισίου, είναι σπουδαίο πράγμα. Και ταυτόχρονα να έχεις δουλειά – να γεμίζεις το Half Note τέσσερα βράδια ασφυκτικά. Πάντως έχεις δίκιο σε αυτό που λες: πρέπει άραγε ο καλλιτέχνης να σκέφτεται το κοινό του, όπως κάνουν οι δημοσιογράφοι; Το μάρκετινγκ το φτιάχνει για σένα, είναι μια προσωπική σχέση. Όπως λέει ο Πουλικάκος στο Άνευ Σημασίας, Άνευ Ουσίας: Για μένα; λέει ένας με βλάχικη προφορά. Σπουδαίο τραγούδι, καταπληκτικό. Έτσι λοιπόν, δίνοντας ότι για σένα είναι αυτή η μουσική, δημιουργούν τα στεγανά και δεν μπορεί η σκέψη ελεύθερα να συνθέτει πληροφορίες, μόνο να δέχεται την πληροφορία, που έτσι είναι άχαρη, μονότονη και βαρετή, και σε κάνει να καπνίζεις συνέχεια από πλήξη.
Και να πίνεις! Μια φορά που είχα βρεθεί σε νυχτερινό μαγαζί από αυτά που κάποτε μονοπωλούσαν τη διασκέδαση, είχα σκεφτεί πως αν δεν πιεις ένα μπουκάλι ουίσκι, είναι εντελώς αδύνατον να το αντέξεις αυτό το πράγμα! Ακριβώς. Όταν είχαμε παίξει με τη Σαβίνα στο Womad στις όχθες του Τάμεση, στο Reading, εκεί που είχε φυλακιστεί ο Όσκαρ Ουάιλντ και διδάσκει ο Τριβιζάς, μετά από τις συναυλίες τα βράδια, μετά τις 2, είχε rave party σε στεγασμένο χώρο, και πήγα από περιέργεια. Ήταν βέβαια όλο πιτσιρικαρία. Ήθελα να αντιληφθώ από πού εκκινεί το κέφι τους, ποια κέντρα ερεθίζονται κι υπάρχει αυτή η ομοθυμία. Όπως όταν σκεπάζονται με ένα τούλι τεράστιο, εκταρίων – υπάρχει μια ιεροτελεστία. Και σκέφτηκα ότι χωρίς την artificial χημεία του εγκεφάλου, δεν θα λειτουργούσε αυτή η μουσική. Δεν μπορείς αλλιώς επί ώρες να ακούς αυτό το διαρκές τσικ-τσικ-τσικ, ή αυτό το συνεχές μπητ. Εγώ τουλάχιστον αδυνατώ.
Στη δική σου μουσική, τα πράγματα που μπορώ να υποθέσω πως έχουν επιδράσει, υπάρχουν ως προσωπικές αναφορές, αλλά είναι πλήρως αφομοιωμένα, με τρόπο που να μην είναι πλέον εμφανή στο αποτέλεσμα. Ο Frank Zappa για παράδειγμα, ή η τζαζ, έχουν κάνει τη δουλειά τους, κι έχουν γίνει δικά σου. Και το αποτέλεσμα, απολύτως ιδιοσυγκρασιακό, δεν μπορεί να ενταχτεί πουθενά. Ναι, έτσι είναι. Κάποτε θα το θεωρούσαμε αυτό νίκη της δημιουργικότητας και του individuality: αναγνωρίζεις ένα έργο του Στραβίνσκι από χιλιόμετρα – ή του Ζαμπέτα. Ακούς ένα κομμάτι και λες, ακόμα και ανάμεσα σε χίλιους λαϊκούς συνθέτες ή μπουζουξήδες: είναι ο Ζαμπέτας. Γιατί να το έχουμε ως μομφή, ότι δεν εντάσσεται πουθενά; Δεν εντάσσεται γιατί είναι προσωπική έκφραση. Όπως γράφει ο Παπαδίτσας σε ένα εξαιρετικό του ποίημα: να φτάσω στην Κόρινθο μισός άνθρωπος-μισός διαδρομή. Σκέφτομαι τώρα ένα διάλογο κάποτε με τον Τάκη Σιμώτα. Ήταν κάποτε να μελοποιήσω κάποιους στίχους του – ήταν ένα προξενιό της Ντόρας Ρϊζου της τότε Lyra – και απέτυχα βέβαια. Σεβάσμιος και πολύ αγαπητός, και σπουδαία τα δοκίμια και τα ποιήματά του. Ήταν σαν να ήξερε αυτή η γενιά, του 114, αυτό το λαϊκό παλμό, πού θα «τσιμπήσει» ο άλλος. Θα ήθελε, μου έλεγε, αυτό το ποίημά του να ταιριάζει με ένα συγκεκριμένο του Τσιτσάνη. Δηλαδή, να φτιάξει σαν πατρόν ένα καλαματιανό που να έχει σχέση με το πρωτότυπο, σαν αγιογραφία: από το Θεοφάνη δουλεύω τον Άη-Γιάννη, ας πούμε, λέει ο φίλος μου ο Ρούσσος, κι είναι ο Ρούσσος πια που το κάνει, αλλά έχει το πρότυπο. Εγώ έχω εντελώς άλλη αντίληψη, κι αυτό μου φαινόταν δουλειά γραφείου, το να φτιάξω μια επιτυχία! Δεν είναι λίγο – μου έλεγε, θέλω τα τραγούδια μας να τα ακούμε από την ψησταριά εδώ κάτω. Είναι αυτός που έγραψε το Κανείς Εδώ Δεν Τραγουδά: είναι σπουδαίο να ψελλίζει ο κόσμος αυτά που εσύ σκέφτηκες κι έγραψες. Συγκινητικό πολύ. Ταυτόχρονα, έγραφε ελεύθερο στίχο και τον εξέδιδε σε 100 αντίτυπα – κι αν πουλούσε είκοσι εν συνόλω – ιδίοις αναλώμασι ή σε ένα μικρό εκδοτικό οίκο, θεωρώντας πως αυτός είναι ο ρόλος της σύγχρονης τέχνης: είναι δι ολίγους. Το άλλο όμως πρέπει να είναι διά πολλούς! Είναι η σχολή Σαββόπουλου: θέλει να έχει σχέση με τις πέτρες, με ό,τι τον περιβάλλει. Δεν είναι μομφή, είναι μια στάση. Άλλωστε, σημαίνει πως αυτό που κάνεις αφορά τους άλλους, κι αυτό είναι θαυμάσιο πράγμα, διαφορετικά είναι μια αυνανιστική λειτουργία, δεν το δέχομαι.
Θυμάμαι, άλλωστε, το κομμάτι σου από Το Τραίνο–Φάντασμα–Φίλος που μιλάει για το Σαββόπουλο. Ναι. Είναι ο πατέρας μου που το απαγγέλει στο δίσκο. Για πες, τι εντύπωση σου δημιουργεί; Αλλαγή ρόλων, ρωτάω εγώ τώρα!
Εγώ αισθάνομαι πως περιέχει μια τρυφερότητα. Βέβαια. Αλίμονο. Νομίζω πως είναι ευανάγνωστη. Ταυτόχρονα περιέχει και μια λεπτή ειρωνεία. Θυμίζει λίγο το «Χατζηδάκια μ’, Θοδωράκια μ’, εσείς τρώτε και πίνετε..» που είχε γράψει εκείνος. Κι εγώ τον παρακολουθούσα χρόνια, ήταν μια πηγή έμπνευσης μεγάλη. Του οφείλουμε πολλά. Δεν νομίζω ότι το έκανε κανείς άλλος στην Ελλάδα αυτό το πάντρεμα των στεγανών καλύτερα και πιο ποιητικά. Και για να αντικρούσουμε τους θυμωμένους φιλολόγους που πάντα του καταλόγιζαν ότι κλέβει τα πάντα απ’ όπου βρίσκει, δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις τη σύνθεση των κλεμμένων. Εκεί φαίνεται ο μάστορας, ο καλλιτέχνης. Γι αυτό και με εκνευρίζει όταν στέλνεις ένα δελτίο τύπου και μοιάζει σαν να ενδιαφέρουν τα συστατικά περισσότερο από τη γεύση του φαγητού. Λένε, π.χ.: ο Μιχάλης Σιγανίδης έκανε ένα ψηφιδωτό που αποτελείται από ηχογραφήσεις από σκύλους που γαυγίζουν, φράσεις από την τηλεόραση… Και περιγράφουν τα samples που έχω χρησιμοποιήσει! Έτσι όμως δεν χορεύεις… Θυμίζει λίγο αυτό με το Frank Zappa στη Νέα Υόρκη – το ξέρεις βέβαια γιατί είσαι fan, και το θυμάμαι… Ο Zappa είχε γράψει ένα σόλο ντραμς για τον Terry Bozzio,το Black Page #1. Πολύ δύσκολο. Κι επειδή του άρεσε πολύ το κομμάτι, έβαλε ορχηστρικά μέρη πάνω στα patterns των ντραμς, και βγήκε το Black Page #2. Καταπληκτικό κομμάτι, ένα έπος. Και στο τέλος ακούγεται ο Zappa να λέει: Did anybody dance? Κι είναι όλο σε 7,9, 15/8! Αλλάζει μέτρο συνέχεια, πάρα πολύ δύσκολο ρυθμικά! Είναι κομμάτι για οντισιόν, για να σε προσλάβει το ensemble intercontemporain, το συγκρότημα του Boulez!
…κι εδώ βέβαια τίθεται κι ένα θέμα επάρκειας του ακροατηρίου για να πιάσει κάποια πράγματα που εσύ κάνεις. Ανέφερες τώρα τον Boulez. Ουδέποτε αγαπήθηκε ιδιαιτέρως στην Ελλάδα. Ε καλά, προφανώς. Από ποιο κοινό δεν αγαπήθηκε; Από την πιάτσα του Μεγάρου και των ελλήνων συνθετών; Τελικά, όπως βλέπεις, δεν μπορείς να το αποφύγεις, για πιάτσες θα μιλήσεις. Τώρα πέσαμε σε τεφαρίκι. Ήρθε το Ensemble InterContemporain στο Μέγαρο κι είχε 50 εισιτήρια! Ήσουνα;
Ναι, ήμουν κι εγώ. Αυτό εννοώ! Χάζεψα! Κανείς συνθέτης, σαν όλοι να λένε «τα ξέρουμε αυτά». Αλλά ήταν μια απόλαυση! Παίξανε Μπέριο, ήταν ο ίδιος ο Φερλινγκέτι κι απήγγειλε ποίησή του… Πολύ όμορφα! Συνέχισε τη σκέψη σου…
Όταν υπάρχει για τον ακροατή έστω και σαν πληροφορία η Musique concrète, για παράδειγμα, δεν θα μπει κανείς στη διαδικασία να περιγράψει ότι ο Σιγανίδης έχει στα κομμάτια του σκυλιά, φωνές, ήχους αυτοκινήτων κλπ. Κάποια πράγματα υπάρχουν ήδη πια ως δεδομένα. Βεβαίως. Κι αυτό το έχω βιώσει αρκετά τραυματικά. Οι τζαζίστες θεωρούνε ότι έχεις πολλά ελληνικά στοιχεία, ή πολύ λόγο… Μου το έλεγε κάποτε ένας μπασίστας στο Παράφωνο – το έχω ξαναπεί, γιατί είχα θυμώσει πολύ. Ήταν την εποχή του Μικρός Αδερφός, και δεν υπήρχαν ακόμη λάπτοπ για να παίζω τα tapes, ακόμα έκοβα κι έραβα ταινίες. Κι είχα ένα Revox, πάρα πολλά κιλά, αλλά μου άρεσε και σαν σκηνικό αντικείμενο, ήταν σαν από την Τελευταία Ταινία του Κραππ – είχε μια τέτοια δόμηση, ντιπ δεν πιάσανε. Και μου λέει εκείνος ο φοβερός μπασίστας: ωραία παίζετε, αλλά αυτό με τα λόγια τι το θες; Άκουγε τη “τζαζ” και τον ενοχλούσε να ακούει τη μαμά μου να λέει: «45 δρόμοι! 45 δρόμοι!», σαν να έψαχνε με αγωνία κάτι. Εγώ όμως σκέφτομαι έτσι. Με ενδιαφέρει αυτό το πράγμα να έχει μια ποιητική ενατένιση του κόσμου. Να μην ορίζει η πιάτσα πώς θα είναι η ματιά σου. Να μην υπάρχει κανένας επαγγελματικός προσανατολισμός στη σύνθεση.
Εσύ το Μίλτο Σαχτούρη τον γνώρισες… Ναι, είχα αυτή τη χαρά και την τιμή.
Σκέφτομαι πως στις επόμενες από μένα γενιές, ίσως να υπάρχουν άνθρωποι που να μην τον ήξεραν, και να τον γνώρισαν μέσα από τα κομμάτια σου. Ίσως όχι από τα δικά μου, αλλά από τους επιγόνους. Δεν έχω εγώ την πατρότητα, ότι βάζω ένα ποιητή και μπορώ να φτιάξω μια σύνθεση με τη φωνή του και τα όργανα, δεν κομίζω γλαύκαν… Αλλά τουλάχιστον τότε, στην Ελλάδα ήταν αυτό που έλεγαν: «Είναι παράξενο!». Έζησα όμως την κατάσταση αυτό που και οι οικείοι και οι πιο μακρινοί θεωρούσαν ως άναρθρο, ως «τι εννοεί ο ποιητής», να γίνεται γλώσσα μετά από είκοσι χρόνια. Όλοι δουλεύουν πλέον με τον τρόπο που δούλευα πάντοτε εκ του φυσικού. Κι αυτό πλέον περνάει και στη λαϊκή μουσική. Πάντα γινόταν αυτό, έτσι και το ροκ πέρασε στα σκυλάδικα: θυμάσαι το τραγούδι του Γιοκαρίνη; Έτσι αντίστοιχα περνάει στην πιάτσα και ο Στοκχάουζεν, το Μπέρκλεϋ και διάφορες άλλες τάσεις. Είναι γλώσσα – εκεί θέλω να καταλήξω. Κι αν χάρηκα για κάτι σχετικά με αυτά που φτιάχνω, είναι που τελικά «το παιδί μίλησε»! Ακόμα κι αν δεν σου τα λέει έτσι όπως περιμένεις, σου τα λέει αισθηματικά. Εκεί είναι και το στοίχημα: αν δεν έχει αίσθημα, δεν έχει νόημα. Σε αυτό είναι που βλέπω ως δασκάλους αυτούς που σου έλεγα, το Σαββόπουλο, το Σιμώτα… Πρέπει να αφορά! Όχι πως θα είναι αυτό το μέλημά σου, αλλά το νιώθει ο καλλιτέχνης όταν συμβαίνει.
Από τον Σαχτούρη τι θυμάσαι; Έχει πλάκα το επεισόδιο! Πάω στο σπίτι του στην οδό Μηθύμνης 14 και χτυπώ το θυροτηλέφωνο. Είμαι συστημένος από τον ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, που ήταν οικογενειακός του φίλος. Τηλέφωνο δεν είχε. Ήμουν τότε σε μία από τις 3-4 καταθλίψεις που, όπως λέν οι ειδήμονες, πιάνουν τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Χτύπησα, δεν απαντούσε. Και μου λέει μια γειτόνισσα: «Δεν είναι εδώ ο κος Σαχτούρης, αυτή την ώρα πίνει τον καφέ του στο καφενείο». ΟΚ, θα τον περιμένω. Και κάθισα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν ήξερα πώς ήταν, αλλά όταν τον είδα να έρχεται τον κατάλαβα αμέσως, ήταν «κληρονόμος πουλιών», όπως λέει ο ίδιος κάπου, φαινόταν! Αρχοντικός, με ψαθάκι, ίσως μπαστούνι. «Χαίρετε! Ο κος Σαχτούρης;» «Ναι». «Λέγομαι Σιγανίδης, είμαι από τη Θεσσαλονίκη και είμαι μουσικός. Έφτιαξα κάτι πάνω στα ποιήματά σας». Μου λέει: «Με συγχωρείτε πολύ, δεν έχω καμιά σχέση με τη μουσική!», ευγενέστατος βέβαια, αλλά μπαίνει στην πολυκατοικία και εξαφανίζεται! Έμεινα εκεί με μια αίσθηση πρόσφυγα: τώρα που δεν έχει ούτε αυτό το τραίνο, πού θα πάω; Κάνω μια βόλτα το τετράγωνο σαν χουντικός ασφαλίτης, κουρεμένος, ξυρισμένος κι αδύνατος τότε, και ξαναγυρίζω με αυτή την έμπνευση και το θράσος που δεν ξέρεις από πού έρχονται. Χτυπάω το θυροτηλέφωνο κι ανοίγει, χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι. Ανεβαίνω στον ημιόροφο και στέκεται εκεί με ανοιχτή την πόρτα και μου λέει: «Περάστε!». Καθίσαμε άπειρο χρόνο – αυτόν το μη-χρόνο – αντικριστά. Σιωπή. Ώρα! Κάποια στιγμή μου είπε: «Μοιάζετε με τον Τρακλ!». Εγώ δεν τον ήξερα, τον είδα αργότερα σε φωτογραφίες και κατάλαβα τι «είδε». «Και ποια ποιήματα έχετε δουλέψει;» «Το Καφενείο, Το Πρωί και το Βράδυ…» «Αυτά είναι δύσκολα!», σκεπτόμενος προφανώς ότι ο μουσικός θα αναζητούσε μια μελωδία, ένα ρυθμό… Αυτά μου άρεσαν, του λέω. Θα σας στείλω μια κασέτα. Φεύγω συγκινημένος. Πάω στη Θεσσαλονίκη και περιμένω ένα, δύο μήνες. Ζούσα με τους γονείς μου. Και κάποια μέρα, χωρίς να ελπίζω πια ότι θα πάρει τηλέφωνο, τελικά παίρνει και λέει: «τον κο Σιγανίδη παρακαλώ». Κι η μαμά μου, που δεν με θεωρεί εμένα «κο Σιγανίδη», τον παραπέμπει στο συμβολαιογραφικό γραφείο της, όπου ο συνταξιούχος δικαστής μπαμπάς μου πήγαινε και βοηθούσε και της κατέστρεφε την καριέρα! Είχε μια αναρχική, μηδενιστική τάση, αυτός ήταν ο καλλιτέχνης της οικογένειας! Μίλησαν με τον πατέρα μου. Συμπτωματικά, κι ο μπαμπάς του ήταν δικαστής, ο οποίος τον αποκλήρωσε όταν ο Σαχτούρης του είπε πως δεν είναι για τα νομικά, κι έκαψε τα βιβλία του της Νομικής συμβολικά, λέγοντας πως είναι ποιητής. Κι απόρησε με τον πατέρα μου που του είπε: «Ναι, να τον βοηθήσετε το Μιχαλάκη, είναι καλός!». Κι ύστερα βγήκε ο δίσκος και του τον πήγα. Χάρηκε πολύ, ήταν κοντά Χριστούγεννα τον έβαλε σε περίοπτη θέση στο σπίτι και τον κοιτούσε, του άρεσε και το εξώφυλλο… Μια φορά τον πήρα τηλέφωνο από ένα θάλαμο στη Θεσσαλονίκη, ήταν τα γενέθλια του, την 29η Ιουλίου. Έχει γράψει ένα ομώνυμο ποίημα που λέει: «Την αποφράδα ημέρα της γεννήσεώς μου…». «Τι κάνετε; Δεν είστε στην Αμερική;». Του είχα πει προ καιρού πως θα πήγαινα στην Αμερική, και θεώρησε πως θα μείνω για πάντα εκεί. Όταν του άρεσαν τα κομμάτια, του είχα πει μέσα στον ενθουσιασμό μου: «Όταν θα κλείνω συναυλίες, να έρχεστε να τα λέτε εσείς τα ποιήματα αντί να παίζει το tape, κι εμείς να παίζουμε ζωντανά». Έβαλε τα γέλια: «Μα δεν πάω πουθενά. Πάω μόνο στην πλατεία!». Στο ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Ξανθόπουλου για το Σαχτούρη, το Ποιος είναι ο Τρελός Λαγός, μου αρέσει πολύ μια σκηνή που συνέλαβε στο φινάλε. Του δίνουν το κρατικό βραβείο ποίησης, είναι η Μελίνα και διάφοροι παράγοντες. Όταν τελειώνει η βράβευση, σηκώνονται όλοι κι αρχίζουν και γίνονται πηγαδάκια. Και τον συλλαμβάνει ο φακός, πλονζέ από τον εξώστη, πώς ξεγλιστράει με απίθανο τρόπο, αποφεύγοντας οποιαδήποτε επαφή και φεύγει, εξαφανίζεται! Σλάλομ!
Είναι ενδιαφέρον και σε σχέση με αυτό που συζητούσαμε πριν, για τον καλλιτέχνη και το κοινό του. Εντάξει, οι ποιητές δεν εκτίθεντο ποτέ σε φώτα πάλκου. Το πολύ να έβγαιναν 1-2 φορές στην τηλεόραση, στο Παρασκήνιο ίσως. Με τους μουσικούς είναι άλλο. Η εικόνα είναι ένα βάσανο, και πρέπει κανείς να το διαχειρίζεται, γιατί μπορεί να τον πετάξει πάρα πολύ μακριά από την ουσία της ασκήσεώς του, κι αυτό που φτιάχνει να πάει στα χαμένα, υπαρξιακά μιλώντας. Να μην τον φέρνει σε επαφή με τον εαυτό του – αυτό δεν είναι το ζητούμενο των καλλιτεχνών; Να βρίσκουν ένα τρόπο να γνωριστούν, ποιος είναι αυτός που τα κάνει αυτά, που τα σκέφτεται. Πάλι ο Ζήκας, όταν του άρεσε κάποιος στίχος του, έλεγε μέσα στον ενθουσιασμό του: «Από πού μού ’ρχονται, ρε γαμώτο!». Κι ο κυρ-Μήτσος, ο μαραγκός που έφτιαχνε ωραία έπιπλα στη γιαγιά μου και στη μάνα μου όταν ήμουν παιδάκι, τον ακούγαμε από μέσα να λέει στον εαυτό του: «Μπράβο Μήτσο! Γεια στα χέρια σου!». Μεράκλωνε από αυτό που έφτιαχνε. Έτσι καταλαβαίνει κι ο καλλιτέχνης ότι πραγματικά τέλειωσε το έργο. Κι ο Θεός την έβδομη ημέρα γύρισε και είδε τη Δημιουργία και είπε: Λίαν Καλώς! Γιατί έχω πολλούς φίλους καλλιτέχνες ανικανοποίητους. Φοβούνται το ναρκισσισμό. Δεν λέω να λες συνέχεια «είμαι σπουδαίος», αλλά να μπορείς και να χαρείς κάτι που έκανες. Να το χορέψεις, μόνος σου, στο σπίτι.
Αλήθεια, στη μουσική πώς βρέθηκες; Δεν υπήρχε καμία οικογενειακή επιρροή σε αυτό. Έγινε ερωτικώ τω τρόπω. Έψησα τη μάνα μου να μου πάρει ένα μικρό κιθαράκι, σπόρος ήμουν, Τετάρτη-Πέμπτη Δημοτικού. Πώς έμπλεξα, από ποια δόνηση; Πολύ δύσκολο να σου πω, να περιγράψω το βασικό ένστικτο. Τι είναι αυτό που σε κάνει να στραφείς προς ένα γυναικείο σώμα; Από ένστικτο θες να το αγκαλιάσεις. Όπως ο Φρανκενστάιν Τζούνιορ στην ταινία του Μελ Μπρουκς, που παίζει βιολί η Φράου Μπλούχερ για να τον προσελκύσει, κι εκείνος πάει να πιάσει τις νότες, τον ήχο, θεωρεί ότι οι νότες έχουν υλική υπόσταση. Το αισθάνομαι πολύ συγγενικό αυτό. Ή όπως έλεγε ο Zappa για τα τσιγάρα: «Δεν καπνίζω. Τα τρώω!» Αισθανόταν τον καπνό σαν λαχανικό. Το είχε πει και σε μια συνέντευξη, όταν είχε ήδη καρκίνο. Έπαθε πλάκα η δημοσιογράφος: «Μα τι κάνετε. Καπνίζετε;;;» Το ξέρεις το περιστατικό με τον Μανώλη Πάππο στο Μέγαρο; Κάπνιζε στο διάζωμα ανάμεσα στα καμαρίνια και τη σκηνή, και του είπε ο φύλακας: «Μα καλά, καπνίζετε;» Κι ο Πάππος του απαντάει: «Μην ανησυχείτε, δεν το παίρνω μέσα!» Υπάρχει, που λες, ένα πεδίο από εκλεκτικές συγγένειες. Από την άλλη, μου φαινόταν πάντα απαίσιο όταν φίλοι μού έλεγαν ότι θέλουν να καπνίσουν μαριχουάνα, ή να πάνε στο Μάτσου Πίτσου, για να γνωρίσουν αυτή την εμπειρία! Δεν το καταλαβαίνω… Όταν συμβαίνει κάτι, καλώς συμβαίνει. Όμως γιατί να το επιδιώξεις; Γιατί να επιδιώξω να πάω κάπου; Δεν ξέρω, ίσως είμαι μονόχνωτος. Έχασα κοντσέρτο του Zappa στη Ρώμη, που μου είχαν βγάλει εισιτήριο οι φίλοι μου που σπούδαζαν εκεί, και αεροπορικό, κι ενώ γούσταρα, δεν πήγα τελικά. Είναι αυτή η αδράνεια του μπαγιάτη Θεσσαλονικέως – να μην πας πουθενά. Ίσως να είναι το DNA, του μπαμπά μου του άρεσαν οι εκδρομές πάρα πολύ, αλλά ήταν σαν φυτρωμένος στο σπίτι. Κι εγώ τριάντα χρόνια δεν πήγαινα διακοπές, χώριζα με τις κοπέλες μου επειδή δεν ήθελα να πάω πουθενά, μόνο να γυρνάω Αγίας Σοφίας – Παλαιών Πατρών. Αυτό ήταν το φυσικό μου. Οπότε δεν πιέζομαι για να κάνω κάτι, το κάνω όταν μού ‘ρχεται. Και μη έχοντας και σχέση με τις πιάτσες, μπορώ να το κάνω πάρα πολύ ελεύθερα. Δόξα τω θεώ. Αλλά το παράπονο που λέγαμε αρχικά είναι ότι δεν με παίζουνε «Τ’ άλλα παιδάκια/ θα τ’ αγαπώ» , που λέει κι ο μεγάλος, κι η υπέροχη Λένα Πλάτωνος με τη Σαβίνα μετά – σπουδαίος δίσκος! Πάντα μένει κάτι από αυτό το Αιώνιο Παράπονο, που λέει κι ο Χριστιανόπουλος. Ούτε θα λυθεί ποτέ αυτό, ούτε και το λογίζω ως κακό. Καλώς έγιναν τα πράγματα ως έγιναν. Κι από την ορθοδοξία το γνωρίζουμε: «Πάντα συνεργεί εις αγαθόν». Και τα άσχημα, κι οι νεκροί στο Αιγαίο, τα πάντα είναι αυτή η χοάνη της Άλλης Δικαιοσύνης, της μη-Δικαιοσύνης. Οι πατέρες στο Άγιον Όρος λένε: «ο Θεός δεν είναι δίκαιος, είναι Αγάπη». Άντε να το πιάσεις αυτό… Και στο φουαγιέ ενός θεάτρου, δεν ακούς όλη την ώρα να λένε μεταξύ τους: «Αγάπη μου! Σ’ αγαπώ!» Είναι αυτή η αγάπη που είναι ομόλογη της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Η άλλη αγάπη είναι μιας άλλης τάξεως, και νομίζω πως η τέχνη που μας συγκινούσε πάντα είχε κάτι από την άλλη αγάπη, του άλλου χρόνου. Δεν είχε ποτέ ανάγκη να εκλογικεύσει. «Δεν το καταλαβαίνω αυτό το ποίημα, είναι παράξενο!». Ενώ το ποίημα ήταν Ο Δρόμος του Εμπειρίκου! Τι να εξηγήσεις. Και γιατί να το εξηγήσεις, πρώτα απ’ όλα; Ποιο κέντρο σου θα ικανοποιηθεί; Ανασφάλεια, φρικτή ανασφάλεια…Συγνώμη για το παραλήρημα.