Όταν ηχογραφούσες το «Χάλια», δηλαδή πριν ακόμη χτίσεις τη σχέση εμπιστοσύνης που έχεις με το κοινό σου επέλεξες να βάλεις ένα ζεμπέκικο ερμηνευμένο από μια λαϊκή τραγουδίστρια, τη Γαρμπή. Γιατί; Αυτή η ιστορία ξεκίνησε κάπως διαφορετικά. Ο Τάσος Φαληρέας, παλιός μουσικός παραγωγός, με τον οποίο εκείνη την περίοδο έκανα πολύ παρέα, είχε την ιδέα να κάνει η Πίτσα Παπαδοπούλου έναν δίσκο που θα της έγραφαν τραγούδια άνθρωποι που δεν είναι λαϊκοί συνθέτες. Είχε ζητήσει κι από εμένα λοιπόν ένα τραγούδι και μου βγήκε ένα ζεμπέκικο που λέει ο «Άντρας της ζωής μου είμαι εγώ», εμπνεόμενος κι από μία συνέντευξη της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Εκείνος ο δίσκος δεν έγινε. Όταν ηχογραφούσα το «Χάλια» η κεντρική ιδέα ήταν μικρά μωσαϊκά με την αθηναϊκή ζωή εκείνης της περιόδου δηλαδή ο σκύλος έξω από το Έβερεστ, μια γκαρσόνα σε ένα μπαράκι στη Ν. Σμύρνη, ο πατέρας μου που με βγάζει βόλτα στο Θησείο κλπ. Μέσα εκεί αν έμπαινε αυτό το τραγούδι θα έπρεπε να το πει μια σύγχρονη λαϊκή τραγουδίστρια, ως μέρος αυτού του μωσαϊκού. Κι επειδή την Καίτη τη συναντούσα πολύ συχνά στη SONY, στην εταιρία που ήμασταν και οι δύο τότε, την είχα συμπαθήσει πολύ, την θεωρούσα διαμάντι-άνθρωπο και όταν της το είπα, ενθουσιάστηκε. Τη θυμάμαι ακόμη που τέλειωνε νωρίς από το Διογένης Palace, όταν είχε λαϊκή απογευματινή, κι ερχόταν σε εμένα τότε στις Γραμμές για να δει την παράσταση και ανέβαινε και πάνω και τραγουδούσαμε. Είχε γίνει με πολύ εγκάρδιους όρους όλο αυτό κι ακόμη κι αν χρειάστηκε να βγω να το υπερασπιστώ με pop επιχειρήματα, δεν έγινε ως πρόκληση. Ταίριαζε στο πνεύμα του δίσκου.
Η Καίτη ερχόταν σε εσένα, εσύ πήγαινες στην Καίτη; Φυσικά. Όπως όλοι στην Ελλάδα έχω βρεθεί αρκετές φορές σε τέτοια μέρη. Η αλήθεια είναι ότι 9 φορές στις 10 δεν μου αρέσει γιατί έχει φριχτό ήχο και δεν επιτυγχάνεται καμία επικοινωνία με τα τραγούδια. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στα κυριλέ μπουζούκια. Οι τύποι σαν κι εμάς ονειρεύονται κάτι πιο αυθεντικό πηγαίνοντας εκεί.
Έχεις βρεθεί σε αυθεντικά παρακμιακό μπουζούκι; Δεν τα έχω προλάβει αυτά. Οι τελευταίοι που τα πέτυχαν ήταν ο Βακαλόπουλος, ο Παπαγιώργης, μέχρι το ’85 κράτησαν αυτά. Μετά έγιναν η επίσημη μουσική του ελληνικού κράτους. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγαινε στα μπουζούκια, τα μεγάλα κανάλια προέβαλαν αυτή τη μουσική, άρα πώς να μείνει αυθεντικό όλο αυτό; Ήταν αυθεντικό όταν ήταν στο τάδε χιλιόμετρο της εθνικής οδού. Εγώ αυτό δεν το έζησα. Έζησα την κυρίλα-που δεν μου έλεγε τίποτα ιδιαίτερο. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχω δει τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και δεν έχω θαυμάσει το ότι είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. Νομίζω όμως η κυρίλα κατέστρεψε όλο το λαϊκό τραγούδι καλλιτεχνικά. Ό,τι ενδιαφέρον είχε αυτός ο κόσμος, ο τρόπος που διακοσμούσε τα σπίτια του, οι ηθικοί του κώδικες –κώδικες που μπορεί να ήταν και φασιστικοί ή μισογύνικοι μερικές φορές-, έδινε κάτι συμπαγές και καλλιτεχνικό στις φυσιογνωμίες του, έλεγες ρε παιδί μου «ο Διονυσίου είναι τα τραγούδια του». Αυτό είναι κάτι που χάθηκε. Μετά άρχισε να εξυπηρετεί συγκεκριμένες εκπομπές και περιοδικά και δεν ήταν πια ένας ηθικός κώδικας που οδηγούσε σε έκφραση. Σε κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα ψάχνουμε να βρούμε τον ηθικό κώδικα μιας ομάδας ή ενός δημιουργού που μπορεί να μας χωρέσει. Και τα σκυλάδικα, όσο ήταν σκυλάδικα, το πετύχαιναν αυτό.
Ο τίτλος του καινούριου δίσκου «Καλλιθέα» δηλώνει μια τάση επιστροφής; Όχι, δεν είναι αυτό. Το παλιό μου σπίτι, στην Καλλιθέα, το έχω μετατρέψει σε ένα είδος εργαστηρίου. Εκεί απομονώνομαι, διαβάζω, εκεί ακούω μουσική, εκεί γράφω. Έχω φύγει πολλά χρόνια από αυτή τη γειτονιά. Την πρώτη ημέρα που πήγα εκεί για ασχοληθώ με τη μουσική άκουγα ήχους πουλιών γιατί η γιαγιά μου που ζει στον κάτω όροφο έχει πολλά ωδικά πτηνά. Άκουγα τα πουλιά, ανακάλυπτα παλιά μου τετράδια με σημειώσεις από τα συγκροτήματα που άκουγα, με στίχους, και σαν να είδα τον εαυτό μου σαν ένα πουλί μαζί με άλλα πουλιά που μεγάλωσε μέσα σε ένα κλουβί. Δεν γυρνάω με νοσταλγική διάθεση προς τα πίσω αλλά προσπαθώ να δω ποιος ήμουν, πώς μεγάλωσα και πού θα με ξεβράσει ο θάνατος της συνοικίας αλλά και ολόκληρης της εποχής, στην οποία μεγάλωσα. Όλα αυτά τα τραγούδια που γράφω τώρα και θα μπουν στον δίσκο δεν είναι τραγούδια τοπικά αλλά αφορούν τους ανθρώπους που βρίσκονται τώρα σε μία καμπή. Περιγράφω τον εαυτό μου και τους άλλους, πώς αλλάζουμε πια συνήθειες, πώς αλλάζουμε πια ταυτότητες. Επίσης, μου αρέσει η λέξη «Καλλιθέα».
Σου αρέσει περισσότερο ο εαυτός σου τώρα σε σχέση με 20 χρόνια πριν; Ναι. Αν και τότε μου άρεσε ο εαυτός μου, ακόμη στις ίδιες ανασφάλειες πνίγομαι. Αλλά αισθάνομαι ότι η άσκηση του να υπηρετώ τα πράγματα που αγαπάω έκανε καλό στη ζωή μου. Με έκανε να βλέπω τα πράγματα καθαρά, με πολύ αγάπη και κατανόηση για τους γύρω μου και να ανακαλύπτω συνεχώς ανθρώπους που αγαπώ. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι συνεχώς σε μια αναζήτηση του έρωτα, και όταν λέω έρωτα δεν εννοώ μόνο την στενή του έννοια αλλά και τον κύκλο που τον περιβάλλει. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κάτι που να τον ερεθίζει καθημερινά ώστε να το αγαπήσει, ώστε να του υποταχθεί.
Πόσες φορές έχουν έρθει κοπέλες και σου έχουν πει «Αυτά που λες στα τραγούδια είναι αυτά που ιδανικά θέλουμε να ακούμε από τους άντρες»; Το λέω αυτό γιατί την αποθεώνεις τη γυναίκα. Την αποθεώνω όπως αποθέωνε ο Κubrick το διάστημα δηλαδή σαν κάτι που δεν το καταλαβαίνω ακριβώς αλλά μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον. Αυτός είναι ο λόγος που προτιμώ να τη δω στις επικές, μυθικές της διαστάσεις. Αυτή η έλλειψη κατανόησης στον τρόπο με τον οποίο κινείται, στο ότι είναι κυκλοθυμική, δεν είναι τόσο μονολιθική –όπως είμαι εγώ σε κάποια πράγματα- με γοητεύει. Το άλλο φύλο, για τον καθένα μας, είναι ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που ο έρωτας και η αναζήτησή του ή ο παραλογισμός του, τους οδηγεί να συναντηθούν και με την πολιτική και με το μεταφυσικό. Τέτοιοι δημιουργοί είναι ο Cohen, ο Truffaut, ο Woody Allen. Είναι άνθρωποι λίγο κουραστικοί λόγω εμμονών, κάπως επιρρεπείς στην μελαγχολία, στα δράματα και στον αυτοσαρκασμό. Θα έλεγα ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Βλέπω ότι σε κάθε θέμα που πιάνω υπάρχει ο έρωτας από κάτω, και στα πιο πολιτικά ακόμα.
Αποτυπώνεις τον έρωτα με τρυφερότητα, ασχολείσαι πιο έντονα με τη συναισθηματική πλευρά του. Θα σε ενδιέφερε να γράψεις ένα τραγούδι για την καύλα; Θα με ενδιέφερε αλλά ταυτοχρόνως το θεωρώ πολύ δύσκολο. Οι ταινίες που έχω δει και με πείθουν ως προς την ουσιαστική απεικόνιση της καύλας είναι ελάχιστες, π.χ. «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων». Τα ωραιότερα σεξουαλικά τραγούδια τα έχει γράψει ο Cohen, αλλά και πάλι έχουν ποιητικό πλαίσιο. Και τα παραδοσιακά αποκριάτικα μιλούν απελευθερωμένα αλλά κυρίως παρωδούν, είναι σαν να λένε ότι εκείνη την ημέρα, της Αποκριάς, δικαιούνται να πουν ότι ένας γάιδαρος πήδηξε μια καλόγρια. Είναι δύσκολο αλλά θα ήθελα να το κάνω. Να γράψω ένα τραγούδι που να λέγεται «Το μουνί» ή κάτι τέτοιο. Όπως και να ‘χει βέβαια, ένα τραγούδι δεν γεννιέται βάση προγράμματος.
Πώς γεννιούνται τα τραγούδια; Κάτι σε πιάνει, κάτι που σε οδηγεί να γράψεις. Μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο χώρο, είναι τόσο φορτισμένη που απαντάς με ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα. Δεν μπορώ να πάω σε ένα γραφειάκι, με ωράριο και να πω τώρα θα γράψω «Το μουνί» ή ένα οποιοδήποτε άλλο τραγούδι.
Θα ήθελες να γράψεις πεζογραφία; To έχω σκεφτεί αλλά δεν ξέρω αν θα το κάνω. Πιστεύω ότι είμαι άνθρωπος της μικρής φόρμας. Μπορεί για τραγούδια, τα τραγούδια μου να έχουν αρκετό κείμενο αλλά δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει να αναπτύξω ένα βιβλίο με πολλούς χαρακτήρες. Άλλωστε και με τα βιβλιά και με τις ταινίες που αγαπώ, έτσι είμαι. Πρώτα είδα το «Tokyo Story» ή τις ταινίες του Woody Allen ή τον Rohmer και πολύ αργότερα τα έπη όπως ο «Γατόπαρδος», το «1900», το «Αποκάλυψη Τώρα». Τα σύντομα μου ταιριάζουν καλύτερα.
Τι άλλο σου αρέσει να κάνεις; Μου αρέσει πολύ να αρχειοθετώ. Θα ήθελα να μου ήμουν βιβλιοθηκάριος ή ιδιοκτήτης ταινιοθήκης ή δισκοπώλης. Το είχα πάντα. Πήγαινα στο Παρίσι και ενώ η παρέα μου επισκεπτόταν το Λούβρο εγώ ήμουν στη Γαλλική Ταινιοθήκη ή στο Fnac όλη μέρα. Μου αρέσει να μελετώ την ιστορία, όχι μέσα από τα ιστορικά βιβλία, αλλά μέσα από την τέχνη. Μερικές φορές βλέπω τα τραγούδια μου σαν πάρεργο της ταξινόμησης. Σαν να είναι το άλλο η κυρίως δουλειά μου και πού και πού να γράφω και κανένα τραγουδάκι. Μελετώ χρονολογικώς, αυστηρά. Το τελευταίο δίμηνο βλέπω σχεδόν καθημερινά μια ταινία του 1971, ακούω δίσκους του 1971, διαβάζω τις εφημερίδες του 1971. Τι άραγε να μου το δημιούργησε όλο αυτό; Πιστεύω το «Επιστροφή στο μέλλον». Το γεγονός ότι 12 χρονών, πήγα σε ένα θερινό και έζησα τις δύο πιο ευτυχισμένες ώρες της ζωής μου σε σινεμά, σε μια ταινία που μιλούσε για την επιστροφή στο 1955 και στην διόρθωσή του, μου προκάλεσε μάλλον μια εμμονή. Πάω, λοιπόν στο 1971 ή στο 1983 για να το διορθώσω. Μέσα από αυτές τις μελέτες κατάλαβα το εξής: κάθε δεκαετία η pop προλέγει πράγματα. Οι πολιτισμοί που δημιουργούν την pop ανησυχούν τελικά για το ίδιο πράγμα και το ασυνείδητό τους το αποτυπώνει αυτό. Σε όλη τη δεκαετία του 1930 έβλεπες άπειρες ταινίες με τέρατα και όλο αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τον φόβο του φασισμού που ανέβαινε. Στη δεκαετία του 1995-2005 οι ταινίες που έκαναν επιτυχία ήταν αυτές που είχαν ανατροπή στο τέλος π.χ. η «Έκτη Αίσθηση» ή το «Fight Club». Για εμένα αυτό δηλώνει ότι έβλεπαν πως ζούσαν μέσα σε μια φούσκα που ξαφνικά θα έσκαγε. Τώρα παρατηρώ, γιατί παρακολουθώ φανατικά σινεμά, ότι το μεγάλο μοτίβο είναι η κλοπή της προσωπικότητας. Ποιος κλέβει; Το facebook; οι τράπεζες; Μάλλον αποτυπώνεται στο λαϊκό σινεμά ο στίχος του Cohen «The rich have got their channels in the bedrooms of the poor». Οι λίγοι που παρακολουθούν τους πολλούς, τους κλέβουν τη ζωή και δεν τους επιτρέπουν να είναι αυτοδύναμοι. Αυτή είναι η αποκωδικοποίηση της pop αυτή τη στιγμή.
H νέα μουσική παράσταση του Φοίβου Δεληβοριά «Ο μπάσταρδος γιος» παρουσιάζεται στο Passport (Καραΐσκου 119, Πειραιάς, τηλ.: 2104296401) από 17 Ιανουαρίου 2015 και για λίγα Σάββατα.
Σωτήρης Ντούβας-τύμπανα, Κωστής Χριστοδούλου-πλήκτρα, Yoel Soto-μπάσσο, Γιάννης Πουπούλης-κιθάρες.
Page: 1 2