Οι τρεις πρωτάρηδες δημιουργοί του Short Fuse μιλάνε στην Popaganda

Ένας ευέξαπτος ντελιβεράς, που έχει βάλει στην άκρη τα σχέδιά του να διορθώσει τα στραβά του κόσμου μέσα απ’ τα έδρανα των δικαστηρίων, κάνει μια παράδοση που προκύπτει λίγο πιο συναρπαστική απ’ όσο είχε υπολογίσει: Ένα χτύπημα στο κεφάλι, μια μετωπική με το έδαφος, και λίγο αργότερα ξυπνά ζωσμένος με εκρηκτικά, και μ’ ένα hands free καρφωμένο στο αυτί του. «Γεια σου Άρη» τού λέει η βραχνή φωνή απ’ το ακουστικό, και έχεις πια καταλάβει κι εσύ μαζί μ’ αυτόν πως, αν κι αυτά που ακούς είναι καθαρά ελληνικά, βρίσκεσαι σε πεδίο εντελώς αμερικάνικο. Ή μήπως όχι;

Ο Lars von Trier είχε πει πως ακόμη κι ο ίδιος κάνει χολιγουντιανές ταινίες, τέτοια που είναι η διείσδυση της αμερικανικής κινηματογραφικής κουλτούρας στον πλανήτη σινεμά. Κι αν ο Δανός τα λέει αυτά κυρίως για να προβοκάρει, αυτό δεν κάνει τα λόγια του λιγότερο αληθινά: «έχεις μεγαλώσει με κάποιες επιρροές και θες να κάνεις ταινίες που να είναι πιο κοντά στα πράγματα με τα οποία έχεις μεγαλώσει», λέει ο Αντρέας Λαμπρόπουλος, ο Πατρινός απ’ την τριάδα των δημιουργών που υπογράφουν το Short Fuse. Υπάρχει όμως χώρος για τέτοιες αισθητικές στη χώρα που έχει επί σειρά ετών ταυτίσει την εθνική της κινηματογραφία με μακρόσυρτα πλάνα σε αχανή λιβάδια, και επίμονα κάδρα σε λιγομίλητες μουσούδες;

Δεν είναι μυστικό ότι το κλίμα στην κινηματογραφική Ελλάδα δεν ευνοεί καθόλου τις ταινίες είδους: τα ίδια λέγαμε με το Τετάρτη 04:45 του Αλέξη Αλεξίου πριν λίγους μήνες, τα ίδια με τη Νορβηγία του Γιάννη Βεσλεμέ λίγο πιο πριν, τα ίδια και πριν κάποια χρόνια με Το Κακό των αδερφών Νούσια. Όμως, όπου λείπει η ντόπια επιχειρηματική τόλμη και τεχνογνωσία, υπάρχει η αμερικανική να συμπληρώσει το κενό – ή, έστω, η ελληνοαμερικάνικη. «Δεν γίνεται κανένας να αρχίσει να πετάει τα λεφτά του σε κάτι 25χρονα» λέει ο Κώστας Σκύφτας, συνσκηνοθέτης του Λαμπρόπουλου, όταν αφηγείται τη διαδρομή του Short Fuse απ’ την ιδέα στην υλοποίηση που θα ήταν απείρως δυσκολότερη, αν δεν την είχε αναλάβει η 1821 Media – η δραστήρια εταιρεία παραγωγής του Πάρη Κασιδόκωστα-Λάτση και του Terry Dougas, που με έδρα της την Αμερική, δεν αμελεί να ρίχνει τις ματιές της στην Ελλάδα.

«Εγώ κι ο Αντρέας είχαμε έναν κοινό γνωστό στην Πάτρα» θυμάται ο Σκύφτας, για το πώς συνάντησε τον συνεργάτη με τον οποίο θα ένωναν τις δυνάμεις τους για έναν διαγωνισμό στην Αμερική: σε 20 μέρες γύρισαν μαζί μια μικρού μήκους ταινία δράσης, και κέρδισαν το βραβείο φωτογραφίας. «Κάναμε άλλη μία μικρού μήκους την επόμενη χρονιά» συνεχίζει ο Λαμπρόπουλος, «τη γυρίσαμε στην Πάτρα και πήγε ακόμα πιο καλά, πήγε σε διάφορα φεστιβάλ, Κορέα, Αυστραλία, Βαλτιμόρη, Λονδίνο, Δράμα, και βέβαια στο Βόλο». Κι απ’ τον Βόλο, όπου ο Terry Dougas είχε στήσει το Argo Film Festival, από ‘κεί ξεκίνησαν όλα. «Στο Βόλο, όπου ο Κωνσταντίνος (Μουτσινάς) δούλευε στην οργάνωση, κερδίσαμε βραβεία και με τις δυο ταινίες μας, κι ο Terry μάς πρότεινε να μάς βοηθήσει να κάνουμε την πρώτη μας μεγάλου μήκους». Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι Ιστορία, το αποτέλεσμα της οποίας είναι μια υπεραδρεναλική περιπέτεια δράσης, που αποδεικνύει από την περασμένη Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες πως, όχι μόνο μπορούν να γυριστούν action ταινίες αξιώσεων στην Ελλάδα, αλλά να εξαχθούν και στην άλλη άκρη της Γης.

Κατ΄ αρχήν, μ’ αυτό που κάνατε θα πρέπει να αισθάνεστε σα τη μύγα μέσ’ στο γάλα στην Ελλάδα, έτσι;

Κώστας Σκύφτας: Το παράδοξο είναι ότι προσπαθούμε να κάνουμε το είδος της ταινίας που θεωρείται mainstream στις αίθουσες, αλλά δεν είναι καθόλου mainstream στην παραγωγή, γιατί mainstream στην Ελλάδα θεωρούνται οι πιο καλλιτεχνικές ταινίες, οι πιο κουλτουριάρικες.

Αντρέας Λαμπρόπουλος: Το blockbuster είναι κάτι που σνομπάρεται πολύ εδώ πέρα. Δεν μπορούν να καταλάβουν δηλαδή ότι έχεις μεγαλώσει με κάποιες επιρροές και θες να κάνεις ταινίες που να είναι πιο κοντά στα πράγματα με τα οποία έχεις μεγαλώσει.

Δεν μπορούν να το καταλάβουν ποιοι, οι Έλληνες παραγωγοί;

ΑΛαμπ.: Όχι μόνο, κι ο κόσμος ακόμα. Ακούμε διάφορα, ότι αντιγράφουμε το Χόλυγουντ, έχουμε ξενομανία, τέτοια πράγματα. Το οποίο ουσιαστικά δεν ισχύει, απλώς μ’ αυτά έχουμε μεγαλώσει, αυτά έχουμε πάρει, και απλώς θέλουμε να τα αποδώσουμε στη χώρα μας.

ΚΣκυφ.: Και αναγκαστικά δηλαδή, γιατί εδώ ζούμε, οπότε πού θα το κάνουμε; Εδώ θα το κάνουμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Φαντάζομαι ότι, για να στηθεί ένα τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο λούκι το τρώει ο παραγωγός.

Κωνσταντίνος Μουτσινάς: Ισχύει αυτό, όμως για να πετύχει αυτή η συνταγή, και να πειστούν όλα αυτά τα άτομα που απασχολήθηκαν στην ταινία –και κυρίως οι καταξιωμένοι ηθοποιοί που είχαμε–, το βασικό μας εχέγγυο ήταν τα ταινιάκια που είχαν κάνει τα παιδιά πριν, οι πρώτες τους σκηνοθετικές απόπειρες, που λειτούργησαν και ως δείγμα της δουλειάς τους. Και βέβαια, μεγάλο κίνητρο ήταν κι η ίδια η εταιρεία παραγωγής που είχε αναλάβει τη χρηματοδότηση της ταινίας, η 1821 Media των Terry Dougas και Πάρη Κασιδόκωστα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το να επιχειρείς με έναν ελληνικό προϋπολογισμό να δοκιμάσεις να γυρίσεις μια τέτοιου είδους ταινία στην Ελλάδα, είναι από μόνο του μια τεράστια πρόκληση. Εγώ, ως δ/ντης παραγωγής προσπάθησα να εξασφαλίσω χρήματα από χορηγίες, προμηθευτές και λοιπά, και σίγουρα βοήθησαν πολύ τα ταινιάκια των παιδιών, αλλά και το όνομα της 1821 Media στην παραγωγή.

Βρήκατε τρόπους να «κλέψετε» την εικόνα, ας πούμε, να κάνετε πράγματα να φαίνονται πιο ακριβά απ’ όσο ήταν;

ΚΣκυφ.: Ναι βέβαια, το κόνσεπτ ήταν ότι δεν έχουμε λεφτά κατ’ αρχήν για μια τέτοια παραγωγή, όμως πρέπει να το κάνουμε να φανεί σαν να είναι μια πλούσια παραγωγή. Οπότε κοιτάξαμε πρώτα απ’ όλα στο σενάριο πώς μπορούσαμε να προσθέσουμε production values στην ταινία: Για παράδειγμα, δεν είχαμε λεφτά για να φτιάξουμε σκηνικά, αλλά θέλαμε η εικόνα μας να έχει μια αυθεντικότητα, χωρίς να έχουμε τους σκηνογράφους που θα μπορούσαν να μας την εξασφαλίσουν. Οπότε πάμε σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο για παράδειγμα, και εκεί το έχεις όλο έτοιμο: αυθεντική βρώμα και διάλυση!

ΑΛαμπ.: Βοήθησαν βέβαια και οι φίλοι και γνωστοί, απ’ τους οποίους γενικά ό,τι χάρες μπορούσαμε να εξαργυρώσουμε, το κάναμε.

ΚΣκυφ.: Ναι, από χάρη ας πούμε πήραμε ένα αυτοκίνητο που χρησιμοποιήσαμε στο γύρισμα, κι αυτό έδωσε production value γιατί φαίνεται ότι είναι ακριβό και κόστισε λεφτά ενώ στην πραγματικότητα ήταν χάρη. Κάναμε πολλά μικρά πραγματάκια, τα οποία στο σύνολο προσέθεσαν αξία.

ΑΛαμπ.: Επίσης, έγινε πάρα πολλή δουλειά έγινε στο μοντάζ, για να είναι πολύ σφιχτή η ταινία, να μην έχει νεκρούς χρόνους, να έχει πάρα πολύ καλό ήχο, όλα αυτά που θεωρούνται βασικά, τα οποία προσθέτουμε πολύ στην αξία παραγωγής. Αυτά προσπαθήσαμε να τα έχουμε οπωσδήποτε.

Πέρα από τις ταινίες είδους πάντως, κάτι άλλο που δεν συνηθίζεται στην Ελλάδα είναι και η συνσκηνοθεσία.

ΚΣκυφ.: Ναι εντάξει, αυτό δεν το προγραμματίσαμε, μάς προέκυψε: αφού είχαμε κάνει δύο μικρού μήκους ταινίες μαζί, ε κάναμε κι άλλη μία μετά. Ουσιαστικά εγώ είμαι πιο πολύ του στόρι και της καθοδήγησης των ηθοποιών ας πούμε, κι ο Αντρέας είναι φουλ στην εικόνα και στο κομμάτι του να φαίνεται η ταινία όπως πρέπει.

ΑΛαμπ.: Αυτά είναι τα ζητήματα της συνσκηνοθεσίας, αυτές οι παρεξηγήσεις (γέλια)

Διαφωνείς μάλλον, το βλέπεις ανάποδα;

ΑΛαμπ.: Ντάξει, όχι, δεν το βλέπω ανάποδα, απλά το βλέπω πιο πολύ σαν ο ένας να μπαίνει στα χωράφια του άλλου, με γόνιμο όμως τρόπο ας πούμε.

ΚΣκυφ.: Τσακωνόμαστε όλη την ώρα, δεν είναι θέμα αυτό. Απλά μοιραζόμαστε τις ευθύνες, οπότε μπορεί κάποιο κομμάτι να το πάρει ο ένας τελείως πάνω του, και ο άλλος κάτι άλλο.

ΚΜουτσ.: Όταν ο ένας ξέμενε από ενέργεια αναλάμβανε ο άλλος, ας το πούμε κάπως έτσι.

Πόσο παρεμβατική ήταν σ’ αυτό η 1821 Media;

ΚΜουτσ.: Ήταν παρεμβατική από την αρχή, αλλά με την καλή έννοια, με την έννοια ότι ήταν πάντα εκεί. Είχε έναν ρόλο καθοδηγητικό, ώστε να δώσει στους σκηνοθέτες μια ξεκάθαρη κατεύθυνση στην οποία θα έπρεπε να κινηθούν. Έμπαιναν κάποια κόνσεπτ στο τραπέζι που συζητιόντουσαν, κάποια φίλτρα σε σχέση με το σενάριο, για να φανούν τα πράγματα που θα δούλευαν και τα πράγματα που δεν θα δούλευαν…

ΚΣκυφ.: …Ναι, προτάσεις για πράγματα που έπιαναν, που δεν έπιαναν, μήπως έπρεπε να κάνουμε κάποιο reshoot, μήπως δε δουλεύει αυτό, να το βγάλουμε, να μην το βγάλουμε, είχαμε μια επαφή γενικότερα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΚΜουτσ.: Το καλό είναι ότι είχαμε και μια ομάδα σεναριογράφων επαγγελματιών, οι οποίοι κάνανε και επιμέλεια σεναρίου κατά τη διάρκεια της πορείας της ταινίας.

ΑΛαμπρ.: Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα πάρα πολλά notes για το post production της ταινίας, το οποίο στήθηκε ουσιαστικά εξ αποστάσεως, Βόλος – Πάτρα – Αθήνα μέσω υπολογιστών που στέλναμε αρχεία ο ένας στον άλλο. Βοήθησε πάρα, πάρα πολύ, γιατί μας έλεγαν: «παιδιά, ή θα δουλέψετε τη σκηνή, ή θα τη χάσετε», κι αυτό από μόνο του μάς ανάγκαζε να δουλεύουμε τόσο πολύ περισσότερο στο μοντάζ απ’ όσο είχαμε αρχικά φανταστεί, που ουσιαστικά το κατακτούσαμε το να μείνει η σκηνή μέσα στην ταινία. Τελικά δεν έφυγε ούτε μια σκηνή, αλλά αυτό ήταν κάτι που το κερδίσαμε, κι αυτό μετράει.

ΚΣκυφ.: Ναι, και βέβαια εκτός απ’ αυτά που ΔΕΝ κόψαμε, υπήρχαν και πράγματα που προσθέσαμε, μεταξύ των οποίων κι ένας ολόκληρος χαρακτήρας, αυτός του αστυνομικού διευθυντή, τον οποίο ερμηνεύει ο Νίκος Κουρής, και ο οποίος νιώθαμε ότι μάς έλειπε, γιατί αποφασίσαμε ότι χρειαζόταν να αλλάξει λίγο όχι το ίδιο το στόρι, αλλά ο τρόπος με τον οποίο λέγαμε το στόρι.

ΑΛαμπ.: Ναι, το μοντάζ άλλωστε είναι το σημείο όπου, ουσιαστικά, ξαναγράφεται το σενάριο σχεδόν.

Τι θα πρέπει να περιμένει όμως ο θεατής που θα πάει να δει την ταινία; Θα δει το Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει, ας πούμε, ή πρόκειται για κάτι που είναι και λίγο πιο αυτοσαρκαστικό, που δεν παίρνει τον εαυτό του και τόσο στα σοβαρά;

ΑΛαμπ.: Δεν ξέρω πώς έχει βγει αυτή η φήμη με το Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει, δεν είναι κάτι τέτοιο η ταινία. Δηλαδή, είπαμε σε κάποια φάση ότι είναι μια ταινία που μάς άρεσε, αλλά δεν είχαμε ποτέ τη φιλοδοξία να κάνουμε το Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει στα ελληνικά.

ΚΣκυφ.: Να πούμε ωστόσο ότι δεν πρόκειται για μια κλασική Χολιγουντιανή ταινία, όπου θα ανατιναχθεί το μισό σύμπαν ας πούμε, να μην περιμένει κάτι τέτοιο ο κόσμος. Θα έλεγα ότι κατ’ αρχήν το action κομμάτι είναι εκεί ως καταλύτης για να προχωρήσει το στόρι, γιατί έτσι κι αλλιώς καμία action ταινία δεν δουλεύει αν δεν σε ενδιαφέρει ο κεντρικός σου χαρακτήρας.

ΑΛαμπ.: Από ‘κει και πέρα είναι μια ταινία handmade, δεν νομίζω ότι περιγράφεται αλλιώς. Δεν έχει το βάρος που έχει μια ταινία που την έφτιαξε το τάδε production house. Είναι κάτι που το κάναμε μόνοι μας, όλο, απ’ την πρώτη σκηνή ως την τελευταία.

ΚΣκυφ.: Ναι, κι έτσι είναι λίγο πιο ανάλαφρο, πιο ελεύθερο, και στο ύφος, αλλά και στους χαρακτήρες, και στο όλο στιλιζάρισμά. Δεν πάμε για ρεαλισμό σίγουρα, θέλαμε να είναι λίγο πιο κόμιξ η ταινία. Είναι κάτι ενδιάμεσο, ένα ψιλοσοβαρό κόνσεπτ, αλλά με πιο graphic novel προσέγγιση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Φαντάζομαι πως και μόνο που έγινε η ταινία αυτή και βγαίνει στις αίθουσες το θεωρείτε ως μια επιτυχία, όμως σίγουρα θα ευελπιστείτε και σε κάτι πέρα απ’ αυτό. Τι περιμένετε απ’ την πορεία της ταινίας τώρα που φεύγει απ’ τα χέρια σας;

ΚΜουτσ.: Να πούμε παρεμπιπτόντως ότι η ταινία έχει ήδη πουληθεί σε Αμερική, Κορέα και Ιαπωνία, τρεις ξένες αγορές που είναι πολύ σημαντικές.

ΚΣΚΥΦ.κ: Ναι, και έχουμε μεγάλη περιέργεια για το πώς θα δουλέψει αυτό στις ξένες αγορές: θα πει ο Γιαπωνέζος ας πούμε «πάω να δω ελληνική ταινία»; Δεν ξέρω αν έχει ειπωθεί ποτέ!

ΑΛαμπρ.: Και θα τον προδώσουμε κιόλας, γιατί θα να πάει να δει τίποτα weird wave και θα είναι άλλο πράγμα!

ΚΚ: Πέρα απ’ αυτό πάντως, μάς αρέσει η ιδέα ότι βγάζουμε ταινία είδους στην Ελλάδα, κάτι το οποίο είναι πολύ σπάνιο. Και μας αρέσει επίσης πολύ ότι βλέπουμε να έχουν όντως αρχίσει να βγαίνουν ταινίες είδους στον ελληνικό κινηματογράφο –μαζί με τη δική μας, στις Νύχτες Πρεμιέρας προβλήθηκαν οι Μαριονέτες και το The Republic για παράδειγμα–, αλλά είναι κάπως προκατειλημμένο το κοινό, και με το δίκιο του: σου λέει ο άλλος, «τι θα δω τώρα, θα δω αμερικανιά, θα δω κάποιον που θέλει να μου πάρει τα λεφτά;». Ελπίζουμε απλώς να καταλάβει το κοινό ότι προσπαθούμε να δείξουμε πως είμαστε πολύ πιο καλοπροαίρετοι, ότι το γουστάρουμε το είδος, κι ότι το νόημα είναι πως δεν κάνουμε αμερικανιά, κάνουμε ταινίες είδους –είτε αυτές είναι θρίλερ, τρόμου, δράσης, οτιδήποτε απ’ όλα αυτά που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Το ότι λείπουν αυτές οι ταινίες δεν είναι τόσο θέμα budget, όσο είναι θέμα του κατά πόσο θέλουμε να βλέπουμε τέτοιες ταινίες στα ελληνικά, σε ελληνικό περιβάλλον, με ελληνικές αφετηρίες και ελληνικό βλέμμα. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά άτομα στη δική μας ηλικία που το θέλουν αυτό το πράγμα, και εμείς με αυτή τη λογική το κάναμε: αφού εμείς θέλουμε να υπάρχει τέτοιο σινεμά, θα είναι κι άλλοι που το θέλουν. Ε, κι αυτό που περιμένουμε τώρα να δούμε, με την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες, είναι το κατά πόσον ισχύει αυτό.


Η ταινία Short Fuse, σε σενάριο των Κωνσταντίνο Μουτσινά και Κώστα Σκύφτα, και σκηνοθεσία του τελευταίου και του Αντρέα Λαμπρόπουλου, με τους Αποστόλη Τότσικα, Τάσο Νούσια, Νίκο Κουρή και πολλούς άλλους, βρίσκεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 21 Απριλίου, σε διανομή της Village Films.
Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης