«Οι Σφήκες», ένα διήγημα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη από τη συλλογή «Φυσικές Ιστορίες»

Έκανε αυτή τη σκέψη, αν πήγαινε και φέτος στο σπιτάκι, μόνος του, όπως κάθε χρόνο, και καθόταν για δυο βδομάδες να κάνει διακοπές, θα ήταν σαν μια πράξη εκδίκησης. Θα δήλωνε έτσι ότι η ζωή για κείνον συνεχίζεται κανονικά κι ότι οι μνήμες από το παρελθόν δε στάθηκαν ικανές να αναστατώσουν το καθιερωμένο του πρόγραμμα. Ενθουσιάστηκε· η ιδέα πως θα ανακτούσε λίγο από το παλιό του γόητρο κυριαρχίας τον αναπτέρωσε.

Τα τελευταία οχτώ χρόνια που υπήρξε παντρεμένος, πηγαίνανε κάθε καλοκαίρι στο σπιτάκι για τα μπάνια τους. Έμεναν το λιγότερο δέκα μέρες και πάντα σχεδόν φιλοξενούσαν άλλο ένα ζευγάρι φίλων, τους πιο κοντινούς που είχαν. Τώρα όμως, όλα ήταν διαφορετικά. Υπήρχε ένα διαζύγιο που ύστερα από πολύμηνη σκληρή διαμάχη βγήκε εις βάρος του και δυο φίλοι που είχαν συνταχθεί με την απέναντι πλευρά. Αλλά το σπιτάκι ήταν δικό του, ήταν πάντα δικό του, και τον περίμενε. Ετοίμασε τα πράγματά του. (Πόσο λιγότερα μπαγκάζια είχε τώρα να φορτώσει στο αυτοκίνητο! Πόσο πιο ανάλαφρα έσκιζε τον ανοιχτό μπροστά του ορίζοντα χωρίς έναν πρόσθετο όγκο στη θέση του συνοδηγού!)

Έφτασε με το τελευταίο φως της μέρας. Απόλυτη ησυχία. Όλα ήταν όπως τα είχε —όπως τα είχαν— αφήσει την τελευταία φορά· μόνο τα δέντρα του βρήκε λίγο πιο μεγαλωμένα. Η φύση, που επιμένει διαρκώς να αγνοεί τα προβλήματά μας και ν’ αδιαφορεί γι’ αυτά, άρχισε ήδη να δρα επάνω του ευεργετικά. Αισθανόταν καλά. Με μια υποψία χαιρεκακίας φαντάστηκε τη γυναίκα του να τον παρακολουθεί ενοχλημένη, έτσι καθώς τακτοποιούσε σφυρίζοντας τα πράγματά του ή μετά που ξαπλάρωσε στη σεζλόνγκ απολαμβάνοντας το βραδινό αεράκι.

Ξύπνησε νωρίς το άλλο πρωί για μια πρώτη βουτιά. Η παραλία ήταν άδεια και του άρεσε. Μετά γύρισε στο σπιτάκι κι ασχολήθηκε λίγο με τον κήπο. Το μεσημέρι πετάχτηκε να τσιμπήσει κάτι στην ταβέρνα. Μετά κοιμήθηκε. Το απόγευμα ξαναβούτηξε κι έμεινε στη θάλασσα ως αργά. Θα κανόνιζε κάθε μέρα το πρόγραμμα σύμφωνα με το κέφι του χωρίς να ‘ναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τα γούστα των άλλων, να περπατά στις μύτες μην τυχόν ξυπνήσει κανέναν, να τον τραβολογούν σε ανούσιες εκδρομές ή να συμμετέχει σε κουραστικές συζητήσεις.

Την άλλη μέρα κάθησε στη θάλασσα μέχρι το μεσημέρι, ύστερα πήγε κατευθείαν στην ταβέρνα και μετά γύρισε στο σπιτάκι για να κοιμηθεί. Έβαλε μια ξαπλώστρα στο μικρό κιόσκι που είχαν φτιάξει μόλις πέρσι, στο δροσερότερο μέρος του κήπου, και που ελάχιστα κατάφερε τότε να χαρεί — όλο και κάποιος άλλος προλάβαινε πάντα να την αράξει πρώτος. Πριν πέσει στην ξαπλώστρα πήγε να ξεπλύνει τα πόδια του στη βρύση, λίγο πιο κει. Μόλις άρχισε να τρέχει το νερό (καυτό-καυτό στο ξεκίνημα έτσι όπως βαρούσε το λάστιχο ο ήλιος για ώρες), όρμησαν αμέσως καμιά δεκαριά σφήκες, διψασμένες από τη λάβρα του μεσημεριού. Προσπάθησε να τις διώξει αλλά αυτές ήταν τόσο μανιασμένος για μια στάλα νερό, που προτίμησε να φύγει ο ίδιος πριν τον τσιμπήσουν. Θ’ αγόραζε μυγοσκοτώστρα, σκέφτηκε.

Πήρε, πράγματι, μια καλή, κατακόκκινη, σκοτώστρα. Την παράλλη μέρα, την ώρα που έκανε ντους με το λάστιχο, την κράταγε στο χέρι σαν αμυντικό όπλο, χτύπησε μάλιστα στον αέρα και μερικές που πετούσαν κοντά του. Όταν ήταν μικρός τον είχε τσιμπήσει κάποτε μια σφήκα στο πόδι κι από τότε τις μισούσε. Συγκρίνοντάς τα με τις μέλισσες δε, τις έβρισκε ακόμα πιο απαίσιες. Πρώτο και κύριο ήταν άχρηστες. Την ώρα που η εργατική μέλισσα σκοτώνεται να μαζέψει γύρη και να φτιάξει τόσα χρήσιμα προϊόντα για τον άνθρωπο, η σφήκα πετάει πέρα-δώθε άσκοπα μόνο για να γίνεται ενοχλητική. Σε τσιμπάει και μετά φεύγει σα να μην έτρεξε τίποτε, ενώ η καημένη η μέλισσα το τσίμπημα θα το πληρώσει πάντα με την ίδια της τη ζωή, το κεντρί της παραμένει μπηγμένο βαθιά στο ανθρώπινο δέρμα και φεύγοντας θ’ αφήσει πίσω ένα τμήμα από την κοιλιά της. Μονάχα στην όψη, εκεί ναι, η σφήκα υπερτερεί. Λεπτόκορμη και λυγερή με έξοχες μαύρες και κίτρινες ραβδώσεις, ούτε συγκρίνεται, βέβαια, με την τριχωτή χοντρή μέλισσα. Εντυπωσιακή εμφάνιση που κρύβει απίστευτη ρηχότητα· μια αδικία της φύσης που απαντάται συχνά και στο ανθρώπινο είδος — σκέφτηκε.

Την πιο άλλη μέρα, αφού έκανε πάλι το ντους του κι έγειρε στο κιόσκι, έτοιμος ν’ απολαύσει δυο ζουμερά ροδάκινα, είδε ότι οι σφήκες συνεχίζαν να πλατσουρίζουν στα νερά, όσα είχαν μείνει πάνω στο τσιμεντένιο πλάτωμα της βρύσης. Έδειχναν πολύ πιο απερίσπαστες μάλιστα, τώρα που είχε εξαφανιστεί αυτός και η σκοτώστρα του. Τις παρατήρησε για αρκετή ώρα. Έτσι όπως η επιφάνεια του τσιμέντου είχε μια μικρή κλίση (επίτηδες ακριβώς για να μην λιμνάζουν τα νερά), είχε δημιουργηθεί ένας μικρός —ας τον πούμε— χείμαρρος, μια αδιάκοπη ροή που σιγά-σιγά εξασθένιζε. Οι σφήκες άνοιγαν φαρδιά πλατιά τα πόδια τους κι απλώνονταν πάνω στην επιφάνεια του νερού, αφήνοντας τα σώματά τους να παρασυρθούν από το ρεύμα, σα να κάνανε τσουλήθρα. Όταν έφταναν στο τελείωμα του πλατώματος (που στα μάτια τους ίσως φάνταζε απόκρημνος καταρράχτης), σηκώνονταν και πετούσαν για να ξαναρχίσουνε την τσουλήθρα από λίγο πιο ψηλά. Μα ακόμα κι ύστερα, όταν το νερό είχε πια στραγγίξει τελείως, αυτές εξακολουθούσαν ν’ απλώνουν τις αρίδες τους πάνω στο βρεμένο τσιμέντο, απομυζώντας τις τελευταίες ρανίδες δροσιάς. Πήρε τη σκοτώστρα και σκότωσε δυο μαζεμένες, τη στιγμή που απολαμβάνανε αμέριμνες το λουτρό τους δίπλα-δίπλα. Γύρισε στην ξαπλώστρα του ευχαριστημένος.

Την άλλη μέρα σκότωσε επτά και την παράλλη δώδεκα. Από κει κι ύστερα του ‘γινε συνήθεια και κάθε φορά κοίταζε να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερες. Ήταν ένα παιχνίδι που τον συνάρπαζε. Δεν άνοιγε όλη μέρα τη βρύση καθόλου (ξεπλενόταν από το αλάτι στο ντους της ταβέρνας), ώστε να φέρει τα δύστυχα έντομα στο έσχατο σημείο της δίψας και μετά —εκεί γύρω στις τέσσερις το μεσημέρι, μες στο πιο δυνατό λιοπύρι— άνοιγε με πίεση το νερό που ξεχυνόταν άφθονο και ορμητικό, πραγματικά λαχταριστό. Αυτές χιμούσαν.

Χρειαζόταν δεξιοτεχνία· μια λάθος κίνηση, μια αστοχία, μπορούσε να καταλήξει σε φαρμακερό τσίμπημα. Ειδικά στην αρχή χρειαζόταν μεγάλη ετοιμότητα καθώς ορμάγανε όλες κοπαδιαστά. Κάθε κρούση, εκτός που οδηγούσε το θύμα σε ακαριαίο θάνατο, έφερνε αναστάτωση και στις υπόλοιπες λουόμενες που πετάριζαν προς στιγμήν τρομαγμένες· η έλξη όμως του νερού ήταν τόση που ξαναγύριζαν μαγνητισμένες, ανίκανες ν’ αντισταθούν. Γνωρίζαν τον κίνδυνο, έλπιζαν ωστόσο, όλες και καθεμιά ξεχωριστά, πως δεν θα είχε έρθει η δική τους σειρά. Μετά σιγά-σιγά αραιώνανε, είτε γιατί είχαν κάπως ξεδιψάσει, είτε γιατί ο φόβος υπερίσχυε τελικά. Εκείνος τότε απομακρυνόταν ή κρυβότανε πίσω από κάποιο κορμό, με σκοπό να τις αφήσει λίγο να ξεθαρρέψουν και να επιτεθεί ξανά.

Μια από τις επόμενες ημέρες ανακάλυψε και τη φωλιά, ή μάλλον τις φωλιές τους, ψηλά στην υδρορροή. Μια αποικία από μικρές κωνοειδείς εστίες, κρεμασμένες ανάποδα σε ένα λεπτό πόδι (σα νυχτερίδες), αθέατες στην πρώτη ματιά. Μπορούσε εύκολα να τις ξεπαστρέψει με ένα σκουπόξυλο ή να τις ψεκάσει με εντομοκτόνο, αλλά δεν το έκανε γιατί έτσι θα χαλούσε και το παιχνίδι του.

Όσο πήγαινε, η τεχνική του καλυτέρευε. Μπορούσε να στέκει ώρα ακίνητος σαν άγαλμα, με κρατημένη ανάσα, μελετώντας τη σωστή κίνηση και γωνία επίθεσης. Έμαθε να τις χτυπά και στον αέρα, όσο πετούσαν διερευνητικά, ώστε να τις ζαλίζει και να πέφτουν στο έδαφος και ήταν τότε η κρίσιμη στιγμή που έπρεπε να τους καταφέρει το μοιραίο και τελειωτικό χτύπημα, πριν προλάβουν να ξανασηκωθούν. Έφτασε λοιπόν να σκοτώνει είκοσι κι εικοσπέντε σφήκες τη μέρα.

Στην αρχή αδιαφορούσε για τα πτώματα· μετά, όμως, όσο η επίδοσή του βελτιωνόταν και τα θύματα πληθαίναν, του άρεσε να συγκεντρώνει τα νεκρά κορμιά, αφενός για να τα μετράει, αφετέρου για να τα βλέπει σωριασμένα όλα μαζί, να σχηματίζουν ένα κιτρινόμαυρο λοφίσκο. Ή άλλοτε πάλι τις αράδιαζε στη σειρά, τη μια δίπλα στην άλλη, σα στρατιωτάκια, και, περήφανος για τη συγκομιδή του, τις καμάρωνε. Τον ενοχλούσε μόνο που σε λίγο κάνανε την εμφάνισή τους τα μυρμήγκια που αρχίζαν να τις τραβολογούν από δω κι από κει χαλνώντας τους την παράταξη και διαμελίζοντας ποδαράκια και φτερά. Έτσι προτίμησε στο τέλος να τις βάζει σ’ ένα κεσεδάκι από γιαούρτι· τις κουνούσε και φχαριστιόταν με τον αχνό θόρυβο που κάναν, σαν πατήματα σε γρασίδι.

Πότε-πότε φανταζόταν τη γυναίκα του να τον βλέπει από μια μεριά την ώρα που διασκέδαζε με το πρωτότυπο σπορ που είχε εμπνευστεί. Εκείνη θα το έβρισκε σίγουρα αηδιαστικό — σκεφτόταν.

Μετά το απολαυστικό έργο της εξόντωσης αποσυρόταν στο κιόσκι για να ξεκουραστεί και να πάρει το φρούτο του, παγωμένο πεπόνι, καρπούζι ή ροδάκινα. Έπεφτε στην ξαπλώστρα για να κοιμηθεί, όμως τελικά δεν το κατάφερνε κι αυτό γιατί πάνω που ήταν έτοιμος να τον πάρει ο ύπνος ο ήχος ενός φευγαλέου βουητού ερχόταν να τον ταράξει, βουητό το οποίο προερχόταν —όπως διαπίστωνε ανοίγοντας τα μάτια του— από μια περαστική σφήκα, ή ίσως και περισσότερες, που έκοβε βόλτες από πάνω του. Σε άλλη περίπτωση δε θα ‘δινε την παραμικρή σημασία, μα επειδή όμως ήξερε ότι με το συγκεκριμένο βασίλειο είχε ανοίξει λογαριασμούς, και επειδή πάντα στο πέρασμα από τον ξύπνιο στον ύπνο οι φόβοι μας μεγεθύνονται, τα μπορεί αθώα εκείνα πετάγματα προκαλούσαν μέσα του κάτι σαν πανικό. Δεν θα ισχυριζόταν ότι οι σφήκες εξυφαίναν ένα σχέδιο εκδίκησης (ήταν άνθρωπος λογικός), μα κι απ’ την άλλη δεν ένιωθε ήσυχος να παραδοθεί στον ύπνο, να χαλαρώσει ανίσχυρος, όσο αυτές φτεροκοπούσαν ολόγυρά του. Στο κάτω-κάτω την εποχή εκείνη ήταν ο πιο φοβερός τους εχθρός, κακά τα ψέματα. Τόσο απίθανο θα ‘ταν να τον είχε βάλει στο μάτι καμιά χαροκαμένη μάνα ή αδελφή; (Μια φορά —θα είχε δε θα είχε λαγοκοιμηθεί πέντε λεπτά— άνοιξε στιγμιαία τα μάτια του κι αντίκρισε τρεις, να κάθονται στο ξύλινο δοκάρι, ακριβώς δίπλα του, ενώ τα κεντριά τους παίζανε σ’ ένα διαρκές τρέμολο ετοιμότητας. Τόσο τρόμαξε που άφησε μια κραυγή.)

Έτσι πια σηκωνόταν και πήγαινε καλού κακού να κοιμηθεί μέσα· ένα σκέτο μαρτύριο δηλαδή γιατί εκείνη την ώρα το σπιτάκι άναβε. Μα και πάλι δεν είχε σκοπό να θυσιάσει το παιχνίδι του γι’ αυτό το λόγο. Ας έμενε άυπνος. Συνέχισε, λοιπόν, να σκοτώνει σφήκες κανονικά. Ώσπου μια μέρα αναφώνησε:

«Τι βλάκας που είμαι!»

Έκανε τη σκέψη που κάθε λογικός άνθρωπος θα είχε κάνει εξαρχής. Δεν ήταν —φυσικά!— εκείνος που τραβούσε τις σφήκες στο κιόσκι την ώρα του μεσημεριανού ύπνου, ούτε ήταν δυνατόν τα έντομα να συνωμοτούν εναντίον του. Ήταν το πιάτο με τα ζουμιά και τις φλούδες των φρούτων που τις έλκυε, το πιάτο που άφηνε κάθε φορά δίπλα του. Ευχαριστημένος που βρήκε την απάντηση στο πρόβλημα και που θα χαιρόταν ανενόχλητος επιτέλους το δροσερό του κιόσκι, αποφάσισε να καθίσει ακόμη μια βδομάδα στο σπιτάκι. Οι καλύτερές του διακοπές!

Την άλλη μέρα, (έπαιξε ίσως ρόλο κι η ανεβασμένη του διάθεση), εξολόθρευσε τριάντα δυο κομμάτια, σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Έφαγε τα φρούτα του και δεν παρέλειψε να πάει το πιάτο του μέσα. Τεντώθηκε στην ξαπλώστρα ικανοποιημένος. Γρήγορα αποκοιμήθηκε χωρίς να τον ενοχλήσει κανένα ύποπτο βουητό.

Αργότερα όμως —είχε περάσει ίσως καμιά ώρα βαριού ύπνου—, ένιωσε στο μέτωπό του ένα κάψιμο. Ξαφνιασμένος έφερε στο σημείο εκείνο το χέρι του. Με αηδία και φρίκη έπιασε μια σφήκα που τον κέντησε αμέσως και στα δάχτυλα. Ούρλιαξε. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκε τσίμπημα και στον αστράγαλο. Τινάχτηκε όρθιος, μόλις ελευθερώθηκε όμως η γυμνή πλάτη του δέχτηκε ευθύς πολλαπλές επιθέσεις. Κουνούσε τα χέρια του μηχανικά, χωρίς συγκεκριμένο στόχο, ανήμπορος να αμυνθεί αποτελεσματικά. Οι εχθρές δεν ήταν πολλές, έξι ή εφτά, αλλά ήταν αποφασιστικές και ατρόμητες. Μια εκπαιδευμένη ομάδα αποστολής. Πετούσαν πάνω του από σημείο σε σημείο εγχύοντας παντού το φαρμάκι τους. Σε μια άμυνα που ήταν μάταιη, έπεσε και κυλίστηκε στο χώμα. Αισθανόταν τα βλέφαρά του να φουσκώνουν, να του φράζουν τα μάτια. Απεγνωσμένα έστρεψε το κεφάλι του προς το δρόμο, να καλέσει σε βοήθεια. Πουθενά ψυχή. Πίσω απ’ το κυπαρίσσι μόνο, του φάνηκε πως είδε κάποιον· μια σκιά που έμοιαζε με τη γυναίκα του και του χαμογελούσε. Μετά σκοτεινιάσαν όλα.

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Φυσικές ιστορίες, Το Ροδακιό 2006.

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1967. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα στη Δραματική Σχολή Βεάκη. Το πρώτο του βιβλίο –Οι τέσσερις τοίχοι, 2000– τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του περιοδικού Διαβάζω. Δεν σταμάτησε όμως εκεί.

POPAGANDA