Sex Beat: Θυμόμαστε τον Jeffrey Lee Pierce, το μεγαλύτερο από τα όπλα των Gun Club

Ο Jeffrey Lee Pierce ήταν μια ακόμα περίπτωση μουσικού που ακολούθησε την ροκ εν ρολ μυθολογία όπως πολλοί άλλοι που συνήθως αρχειοθετούμε ως «καταραμένους». Είναι επίσης, ένας απ’τους πολλούς συνθέτες που ενώ οι ρίζες της μουσικής του ήταν αμιγώς αμερικανικές, ποτέ δεν τα κατάφερε εκεί. Στην Ευρώπη, με αφετηρία το ΝΜΕ που τον φιλοξένησε στο εξώφυλλο του το 1983 (την φωτογράφηση την υπογράφει ο Anton Corbijn), κατάφερε όχι μόνο να πουλήσει δίσκους, αλλά τώρα πια, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τον πρόωρο θάνατό του, να θεωρείται μια απ’ τις πιο ξεχωριστές φωνές που έβγαλε το Λος Άντζελες και η Αμερική γενικότερα.

Οι πρώτες του μουσικές εμμονές ήταν η ρέγκε και η φανκ του George Clinton, αλλά γρήγορα ανέβηκε στο τρένο του πανκ ροκ, ακολουθώντας ταυτόχρονα τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες που το χαρακτήριζαν. Ξεκινώντας ως μουσικογραφιάς στο πανκ φάνζιν Slash, συνήθιζε να γράφει για το ροκαμπίλι των ‘50s και τα μπλουζ του μεσοπολέμου, ενώ παράλληλα ικανοποιούσε την εμμονή του με τους Blondie, λειτουργώντας ως πρόεδρος του fan club τους. Όταν συνάντησε τον πρόεδρο του αντίστοιχου fan club των Ramones, Kid Congo Powers, αποφάσισε να φτιάξει ένα συγκρότημα, κυρίως «για να εξασφαλίζει free drinks στο μεγάλο κύκλωμα της μουσικής βιομηχανίας στην πόλη», όπως είπε κάποτε. Αφού πέρασαν ένα διάστημα ως Creeping Rituals, γρήγορα μετονομάστηκαν σε Gun Club κατόπιν πρότασης του Keith Morris (Black Flag, Circle Jerks). Έμενε μόνο το ζήτημα της ηχητικής κατεύθυνσης. Ο Pierce έδωσε στον Powers δύο δίσκους για να του εξηγήσει το ήχο που φαντάζόταν: έναν των Slits κι έναν του Bo Diddley. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει να γράφεται.

Το ντεμπούτο, Fire of Love, κυκλοφόρησε το 1981 και έμοιαζε να μην χωράει σε καμία μουσική σκηνή, ένα πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε ο Pierce σε όλη τη διάρκεια της πιο παραγωγικής φάσης της καριέρας του. Εκείνη την εποχή αν ήθελες να φτιάξεις όνομα στην underground πανκ ροκ σκηνή, έπρεπε να θυμίζεις Black Flag. O Pierce όμως ενδιαφερόταν πιο πολύ να γράψει μπλουζ κομμάτια με πανκ αισθητική και αυτό ακριβώς έκανε, με τρόπο που κάνεις άλλος δεν κατάφερε μέχρι σήμερα. Πόσοι πανκ δίσκοι αλήθεια έχουν σόλο slide κιθάρας; Ο δίσκος ηχογραφήθηκε με την ορμή που φαντάζεσαι. «Σε δύο μέρες, με πολύ speed και δύο χιλιάδες δολάρια», όπως έχει πει κι ο ίδιος. Ξεκινώντας με το “Sex Beat” που για πάντα θα μου φέρνει στο μυαλό τους The Last Drive και στο καπάκι την κορυφαία διασκευή στο “Preaching the Blues” του Robert Johnson, το Fire of Love αποτέλεσε το σαρωτικό ξεκίνημα ενός σπουδαίου songwriter και περιέχει μερικά απ’ τα κορυφαία τραγούδια που έγραψε ποτέ. Εδώ φυσικά βρίσκεται και το τραγούδι που έγραψε για την Poison Ivy, “For The Love of Ivy”, το οποίο περιέχει και τον προσβλητικό στίχο “I was hunting for niggers down in the dark, με τον οποίο επέλεξε (κακή ιδέα σίγουρα) να μπει στο πετσί της νοτιοαμερικανικής μπλουζ παράδοσης. Του άρεσαν άλλωστε πολύ τα βιβλία του Φώκνερ. Ο κοινωνικός του κύκλος πλέον περιλάμβανε τον Nick Cave, τους Cramps και όποιον άλλο ήταν πρόθυμος να κάνει ναρκωτικά μαζί του και να τον ακούει να μιλάει ακατάπαυστα για τα αγαπημένα του θέματα: τους δεινόσαυρους, το Βιετνάμ, την Ιαπωνία, το μποξ κτλ. Το πρώτο βράδυ που συνάντησε τον Cave, κατέληξαν στο σπίτι του Αυστραλού μαζί με τον Henry Rollins, με τον Cave να λέει το μυθικό πια:

«Εγώ και ο Jeffrey πλακωθήκαμε στα ναρκωτικά και κοιτούσαμε τον Henry να κάνει pushups».

Σύμφωνα με τον βιογράφο των Τhe Gun Club, Gene Temesy, αυτή είναι η μοναδική φωτογραφία που έχουν μαζί ο Nick Cave με τον Jeffrey Lee Pierce. Είναι τραβηγμένη από τον Walter Horn.

Ο δεύτερος δίσκος τους με τίτλο Miami είχε ήδη κυκλοφορήσει κι ο Pierce, έχοντας γοητευτεί – οριστικά και αμετάκλητα όπως αποδείχτηκε –  απ’ τις τραγικές φιγούρες του ροκ φανερώνει την ξεκάθαρη επιρροή του Jim Morrison, κυρίως στα έξοχα “Watermelon Man” και “Mother of Earth”. O Kid Kongo τον είχε ήδη αφήσει για τους Cramps, αλλά ο Pierce δεν έδινε πια σημασία. Οι Gun Club πάντα ήταν ουσιαστικά το σόλο πρότζεκτ του, με τους μουσικούς να πηγαινοέρχονται, με τον ίδιο τρόπο που πηγαινοέρχονται στους The Fall. Ο δίσκος ακούγεται σαν το λογικό επόμενο βήμα, έχει ταυτόχρονα την ορμή του προκατόχου του αλλά και μια πιο ολοκληρωμένη ηχητική πρόταση. Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς για την φίλη του Debbie Harry, συνεχίζεται ακάθεκτος κι ο ίδιος, με το ντεκαπάζ στα μαλλιά του προς τιμήν της, θα την καλέσει να κάνει δεύτερα φωνητικά στο άλμπουμ. Η παρουσία της, ως D.H. Lawrence Jr., βοήθησε εμπορικά και ο δίσκος αφού πήρε εξαιρετικές κριτικές, άνοιξε μεγάλες δισκογραφικές πόρτες, τις οποίες κι έκλεισε μόνος του θέλοντας να γίνει σταρ με τους δικούς του κανόνες. Δύσκολα πράγματα. Μέχρι τις τελευταίες του μέρες θα πάλευε πάντα με την αντίφαση της εμμονής του να γίνει διάσημος και να πεθάνει για το ροκ εν ρολ.

Όταν έφτασε ο καιρός να ηχογραφήσει τον τρίτο δίσκο της μπάντας, ο Pierce ήταν πλέον ένας δύστροπος άνθρωπος, μονίμως μαστουρωμένος και από αυτό το σημείο και μετά ξεκινάει μια κατηφόρα που θα κρατήσει μέχρι το θάνατό του, το 1996. Αν και εμφανώς απογοητευμένος που δεν είχε αναγνωριστεί με τον τρόπο που διακαώς επιθυμούσε, κατάφερε να κυκλοφορήσει δύο ακόμα σπουδαία άλμπουμ, αρκετά διαφορετικά όμως από όσα είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το Las Vegas Story κυκλοφόρησεί το 1984, με τον Kid Congo Powers να έχει επιστρέψει στο συγκρότημα, στο οποίο είχε προστεθεί και η Patricia Morrison (Sisters of Mercy, Damned). O Pierce αποφάσισε να μετακομίσει στο Λονδίνο. μόλις ολοκληρωνόταν η ευρωπαϊκή περιοδεία που θα πραγματοποιούσε για την προώθηση του δίσκου. Η περιοδεία εξελίχθηκε τουλάχιστον επεισοδιακά, ο  Pierce τσακώθηκε με τον ντράμερ του (ο οποίος κι έφυγε στα μισά της περιοδείας), ενώ αμέσως μετά το τέλος της περιοδείας τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, του ανακοίνωσαν την αποχώρηση τους από το σχήμα.

Όπως ήταν λογικό, αποφάσισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα, κυκλοφόρησε έναν δίσκο αλλά σύντομα ξαναβρέθηκε με τον Powers, με τον οποίο ηχογράφησε τον τελευταίο σημαντικό δίσκο των Gun Club. Το υπέροχο Mother Juno, σε παραγωγή Robin Guthrie, είναι ουσιαστικά το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος. Από δω και πέρα, οι Gun Club έχοντας χάσει οριστικά το τρένο της επιτυχίας θα γράψουν λίγα τραγούδια που μπορούν να συγκριθούν με το ένδοξο παρελθόν τους. Ο Pierce είναι τελείως απρόβλεπτος, αγενής και φέρεται σαν ξεπεσμένη ντίβα. Είναι μόλις 29 χρονών και έχει ήδη διαγνωστεί με κύρωση του ήπατος. Θα ακολουθήσουν πολλές προσπάθειες αποτοξίνωσης, καταθλίψεις και πολλά ταξίδια σε όλο τον κόσμο, προσπαθώντας να επανέλθει. Στον ενδιάμεσο έβγαλε διάφορους δίσκους, αμφιβόλου ποιότητας. Το 1996, τον βρήκε να έχει επιστρέψει στην Αμερική. Ζει πια με τον πατέρα του προσπαθώντας και πάλι να «καθαρίσει». Στις 31 Μαρτίου πέθανε, πριν κλείσει τα 38, από εγκεφαλική αιμορραγία, συνέπεια της κύρωσης. Δυστυχώς, έζησε και τα δύο μέρη του «better to burn out than to fade away».

Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος των Jeffrey Lee Pierce Sessions (μια τετραλογία με ημιτελή work-in-progress κομμάτια του Pierce), το άκουσα χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία. Σαν ένα ακόμα μεταθανάτιο φόρο τιμής που δεν ενδιαφέρεται για το πόσο καλό είναι το υλικό. Αυτό όμως που έχει καταφέρει ο φίλος του Cypress Grove οργανώνοντας αυτό το project είναι να αλλάξει οριστικά το μύθο του Pierce. Όχι φυσικά το πρώτο σκέλος της στάνταρ αφήγησης που τον αφορά, αυτή που λέει για έναν ακόμα δυσλειτουργικό, απογοητευμένο, loser ήρωα που προσπάθησε να ξορκίσει τα προβλήματά του αγκαλιά με το ροκ εν ρολ και τα ναρκωτικά, αλλά το δεύτερο σκέλος που συνήθως μιλάει για το γκαζωμένο πέρασμα «to the other side» και στη λήθη. Γιατί χωρίς αμφιβολία, ο μύθος του έχει φτάσει σημείο που δεν κατάφερε ποτέ όσο ήταν εν ζωή. Ο Jack White, οι Pixies, o Mark Lanegan, η Debbie Harry, η Lydia Lunch, o Nick Cave, o Iggy Pop, ο Thurston Moore κ.α., ηχογραφώντας τα μισογραμμένα τραγούδια του Pierce που είχε στην κατοχή του ο Grove, φροντίζουν ώστε η «Μέριλιν Μονρόε απ’ την κόλαση», όπως τον έλεγαν στα ‘80s, να γνωρίσει την επιτυχία (και την καθολική αναγνώριση) που ποτέ δεν έζησε. Υπάρχει άλλωστε μια (μεγάλη) χούφτα τραγούδια, αρκετά για να τον ακούμε στην αιωνιότητα.

Για τις ανάγκες του τρίτου μέρους των Jeffrey Lee Pierce Sessions, Axels & Sockets, μπήκαν μαζί στο στούντιο ο Iggy Pop, ο Nick Cave και ο Thurston Moore διασκευάζοντας το “Nobody’s City”. Η ιαχή “Jeffrey Lee Pierce” στο ξεκίνημα είναι το απόλυτο hats off τριών πολύ μεγάλων που φλέρταραν με την άλλη πλευρά (εντάξει όχι και οι 3), αλλά τελικά έμειναν μαζί μας για να δίνουν κύρος στο αιώνιο respect προς τον μακαρίτη.

 

Γιώργος Μιχαλόπουλος

Share
Published by
Γιώργος Μιχαλόπουλος