«Μαμά για να τα βρούμε εγώ και ο μπαμπάς πρέπει να έρθει ο κόσμος ανάποδα».
«Να δει ο ένας την καρδιά του άλλου χρειάζεται και σας το λέω εγώ που σας ξέρω καλύτερα από τον καθένα».
(ακολουθεί κείμενο με spoilers, οπότε πάρε τα ρίσκα σου)
Ο Οδυσσέας ανεβαίνει στις Σέρρες, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε για το μνημόσυνο της μητέρας του. Τον περιμένει ένας πατέρας που δεν δέχτηκε ποτέ τη σεξουαλική του ταυτότητα, η influencer και εντελώς διάσημη στην τοπική κοινωνία αδερφή του, ο κουρασμένος από τον γάμο του και παραδομένος σε εξωσυζυγικές σχέσεις αδερφός του, μια γρουσούζα θεία που βλέπει πρώτα πάντα το κακό και μια φίλη από τη βαθιά του εφηβεία. Αυτοί οι χαρακτήρες, φιγούρες με ερωτηματικό (ή χωρίς) της ελληνικής επαρχίας, θα γίνουν ο δρόμος για τη σωτηρία του και την επαναφορά του σε έναν ξεχασμένο κοινωνικό ιστό. Εντελώς τυχαία λίγες ώρες μετά την άφιξή του στη γενέθλια πόλη, ο Αθηναίος σύντροφος θα τον χωρίσει τηλεφωνικά, «αποδεσμεύοντάς» τον ουσιαστικά από την υποχρέωση της άμεσης επιστροφής του στην πρωτεύουσα.
Σημαντική σεναριακή υποσημείωση: Σχεδόν αμέσως με την έναρξη του πρώτου επεισοδίου, o πατέρας σπάει το χέρι και έτσι ο κλήρος πέφτει στον gay γιο που θα πρέπει να βρει τη θέληση και την ανάγκη να αναλάβει τον ρόλο νοσοκόμου σε μια σχέση, για χρόνια ανάπηρη και συναισθηματικά κλειδωμένη. Καλώς ήρθατε στην κόλαση. Μμμ, όχι έτσι ακριβώς!
Οι Σέρρες έχουν 10 επεισόδια και είναι η πιο βιογραφική σειρά του Γιώργου Καπουτζίδη. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αφορμή για να τη γράψει ήταν ένα ατύχημα του πατέρα του και η ανάγκη συνεισφοράς όλων των μελών της οικογένειας στην ανάρρωσή του. Έτσι ήρθαν πιο κοντά. Έτσι θυμήθηκαν με μια τόσο δύσκολη αφορμή, όλα αυτά τα στοιχεία που έστηναν εξ’ αρχής το δικό τους happy family fairy tale.
Για προφανείς λόγους όμως, ίσως οι Σέρρες είναι η πιο σημαντική του. Αν ο τρόπος που προσεγγίζει τους δύο κεντρικούς του χαρακτήρες (και τον περίγυρο αυτών), συνεχίσει να εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο και μετά από τα δύο αυτά επεισόδια που παρακολουθήσαμε στο Μουσείο Μπενάκη, αυτό θα σημαίνει πως μάλλον ξόρκισε τον μεγάλο του δαίμονα, με μια απλή κίνηση. Γειώνοντάς τον. Ο Καπουτζίδης είναι ένας εξαιρετικός κωμικός σεναριογράφος. Η φλογερή του ατάκα, οι δροσεροί του διάλογοι, ο ρυθμός στην εξέλιξη της ιστορίας του, χτυπάνε, χαλαρά, δεκάρια. Όταν όμως το θέμα του ή η επιθυμία του, γέρνει προς το δράμα, η ισορροπία δεν είναι πάντα η επιθυμητή. Το είδαμε και στο «Παρά Πέντε» και στο εμφανέστατα πιο εξελιγμένο «Εθνική Ελλάδος». Δεν είχε πάντα επιτυχώς τον έλεγχο του δράματος, το οποίο αρκετά συχνά φλέρταρε με το μελόδραμα, κι αυτό όχι ακριβώς ως μια ευχάριστη Αλμοδοβαρική συνέπεια. To δικό του dramedy έδειχνε σε σημεία να είναι ο στόχος. Χωρίς όμως να έχει τελείως το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ως τώρα.
Αν θες να καταλάβεις τι ακριβώς προσπαθεί να κάνει με τις Σέρρες του, ο απλόχερα δημιουργικός Καπουτζίδης, δες τι κάνει στην κάθε εμφάνιση πατέρα και γιου. Ειδικά στο δεύτερο επεισόδιο. Η υποψία -τόσο γρήγορα, τόσο υπέροχα- πως τίποτα τελικά δεν τους χωρίζει, δεν έρχεται μέσα από κάποια μελοδραματική αποκάλυψη. Προκαλείται, λυτρωτικά, μέσα από συνεχόμενες τρυφερές σκηνές που ξέρουν πως αν, σηκώσουν λίγο ανάστημα παραπάνω, θα καούν μέσα σε μία αναίτια μελό τηλεοπτική σύνθεση. Το κέρδος για το τηλεοπτικό κοινό, μεγάλο. Η διαφορετικότητα στη σεξουαλική ταυτότητα είναι ένα όχημα για τη σεναριακή συνομιλία. Θα μπορούσε, αν σώνει και καλά το θες, να είναι οποιοδήποτε άλλο. Δόξα τω θεώ, οι παθογένειες στις ελληνικές οικογένειες έχουν ρίζες πολλές και παίρνουν μορφές ακόμη περισσότερες. Υποψιάζομαι πάντως, πως αρκετοί γιοί και πατέρες περίμεναν μια τέτοια (τηλεοπτική) στιγμή ως αφορμή, για να επαναπροσδιορίσουν μια προβληματική σχέση. Και κάποιοι άλλοι να συνειδητοποιήσουν πως αυτή ήταν η ευκαιρία που έχασαν.
Περπατώντας στην Πανεπιστημίου, μετά την προβολή, σκεφτόμουν σχεδόν με ευγνωμοσύνη την τελευταία σκηνή. Ο γιός οδηγεί τον πατέρα ξέφρενα με το αναπηρικό αμαξίδιο σε μία γεμάτη πλατεία. Διασκεδάζουν γιατί ίσως είναι η πρώτη φορά που επικοινωνούν μεταξύ τους τόσο καθαρά. Περισσότερο ίσως ως φίλοι, λιγότερο ίσως ως πατέρας με γιο. Κι όταν κάθονται σε ένα τραπέζι, στο βάθος της πλατείας, ξέπνοοι και ανέλπιστα ευτυχισμένοι, αυτοί οι δύο αιώνια εχθροί μέσα στο γαϊτανάκι της συνεχόμενης οικογενειακής αστάθειας, κοιτιούνται και χάνονται. Ο ένας στο κινητό του. Και ο άλλος στην εφημερίδα του. Πόσο ανακουφιστικά κανονικό. Πόσο ανακουφιστικά ευφυές.
Μπορεί να φταίνε τα προσωπικά του βιώματα, μπορεί και η υγιής συναισθηματική του παιδεία, ο Καπουτζίδης όμως πιστεύω με τις Σέρρες του, ανοίγει έναν διάλογο ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, πατέρες και γιους, ανακουφιστικό και λυτρωτικό, ανωτέρου επιπέδου. Σε μια νέα (επί πληρωμής) πλατφόρμα ενός καναλιού που στο κανονικό του πρόγραμμα προτείνει το κακοκοποιητικό χιούμορ και τα rape jokes του Σεφερλή, αυτός ορμά στην απέναντι πλευρά, με χάδια και βαθιά ενσυναίσθηση. Συστήνει μια σχέση που «βασανίζει» πολύ κόσμο στην άλλη πλευρά της οθόνης, με βαθύ σεβασμό και τεράστια τρυφερότητα. Ξέρει πριν από μας για μας, ποια ακριβώς είναι αυτά που ανοήτως χωρίζουν αυτούς τους δύο κόσμους. Και ποια δικαίως τους ενώνουν. Ο λόγος του είναι πολύτιμος. Αναγκαίος. Απελευθερωτικός! Και δεν έχει να κάνει με το πόσα δάκρυα θα φέρει στα μάτια των ανύποπτων τηλεθεατών, αλλά πως αυτά θα μεταφραστούν σε διάλογο ανάμεσα σε αντικρουόμενα στρατόπεδα μέσα στην αθάνατη ελληνική οικογένεια. Και αυτός είναι, ναι, ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μετατεθούν οι Σέρρες από την πλατφόρμα και να εισχωρήσουν με τον τσαμπουκά τους, στο κανονικό πρόγραμμα.
Παρατηρούσα τον Καπουτζίδη πριν την προβολή. Εγώ ήμουν κουρασμένος. Ήταν απόγευμα. Ήταν Δευτέρα. Είχα ήδη μια δύσκολη μέρα. Αναρωτιόμουν τι θα είχα να αντιμετωπίσω σε αυτά τα δύο επεισόδια. Θα μου άρεσε; Και αν όχι, τι; Και έβλεπα έναν άνθρωπο σπασμένο από τη δεξιά πλευρά. Κυριολεκτικά. Ερχόταν από χειρουργείο. Είχε πέσει από το ποδήλατο. Λίγες μέρες πριν την πρώτη παρουσίαση μιας σειράς που ξεκάθαρα αγαπούσε. Και αγαπά. Μια σειράς σοκαρισμένης στη μετέπειτα «ζωή» της, καθώς είδε τον πρωταγωνιστή της, Πάνο Νάτση, να χάνεται σε ένα άδικο δυστύχημα και να μη ξέρει πώς να προχωρήσεις μετά από αυτό.
Παρατηρούσα τον Καπουτζίδη να σηκώνεται από το κάθισμά του, να γυρνά στο κοινό, να στηρίζει το σπασμένο κορμί του, να γελά, άκου τώρα, να γελά, να αυτοσαρκάζεται με τα χάλια του, να μιλά για την απώλεια του Πάνου Νάτση, να «σπάει» αλλά να μη σπάει, να αυτοσαρκάζεται ξανά, να γελά, ξανά, να μιλά για τον χαμένο φίλο και πρωταγωνιστή του, ξανά, να βρίσκει ευκαιρία για να μιλήσουμε έτσι χαλαρά, για το τί γίνονται οι άνθρωποι όταν χάνονται, «αγάπη γίνονται, τι άλλο», και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως δόξα τω θεώ σε έναν κόσμο γεμάτο Σεφερλήδες, υπάρχει ένας Καπουτζίδης, και διάολε, αυτό έχει μεγάλη σημασία, ας μη το ξεχνάμε.
Μερικά tips από αυτά που είδα
Ο Καπουτζίδης στον πρόλογό του, πριν την προβολή, μίλησε με σπασμένη φωνή, για μια εξόχως ανθρώπινη και άκρως κωμική ερμηνεία που βρίσκεται στο κέντρο τη σειράς. Δεν είχε καθόλου άδικο. Σίγουρα θα μιλάγαμε όλοι σήμερα, για τα πλέον σίγουρα εξώφυλλα της χρονιάς, αν δεν είχε συμβεί ό,τι συνέβη. Η γενναιόδωρη, γειωμένη, τρυφερή ερμηνεία του Νάτση θα μας θυμίζει για πάντα, πόσο άτυχοι είμαστε που δεν θα απολαύσουμε ποτέ τη συνέχειά της.
Ο Γιώργος Γάλλος, για μια ακόμη φορά, είναι ο σωστός ηθοποιός στο σωστό σημείο. Ίσα- ίσα για να μας υπενθυμίσει πόσο σημαντικά έπαιξαν οι Άγριες Μέλισσες στην απενοχοποίηση των θεατρικών ηθοποιών για τον ρόλο που μπορεί να παίξει η τηλεόραση στη ζωή τους (και κατεπέκταση στη δική μας).
Δύο γυναίκες είναι αυτές που κλέβουν την παράσταση. Η Γιούλη Τσαγκαράκη στον αβανταδόρικο ρόλο της θείας Σταματίνας, ακουμπά τα όρια της καρικατούρας αλλά δεν λυγίζει ποτέ μπροστά σε αυτά. Βοηθούμενη ίσως από τις καλύτερες ατάκες, που ούτως ή άλλως πέφτουν σαν βροχή, δίνει σε ένα ρόλο που εύκολα σε πετάει έξω, μια ανθρώπινη κανονικότητα που γλυκαίνει τα μάτια. Μεγάλο κέρδος η παρουσία της στη σειρά. Ίσως όμως η ωραιότερη ερμηνεία είναι αυτή της Ελένης Ουζουνίδου, στην κομβική εκπροσώπηση της μητέρας. Γεμάτη γνώση και ζεστασιά, επεμβαίνει ως ανάμνηση στη σεναριακή ροή και εξηγεί ως συνδετικός κρίκος, αυτό που περισσότερο από όλους γνωρίζει, πως το μόνο που χρειάζονται οι δύο άνθρωποι που αγαπά τελικά, είναι «να δει ο ένας την καρδιά του άλλου».