5 bis, rue de Verneuil: όσες φορές κι αν πήγα στο Παρίσι πάντα εκεί δίπλα έμενα, αδύνατον να απομακρυνθώ… Δίπλα στο σπίτι του Serge Gainsbourg, στο Saint-Germain-des-Pres, δυο δρόμους από τον Σηκουάνα και το ξενοδοχείο του Quai Voltaire -στέγη που φιλοξένησε κάποτε τον Baudelaire, τον Oscar Wilde, τον Wagner, τον Hemingway πριν από εμάς τους κοινούς θνητούς που έχουμε την τιμή σήμερα να μένουμε στα δωμάτια του.
Γύρω γύρω γκαλερί, βιβλιοπωλεία, μικρά καφέ, μαγαζιά γεμάτα αντίκες, μπουτίκ, ανθοπωλεία, η σχολή Καλών Τεχνών, φτιάχνουν στα στενά ατμόσφαιρα μοναδική, μέρα ή νύχτα. Ατμόσφαιρα ήρεμη, μακριά από τη βουή των τουριστών -κι ας είμαστε δίπλα στο Λούβρο. Πραγματικά, δεν νομίζω να υπάρχει σε ολόκληρο το Παρίσι περιοχή που να ταίριαζε καλύτερα στο ανήσυχο πνεύμα αυτού του τρομερού Γάλλου.
Το σπίτι, με τοίχους ψηλούς και κλαδιά μεγάλων δένδρων να ξεφεύγουν από τον κήπο-φυλακή τους, απροσπέλαστο, πνιγμένο στα γκραφίτι. Είναι ο τρόπος που του δείχνουν οι καλλιτέχνες του δρόμου πόσο τον αγαπούν, πόσο δικό τους τον θεωρούν και πόσο αυτό δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μόνο τα γκραφίτι αλλάζουν συχνά, δεν μένουν ποτέ ίδια στο πέρασμα του χρόνου, καλύπτουν ακόμη και τη μαύρη καγκελόπορτα –είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να αφήσουν ένα ίχνος της αγάπης και της αφοσίωσής τους. Όλα τα σπίτια τριγύρω βαμμένα, περιποιημένα, και αυτό, προς το τέλος του μικρού δρόμου, πολύχρωμο, αταίριαστο, ξεχωριστό, μοναχικό.
«Τάμα» προσωπικό, κάθε φορά που η τύχη με φέρνει στο Παρίσι, ένα πέρασμα από εκεί. Να χαζέψω τα παλιά και νέα γκραφίτι, να προσπαθήσω να δω μήπως σηκώθηκε η κουρτίνα στο παράθυρο, μήπως επιτέλους κάποιος περιφέρεται στα δωμάτια του… Και να τον σκεφτώ, ανάβοντας πάντα ένα τσιγάρο (γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς – ακόμη κι αν δεν καπνίζεις…), απέναντι από τη μορφή της αγαπημένης του Jane Birkin που υπήρχε ακόμη πανέμορφη δίπλα στην πόρτα, την τελευταία φορά που πέρασα. Αλλιώς νιώθω σαν να μην πήγα στο Παρίσι –δεν είμαι άλλωστε η μόνη, καθώς συχνά πυκνά μεγαλύτεροι ή μικρότεροι, ζευγαράκια ή μοναχικές ψυχές περιφέρονται εκεί γύρω, σιωπηλοί, με το βλέμμα πάνω στο σπίτι -και ένα τσιγάρο στο χέρι (ακόμη κι αν δεν καπνίζουν…).
Η ποίηση του Baudelaire, η τζαζ του Boris Vian, το καμπαρέ, ο καπνός στα καταγώγια. Οι εξωτικές μυρωδιές, ο ατέλειωτος ερωτισμός, το αλκοόλ. Η δική του ροκ αίσθηση, το κλασικό και το μοντέρνο, η ρέγγε εκδοχή της Μασσαλιώτιδας, η μεγάλη οθόνη. Οι γυναίκες του, το Παρίσι του και η γειτονιά η αγαπημένη του, όλα αυτά και άλλα πολλά ανακατεύονται και συνυπάρχουν στον κόσμο του ατίθασου Γάλλου.
Πολλοί και διάσημοι έχουν επηρεαστεί, έχουν παθιαστεί και έχουν διασκευάσει τα τραγούδια του. Αλλά είναι ο Mick Harvey που ακολουθεί χρόνια τώρα τον αντι-ήρωά του, δίνει τη δική του πνοή στο έργο του και καταγράφει το αποτέλεσμα σε τέσσερα (!) άλμπουμ. Δεν γνωρίζω να έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο –και σίγουρα είναι λόγος αρκετός, πέρα από το ταλέντο του εξαιρετικού Mick Harvey, για να είμαστε Παρασκευή βράδυ στο Gagarin, σε μία διαφορετική μύηση στο έργο ενός τραγουδοποιού που προκάλεσε και γοήτευσε όσο λίγοι.
Φαντάζομαι, κάπου εκεί γύρω θα είναι και ο Serge, παρακολουθώντας, με το σαρκαστικό, γοητευτικό του χαμόγελο, πίσω από τον πυκνό καπνό των Gitanes του…