Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Σεμνά και ταπεινά, κάποιοι άνθρωποι κάνουν τίμιο θέατρο

Ο Φεβρουάριος έφυγε· το τσουνάμι με τις αλλεπάλληλες πρεμιέρες του 2020 καταλάγιασε, αν και υπάρχουν ακόμα μερικά μικρά κυματάκια· η θεατρική σεζόν μετρά την αντίστροφη μέτρηση μέχρι το τέλος της παραδοσιακής περιόδου της (Κυριακή των Βαΐων). Όλα αυτά, εκτός από ένα αίσθημα ανακούφισης -κάτι σαν «τον φάγαμε τον γάιδαρο»-, δίνουν την ευκαιρία και για μερικές πρώτες σκέψεις και διαπιστώσεις. Στις διαπιστώσεις είναι ότι, για παράδειγμα, παρότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη θεματική τάση φέτος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπερτερεί η προσέγγιση κλασικών κειμένων, ελληνικών ή ξένων, από καλλιτέχνες κάθε ηλικίας και εμπειρίας· ότι αναζητούνται, διαρκώς, νέοι τρόποι επικοινωνίας και ανάδειξης των κλασικών κειμένων· ότι η έννοια του χρόνου απασχολεί ιδιαίτερα και ειδικά κάποιους δημιουργούς (Ευαγγελάτου«Αμλετ», Καραντζάς «Τρεις αδελφές», Χουβαρδάς «Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν»). Ότι υπήρχαν ελάχιστα καλά σύγχρονα κείμενα (όπως «Ο γιος» του Φλοριάν Ζελλέρ, ή τα «Top Girls» της Κάριλ Τσέρτσιλ). Ότι η αρχαία ελληνική γραμματεία βρίσκει όλο και περισσότερο χώρο στις χειμερινές αίθουσες με ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις («Αίας» από τον Γιώργο Νανούρη, «Ηλέκτρα» από τον Άρη Μπινιάρη, «Μαθήματα Πολέμου ΙΙΙ» από τον Γιωργή Τσουρή).  Στις σκέψεις, στις προσωπικές σκέψεις, είναι ότι όσοι από μας ανήκουμε στην κατηγορία «επαγγελματίες θεατές» χρειαζόμαστε και αναζητούμε τις φρέσκιες σκηνοθετικές ματιές, τις τεκμηριωμένες προτάσεις. Κι άλλοτε πάλι, όταν η υπερβολή και η αυθαιρεσία δεν οδηγεί πουθενά, ούτε καν στο φρέσκο, κάπως πεθυμάμε μερικές πιο κλασικές προτάσεις. Κάπως γαληνεύουμε με παραστάσεις που μπορεί να μην κάνουν καμία τομή, αλλά διακρίνονται στη σκηνή η ταπεινότητα και η αγάπη με την οποία αντιμετώπισαν το κείμενο.

Με δύο τέτοιες παραστάσεις θα καταπιαστώ σήμερα, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, που κατά τη γνώμη μου εντάσσονται στην κατηγορία που μόλις ανέφερα. Στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και στους «Μάρτυρες των Αθηνών» σε σκηνοθεσία Μάνου  Καρατζογιάννη στο θεατρο «Σταθμός». 

Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι

Από τα αγαπημένα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Μια καταπιεστική και τα πάντα ελέγχουσα μητέρα, η Βάιολετ, που θέλει να ελέγξει ακόμα και τον λόγο θανάτου του ομοφυλόφιλου γιου της, του Σεμπάστιαν, ο οποίος κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι έγραφε ένα ποίημα· μια νεαρή γυναίκα, η Κάθριν, που τυχαία έζησε δίπλα στον Σεμπάστιαν το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του και ήταν μπροστά στο θάνατό του και θέλει να αποκαλύψει όσα ωραιοποιεί και καλύπτει η Βάιολετ. Όμως η Βάιολετ αυτά δεν τα επιτρέπει. Και έχει και τη δύναμη και τα μέσα, τα σκληρά και βίαια μέσα, να επιβάλει τη σιωπή στην Κάθριν. Ενας γιατρός, που  προσπαθεί να διαγνώσει όχι μόνο την κατάσταση της ψυχικής υγείας της Κάθριν, καθ’ υπόδειξιν της Βάιολετ, αλλά και τις παθογένειες των σχέσεων αυτής της περίεργης οικογένειας, που τις καθορίζουν τα κοινωνικά και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας, της αμερικανικής, και μιας εποχής, της μεταπολεμικής (γράφτηκε το 1958). Ένα έργο που στη ουσία είναι οι δύο τρομακτικοί μονόλογοι δύο διαφορετικών κόσμων, της αυταρχικής Βάιολετ και της αυθόρμητης και παθιασμένης Κάθριν, δύο τρομακτικοί μονόλογοι από τον κόσμο του ίδιου του Τενεσί Ουίλιαμς. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου το έστησε απλά και καθαρά στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Η Βάιολετ Βενάμπλ (Θέμις Μπαζάκα) ζει έχοντας γύρω της ό,τι της θυμίζουν τον γιο της τον Σεμπάστιαν. Δεν υπάρχουν τα σαρκοβόρα φυτά που περιγράφει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του έργου του, το μόνο σαρκοβόρο ον είναι η ίδια η Βάιολετ.  Είναι ένας κήπος ψευδαισθήσεων και μνήμης και εκεί εισέρχεται ο γιατρός. Η Βάιολετ είναι φιλάρεσκη, δεσποτική, εξουσιαστική ακόμα και στη διαχείριση της μνήμης της. Ο υπόγειος ερωτισμός για τον νεκρό, πλέον, γιο της είναι διακριτός. «Εμείς οι δυο είχαμε γίνει διάσημοι ως ζευγάρι», λέει στον γιατρό. Αυτόν τον ερωτισμό υπερασπίζεται έναντι του εχθρού που είναι η Κάθρην (Μαίρη Μηνά), η οποία αποκαλύπτει όσα έκρυβε εκείνη τόσα χρόνια, τις εξαρτήσεις του, τις επιλογές του που η Βάιολετ καλλώπιζε: «Έσπασε η κλωστή με τα μαργαριτάρια που οι παλιές μάνες δένουν τους γιους» λέει η Κάθριν κάποια στιγμή. Είναι πολλά που θίγονται σ’ αυτό το έργο: είναι η δουλική και καιροσκοπική συμπεριφορά της μητέρας και του αδελφού της Κάθριν, που προτιμούν να μην υπερασπιστούν την κόρη τους από τον κίνδυνο της λοβοτομής στην οποία θέλει να την υποβάλει η Βάιολετ, προκειμένου να εξασφαλίσουν το εισόδημα από την πλούσια συγγενή. Είναι η ψυχιατρική επιστήμη, τα πρώτα της βήματα, η δυσπιστία απέναντι στις διαπιστώσεις της. Είναι το πώς αντιμετωπίζεται από την οικογένεια και την κοινωνία η διαφορετική ερωτική επιθυμία. Είναι πάρα πολλά σ’ αυτό το έργο. 

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου αφηγήθηκε πολύ απλά και πολύ καθαρά την ιστορία της Βάιολετ, του απόντος Σεμπάστιαν και της Κάθριν, χάρη και στη νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου. Ξεκίνησε από έναν κόσμο που πεισματικά διατηρεί η Βάιολετ, αυτόν που διασκορπίζεται στο τέλος του έργου. Ήταν εύστοχη η αρχή και το τέλος του νήματος. Όμως δεν έλιωσε πάρα πολύ το ανάμεσα. Επέλεξε να εστιάσει στους δύο βασικούς χαρακτήρες, και απευθύνθηκε στο συναίσθημα το θεατή, επειδή και ο ίδιος συναισθηματικά προσέγγισε το κείμενο του Τενεσί Ουίλιαμς. Εντυσε αυτά τα συναισθήματα με την πολύ ατμοσφαιρική μουσική του Φώτη Σιώτα, αλλά δεν βάθυνε πολύ τους υπόλοιπους ρόλους και κυρίως εκείνον του γιατρού (Παναγιώτης Εξαρχέας), που είναι καθοριστικός. Είχε στη διάθεσή του για τους δύο μονολόγους δύο πολύ καλές ηθοποιούς (ειδικά η Θέμις Μπαζάκα έδωσε και μαθήματα επαγγελματισμού, παίζοντας με το χέρι στο γύψο), με κορυφαία την τελευταία σκηνή του έργου, που η Βάιολετ μανιασμένα μαζεύει τα αντικείμενα (τις μνήμες) του γιου της από το πάτωμα που η ίδια είχε σκορπίσει.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μας έχει δείξει ότι ξέρει να αφηγείται ιστορίες. Το έκανε στον «Αρίστο», στον «Επιθεωρητή» ακόμα και στη «Γιαννούλα την κουλουρού» το περασμένο καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών, παρά τις αστοχίες που υπήρχαν. Κι αυτή τη φορά την αφηγήθηκε την ιστορία, αλλά σαν κάτι να τον μπλόκαρε, σαν να υπερίσχυσε το δέος απέναντι στον συγγραφέα. Και το αποτέλεσμα ήταν καθαρό, αλλά κάπως άτονο.

Info
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, Σκηνοθεσία, Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παπαγεωργίου, Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού, Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα, Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα, Μουσική: Φώτης Σιώτας, Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου, Βοηθός σκηνοθέτη: Αννα Παπαγεωργίου, Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου.
Παίζουν: Θέμις Μπαζάκα, Μαίρη Μηνά, Παναγιώτης Εξαρχέας, Αθηνά Αλεξοπούλου, Γιάννης Λατουσάκης.
Θέατρο Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 και Θαρύπου, Τηλέφωνο: 210 92 12 900
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 6.30μ.μ., Παρασκευή 9.15μ.μ., Σάββατο 6.30μ.μ., Κυριακή 9.15μ.μ.
Μέχρι 12 Απριλίου 2020

Οι Μάρτυρες των Αθηνών

Ο Μάνος Καρατζογιάννης έχει δείξει με τις επιλογές του ως τώρα ότι αγαπά την Ιστορία και τις ιστορίες των ανθρώπων. Και γι’ αυτό, μέσα στις Απόκριες, διασκεύασε για το θεάτρο οκτώ ιστορίες-μαρτυρίες ανώνυμων, καθημερινών ανθρώπων, που έζησαν στην Αθήνα της Κατοχής! Είχα μεγάλη περιέργεια να δω αυτή τη δουλειά, κυρίως για το πώς διαχειρίστηκε ένα θέμα που μόνο   καινούργιο δεν είναι, σε κάθε μορφή τέχνης. Και σίγουρα οι ιστορίες που διάλεξε ήταν μερικές ακόμα μαρτυρίες ανωνύμων, από τις δεκάδες που υπάρχουν. Όμως… Όμως ο Μάνος Καρατζογιάννης έκανε κάτι πολύ ενδιαφέρον σ’ αυτή την κατά τα άλλα απλή παράσταση: αφαίρεσε εντελώς το μελό από τις ιστορίες και από το παίξιμο των ηθοποιών. Τους έβαλε να λένε στην αρχή ένας-ένας την ιστορία του, σαν αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο, μετωπικά προς τον θεατή, αλλάζοντας όμως θέση πάνω στη σκηνή (μπαίνοντας δηλαδή στη θέση του άλλου) μέχρι που στο τέλος αντάμωσαν, ενώθηκαν. Και έκανε και κάτι ακόμα εξίσου ενδιαφέρον: επέλεξε ηθοποιούς σαν τους ήρωες των ιστοριών που αφηγήθηκε: ηθοποιούς «της διπλανής πόρτας», και εννοώ μ’ αυτή τη φράση, όχι σταρ, όχι προβεβλημένους, όχι εξώφυλλα, όχι γνωστούς από κάποιο σίριαλ, αλλά ανθρώπους του θεάτρου που είτε έχουν ήδη γράψει πολλά χιλιόμετρα στη σκηνή, είτε τώρα ξεκινούν. Δεν ήταν μόνο ένα ευφυές κάστινγκ, αφού ο κάθε ηθοποιός ήταν απολύτως ταιριαστός με την ιστορία που αφηγήθηκε. Ήταν και ότι μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε ηθοποιούς που προσωπικά είχα  αρκετό καιρό να δω στη σκηνή, όπως η  Μαριέττα Σγουρδαίου, η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, η Αθηνά Τσιλύρα, η Θεοδώρα Μαστρομηνά ή κάποιους που δεν είχα δει ποτέ όπως η Εβίτα Ζημάλη και ο Μάρκος Μπούγιας. Με εντυπωσίασαν όλοι. Κι ήταν αυτό πρωτίστως το προτέρημα αυτής της παράστασης: η απλότητα και η καθαρότητά της, τόσο στο κείμενο όσο και στην ερμηνεία. Αυτό κρατάω, αλλά και το πρόταγμα του χιούμορ και την απουσία οποιασδήποτε μελό αντίδρασης, τόσο στα κείμενα όσο και στις ερμηνείες. Και κρατώ κι εκείνη την ανεπαίσθητη κίνηση που έκαναν όλοι στο τέλος: να περάσουν από τον μονόλογο στο διάλογο, που ίσως ήταν το σχόλιο του Μάνου Καρατζογιάννη για το σήμερα.

Info
Κείμενο/ σκηνοθεσία:Μάνος Καρατζογιάννης, Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα, Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα – Βασιλική Σύρμα, Μουσική: Αντώνης Παπακωνσταντίνου, Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Χουλιάρας, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας.
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Εβίτα Ζημάλη, Θεοδώρα Μαστρομηνά, Μάρκος Μπούγιας, Γιώργος Παπαπαύλου, ΜαριέταΣγουρδαίου, Αθηνά Τσιλύρα, Κατερίνα Φωτιάδη.
Διάρκεια: 110”
Θέατρο Σταθμός
Διεύθυνση: Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα (Μετρό Μεταξουργείο)
Τηλέφωνο πληροφοριών:210 52 30 267
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη και Παρασκευή στις 9μ.μ., Κυριακή στις 6μ.μ.
Όλγα Σελλά