Σεμπάστιαν Φίτσεκ: «Α, ώστε ψυχολογικό θρίλερ ήταν αυτό που έγραψα»

Είναι ο σταρ του ψυχολογικού θρίλερ στη Γερμανία, ο οποίος ήδη με το πρώτο του μυθιστόρημα «Η θεραπεία», το 2006, γνώρισε τεράστια επιτυχία και το είδε να γίνεται μπεστ σέλερ – κάτι που συνέβη και με τα επόμενα βιβλία του, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε είκοσι τέσσερις γλώσσες και έχουν διασκευαστεί για το θέατρο και τον κινηματογράφο.

Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του «Αναλφάβητος» (εκδόσεις Διόπτρα) μιλήσαμε μαζί του για τον βίαιο και αποτρόπαιο κόσμο της μυθοπλασίας με τον οποίο επέλεξε να ασχολείται – και όχι μόνο… 

Κύριε Φίτσεκ έχετε ισχυρισθεί ότι αυτά για τα οποία γράφετε σας προσφέρουν αληθινή απόλαυση. Πώς στραφήκατε σε αυτόν τον σκοτεινό, βίαιο και αποτρόπαιο κόσμο της μυθοπλασίας; Τι σας έκανε να επιλέξετε να γράφετε ψυχολογικά θρίλερ;

Δεν ήταν συνειδητή επιλογή. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μου ήρθε μια ιδέα για μυθιστόρημα, η οποία μου φάνηκε συναρπαστική. Το γεγονός ότι κατατασσόταν στην κατηγορία του ψυχολογικού θρίλερ το έμαθα αργότερα, από τις απορριπτικές επιστολές των εκδοτικών οίκων, στους οποίους το υπέβαλα προς έκδοση. Όσοι εκδοτικοί οίκοι μπήκαν στον κόπο να μου απαντήσουν ισχυρίζονταν σχεδόν ομόφωνα ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν υπήρχε «αγορά» για ένα ψυχολογικό θρίλερ. Όταν διάβασα τις απορριπτικές επιστολές, σκέφτηκα: «Α, ώστε ψυχολογικό θρίλερ ήταν αυτό που έγραψα». Τότε δεν ήμουν ακόμη σε θέση να διακρίνω με ευχέρεια τα όρια μεταξύ ψυχολογικού και κλασικού θρίλερ.

Ήσασταν δημοσιογράφος πριν γίνετε μυθιστοριογράφος. Με ποιον τρόπο η πρώτη σας ενασχόληση βοήθησε στη δεύτερη;

Η προηγούμενη σταδιοδρομία μου με έχει βοηθήσει πολύ – τόσο η εμπειρία μου ως ραδιοφωνικού παραγωγού όσο και οι σπουδές μου στη Νομική. Και στις δύο περιπτώσεις έμαθα πώς γίνεται η σωστή έρευνα, αλλά και πώς να διατυπώνω τους συλλογισμούς μου έτσι ώστε να τους καταλαβαίνει ο κόσμος. Πιο συγκεκριμένα, το ραδιόφωνο με δίδαξε πώς να δημιουργώ εικόνες στο μυαλό των άλλων χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις, ενώ η Νομική με δίδαξε πώς να εξετάζω τα πράγματα και από εντελώς διαφορετική οπτική γωνία.

Διερευνάτε σχεδόν κάθε πιθανή έκφανση της ψυχολογικής βίας. Πίσω από τα βιβλία σας μοιάζει να έχει προηγηθεί ενδελεχής έρευνα. Πόσο απέχει η φαντασία από την πραγματική ζωή; Και πώς η πραγματική ζωή επηρεάζει, εν τέλει, την φαντασία;

Οι περισσότεροι συγγραφείς θρίλερ θα συμφωνούσαν πως, αν θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί, πρέπει να μεταβάλουμε την πραγματικότητα. Έχω έναν πολύ καλό φίλο, ο οποίος είναι ιατροδικαστής. Οι περιγραφές του από τον πραγματικό, βάναυσο κόσμο μας είναι καμιά φορά τόσο φρικιαστικές, που ακόμα και εγώ αναγκάζομαι να τον παρακαλέσω να μη μου τα περιγράφει με τόσες λεπτομέρειες. Στο επίκεντρο των βιβλίων μου βρίσκονται πάντα τα θύματα, και δυστυχώς εκεί η έρευνα είναι πολύ απλή. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας. Ο καθένας έχει στον στενό οικογενειακό και φιλικό του κύκλο τουλάχιστον ένα θύμα, το οποίο θα μπορούσε να ρωτήσει σχετικά.

Η γραμμή που διαχωρίζει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα είναι συχνά εξαιρετικά λεπτή. Ποιο είναι το διακύβευμα όταν γράφετε μια ιστορία; Μπορεί η λογοτεχνία να αποδειχτεί ένα επικίνδυνο παιχνίδι;

Κατά τη γνώμη μου, όχι. Μια καλή ιστορία μυθοπλασίας βοηθάει, μεταξύ άλλων, τους αναγνώστες να αφήσουν πίσω τους την πραγματικότητα και να ταξιδέψουν νοερά. Όμως αυτές οι «αποδράσεις» από την καθημερινότητα τελειώνουν όταν τελειώνει και το τελευταίο κεφάλαιο. Ελπίζω ότι τόσο οι συγγραφείς όσο και οι αναγνώστες είναι πάντα σε θέση να διακρίνουν την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία. Αν και ομολογώ ότι καμιά φορά το κάνω λίγο πιο δύσκολο για τους αναγνώστες μου, κρύβοντας π.χ. αριθμούς τηλεφώνου ή σημειώματα στα βιβλία μου.

Θεωρείστε ο βασιλιάς του ψυχολογικού θρίλερ στη Γερμανία και αποκτήσατε διεθνή φήμη σχεδόν από την αρχή. Ποιο είναι το καλύτερο που ακολουθεί μία τέτοια αναγνώριση; Και ποιο είναι το χειρότερο τίμημα αυτής της επιτυχίας;

Το ωραιότερο είναι ότι μου δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσω ανθρώπους που δεν θα γνώριζα ποτέ εάν δεν ήμουν συγγραφέας. Και δεν εννοώ διασημότητες, αλλά κυρίως ανθρώπους που έχουν να αφηγηθούν ενδιαφέρουσες ιστορίες και θέλουν να μοιραστούν τη γνώση τους μαζί μου. Με αυτόν τον τρόπο απέκτησα πρόσβαση σε πάρα πολλούς νέους κόσμους. Το χειρότερο είναι ίσως η επίγνωση ότι το ολοκληρωμένο βιβλίο δεν θα είναι ούτε κατά προσέγγιση τόσο καλό όσο η αρχική ιδέα. Υπάρχει ένα ρητό, που λέει ότι κάθε βιβλίο είναι το ερείπιο μιας καλής ιδέας. Και δυστυχώς έχει δίκιο, διότι η υλοποίηση της ιδέας έχει πάντα ψεγάδια, όπως κάθε τι ανθρώπινο. Δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο μου, με το οποίο να είμαι 100% ικανοποιημένος.

Τα μυθιστορήματά σας είναι προσεκτικά δομημένα. Καταστρώνετε την πλοκή σας από την αρχή στην κάθε λεπτομέρεια ή έχετε μία γενική ιδέα και ξεκινάτε να γράφετε αυτοσχεδιάζοντας;

Πριν αρχίσω να γράφω, προηγείται ένα στάδιο εσωτερικού διαλόγου. Στη συνέχεια, όσα «ειπώθηκαν» σε αυτό το brainstorming με τον εαυτό μου, τα καταγράφω σε μια περίληψη περίπου 20 σελίδων, η οποία εμπεριέχει και πολλά κενά σημεία, καθώς έχω μάθει ότι, ύστερα από 80 σελίδες το πολύ, οι πρωταγωνιστές των βιβλίων μου αυτονομούνται και εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένας απλός παρατηρητής. Κάπως έτσι ξέρω ότι το κάθε επόμενο βιβλίο μου θα απέχει πάρα πολύ από την ιδέα που κατέστρωσα αρχικά.

Όταν οι παράμετροι της ιστορίας σας αρχίζουν να αποκτούν ένα πιο συγκεκριμένο σχήμα στο μυαλό σας, συνήθως τι εμφανίζεται πρώτα, οι πρωταγωνιστές σας με τις ιδιαιτερότητές τους ή η ιδέα πίσω από την εξέλιξη της πλοκής;

Η αφετηρία είναι συνήθως μια κατάσταση που μου γεννά το ερώτημα πώς θα αντιδρούσα εάν τη βίωνα εγώ. Στη συνέχεια, όμως, αρχίζω να σκέφτομαι το πιο σημαντικό συστατικό μιας ιστορίας: τους ήρωες. Η επιτυχία κάθε ιστορίας εξαρτάται από το εάν σε κάνει να θέλεις να ακολουθήσεις τον πρωταγωνιστή της στο ταξίδι του και εάν σε ενδιαφέρει να φτάσει ο ήρωας στον προορισμό του.

Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση, εκείνη την μοναδική στιγμή από την οποία ξεκινούν τα πάντα;

Ως μια ευτυχή σύμπτωση, η οποία δεν έρχεται κατά παραγγελία.

Τι σας δυσκολεύει περισσότερο στη σύνθεση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος;

Τα πάντα. Στη συγγραφή δεν υπάρχει τίποτα που να είναι απλό.

Θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους συγγραφείς;

Ότι κάθεσαι ολομόναχος στον πύργο σου και όταν τελειώσεις το βιβλίο δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτε άλλο, παρά να αράζεις σε μια καφετέρια ή να πηγαίνεις ταξίδια, ώσπου να σου έρθει η έμπνευση για το επόμενο βιβλίο. Αν εξαιρέσουμε τη διαδικασία της συγγραφής, που είναι πράγματι μοναχική, η έκδοση ενός βιβλίου είναι ομαδική δουλειά και προϋποθέτει να επενδύεις πολύ χρόνο σε συναντήσεις και συζητήσεις με τους ανθρώπους που εργάζονται σκληρά για την επιτυχία σου. Από τους συνεργάτες του εκδοτικού οίκου ως τους βιβλιοπώλες και τους δημοσιογράφους, και φυσικά τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή ενός συγγραφέα: τους αναγνώστες, τους οποίους συναντώ στις παρουσιάσεις, τις περιοδείες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ποιο είναι το όφελος που έχετε ως συγγραφέας σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο;

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ να αλλάξω την πραγματικότητα. Στην αληθινή ζωή είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί ένα αγνοούμενο παιδί ζωντανό εβδομάδες μετά την εξαφάνισή του. Εγώ, όμως, μπορώ να το κάνω να συμβεί. Έτσι, η γραφή είναι κάτι σαν λύτρωση για μένα. Μου δίνει τη δυνατότητα να επεξεργαστώ τους ενδόμυχους φόβους μου, ιδίως όσους αφορούν τα παιδιά και την οικογένειά μου, και εν μέρει να αποδομήσω ορισμένους από αυτούς.

Ο Covid άλλαξε κάθε βεβαιότητα που είχαμε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε να διατηρηθεί, αλλά τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα;

Πιστεύω ότι πρόκειται για μια ερώτηση στην οποία δύσκολα μπορεί να απαντήσει ένας συγγραφέας. Παλαιότερα επικρατούσε η γενική παραδοχή πως οι συγγραφείς θα πρέπει να παίρνουν θέση σε ζητήματα καθημερινής πολιτικής. Αλλά όπως πολύ εύστοχα μου είπε πρόσφατα ένας καλός φίλος και συνάδελφος, ο Πέτερ Πράνγκε, εμείς οι συγγραφείς προτιμάμε να ασχολούμαστε με τον κόσμο της μυθοπλασίας αντί με τον πραγματικό. Γιατί, λοιπόν, ειδικά εμείς να γνωρίζουμε περισσότερα από τους άλλους για την πολιτική; Και συμφωνώ απόλυτα μαζί του ότι ένας κομμωτής, ας πούμε, ο οποίος έρχεται καθημερινά σε επαφή με τόσο κόσμο και πιάνει τον σφυγμό της κοινωνίας, είναι πολύ πιο ενημερωμένος από μένα.

Τι σημαίνει να είναι κάποιος συγγραφέας στις μέρες μας; Μπορεί η λογοτεχνία να αλλάξει τη ζωή μας;

Κατά τη γνώμη μου, τη ζωή μας δεν την αλλάζει η λογοτεχνία, αλλά οι άνθρωποι. Στα κρίσιμα ζητήματα, η λογοτεχνία σπανίως έχει τις απαντήσεις. Μπορεί, ωστόσο, να θέσει τα σωστά ερωτήματα και να στρέψει έτσι την προσοχή του κόσμου στα σωστά θέματα. Κοντολογίς, να οδηγήσει σε ευαισθητοποίηση. Έτσι μπορεί ενδεχομένως να θέσει κάποια πράγματα σε κίνηση και εντέλει, έστω και εμμέσως, να επηρεάσει τη ζωή των ανθρώπων. Θεωρώ, ωστόσο, πως η σημαντικότερη λειτουργία της είναι να ακονίζει την ενσυναίσθησή μας. Η ανάγνωση είναι μια κατάσταση που μοιάζει με ύπνωση – μας μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο, τον οποίο μπορούμε να δούμε, να ακούσουμε, να μυρίσουμε, να γευτούμε, και προπάντων να αισθανθούμε. Ζούμε και υποφέρουμε μαζί με τους ήρωες. Και αυτή είναι μια πολύτιμη εμπειρία, που μας ενδυναμώνει συναισθηματικά ως κοινωνικά όντα. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα ρομάντζο μπορεί να έχει πολύ ισχυρότερη επίδραση στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες απ’ ό,τι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με δασκαλίστικο ύφος και αξιώσεις να αλλάξει τον κόσμο.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης