Σε λίγες μέρες στην Αθήνα, μία έκθεση θα συμπεριφέρεται όπως ένα πάντα

Natalia LL, Consumer Art [video still], 1972- 1975, 16’01”. Courtesy of the artist and lokal_30 Gallery, Warsaw.

Η πρώτη μη κερδοσκοπική γκαλερί της Αθήνας State of Concept φιλοξενεί από τις 29 Νοεμβρίου 2014 ως τις 17 Ιανουαρίου 2015 την ομαδική έκθεση Panda Sex, σε επιμέλεια του Tom Morton. Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Ανδρέας Αγγελιδάκης (Ελλάδα), Ronald Cornelissen (Ολλανδία), Keith Farquhar (ΗΒ), Brian Griffiths (ΗΒ), Sophie Jung (ΗΒ/Ελβετία), Scott King (ΗΒ), Natalia LL (Πολωνία), Αλίκη Παναγιωτοπούλου (Ελλάδα), Philomene Pirecki (ΗΒ), Mary Ramsden (ΗΒ), Adam Thirlwell (ΗΒ), Alexander Tovborg (Δανία). Η Popaganda μίλησε με τον γνωστό επιμελητή Tom Morton, εμπνευστή της έκθεσης, που εγκαινιάζεται στις 28 Νοεμβρίου 2014, ώρα 8 μ.μ.

Η πρώτη σας έκθεση στην Αθήνα με τίτλο How to Endure πραγματοποιήθηκε το 2007. Πιστεύετε ότι ο ρόλος του επιμελητή, όπως εσείς τον αντιλαμβάνεστε, έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια; Ο ρόλος του επιμελητή πρέπει πάντοτε να βρίσκεται σε μια ρευστή κατάσταση. Σέβομαι κάθε μοντέλο επιμέλειας, από την επιμέλεια που γίνεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο σε ένα μουσείο με αρχαία εκθέματα, μέχρι την επιμέλεια που πραγματοποιεί ο ανεξάρτητος επιμελητής, ασχολούμενος με live εκδηλώσεις ή online δίκτυα. Το θέμα είναι να κάνεις το οτιδήποτε με ευφυΐα, φαντασία, κουράγιο και καρδιά. Το μόνο είδος επιμέλειας που δεν προτιμώ είναι αυτό που ακολουθεί απερίσκεπτα τη μόδα ή επικεντρώνεται στο να κερδίσει την έγκριση των ισχυρών. Όσο μεγάλο κι αν είναι το αντάλλαγμα και οι παροχές, υπάρχει κάτι που σε περιορίζει, που σε αποτρέπει να περάσεις τη ζωή σου ως «αυλικός» κάποιου.

Η νέα γενιά καλλιτεχνών έχει επηρεάσει με τη δική της καλλιτεχνική συμπεριφορά ή με οποιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα της δουλειάς σας; Δεν είμαι σίγουρος για το ποιος ανήκει στη «νέα γενιά καλλιτεχνών», εκτός αν εννοείτε τους πρόσφατα αποφοιτήσαντες, ίσως αυτούς που είναι κάτω από 30 ετών, αλλά οι καλλιτέχνες πάντα με κάνουν να σκέφτομαι τι πράττω. Για πρώτη φορά είδα τη δουλειά της Sophie Jung πέρυσι, όταν είδα το εργαστήρι της στο Goldsmiths College, ως επισκέπτης καθηγητής. Ήδη υπήρχε ο σπόρος της ιδέας Panda Sex και ήξερα αμέσως ότι έπρεπε να λάβει μέρος στην έκθεση.  Ήταν ενστικτώδες, αυτό που ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ αποκαλούσε «ένας παλμός στη σπονδυλική στήλη». Το ίδιο πράγμα συνέβη όταν πρωτοείδα και τη δουλειά της Natalia LL, λίγες εβδομάδες μετά. Η Natalia γεννήθηκε το 1937, πέντε δεκαετίες πριν τη Sophie. Το «νέο» δεν είναι πάντα ζήτημα της νεότητας. Αφορά περισσότερο στην απήχηση του σύγχρονου.

Δώσατε στους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην Panda Sex έναν κατάλογο με κανόνες, στους οποίους πρέπει να υπακούσουν κατά τη δημιουργία των έργων τους που θα περιληφθούν στην έκθεση. Πιστεύετε ότι τέτοια είδη κανόνων – ανεξάρτητα από το αν είναι δύσκαμπτοι ή όχι – μπορούν να θέσουν επιτυχώς το «σημείο αναχώρησης» της έκθεσης; Μπορούν να διασφαλίσουν την επιθυμητή ισορροπία ανάμεσα στον έλεγχο του επιμελητή και την ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη; Οι «κανόνες» είναι αρκετά παράλογοι και σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για «δρακόντεια μέτρα» καλλιτεχνικού ελέγχου: μπορείς να δείξεις οτιδήποτε θέλεις, αρκεί να είναι κυρίως μαύρο και άσπρο (όπως ένα πάντα) και κυρίως να μην το ενδιαφέρει το σεξ (όπως συμβαίνει και με τα πάντα, για 362 μέρες το χρόνο). Ο σκοπός μου ήταν να δημιουργήσω μια έκθεση που δεν θα «επρόκειτο για κάτι», αλλά σε κάθε περίπτωση θα διέθετε ορισμένα  χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ένα ζώο. Με λίγα λόγια, ήθελα να επιμεληθώ μια έκθεση που θα φαινόταν και θα συμπεριφερόταν όπως ένα πάντα. Ένα πάντα, να θυμάστε, ότι μπορεί να φάει μια μεγάλη ποικιλία κρεάτων και φυτών, αλλά επιλέγει έναν τρόπο διατροφής αποτελείται κατά 99% από μπαμπού. Αν δει κάποιος τους «κανόνες» από κοντά, αυτοί σημαίνουν ότι θα μπορούσα να διαλέξω οποιονδήποτε από την ιστορία της τέχνης που θα είχε δημιουργήσει ασπρόμαυρη τέχνη που αφορά σε κάτι άλλο από το σεξ, και ακόμα σ’ αυτήν την περίπτωση, οποιοσδήποτε πληρούσε αυτούς τους όρους «κατά πάσα πιθανότητα» θα μου ζητούσε να μπορεί να εξαιρεθεί, ώστε να διαλέξει ορισμένα χρωματιστά ή σέξι αντικείμενα. Ο επισκέπτης μένει να αναρωτιέται γιατί προσκάλεσα τους συγκεκριμένους δώδεκα καλλιτέχνες να συμμετέχουν στην έκθεση, αυτούς τους δώδεκα «βλαστούς μπαμπού». Ένα από τα πράγματα που ελπίζω να πραγματοποιήσει η έκθεση Panda Sex είναι να δραματοποιήσει αυτή την «ισορροπία» που αναφέρατε. Μαζί με τους πίνακες «λευκό σε λευκό», η Philomene Pirecki συνέβαλε στην έκθεση με μια ηχογράφηση των καρδιακών της παλμών. Ο Adam Thirwell δημιούργησε μια μικρή ηχητική ιστορία, που λειτουργεί σαν ρολόι. Η Mary Ramsden συνέβαλε με ένα άρωμα βασισμένο στην οσμή του πάντα, καθώς και με μερικούς αφηρημένους ασπρόμαυρους καμβάδες. Και οι τρεις ισχυρίζονται ότι ακολούθησαν τους «κανόνες», ωστόσο το αν αυτό έγινε κατά γράμμα ή απλώς μέσα στο ευρύτερο πνεύμα τους, το αφήνω στον επισκέπτη να το αποφασίσει. 

Scott King, Television Advertisement, 2013, performance work. Courtesy of the artist.

Σε συνέχεια της πιο πάνω ερώτησης, τι καθιστά έναν επιμελητή κάτι παραπάνω από έναν καλλιτέχνη, αν φυσικά ισχύει κάτι τέτοιο; Εννοείτε «διαφορετικό» από έναν καλλιτέχνη; Αν αυτό εννοείτε, θα έλεγα ότι η απάντηση είναι αρκετά ειλικρινής: μπορείς να έχεις τέχνη χωρίς επιμελητές, αλλά όχι επιμελητές χωρίς να υπάρχει τέχνη. 

Τα πάντα ζουν με έναν ακραίο τρόπο την καθημερινότητά τους: προτιμούν να έχουν τις λιγότερες δυνατές συναντήσεις και η κοινωνικότητα, ως έννοια μεταξύ τους, είναι απλά ένα αστείο. Αυτός ο τρόπος ζωής «ενσωματώνεται» κατά κάποιο τρόπο στα έργα τέχνης της έκθεσης; Η έκθεση σίγουρα αφορά στη διατήρηση της αυτονομίας, μέσα σε μια συγκεκριμένη δομή. Τα έργα έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά, αλλά καθένα έχει τη δική του ιδιόμορφη συνείδηση, που το απομονώνει από την ομάδα.

Γενικότερα, πιστεύετε ότι ο ακραίος τρόπος ζωής εκκολάπτει ακραίες καλλιτεχνικές συμπεριφορές; Ο σύγχρονος καταναλωτικός καπιταλισμός είναι ο πιο ακραίος τρόπος ζωής που έχει μέχρι στιγμής επινοήσει το είδος μας, μια συμπεριφορά λατρείας (του καταναλωτισμού) θανατηφόρα, που εφαρμόζεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε σύγκριση με τους ανθρώπους, τα πάντα είναι στ’ αλήθεια μετριοπαθή στη συμπεριφορά τους. Η σχέση του συγκεκριμένου τρόπου ζωής με την πρόκληση «ακραίας καλλιτεχνικής συμπεριφοράς» εξαρτάται από το πρίσμα που το βλέπει κάποιος. Σίγουρα πιστεύω ότι υπάρχει κάτι ακραίο στη δουλειά, ας πούμε, του Jeff Koons.

Συμμερίζεστε την άποψη ότι οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην Panda Sex δεν πρέπει να διατηρούν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα που θα δημιουργούν τα έργα τέχνης τους, «μιμούμενοι» κατά τον τρόπο αυτό τα πάντα; Πρέπει ένας καλλιτέχνης να υφίσταται σε τέτοιο βαθμό τις συνέπειες από την πηγή της έμπνευσής του; Κάποιοι ήταν φίλοι μεταξύ τους πριν εγώ αποκτήσω την ιδέα για την έκθεση και ελπίζω ότι θα εξακολουθήσουν να είναι μέχρι και τα εγκαίνια της έκθεσης. Η τυχόν μοναχικότητα για την οποία ενδιαφέρομαι στην περίπτωση αυτή δεν είναι κοινωνικής φύσης, αφορά περισσότερο στην αυτονομία ενός έργου τέχνης στο πλαίσιο μιας ομαδικής έκθεσης. Φυσικά ενδιαφέρομαι και για τις τυχόν διαφορές που θα προκύψουν μεταξύ των έργων, αλλά και τις ομοιότητες, αναμενόμενες και μη.

Alexander Tovborg, Hyperion’s Song of Destiny, 2014. Courtesy of the artist and Galleri Nicolai Wallner, Copenhagen.

Σε ποιο βαθμό επηρέασε η Διπλωματία των Πάντα την ιδέα της έκθεσης; Όπως και στην «Διπλωματία των Πάντα», κάθε έκθεση πραγματοποιούμενη από πρεσβείες ή κρατικά χρηματοδοτούμενους φορείς, είναι, υποθέτω, μια άσκηση «ήπιας δύναμης» εκ μέρους του κράτους, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Πέραν του γεγονότος ότι είμαι πολύ ευγνώμων απέναντι στις πρεσβείες και τους κρατικούς φορείς που υποστήριξαν την “Panda Sex” – η οποία σε κάθε περίπτωση πραγματοποιείται σε έναν ανεξάρτητο χώρο, και όχι σε κάποιο μουσείο – είμαι επίσης εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στη Δανία, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο δεν είχαν κανένα πρόβλημα με το ότι ο τίτλος της έκθεσης εμπεριείχε τη λέξη «σεξ». Βέβαια, τα χρήματα που προήλθαν από το Ηνωμένο Βασίλειο δόθηκαν από τον φορέα που είχε ιδρυθεί από έναν καλλιτέχνη, τον Henry Monroe, και όχι από το ίδιο το βρετανικό κράτος! Το πιο ενδιαφέρον γεγονός που ξέρω σχετικά με την «Διπλωματία των Πάντα» είναι πως, όταν η Ταϊβάν αποδέχθηκε ως δώρο δυο πάντα από την Κινεζική Κυβέρνηση το 2008, τα σχετικά χαρτιά τους στο τελωνείο ενέγραφαν ότι επρόκειτο για «είδη παραδοσιακής άσκησης ιατρικής με χρήση βοτάνων», ενδεχομένως για να καταστεί εφικτή η απαγόρευση της εισόδου τους. Σήμερα βρίσκονται ακόμα στον ζωολογικό κήπο της Ταϊπέι και έχουν πλέον αποκτήσει ένα θηλυκό μωρό. Πρόκειται για μαγεία, ένα είδος ξορκιού. 

Τώρα που η Διπλωματία των Πάντα έχει πρακτικά σταματήσει, πιστεύετε ότι τα πάντα μπορούν να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο υπέρ της οικολογίας, εκτός από αυτόν που έχουν ήδη διαδραματίσει στο παρελθόν, σε σχέση με την πολιτική; Πρέπει η τέχνη να βοηθάει στην επίτευξη τέτοιων στόχων; Αν ναι, είναι επιθυμία σας να τονίσετε αυτό το στοιχείο στην έκθεση; Η έκθεση δεν αποτελεί μια πλατφόρμα διαμαρτυρίας. Υποθέτω ότι είναι πιθανό η τέχνη να μπορεί να συνεισφέρει με τον δικό της περιορισμένο τρόπο στην βελτίωση της παρούσας κατάστασης και την αποτροπή της επερχόμενης οικολογικής καταστροφής, ωστόσο δεν πρέπει να κοροϊδευόμαστε. Αν ένας καλλιτέχνης ή – στη συγκεκριμένη περίπτωση – ένας επιμελητής έχει τη συμπεριφορά του Bono των U2, δεν παράγει μια όμορφη εικόνα. Γενικότερα, πιστεύω ότι η τέχνη είναι καλύτερη όταν λειτουργεί διαγνωστικά, και όχι καθοδηγητικά. Για να παραφράσω τον ποιητή John Ashbery, δε θα πρέπει να τη μπερδεύουμε την τέχνη με ένα ασθενοφόρο.

Κατά τη γνώμη σας, μπορεί ένας επιμελητής να είναι ένα «απομονωμένο πάντα», ως προς τον τρόπο που σκέφτεται και εμπνέεται κατά τον προγραμματισμό μιας έκθεσης, την επιλογή και την τοποθέτηση των έργων; Δεν είμαι σίγουρος για το πώς να απαντήσω. Είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων πολλές φορές να είναι μόνοι, όταν βρίσκονται όλοι μαζί, και μαζί, όταν βρίσκονται μόνοι. Οι επιμελητές δε διαφέρουν σε κάτι!

Η έκθεσή σας How to Endure αποτέλεσε μέρος της 1ης Biennale της Αθήνας, ο τίτλος της οποίας (Destroy Athens) ήταν αθέλητα προφητικός. Από το 2007 η Αθήνα έχει «καταστραφεί» με διάφορους τρόπους. Οι πολιτικές και οι πολιτικοί επέφεραν διαφόρων ειδών καταστροφές, ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί, άνθρωποι έχουν δολοφονηθεί στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης «δημόσιας τάξης» και η οικονομική κρίση εξακολουθεί να θριαμβεύει. Κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στην πόλη, ποιες διαφορές έχετε εντοπίσει ανάμεσα στην τότε Αθήνα και τη σημερινή Αθήνα; Έχω επισκεφτεί ξανά την Αθήνα από το 2007 περίπου 5 ή 6 φορές. Στα εγκαίνια της 1ης Biennale, ο μισός ευρωπαϊκός κόσμος της τέχνης ήταν παρών. Στα εγκαίνια της 4ης Biennale, οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους ήταν απόντες και το γεγονός αυτό δεν είχε καμία συνέπεια σε σχέση με την ποιότητα και των δυο εκθέσεων, οι οποίες (αποκλείοντας, βέβαια, κάθε προσωπική αξιολόγηση της προσφοράς μου στην 1η Biennale), ήταν συνολικά εξαίσιες. Ίσως οι άνθρωποι αυτοί απείχαν διότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να βγάλουν χρήματα ή επειδή φοβόταν να δουν την εικόνα του μέλλοντος που θα έχει γενικότερα η Ευρώπη. Υπάρχει μια αίσθηση ότι κάθε πόλη συνιστά μια πιθανή «Αθήνα», πρόκειται για μια ιδέα που έχει ενσωματωθεί στην ηπειρωτική «ψυχή» από τους Κλασικούς χρόνους.

 

Ο Tom Morton είναι επιμελητής, συγγραφέας, και συντάκτης του περιοδικού frieze και εργάζεται στο Ρότσεστερ, ΗΒ. Έχει επιμεληθεί μεταξύ άλλων τις εκθέσεις, Mum & Dad Show (Cubitt Gallery Λονδίνο, 2007), How to Endure (1η Μπιενάλε Αθήνας, 2007), British Art Show 7: In the Days of the Comet (Hayward Gallery στο Λονδίνο αλλά και περιοδεύουσα, 2010-2011, συνεπιμέλια με την Lisa LeFeuvre), British British Polish Polish – Art from Europe’s Edges in the Late 90s and Today (CSW Ujazdowski Castle, Βαρσοβία, 2013, συνεπιμέλια με τον Marek Goździewski). Το 2015, θα επιμεληθεί μίας έκθεσης στο Ballroom, Marfa του Texas, με θεματικές την τεχνολογία και την αφή 

State of Concept Gallery: Τούσα Μπότσαρη 19, Αθήνα.

Ναταλί Σαϊτάκη

Share
Published by
Ναταλί Σαϊτάκη