Σε χαιρετώ, ο Μαστροθανάσης

 

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έχει πετύχει κάτι το μοναδικό. Έκανε το «αντίθετο πέρασμα», όπως μάλλον ονομάζεται για πρώτη φορά εδώ, περνώντας από το κοινό του Μελωδία σε αυτό του Rock Fm, του Best και του Εν Λευκώ. Έφερε στην γλυκανάλατη εντεχνίλα μια ντόμπρα εντοπιότητα χωρίς κανένα ίχνος πατριωτισμού. Γι’ αυτό και αντέχει στο χρόνο και δημιουργεί το αδιαχώρητο σε κάθε συναυλία του. Τη Δευτέρα 14 Ιουλίου κατεβαίνει για δεύτερη φορά στην Αττική για να δώσει μια συναυλία στον Πειραιά και στο Βεάκειο. Η ίδια ομάδα πάνω στη σκηνή, καλοκουρδισμένη, έχει χτίσει μια παραπάνω από φιλική σχέση με το κοινό. Και αυτό είναι κάτι, το ξέρει και ο Θανάσης. Ακόμα και αν συνεχίζει να επισημαίνει σε κάθε του συνέντευξη πως αυτό που κυβερνά είναι η ματαιότητα των πραγμάτων. 

Αν έδινες έναν τίτλο σε αυτό το συναυλιακό καλοκαιρινό ραντεβού πως θα το ονόμαζες; «Γιούργια στα παλιούρια.»

 Μετά από τόσα χρόνια ζωντανών εμφανίσεων θεωρείς ότι έχεις ωριμάσει περισσότερο εσύ ή το κοινό; Η «επικοινωνία» παραμένει η ίδια; Δεν μπορώ να κατανοήσω σε τι συνίσταται η «ωρίμανση» του κοινού. Σίγουρα υπάρχει ωρίμανση του κενού που κατοικεί μέσα μου. Αυτή η ωρίμανση  μ’ έχει κάνει να είμαι πιο ψύχραιμος και με λιγότερο άγχος όταν ανεβαίνω στη σκηνή. Για όσους με έχουν παρακολουθήσει από παλιά, η αλλαγή είναι μεγάλη. Θυμάμαι, τα εκατό πρώτα χρόνια, πριν βγάλω τον πρώτο φθόγγο, ήδη είχε βγει η ψυχή μου. Βέβαια, μεγάλο ρόλο έχει παίξει και η αγάπη του κόσμου, που αργά αλλά σταθερά αυξάνεται.

 Συχνά, πυκνά που έχουμε ξαναμιλήσει έχεις τονίσει με όλη σου τη δύναμη την πεποίθηση σου ότι όλα είναι μάταια, πόσο μάλλον μια συναυλία σου. Η παρούσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση εντείνει αυτή τη ματαιότητα ή νοηματοδοτεί αλλιώς μια συναυλία; Η ματαιότητα είναι το γενικό περίγραμμα της ζωής για μένα. Η σφραγίδα στο απολυτήριο. Μ’ έχει κάνει πιο προσγειωμένο και – ίσως – καλύτερο σαν άνθρωπο. Το πείσμα της ύπαρξης όμως δεν παραδίδει τα όπλα αμαχητί και καταγάγει μικρές νίκες. Μια καλή συναυλία απ’ όπου φεύγεις πιο ανάλαφρος είναι μια τέτοια μικρή νίκη. Σήμερα, ακόμα πιο πολύ, την ώρα που οι εκπρόσωποι της σκοτεινής πλευράς – κυβερνήσεις, χρηματοπιστωτικά όρνεα, μέσα μαζικής εξουθένωσης κ.λ.π. – προσπαθούν να μας φοβίσουν, να μας απελπίσουν, το να γλεντάς είναι μορφή αντίστασης.

 Είχε ξεσηκώσει μεγάλη κουβέντα, η ιστορία με το πανό που επέτρεψες να εμφανιστεί στην Τεχνόπολη. Πως βλέπεις αυτήν την κίνηση, τώρα που έχει περάσει και κάποιος χρόνος; Θα το επέτρεπες πάλι σήμερα; Για κάποιους – ίσως τους πιο πολλούς – ακροατές μια συναυλία είναι ένα αποστειρωμένο μουσικό γεγονός, όπου πάνε για να ξεχάσουν τη μιζέρια που μας ταλανίζει: η τέχνη – για αυτούς – είναι αυτό που ευχαριστιέται κανείς όταν δεν θέλει να σκέφτεται την πραγματικότητα. Η στάση αυτή – όπως λέει ο Ουμπέρτο Εκο – προσβάλλει και ταπεινώνει την τέχνη ως δραστηριότητα που συνεχώς αναζητά τους λόγους της ύπαρξής της, τη λειτουργία της και τα όριά της. Η απάντησή μου λοιπόν είναι ναι. Όταν γύρω μου καταρρέει η κοινωνία, όταν συνθλίβεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δεν μπορώ να τραγουδάω κάνοντας ότι δεν τρέχει τίποτα.

 Είναι μια συναυλία δηλαδή ο καλύτερος χώρος ώστε να αναπτυχθούν πολιτικές και αιτήματα; Εσύ, τουλάχιστον, είσαι υπέρ του να συμβαίνει κάτι τέτοιο στις δικιές σου. Με λίγα λόγια τοποθετείσαι και εσύ πολιτικά μέσα από το κοινό σου; Μια αληθινή, ζωογόνος συναυλία για μένα είναι αφορμή για να στοχαστεί το κοινό – και ο καλλιτέχνης. Μέσα από τη συναισθηματική φόρτιση και την ευφροσύνη μπορεί να έρθει πιο κοντά, να πάρει κουράγιο, να νοιώσει ότι δεν είναι κούτσουρο που το παρασέρνει ο ποταμός της Ιστορίας, αλλά ότι μπορεί να γράψει ιστορία. Ακόμα κι αν δεν συμβεί ποτέ, αυτό το σκίρτημα είναι άγιο και δικαιώνει μια συναυλία. Προσωπικά, δεν τοποθετούμαι πολιτικά μέσα από το κοινό. Αυτοπροσδιορίζομαι, έχω το θάρρος να τοποθετούμαι, εντός και εκτός των συναυλιών, για όσα με προβληματίζουν. Δεν θα κάνω το χατίρι στο σύστημα να είμαι ο γελωτοποιός του. Δεν θέλω να ντρέπονται τα παιδιά μου για μένα.

 Ένιωσες ποτέ ότι ήσουν στα ντουζένια σου; Ότι, ίσως, η μουσική σου «αρέσει» σε περισσότερο κόσμο από όσο πρέπει;  Δεν με απασχολούν τέτοιου είδους ζητήματα. Ο καθένας, αργά ή γρήγορα, συναντά τις μουσικές που του αξίζουν.

 Τώρα σε ποιο κοινό νιώθεις ότι απευθύνεσαι;Σε ανθρώπους για τους οποίους η μουσική είναι βασικό στοιχείο στη ζωή τους, όπως είναι και για μένα.

 Στα τραγούδια σου ακόμα «κουβαλάς» ιστορίες από την επαρχεία, από τοπία και ιστορίες που μοιάζουν κάπως ξωτικές στην αστική μας κουλτούρα. Γιατί πιστεύεις ότι αυτά συγκίνησαν τα παιδιά της πόλης; Είναι η καθαρότητα της εικόνας που μπορεί να περιγράφω, καθώς και τα συναισθήματα που αναβλύζουν μέσα απ’ αυτήν. Όπως βλέπεις μια ταινία εποχής και μπορεί να γουστάρεις, χωρίς να έχεις ζήσει εκεί.

 Το διαδίκτυο και αυτή η ευκολία που έχει κανείς στην πρόσβαση της πληροφορίας έχει αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεσαι και κατ’ επέκταση δημιουργείς; Όχι. Οποια κι αν είναι τα μέσα, η αληθινή δημιουργία μόνο με έναν τρόπο μπορεί να υπάρξει. ‘Αδολα και αβίαστα.

 Πιστεύεις ακόμα ότι είσαι «καλός στα κουρδίσματα» και μέτριος μουσικός; Δεν είμαι τεχνίτης μουσικός εκτελεστής. Δεν είμαι καν τραγουδιστής. Χρησιμοποιώ συνήθως τη μουσική σαν δούρειο ίππο για το λόγο και – κάποιες φορές – το λόγο σαν δούρειο ίππο για τη μουσική. Τα χορδίσματα είναι κάποια από τα πολύτιμα εργαλεία μου γι’ αυτά τα μαστορέματα. Σε χαιρετώ, ο Μαστροθανάσης.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014, 21:00, Βεάκειο Θέατρο, Πειραιάς

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης