Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Σκορσέζε + Κόπολα Εναντίον Marvel: Ποιος Έχει Δίκιο (…και με Ποιον Είμαστε);

Από όλα τα σχόλια που έχει προκαλέσει η αντιπαράθεση που ξεκίνησε από τις δηλώσεις Μάρτιν Σκορσέζε και Φράνσις Φορντ Κόπολα σχετικά με το αν οι ταινίες της Marvel σκοτώνουν ή όχι το σινεμά (ο πρώτος τις παρομοίασε με λούνα παρκ και είπε ότι «δεν είναι σινεμά», ο δεύτερος τις χαρακτήρισε «ποταπές»), το αγαπημένο μου είναι το «ο σκηνοθέτης του Τζακ έχει και άποψη…». Το Τζακ είναι, φυσικά, το περίφημο φιάσκο που γύρισε ο Κόπολα το 1996 με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς ως παιδί παγιδευμένο στο σώμα ενός ενήλικα – η ταινία, με 18% βαθμολογία στο Rotten Tomatoes, έγινε πάνω-κάτω ο επιθανάτιος ρόγχος στην καριέρα του σκηνοθέτη, που έκανε άλλη μια ταινία (τον Βροχοποιό) την επόμενη χρονιά και στη συνέχεια αποσύρθηκε από την ενεργό δράση για μια δεκαετία κι ασχολήθηκε με το οινοποιείο του. Αν υπήρχε περισσότερο επιλεκτικός απολογισμός της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη της τριλογίας του Νονού (το τρίτο ήταν μια χαρά [editor’s note: φυσικά και ήταν]), του Αποκάλυψη Τώρα και της Συνομιλίας, θα χώραγε σε κουμπότρυπα, αλλά αυτό είναι το «σινεφίλ» Ίντερνετ το 2019: για τα fanboys των υπερηρωικών ταινιών, όλες οι αντίθετες φωνές μοιάζουν να ανήκουν στην τρίτη πράξη των αγαπημένων τους περιπετειών έτσι όπως είναι προορισμένες να χαθούν στο θόρυβο και να μην ξεχωρίσουν σε βαρύτητα, ακόμα κι αν προέρχονται από τον τύπο που έκανε την καλύτερη ταινία όλων των εποχών. 

Το αν ο Σκορσέζε κι ο Κόπολα, δύο ζωντανοί θρύλοι του κινηματογράφου, έχουν κερδίσει το δικαίωμα να κριτικάρουν οτιδήποτε συμβαίνει στο χώρο δεν είναι, βεβαίως, υπό συζήτηση. Η γνώμη τους δεν θα εμποδίσει ούτε την Marvel να προχωρήσει με τις επόμενες φάσεις του κινηματογραφικού της σύμπαντος ούτε τα εκατομμύρια θαυμαστών της να απολαύσουν τις ταινίες της και να τις φέρνουν ξανά και ξανά στην κορυφή του παγκόσμιου box-office. Το αν, όμως, οι επιθετικές απόψεις του Σκορσέζε, του Κόπολα (και άλλων δημιουργών που τοποθετήθηκαν με παρόμοια στάση στο θέμα, όπως ο Πέδρο Αλμοδόβαρ και ο Κεν Λόουτς) αποτελούν απλώς και μόνο μια κλασική περίπτωση old man yells at cloud ή αν, έστω κι έτσι άκομψα, αιφνιδιαστικά συναρμολογημένες όπως είναι, αποτελούν αφορμή για ένα reality check για το παρόν και το μέλλον του κινηματογράφου… ε, ανοίξτε ένα μπουκάλι κρασί από τον αμπελώνα Κόπολα κι ετοιμαστείτε για κουβέντα…

Δύσκολα ο σύγχρονος θεατής θα περάσει άσχημα σε ταινία της Marvel, αλλά ακόμα κι ο πιο φανατικός τους θα πρέπει να παρατηρεί ότι ο ενθουσιασμός προκύπτει από τη «χορογραφημένη» οικειότητα και όχι από την πραγματική καλλιτεχνική εφευρετικότητα, όσο ταλαντούχοι κι αν είναι οι συντελεστές μπροστά και πίσω από την κάμερα. 

Καταρχάς -και για να φύγει από τη μέση- προφανώς και τα σχόλιά τους είναι ο ορισμός του old man yells at cloud: ο Σκορσέζε θα κλείσει τα 77 κι ο Κόπολα πάτησε τα 80 και, όπως κι άλλοι, άσημοι παππούδες αυτού του κόσμου, δύσκολα θα ενθουσιαστούν με τη βάλε-6-σοκολάτες-από-2-για-κάθε-παιδί στιγμή που ο Θορ αποκτά δύο σφυριά στο Endgame. Θα πρέπει να αποδεχτούμε τη σκληρή αλήθεια ότι όσο χαζομπαμπάς κι αν φαίνεται ο Μάρτι στο Instagram, δεν ξετρελαίνεται με τον Baby Groot. Ίσως κάποτε οι τύψεις τον οδηγήσουν να γυρίσει άλλο ένα 3ωρο στοχαστικό δράμα για την άβυσσο της πίστης και της μετάνοιας. Ε, λοιπόν, εμείς που έχουμε 32 Funko Pop φιγούρες του dancing Groot θα τον κρίνουμε τότε.  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όμως αυτήν την στιγμή, το γεγονός ότι η πιο ηχηρή αντίδραση στην κυριαρχία της γραμμής παραγωγής του υπερηρωικού εργοστασίου έρχεται από αυτούς τους Στάτλερ και Γουόλντορφ του multiplex παραμένει: οι δύο ηλικιωμένοι auteurs που κάποτε άλλαξαν το Χόλιγουντ ανάγκασαν κοινό, κριτικούς, δημιουργούς, ακόμα και τα μεγάλα κεφάλια της βιομηχανίας να ξεκινήσουν (έστω κι άτσαλα) έναν κάποιο διάλογο. Μπορεί οι δύο βετεράνοι να είναι πικραμένοι που πλέον φτύνουν αίμα για να χρηματοδοτήσουν τις ταινίες τους (ο πρώτος χρεοκόπησε, ο δεύτερος έφτασε πολύ κοντά με το Silence, αν και τελικά πήρε 200 εκατ. δολάρια από το Netflix για να κάνει τον επερχόμενο Ιρλανδό) την ίδια ώρα που τα μεγάλα στούντιο ενδιαφέρονται μόνο για σίγουρα μπλοκμπάστερ που βασίζονται σε προϋπάρχοντες τίτλους. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τους ανθρώπους που τη δεκαετία του ’70 εγκαινίασαν μια νέα εποχή στο Χόλιγουντ, απελευθερωμένη από τις στουντιακές επιβολές, με έμφαση στην προσωπική σφραγίδα του δημιουργού. Δεν περνάς εύκολα από τον Μπαζέν στον Μπάνερ και σίγουρα η επιστροφή στις μέρες του απόλυτου ελέγχου των στούντιο επί της κινηματογραφικής δημιουργίας δεν κάθεται καλά στους επαναστάτες του παρελθόντος. Πριν λίγους μήνες, αποθεώναμε το γκραν φινάλε της πρώτης δεκαετίας του MCU ως αξιοθαύμαστο παράδειγμα οικουμενικής, serialized ψυχαγωγίας σε μια εποχή που ο κόσμος πηγαίνει σινεμά όλο και λιγότερο. Δύσκολα ο σύγχρονος θεατής θα περάσει άσχημα σε ταινία της Marvel, αλλά ακόμα κι ο πιο φανατικός (καλά, ίσως όχι ο ΠΙΟ φανατικός, γιατί αυτή τη στιγμή είναι απασχολημένος με την αναζήτηση της ταινίας με τα λιγότερα αστεράκια στη σελίδα του Κεν Λόουτς του IMDB, αλλά τουλάχιστον ο πιο καλοπροαίρετος) θα πρέπει να παρατηρεί ότι ο ενθουσιασμός προκύπτει από τη «χορογραφημένη» οικειότητα και όχι από την πραγματική καλλιτεχνική εφευρετικότητα, όσο ταλαντούχοι κι αν είναι οι συντελεστές μπροστά και πίσω από την κάμερα. 

Ο πρόεδρος των Marvel Studios κι αρχιτέκτονας του θριάμβου του MCU, Κέβιν Φάιγκι, είναι, άλλωστε, υπέρμαχος της θεωρίας ότι η πίστη στη φόρμουλα είναι το κλειδί της επιτυχίας… κι αυτό βγαίνει και στον κόσμο. Ακόμα και οι πιο συναρπαστικές στιγμές αυτών των ταινιών μοιάζουν να έχουν ένα ταβάνι, έναν αόρατο οδοστρωτήρα που τις ομογενοποιεί. Ο Μαύρος Πάνθηρας έγινε ορόσημο μιας ολόκληρης κουλτούρας και κέρδισε Όσκαρ, αλλά μάλλον δεν επετράπη στον Ράιαν Κούγκλερ να σκηνοθετήσει την τελική σκηνή μάχης για να μην ξεφύγει από το rulebook του στούντιο. Ένα κλισέ που ακούστηκε αρκετά αυτές τις μέρες (ακόμα και από τον Τζέιμς Γκαν, σκηνοθέτη του Φύλακες του Γαλαξία, που μετά την επαναπρόσληψή του από την Ντίσνεϊ μοιάζει διατεθειμένος να καταπιεί όλες τις Infinity Stones προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή του στούντιο) είναι ο παραλληλισμός των υπερηρωικών ταινιών με τα γουέστερν, που αντιμετωπίζονταν με παρόμοια απαξίωση ως παιδική διασκέδαση που πλημμύρισε το σινεμά και κατέκτησε τους ενήλικες. Όμως, στα γουέστερν ο δημιουργός είχε περιθώριο να εφαρμόσει το προσωπικό του όραμα, να πειραματιστεί και να καινοτομήσει, σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα φιλοσοφία της Marvel που προωθεί πάνω απ’ όλα το brand. Μπορεί να είναι φουλ διασκεδαστικό, αλλά δεν είναι υψηλή τέχνη. Και αυτό, με τη σειρά του, δεν είναι κακό. Πρέπει να προσποιηθούμε το αντίθετο για να δικαιολογήσουμε όχι και τόσο σοφιστικέ γούστα;  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το παράπονο ή το άγχος του Σκορσέζε περί σινεμά (που κι ο ίδιος, θα έλεγε κάποιος -μάλιστα ένας το είπε– θολώνει τον ορισμό της λέξης με τη φετινή συνεργασία του με τον πιο απειλητικό εχθρό της μεγάλης οθόνης, το Netflix) δεν βαραίνει μόνο τη μονοπωλιακή τακτική της Ντίσνεΐ ή τη βολική στροφή των στούντιο στο αναμάσημα ιδεών, αλλά και το κοινό που καθοδηγείται μεν από το FOMO και το πανίσχυρο, αναπόδραστο μάρκετινγκ των μεγάλων στούντιο, χωρίς να μοιάζει πρόθυμο να εκπλαγεί και ανακαλύψει τις υπόλοιπες, μικρότερες, πρωτότυπες ταινίες που -σοκ!- εξακολουθούν να υπάρχουν εκεί έξω. Ίσως είναι σπανιότερες, ίσως απαιτούν λίγο περισσότερο ψάξιμο, αλλά οι κριτικοί σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αφοσιωμένοι στην ανάδειξή τους. Η Marvel θα συνεχίσει να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στο release calendar της κάθε χρονιάς, εμείς (μάλλον) θα εξακολουθούμε να την ενθαρρύνουμε μέχρι να βαρεθούμε, αλλά αν ανήκετε στο στρατόπεδο doom and gloom για το «πραγματικό σινεμά», μην έχετε την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν μόνο υπερήρωες εκεί έξω.

Φέτος, για παράδειγμα, στην Αθήνα κυκλοφορούν 8-10 νέες ταινίες κάθε εβδομάδα και, παρόλο που αυτό το μοντέλο δεν είναι καθόλου υγιές και οι περισσότερες είναι συχνά περιττές, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα από τα αξιοπρόσεκτα διεθνή must-sees που να μην βγαίνει κι εδώ. (Παρ)ακολουθήστε τα σωστά άτομα, μν βολεύεστε με την πρώτη σελίδα του Netflix, εμπιστευτείτε νέες φωνές της κριτικής και ίσως δώσετε σε δύο γεράκους με έναν σκασμό Όσκαρ ανάμεσά τους ένα λόγο λιγότερο να γκρινιάζουν.

Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου