Ξεκίνησε γράφοντας αστεία για κωμικούς της τηλεόρασης ενώ έκανε μία σύντομη καριέρα σεναριογράφου σε ταινίες άλλων σκηνοθετών. Δεν άργησε, όμως, να απογοητευτεί από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν τα σενάριά του και έτσι αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα: να ασχοληθεί ο ίδιος με τη σκηνοθεσία.
Ο λόγος για τον Γούντυ Άλλεν, έναν πραγματικά πολυδιάστατο δημιουργό που εδώ και δεκαετίες γράφει, σκηνοθετεί και παίζει στις περισσότερες από τις ταινίες του. Η φήμη, πάντως, δεν άργησε να έρθει – ήδη, από τις πρώτες του κωμωδίες. Σταδιακά, ωστόσο, το ενδιαφέρον του μετατοπίστηκε προς έναν περισσότερο ψυχογραφικό κινηματογράφο.
Ως ηθοποιός ο Άλλεν καθιέρωσε τον τύπο του looser Εβραίου διανοούμενου της Νέας Υόρκης, που βλέπει τον κόσμο μέσα από τα άγχη και τις ανασφάλειές του και που όταν δεν βασανίζεται από τις αλλεπάλληλες υποχονδριακές του φοβίες, προκαλεί το γέλιο με την ελάχιστη εκτίμηση που ο ίδιος επιφυλάσσει στον εαυτό του.
Ως συγγραφέας, πάλι, είναι αξεπέραστος στα λογοπαίγνια, στις πλέον απρόβλεπτες εκφορές του λόγου και στην αντιστροφή των καταστάσεων. Όσο για τους αφορισμούς και τις συχνά αυτοσαρκαστικές ατάκες του μπορούν να συγκριθούν μόνο με τα ευφυολογήματα του Όσκαρ Ουάιλντ- σύγκριση που συχνά αποβαίνει… εις βάρος του Ιρλανδού συγγραφέα: «Όχι μόνο δεν υπάρχει Θεός, αλλά για δοκιμάστε να βρείτε υδραυλικό τα Σαββατοκύριακα», «Τι πρόβλημα έχετε με τον αυνανισμό; Είναι σεξ με κάποιον που αγαπώ», «Η τελευταία φορά που ήμουν μέσα σε μία γυναίκα ήταν όταν επισκέφτηκα το Άγαλμα της Ελευθερίας», «Η αιωνιότητα είναι Ο.Κ. αρκεί να είσαι κατάλληλα ντυμένος», «Υπάρχουν χειρότερα πράγματα στη ζωή από το θάνατο: Έχετε περάσει ποτέ το απόγευμά σας με έναν ασφαλιστή;» – δεν είναι παρά ελάχιστες από τις διάσημες κωμικές αποστροφές του.
Απ’ την άλλη, ως σκηνοθέτης ο Γούντυ Άλλεν είναι εντυπωσιακά ευρηματικός και πολύπλευρος στις θεματικές επιλογές του. Η πρώτη δημιουργική περίοδος του έργου του ανήκει στην παρωδία όταν -για παράδειγμα- στις «Μπανάνες» (1971) σατιρίζει τις πρώτες τηλεοπτικές αναμεταδόσεις των «σπουδαίων» γεγονότων της εποχής και στον «Ειρηνοποιό» (1975) παρουσιάζει μια παρωδία του «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι με ένα σενάριο ασφυκτικά γεμάτο από αστεία και λογοπαίγνια.
Στη δεύτερη κινηματογραφική του περίοδο στρέφεται στην αυτοβιογραφία και τον (αυτό)σαρκασμό. Ταινία-σταθμός στην καλλιτεχνική του διαδρομή μπορεί να χαρακτηριστεί ο «Νευρικός εραστής» (1977) με την οποία σημείωσε απροσδόκητη επιτυχία κερδίζοντας, μάλιστα, το πρώτο του Όσκαρ. Εδώ το ύφος μετεξελίσσεται σε μεγάλους εσωτερικούς μονολόγους με έντονα αυτοψυχαναλυτική διάθεση, απροσδόκητους αστεϊσμούς, έναν καταιγισμό από ρήσεις και ατάκες που έρχονται να σαρκάσουν την ερωτική του ζωή: «Είσαι πολύ καλός εραστής» του λέει η σύντροφός του για να της απαντήσει: «Είναι γιατί προπονούμαι πολύ μόνος μου».
Αυτό το πνεύμα του αυτοσαρκασμού -που ενίοτε ερωτοτροπεί με την αυτοδιάλυση- συντηρείται σε πολλές ακόμη ταινίες του: το κλασικό, πια, «Μανχάταν» (1978), οι αριστοτεχνικές «Ζωντανές αναμνήσεις» (1980) και το αριστουργηματικό «Διαλύοντας τον Χάρι» (1997) όπου περιγράφει τις κωμικοτραγικές περιπέτειες ενός συγγραφέα ονόματι Χάρι Μπλοκ ο οποίος για να αποδώσει στο γράψιμό του, πρέπει να εμπνευστεί από το χάος των διαπροσωπικών του σχέσεων.
Στην τρίτη φάση του έργου του συγκαταλέγονται οι ψυχογραφικές κομεντί: Σε αυτές ο Άλλεν είναι περισσότερο παρατηρητής, παρά πρωταγωνιστής. Έτσι, στις «Απιστίες και αμαρτίες» (1989) μας παραδίδει ένα εκπληκτικό κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στην έννοια της αμαρτίας και του αμοραλισμού όπου η κωμωδία με την τραγωδία αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά, ενώ στο «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ» (1994) καυτηριάζει τη σχετικότητα της δημιουργίας, όταν ένας γκάνγκστερ αναδεικνύεται σε χαρισματικό συγγραφέα.
Με το «Match point» (2005) δείχνει να έχει -εν μέρει- επιλύσει τα προβλήματα αυτοπροσδιορισμού που τον απασχολούσαν επί μακρόν και μπορεί πλέον, προς το τέλος της καριέρας του, να γράψει πιο δραματικές ιστορίες – εν προκειμένω, ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ.
Παρά την τεράστια φήμη του και την καθολική αναγνώρισή του ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους δημιουργούς, ο Γούντυ Άλλεν παραμένει ένας μάλλον συνεσταλμένος άνθρωπος που αισθάνεται άβολα με τη διασημότητα, συχνά –όπως έχει πει- θα ήθελε να είναι κάποιος άλλος.
Αλλά και για την επιμονή του να κάνει αυτά ακριβώς που θέλει σε έναν χώρο όπου τα στούντιο επιβάλουν τους δικούς τους ασφυκτικούς κανόνες και, φυσικά, για τη πολύκροτη σχέση του με τη Μία Φάροου, καθώς και τις απαντήσεις που δίνει ο ίδιος σχετικά με τις κατηγορίες εναντίον του.
Και, βέβαια, ρίχνει άπλετο φως στο πώς δημιουργήθηκαν οι ταινίες του. Παρακολουθούμε τα στάδια από τα οποία πέρασαν μέχρι να ολοκληρωθούν, τις σχέσεις του με τους ηθοποιούς, τις απόψεις του για την συγγραφή, την υποκριτική, την τέχνη, την τύχη, την Αμερική, τα Όσκαρ, τις κριτικές.
Το βιβλίο είναι γραμμένο σαν μια καλοφτιαγμένη ταινία-ντοκιμαντέρ, με πολλά φλας μπακ, με χρονικά άλματα προς τα εμπρός που εξυπηρετούν την σφιχτή αφήγηση, με αριστοτεχνικά «μοντάζ» που δημιουργούν την αίσθηση μιας προσεκτικά δομημένης αλληλουχίας εικόνων και περιστατικών, με απευθείας κουβέντες από τον συγγραφέα στον αναγνώστη, με μπόλικο χιούμορ, φλέγμα, ειρωνεία, ενδεχομένως ανασφάλεια, και με μία (τρομακτική, είναι η αλήθεια) συναισθηματική αποστασιοποίηση – απέναντι σε όλους και σε όλα!
Πάνω απ’ όλα, όμως, πρόκειται για ένα εξαιρετικό χρονικό της καλλιτεχνικής διαδρομής του Γούντυ Άλλεν μέσα από εξαντλητικές και αποκαλυπτικές απόψεις και εξηγήσεις που αποτυπώνουν την κοσμοθεωρία του για τη ζωή, τις σχέσεις, αλλά και την ιδιότητά του ως ανθρώπου των τεχνών, για την οποία γλυκόπικρα (και διορατικά) είχε κάποτε αποφανθεί: «Δεν είμαστε απλοί άνθρωποι, είμαστε καλλιτέχνες. Μας δόθηκε ταλέντο, μας δόθηκε και η ευθύνη του»…
Γούντυ Άλλεν
Σχετικά με το τίποτα
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 336
Μαλαματένια λόγια – Αυτοβιογραφική αφήγηση
Επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής, Ηρακλής Οικονόμου
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 272
«Η ιδέα να συγγράψουμε, συνομιλώντας με τον Μάνο Ελευθερίου, τη βιογραφική (μυθ)ιστορία του», εξηγούν οι δύο επιμελητές της έκδοσης, «μας ήρθε όπως έρχονται οι ωραίες ιδέες. Τυχαία, μια αυγουστιάτικη βραδιά στις κοινές μας διακοπές, το 2010. Τον γνωρίζαμε ήδη μερικά χρόνια, έχοντας αναπτύξει μια φιλική σχέση. Τον ξέραμε όμως καλά, πολλά χρόνια πριν από αυτή τη γνωριμία, μέσα από το έργο του, που είχε σημαδέψει τη νεότητά μας. Όταν του αποκαλύψαμε, Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, τις προθέσεις μας, δεν απάντησε τίποτα σαφές. Είπε μόνο: «Σας περιμένω την Κυριακή στις 10.30». Έτσι, για τα επόμενα τρία χρόνια συναντιόμασταν τα κυριακάτικα πρωινά, στο σπίτι του στο Νέο Ψυχικό, και εκείνος, καθισμένος στην πολυθρόνα του, ορμώμενος από τις ερωτήσεις μας, άφηνε αβίαστη τη μνήμη του να κυλάει σε τόπους όπου τον πήγαινε η ανάμνηση και το συναίσθημα».
Η Κλάρα και ο ήλιος
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 384
Στο πρώτο μυθιστόρημά του μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ (2017), ο Καζούο Ισιγκούρο αφηγείται την ιστορία της Κλάρας, μιας Τεχνητής Φίλης με εκπληκτική παρατηρητικότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία, η οποία από τη θέση της στο κατάστημα, όπου πωλείται, παρακολουθεί με προσοχή τη συμπεριφορά όσων έρχονται για να ρίξουν μια ματιά, αλλά και όσων περνούν απ’ έξω, στον δρόμο. Και ελπίζει πως σύντομα κάποιος θα τη διαλέξει. Ένα βαθιά συγκινητικό βιβλίο που μας προσφέρει μια μοναδική άποψη του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου μας μέσα από τα μάτια μιας αξέχαστης αφηγήτριας. Η αριστοτεχνικά συγκρατημένη πρόζα του Ισιγκούρο ενισχύει τη συναισθηματική δύναμη και τη σπάνια τρυφερότητα του κειμένου, που διερευνά το πλέον θεμελιώδες ερώτημα: Τι σημαίνει στ’ αλήθεια να αγαπάς;
Όσα παίρνει ο χρόνος – Διηγήματα
Εκδόσεις: Ιωλκός
Σελίδες: 240
Διηγήματα εμπνευσμένα από το περιβάλλον και τους ανθρώπους της Κεφαλονιάς, ιδιαίτερης πατρίδας της συγγραφέως, στα οποία διακρίνεται ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας των συμπατριωτών της. Βασικό γνώρισμά τους είναι η ανάμειξη του δραματικού με το ευτράπελο στοιχείο, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Πολλά αναφέρονται στο παρελθόν και η ιστορία τους αναπτύσσεται με την πείρα του παρόντος, άλλα πάλι έχουν προσωπικό τόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι μυθοπλασία.
Ημερολόγιο της πανούκλας
Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 320
Τo 2020 άρχισε ένας άλλος αιώνας. Το κακό δεν είναι προβλέψιμο. Μόνο η τραγωδία φαίνεται να έχει τη δύναμη να κόψει τον χρόνο στα δύο. Και στη συλλογική τραγωδία την οποία βιώνουμε πρωταγωνιστεί ένας ιός που συγκλονίζει ολόκληρο τον πλανήτη. Στο «Ημερολόγιο της πανούκλας» ο Γκονσάλο Μ. Ταβάρες αποτυπώνει έντεχνα την εν εξελίξει πανδημία, μια καταστροφή που λειτουργεί ως απουσία όλων των πραγμάτων. Αφενός, ο Πορτογάλος συγγραφέας παρακολουθεί την παγκόσμια ειδησεογραφία, τη στατιστική του θανάτου. Αφετέρου, δεν σταματά να αναζητά τις σχισμές της ομορφιάς και της παρηγοριάς μες στο δυσοίωνο παρόν. Καταφεύγει στη λογοτεχνία, στη φιλοσοφία, στις τέχνες, αλλά και στις μικρές οάσεις της καθημερινής ευαισθησίας και αλληλεγγύης. Και έχοντας πάντοτε το βλέμμα στραμμένο στον άλλο, γράφει με σκοπό, όπως λέει μια προσευχή, η καρδιά να μην παγώσει.