Το παπάκι με τον νεαρό οδηγό ανέπτυσσε ταχύτητα, όση ταχύτητα μπορεί να αναπτύξει ένα παπάκι δηλαδή, και έκανε θόρυβο δυσανάλογο με τις επιδόσεις του. Ήταν φθινοπωρινό, μουντό απόγευμα στο Κερατσίνι και ο νεαρός είχε παγώσει με το πουκάμισο που άστοχα διάλεξε να βάλει το πρωί. Καθώς γκάζωνε στη Γρηγορίου Λαμπράκη κάτι σαν μεγάλο άσπρο μπαλόνι κοπανιότανε λίγο πίσω από το δεξί του παπούτσι.
Ήταν μια σακούλα που είχε σκαλώσει στο μαρσπιέ της μηχανής και φουσκωμένη από τον αέρα που τη γέμιζε, έμοιαζε με μπαλόνι δεμένο χαμηλά να χτυπά μια στην άσφαλτο και μια στον προφυλακτήρα. Ο οδηγός δεν την είχε πάρει είδηση. Βρέθηκα μαζί με άλλες χιλιάδες αδελφές μου να μας μοιράζουν διπλωμένες καθαρές, δίπλα στο ταμείο. Ήμασταν σακούλες, αλλά όχι ότι κι ότι, ήμασταν σακούλες σούπερ μάρκετ, αυτοδιασπώμενες, οικολογικές.
Περίμενα με απορία και ενθουσιασμό την πρώτη μου επαφή με τον κόσμο. Αυτό δεν άργησε να συμβεί και σύντομα βρέθηκα στα χέρια ενός νεαρού. Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα κιόλας, ένα Μίλκο και ένα κρουασάν-σοκολάτα ήταν όλα κι όλα αυτά που κουβαλούσα. Ούτε από τη διάρκεια της αποστολής μου ήμουν ευχαριστημένη, μόλις βγήκε από το κατάστημα,ο νεαρός άρχισε να τρώει το κρουασάν και να πίνει το Μίλκο. Με το ένα χέρι με τσαλάκωσε, με έκανε μπάλα και επιχείρησε να πετύχει τρίποντο σε έναν κάδο απορριμμάτων. Απέτυχε και εγώ βρέθηκα θλιβερό σκουπίδι στην άκρη του δρόμου.
Ο αέρας άρχισε να με περιφέρει δεξιά αριστερά και καθώς άλλαζε συνεχώς το σχήμα μου έτρεμα μην με πατήσει κάποιος πεζός ή ακόμη χειρότερα κάποιο αμάξι. Όχι ότι θα πάθαινα δα και τίποτε, αλλά σίγουρα θα με λέρωνε, και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου σαν ιδέα.
Και να όμως που σκάλωσα σε αυτό το μηχανάκι, και τώρα ταξιδεύω, κάπως άβολα είναι η αλήθεια, αλλά έχει την πλάκα του. Καθώς το παπάκι με τον νεαρό, που από το κρύο όλο και καμπούριαζε περισσότερο, έφτασαν στο ψηλότερο σημείο της γέφυρας στου Ρέντη, ο δυνατός αέρας ξεσκάλωσε τη σακούλα και αυτή με την ταχύτητα που έχει το αλεξίπτωτο όταν ανοίγει, απομακρύνθηκε από το παπάκι και ανέβηκε προς τον μολυβένιο ουρανό.
Ε αυτό δεν το φανταζόμουν ποτέ. Ήταν σαν παραμύθι. Καθώς ξεκόλλησα από το παπάκι και ο άνεμος με ανέβασε ψηλά σαν αερόστατο, έβλεπα κάτω μου την αέναη και μάταια κίνηση όλων αυτών των δυστυχισμένων, έβλεπα τα κτήρια και τις ρόδες του Λούνα Παρκ σαν παιχνίδια, σαν ψεύτικα. Τα φώτα που άναβαν σιγά-σιγά σε κτήρια και αυτοκίνητα, έκαναν την εικόνα, λες ακόμη πιο μελαγχολική. Είχαν περάσει αρκετές ώρες από τη στιγμή που η σακούλα ταξίδευε ελεύθερη πάνω από πράγματα και ανθρώπους. Ο αέρας τη στροβίλισε και την ταξίδεψε αρκετά. Και τώρα που άρχισε να κοπάζει, εκείνη αργά και νωχελικά άρχισε να κατεβαίνει. Να κατεβαίνει και να προσγειώνεται στην καρότσα ενός αγροτικού φορτηγού, που έτρεχε μέσα στη νύχτα στην εθνική Αθηνών-Λαμίας.
Έχει περάσει πολύς καιρός από κείνο το μουντό απόγευμα. Η τρελή βόλτα με το παπάκι, το μαγικό ταξίδι στον ουρανό, φαντάζουν τόσο μακρινά μα και τόσο αθώα. Κουράστηκα. Η κατάληξη του φορτηγού ήταν μια αγροτική κατοικία, έξω από τη Λαμία. Τα σκληρά από τη δουλειά χέρια του οδηγού, αφού με γέμισαν με κάτι φρούτα που είχαν ξεμείνει στην καρότσα με ακούμπησαν στην κουζίνα. Και αυτή ήταν η τελευταία ανέμελη στιγμή μου. Στο διάστημα που ακολούθησε, από τη σιωπηλή γωνιά μου, παρακολούθησα ανθρώπους να πονούν, να προδίδουν, να πεινούν, να υποφέρουν.Αν μπορέσω κάποια στιγμή, θα σας πω με όλες τις λεπτομέρειες για αυτό το μεγάλο, δύσκολο και σκληρό ταξίδι της ζωής μου. Τώρα, κουρασμένη, ταλαιπωρημένη, κάθομαι για μήνες σε ένα μπαλκόνι στο Παγκράτι. Η τελευταία μου αυτή αποστολή είναι να φυλάω καστανόχωμα για τη γαρδένια. Θα νομίζετε ότι δεν μου αρέσει αυτό. Και θα κάνετε λάθος μεγάλο, γιατί δίπλα μου ακριβώς, βρίσκεται εκείνος. Είναι δυνατός, πανέμορφος και γοητευτκός. Αγοράστηκε από φυτώριο ένας σάκος φυτοφάρμακου, προορισμένος και αυτός να περιμένει τη γαρδένια.
Όταν ο δυνατός αέρας φύσαγε και μας κούναγε, αγγίζαμε ο ένας τον άλλο. Αυτό το άγγιγμα ήταν το βάλσαμο στα τραύματα της ψυχής μου. Αυτή η ομορφιά δίπλα μου, με έκανε να ξεχνάω τη βάρβαρη προηγούμενη εμπειρία μου. Ο ήλιος έβγαινε και κρυβόταν κάθε μέρα, άλλοτε λαμπερός και άλλοτε πίσω από σύννεφα. Και εμείς εκεί να τα σιγολέμε με το πρώτο αεράκι στη γλώσσα μας. Φρρρ, φρρρ! Αχ πόση ομορφιά υπήρχε τελικά σε αυτό τον κόσμο, και εγώ αξιώθηκα και τη ζούσα.
«Κώστα, για κοίτα εκείνο το φυτοφάρμακο στο μπαλκόνι, νομίζω ότι έχει λήξει, αν έληξε πέτα το να μην μας γεμίζει το μπαλκόνι». Όταν δυο χέρια πήραν τον καλό της από δίπλα της, ένιωσε να σκίζονται τα σωθικά της. Ήταν Δεκέμβρης και ο δυνατός αέρας τη βοήθησε να φωνάξει για τελευταία φορά: «Φρρ, φρρ!» Ήταν σούρουπο και κάποιο παιδάκι στο Παγκράτι, έδειξε στη μαμά του, ψηλά σε ένα μπαλκόνι και είπε «Μαμά, μαμά χιονίζει!» Πραγματικά λευκές νιφάδες είχαν γεμίσει εκείνο το σημείο, σαν να χιόνιζε. Και τότε, λες και κάποιο σιωπηλό σύνθημα διαδόθηκε σε όλη την πόλη, οι αυτοδιασπώμενες σακούλες από παντού, έγιναν νιφάδες και κάλυψαν τον σκούρο ουρανό.
Χιόνιζε στην Αθήνα.
Το βιβλίο του Νίκου Παπαδόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δίαυλος.