Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Η Kim Gordon των Sonic Youth σε μεγάλα κέφια

Brand New :

BODY/HEAD – Coming Apart [Matador, 2013]

Όποιος νομίζει ότι μπορεί (και πρέπει) να μιλήσει για άλμπουμ στο οποίο συμπράττει η Kim Gordon, ή ο Thurston Moore ή και οι υπόλοιποι χωρίς να πει τίποτε για τους Sonic Youth, είναι γελασμένος. Και εγώ δεν γελιέμαι εύκολα. Το εκτόπισμα είναι συντριπτικό και δεν θα αφήσει ποτέ κανέναν τους να ησυχάσει. Χωρίς αυτό να αλλάζει αισθητά το γεγονός ότι ο τελευταίος πραγματικά σπουδαίος (προσοχή: δεν λέω ο τελευταίος καλός) δίσκος των Sonic Youth  κυκλοφόρησε το 1994 και ήταν φυσικά το εγκληματικά αγνοημένο από το πάθος των οπαδών Experimental Jet Set, Trash and No Star, που ήταν και ο καλύτερος τους δίσκος για τα 90s, αν θεωρήσεις ότι σε αυτά δεν περιλαμβάνεται το 1990. Τότε για τελευταία φορά αποφάσισαν να ακουστούν επικίνδυνοι σε μία από τις major κυκλοφορίες τους. Έκτοτε κυκλοφορούν πάντα αξιοπρεπείς δίσκους, με τους οποίους ενίοτε βαριέσαι περνώντας καλά.

Και εκείνος ο δίσκος, όπως και κάθε ακραία στιγμή στην πορεία των Sonic Youth, προτάσσει το όραμα της Kim Gordon για την μπάντα και επιτάσσει στους ακροατές να μην αντιμετωπίζουν τους SY ως ροκ δεινοσαύρους. To λιτά φτιαγμένο Coming Apart, με ξυστές κιθάρες στο προσκήνιο και με εφηβικές ονειρώξεις, στο παρασκήνιο της σκέψης μιας γυναίκας που βαδίζει προς την εμμηνόπαυση, είναι η εκ του αντιστρόφου καλύτερη απόδειξη για το ότι οι SY ποτέ δεν υπήρξαν δεινόσαυροι, έστω και αν για 15 περίπου χρόνια χαμαιλεόντισαν επικίνδυνα με τις εμμονές που οι ίδιοι είχαν ορίσει στα 15 προηγούμενα.

Το εν λόγω επίτευγμα της Kim εκθέτει ανεπανόρθωτα τις παράλληλες προσπάθειες του Thurston, που κινούνται ανεπαίσθητα, αν και απολαυστικά, στο χώρο του προκάτ. 

Άρρυθμη μουσική, σχεδόν χωρίς αρχή και τέλος και με μία μέση που περισσότερο αφήνει μετέωρο παρά οριοθετεί τον ακροατή. Ημίσκληρο avant garde ροκ, που με την επίφαση της διασημότητας, ξεγελάει αρκετούς από όσους δεν αντέχουν στην πραγματικότητα να το ακούσουν. Από ένα σημείο και μετά σχεδόν ανυπόφορο καθώς αναλώνεται στο να εξαντλήσει τους εσωτερικούς του στόχους. Σε όλη τη διάρκεια και ειδικά στο τελικό 17λεπτο  και σπαραχτικό folk του “Frontal” πλήρως επιβεβαιωτικό όσων ταράζονται με την στρωμένη ροκ φόρμα. Όπως και αμέσως πριν στην κρυμμένη ανατύπωση του “Black” (is the colour και λοιπά και λοιπά), όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον έστω και για την ελάχιστη προσέγγιση προς τα ακροατήρια.

Στις διαδικασίες του διαζυγίου και τα σχετικά είμαι 100% με τον Thurston, θα πρέπει να ομολογήσω όμως ότι το εν λόγω επίτευγμα της Kim εκθέτει ανεπανόρθωτα τις δικές του παράλληλες προσπάθειες, που κινούνται ανεπαίσθητα, αν και απολαυστικά ομολογώ, στο χώρο του προκάτ. O συμπράττων Bill Nace κινείται αυστηρά στα δικά του φευγαλέα μη όρια και δεν παρασύρεται ούτε για ένα δευτερόλεπτο ή για μισή νότα από την οιονεί διασημότητα που μπορεί να πετύχει ούτε δευτερόλεπτο.

Essential Reissue:

Necropsy – Tomb Of The Forgotten The Complete Demo Recordings [Century Media, 2013]

Αυτό που λείπει από το σημερινό death metal, είναι το… death metal. Διαβάζω κάπου (νομίζω στο ελληνικό Hammer) και σκέφτομαι… πόσο δίκιο! Αλλά τι εννοεί; Και έπειτα θυμάμαι και το εκπληκτικό βιβλίο Choosing Death: The Improdable History Of Death Metal/ Grindcore, που συνόδευσε την οικογένεια Καραμπεάζη σε όλη τη διάρκεια της κύησης του νεότερου μέλους της και τώρα αρχίζω και θυμάμαι.

Βγάζω τα Ξύλινα Σπαθιά από το CD player και βάζω τη συλλογή με τα BBC Sessions της Earache. Για πολλούς το death metal «τελείωνε» κάθε φορά που μία επόμενη από τις μπάντες- σημαίες του έμπαινε στο στούντιο για να ηχογραφήσει κάτι παραπάνω από ένα demo/ βαριά 7’’ και κάθε φορά που η έστω και περιορισμένη πολυεθνική διανομή αντικαθιστούσε το tape-trading.

Παρότι φαντάζει, δεν είναι ελιτίστικη άποψη. Μπορεί το black να είναι πιο πολύ της μόδας πλέον, να κουβαλάει πίσω του σκοτωμούς, εμπρησμούς, καταποντισμούς και φωτο-άλμπουμ του Vice, το death metal όμως ΗΤΑΝ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ (πότε επιτέλους θα επανακυκλοφορήσει και αυτός ο δίσκος ρε γαμώτο;) το απόλυτο underground metal act, το οποίο στην πλήρη επιβεβαίωση της θεωρίας των δύο άκρων, συνάντησε αυτά του punk, έγινε της πουτάνας και έκτοτε ό,τι γίνεται είναι λιγότερο επικίνδυνο.

Γιατί είναι αλήθεια αυτό που πολλάκις επισημαίνεται στο βιβλίο του Albert Mudrian παραπάνω, ότι στην πρώτη περίοδο του είδους κάθε death metal μπάντα που σέβονταν τον εαυτό της, αλλά όχι τους άλλους, στις 2-3 πρώτες απόπειρες της ήθελε να φτάσει στα άκρα των άκρων. Το έκανε και από εκεί και πέρα υπήρχε μόνο γυρισμός και όχι κάτι πιο ακραίο ή πιο σοκαριστικό. Κάπως έτσι η πραγματική ιστορία και ουσία του death metal βρίσκεται σε κακότεχνες demo ηχογραφήσεις (για πολλούς, όχι για όλους).

Το death metal ήταν, είναι και θα είναι το απόλυτο underground metal act, το οποίο στην πλήρη επιβεβαίωση της θεωρίας των δύο άκρων, συνάντησε αυτά του punk, έγινε της πουτάνας και έκτοτε ό,τι γίνεται είναι λιγότερο επικίνδυνο.

Οι Φινλανδοί Necropsy έδρασαν έτσι ακριβώς στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα τους κοίταξε οριστικά προς τη δύση, μετά από ένα ιδιότυπο φλερτ με το ανατολικό καθεστώς, που ούτως ή άλλως τότε κατέρρεε (κι αυτό κάπου το διάβασα, εννοείται). Για έξι χρόνια αναζήτησαν τα δικά τους όρια, μπήκαν-βγήκαν στο παιχνίδι των εταιρειών (αλλά κυρίως βγήκαν), συμμετείχαν με κάθε τρόπο στο ανελέητο tape trading και πάνω από όλα έπαιξαν και ηχογράφησαν πρωτόγονο και εμπνευσμένο death metal.

Επανήλθαν το 2008, αλλά αυτό δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Διότι η Century Media συγκέντρωσε τα άπαντα της πρώτης “ερασιτεχνικής” περιόδου σε τέσσερα βινύλια (υπάρχει και έκδοση σε CD, αλλά ξέρετε τώρα…), τα φιλοτέχνησε όπως πρέπει και τα παραδίδει –αν όλα πάνε καλά- σε μία γενιά μέταλλων που η τελευταία τους θετική ανάμνηση από το death metal ήταν ο ισοπεδωτικά ομοιόμορφος ήχος των Morrisound παραγωγών από την Tampa της Florida. Καμία σχέση με ό,τι ακούμε εδώ δηλαδή. Την επόμενη που το αγόρασα, το βρήκα κάπου αλλού δέκα ευρώ φθηνότερα και όλο το παραπάνω ήταν πρόλογος για να το αναφέρω. Λίγο μεγάλος βέβαια, αλλά άξιζε τον κόπο.

Εγκληματικά Παραγνωρισμένο:

Statues In Motion – Statues In Motion [Minos, 1983 – Geheimnis Records, 2013]

Το θεωρώ και αυτό απαραίτητη επανέκδοση, αρά θα μπορούσε και να βρίσκεται στο παραπάνω τμήμα της στήλης. Δεν είναι (τυπικά) ακραίο άκουσμα, άρα ίσως θα έπρεπε να βρίσκεται εκτός στήλης. Όπως και να έχει όμως είναι απόλυτα αδικημένος ο δίσκος. Όχι δήθεν επειδή δεν πούλησε πολύ ή οι SIM δεν απέκτησαν διεθνές… status. Αλλά κύρια από το ότι δεν κατάφερε να αποκτήσει καν την δια του μύθου αίγλη, που τόσα και τόσα ονόματα της εποχής κέρδισαν μέσα στο χρόνο που όλα τα αλέθει και κυρίως τα κάνει να φαίνονται και να ακούγονται γοητευτικά καθώς ξεθωριάζουν.

Θα το πω ξεκάθαρα και όχι ξεθωριασμένα όμως. Οι  SIM είναι δέκα φορές καλύτεροι από τους Reporters και δικαιούνται μύθο τουλάχιστον ισάξιο με αυτούς. Ελπίζω κάτι να γίνει με αυτή την επετειακή έκδοση των 30 χρόνων, από τη καλή σκοτεινή εταιρεία που πέρσι μας έδωσε τους Reporters. Και πολύ πρόσφατα διάφορα άλλα, για τα οποία θα μιλήσουμε σε μία επόμενη συνεύρεση μας, πρώτα ο Θεός.

Αυτό που κύρια ξεχωρίζει τους Statues In Motion από κάθε αντίστοιχη εγχώρια προσπάθεια σε αυτό τον ήχο και την αισθητική, είναι η ατόφια pop άποψη που επιμένουν να υπερσκελίζει κάθε άλλο χαρακτηριστικό της αισθητικής τους.

Οι Παλαιοκώστας, Δαλαμπίρας και Μητσάκης με ψευδώνυμα που αντηχούν την αισθητική της εποχής (Billy Knight, Alvin Dean, Elli Kane) παρέδωσαν χωρίς πολλά- πολλά ένα synth pop αριστούργημα, με ευθείες μεν αναφορές σε όλα τα επίκαιρα ονόματα του είδους και της περιόδου, αλλά με ανυπολόγιστη αυταξία, κύρια εξαιτίας της ποιότητας ΟΛΩΝ των συνθέσεων. Τραγούδι σαν το “Let’s Face The Heroes” ας πούμε… πάλευαν, αλλά με τίποτε δεν έγραφαν οι Ultravox από το VIENNA LP και μετά.

Αυτό που κύρια ξεχωρίζει τους Statues In Motion όμως από κάθε αντίστοιχη εγχώρια προσπάθεια σε αυτό τον ήχο και την αισθητική,  είναι η ατόφια pop άποψη που επιμένουν να υπερσκελίζει κάθε άλλο χαρακτηριστικό της αισθητικής τους, η οποία ίσως και να  έπαιξε ρόλο στο ότι δεν διάβηκαν επαρκώς τα όρια του μύθου. Καθώς εντός συνόρων,  ο μύθος είναι κυρίως ροκ και ζοφερός, μίζερος και «συνειδητά» αντιεμπορικός, ενίοτε και σκονισμένα γκοθιάρικος από ανημποριά και μόνο (αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Και από αυτή την άποψη, οι SIM έπαιξαν και αυτοί σε κάποια άκρα. Άλλωστε στην Minos κυκλοφόρησαν το δίσκο τους οι άνθρωποι και όχι στην Creep, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει τη δράση της.

Άρης Καραμπεάζης

Share
Published by
Άρης Καραμπεάζης