Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Η all time classic Διατάραξη Κοινής Ησυχίας ως αντίδοτο στην πολιτική ορθότητα

Φρέσκο Μπλακ πράγμα  από τον τόπο τους:

Shining 8 1⁄2 – feber drömmar i vaket tillstånd [Dark Essence Records 2013]

ΟΚ. Όχι και τόσο φρέσκο. Θα τα πούμε παρακάτω αυτά. Ο τόπος είναι η Νορβηγία. H Σουηδία είναι δηλαδή, ο τόπος, που στην πραγματικότητα ξεβράζει πολύ περισσότερο μπλακ από την γείτονα (της), αλλά ας όψεται το Vice και η καραμέλα στο στόμα όλων περί True Norwegian Black Metal. Οι Shining δεν μου αρέσουν. Δεν μου αρέσουν πλέον δηλαδή και δεν θα μου αρέσουν όταν θα έχουν πάρει οριστικά τη θέση των Dimmu Borgir, παρότι η ετικέτα του avant garde μάλλον δεν θα τους εγκαταλείψει ποτέ, έστω και μόνο στη δική μου συνείδηση.

Χαρακτηρίστηκαν ως εκπρόσωποι του αυτοκτονικού black metal και φυσικά έσπευσαν πρώτοι να αποκηρύξουν το είδος.  Τελικά μιλάω για τους Σουηδούς Shining. Έληξε. Αυτό με τους Dimmu Borgir το διέγραψα στο τέλος. Οπότε μου αρέσουν. Ο αρχηγός τους ο Niklas Kvaforth έναν καιρό αυτοκτόνησε, αλλά μετά όλα καλά. Και η μπάντα (που ουσιαστικά είναι αυτός) έναν καιρό αυτοκτόνησε, αλλά μετά κυκλοφόρησε δίσκο. Και μάλιστα καλό. Γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί ως εκ μέρους τους προωθητική υπέρ των αυτοκτονιών κίνηση. Δεν είναι αυτοί που έγραψαν το Black Jazz και που τώρα φημολογείται ότι τους παίζουν όλα τα mainstream ραδιόφωνα στη Νορβηγία. Είπαμε, είναι οι Σουηδοί.

Το 8 ½ κ.λπ. κ.λπ. είναι ότι πιο ενδιαφέρον άκουσα από τους  Shining  εδώ και χρόνια και δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην πληθώρα “εκλεκτών” συμμετεχόντων που το κοσμούν με την παρουσία τους. Άλλα μάλλον σε αυτό οφείλεται. Και στην πολύ επίστρωση από πλήκτρα. Μόνο που άκουσα τον La sale Famine de Valfunde από τους Peste Noire (πέστε να με φάτε, ξέρω τα “ελαττώματα” τους, αλλά είμαι φανατικός) στο εναρκτήριο Terres De Anonymes φτιάχτηκα άσχημα.

Ο τύπος είναι τόσο Γάλλος, όσο εκείνος ο Γάλλος που έφτυνε και ρεύονταν στο σχετικό επεισόδιο των Απαράδεκτων. Και αυτό είναι καλό. Γιατί το γαλλικό μπλακ την έχει δει πολύ ιντελεκτουέλ εσχάτως. Κάποιος πρέπει να φτύνει και να ρεύεται κάθε τόσο. Παρακάτω ο αγαπητός σε όλους μας Maniac (όχι της ντίσκο-for your love, του Mayhem) και ο μόδιστρος ο Gaahl και ακόμη περισσότερα πλήκτρα και μελωδίες όμορφα καταπατημένες από ανεξέλεγκτα τύμπανα. Έξι τραγούδια και σαράντα κάτι λεπτά σε μία περίεργη παραλλαγή της θεωρίας των Ramones. Ουσιαστικά συγκολλήσεις σε παλιότερο υλικό, αλλά και καινούργια να ήταν όλα που θα το καταλαβαίναμε; Έλα μου ντε.

Να μην ξεχάσω. Στο 04:59 πέφτει η πολύ καλή ροχάλα από τον Femine και σχεδόν θα κάνεις λίγο πίσω και θα σκουπίσεις το μέτωπο σου. Αν αυτό είναι ένδειξη μουσικής διάνοιας και συνθετικής ανωτερότητας δεν το ξέρει κανείς.  Το σίγουρο είναι ότι με το που έκανε λίγο πίσω από τα φώτα της σκηνής ο Kvaforth αναδείχτηκε στις πραγματικές του διαστάσεις το ταλέντο που πούλαγε με περισσή επιτήδευση μέχρι σήμερα. Μήπως να την δει λίγο αλλιώς; Εντός ολίγου κυκλοφορούν δύο αριστουργήματα, ένα στο είδος και ένα λίγο πιο αριστερά, οπότε προς το παρόν ας βολευτούμε με αυτό, διότι είναι άκομψο να γράφουμε για δίσκους πριν την release date.

Απαραίτητα reissue (τοπικό hardcore παγκόσμιας κλάσης):

Η κρεμ ντε λα κρεμ του παλιού, καλού, ελληνικού hardcore.

ΑΔΙΕΞΟΔΟ – 38 Χιλιοστά [B-Other Side/ Scarecrow 2013]

ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΚΟΙΝΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ [B-Other Side/ Lost Archives 2013]

Είναι βλακώδες να μιλάμε για τραγούδια και νοήματα που επανέρχονται στην επικαιρότητα, γιατί αυτό υπονοεί το ότι ηλιθιωδώς πιστέψαμε ότι η επικαιρότητα άλλαξε τα τελευταία 20-30 χρόνια. Από τότε που πρωτοκυκλοφόρησαν αυτοί οι δίσκοι δηλαδή. Παπάρια άλλαξε. Η δική μας οπτική άλλαξε απέναντι της και τώρα που κάποιος μας έστριψε βίαια το κεφάλι και μας άλλαξε και πάλι οπτική, περιμένουμε στη σειρά να μπούμε στο ΑΝ για να φωνάξουμε “φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες” λίγο πριν τα 38 χιλιοστά των Deus Ex Machina, που συνεχίζουν εν μέρει ότι ξεκίνησαν οι Αδιέξοδο. Κάτι είναι και αυτό όμως. Σίγουρα κάτι πολύ περισσότερο από την πολιτική ορθότητα, που ευαγγελίζονται όσοι επιστρέφουν μακάριοι από τα αθάνατα βουνά της Κρήτης.

Η αλήθεια για το ελληνικό punk είναι ότι εμπεριέχει μια στωικότητα, μία ποιητική ποιότητα, που ξεπερνάει το είδους και τη φόρμα του…. αυτός ο δίσκος μου φέρνει δάκρυα στα μάτια και η επίδραση του πάνω μου δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις.

Και οι δύο δίσκοι περιέχουν προπάντων καλή μουσική. Από την Διατάραξη έρχεται μία γενιά συγκροτημάτων που έπαιξαν με τη φωτιά και όχι γύρω της. Κάπου διαβάζω ότι ο Frank από τους Panx Romana έγινε αντιρρησίας συνείδησης επειδή ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. OK, μούδιασα λίγο, αλλά είκοσι χρόνια και βάλε τον ακούω και άλλωστε εγώ πήγα στρατό, ποιον κοροϊδεύω δηλαδή; Εδώ και οι Αδιέξοδο και κυρίως οι Γενιά του Χάους, ένα γκρουπ με το οποίο δύσκολα ξεμπερδεύεις, όπως έδειξαν και τα προ τριετίας reunion shows,  στον έναν από τους 2-3 απόλυτους ύμνους της εγχώριας σκηνής, την “Μπασταρδοκρατία”, αλλά και τον πιο άρτιο συνθετικά “Επιθανάτιο Ρόγχο”.

Οι απολύτως καίριοι Αδιέξοδο.

Τα μόνα τραγούδια των Γκρόβερ που μου αρέσουν βρίσκονται σε αυτή συλλογή, δηλαδή το εξής ένα, αλλά δεν θα πω το ποιο από τα τρία. Ex Humans και Stress είναι ονόματα που και αυτά ήρθαν στην επικαιρότητα, το ζήτημα είναι πώς και γιατί είχαν ξεχαστεί. Ειδικά οι δεύτεροι. Την πρώτη κόπια την είχα γραμμένη σε κασέτα, αλλά ο ήχος που ακούω εδώ είναι αισθητά καλύτερος, ώστε δεν χρειάζεται να ρωτήσω κάποιον κάτοχο του αυθεντικού βινυλίου για την περί αυτού άποψη του.

“Η αλήθεια για το ελληνικό punk είναι ότι εμπεριέχει μια στωικότητα, μία ποιητική ποιότητα, που ξεπερνάει το είδους και τη φόρμα του…. αυτός ο δίσκος μου φέρνει δάκρυα στα μάτια και η επίδραση του πάνω μου δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις.” Μεταξύ άλλων αυτά γράφτηκαν πρόσφατα στο ευαγγέλιο MAXIMUM ROCKNROLL, για το punk που ξεπήδησε πριν δεκαετίες σε έναν σουρεαλιστικό τόπο που λέγεται Ελλάδα (μας ψυχαναλύει ικανότατα ο συνάδελφος μουσικογραφιάς από το Αμέρικα). Επιβεβαιώνω και ξαναλέω ότι κάθε τραγούδι εδώ μέσα έχει αυτοτελή και ανυπολόγιστη μουσική αξία, πέρα από τα νοήματα που κουβαλάει, η οποία αρνείται να αλλοιωθεί, το ίδιο σθεναρά όσο και αυτά.

Τα τραγούδια τους οι Panx Romana τα ηχογράφησαν με πολύ καλύτερο ήχο και τεχνική (λέμε τώρα ως προς το δεύτερο…) και πάνω-κάτω όλα τα υπόλοιπα γκρουπ εξελίχτηκαν κατόπιν, που λέμε συνήθως. Ότι συμβαίνει όμως σε αυτή των πρώτη Διατάραξη είναι όντως η πρώτη αλήθεια του ελληνικού punk  τη στιγμή που αποκτά καθολική υπόσταση και αξία. Ακόμη και ο ενσυνείδητος παρατονισμός των Γκρόβερ, που σπρώχνει την ελληνική γλώσσα να αποκτήσει punk σάρκα χωρίς κραυγές, έστω και αν δεν το καταφέρνει απόλυτα.

Οι Panx Romana στα punk ντουζένια τους.

Το άλμπουμ των Αδιέξοδο, όπως άλλωστε και τα τραγούδια τους στην Διατάραξη, είναι ένα σκληρό άλμπουμ, χωρίς καμία ελπίδα φωτός και νότα αισιοδοξίας. Επικριτικό από άκρη σε άκρη για νοικοκυραίους, παρτάκηδες, αλλά και στυλιζαρισμένους επαναστάτες της πρόφασης και της αμαρτίας. Μιλάει απλά και σοφά: εσύ στην τέχνη σου και εμείς στην υποκουλτούρα.

Το συγκρότημα παίρνει σαφή θέση και δεν συγχρωτίζεται στο πολιτιστικό σατιροκοροκ έντεχνο-ελευθεριάζον αλισβερίσι παύλα αχταρμάς, που από τότε είχε ξεκινήσει και έζησε να δει τον σαπιόδουλο τον Κραουνάκη να χτυπάει κατσαρόλες έξω από τη βουλή, βιαστικός για να προλάβει και το σολάρισμα του στο συγκρότημα Λαμπράκη.

Μουσικά οι Αδιέξοδο ομοίως αφήνουν απόλυτα ικανοποιημένους αυτούς που είδαν το μέλλον του μπάσου στον Mike Watt και όχι τυχόν στον Bootsy Colins, χωρίς πάντως να αρνούνται τις μεταξύ τους διασυνδέσεις. Κατά τα λοιπά ακούστε άφοβα για να γνωρίζετε ακριβώς τι περιλαμβάνει η Εξακρίβωση Στοιχείων, που σας περιμένει στην επόμενη γωνία που θα πεταχτείτε για τσιγάρα.

Και οι δύο εκδόσεις είναι άψογες, με πλούσιο και απαραίτητο υλικό για τις μπάντες και τα σημεία της εποχής από την οποία έρχονται. Λαμβανομένου υπόψη ότι οι πρωτότυπες κόπιες είχαν πάρει το δρόμο προς το χιλιάρικο σε διαδικτυακά και μη παζάρια, το δεύτερο sold out είναι κοντά (αν δεν έχει γίνει ήδη), αλλά πριν ανεβάσετε τις τιμές σας, σκεφτείτε ότι ήδη ανακοινώθηκε δεύτερη κοπή.

Εγκληματικά παραγνωρισμένο:

Πολύ αβανγκαρντ για να τους πεις τζαζ, πολύ τζαζ για να τους πεις αβανγκάρντ.

The Necks – Sex [Fuse Music Group 2013/Private Music 1995/ Spiral Scratch 1989]

Διαβάζω εδώ κι εκεί ότι πρόκειται για τον αδύναμο πρώτο κρίκο στη δισκογραφία των εμμονικών Αυστραλών και μένω με το στόμα ανοιχτό συνεχίζοντας να  ακούω το δίσκο και με το χέρι ορθάνοιχτο προς τη μεριά του γράφοντος (μούντζα λέγεται και είναι απλό). Μετά λέει οι Necks κάναν αυτό και αφήσανε το άλλο, ο Abrahams τελειοποίησε την τάδε τεχνική του να παίζει πιάνο, ενώ σκέφτεται ότι ταϊζει  γατόψαρα στη Μαύρη Θάλασσα, καταφέρνοντας επιτέλους να αποστασιοποιηθεί ολοκληρωτικά από τη ρυθμική γραμμή του γκρουπ κ.ο.κ. . Θεωρώ βάσιμα ότι όποιος τα λέει αυτά δεν έχει ακούσει στην πραγματικότητα το δίσκο. Παρά ταύτα ο λαός ξέρει τι θέλει και το παίρνει και με αφορμή την επανακυκλοφορία από την Fuse Mucic Group, οι Necks δηλώνουν ότι πρόκειται για την πιο “εμπορική” τους κυκλοφορία μέχρι σήμερα.

Χαμένο για έξι χρόνια ανάμεσα σε πρώτες και δεύτερες κυκλοφορίες, ανάμεσα σε Αυστραλία και Αμερική, το Sex παίζει υπομονετικά με τα νεύρα του ακροατή και τα πλήκτρα του Abrahams τσεκάρουν τη μνήμη του ανά πεντάλεπτο, επαναφέροντας μουσικές φράσεις, που ποτέ δεν είχαν ακουστεί μέχρι τότε. Και αυτό για 11 και κάτι πεντάλεπτα. Η ρυθμική γραμμή που λέγαμε λογικά τώρα που μιλάμε ακόμη το ίδιο πράγμα θα παίζει όταν δεν την βλέπει κανείς (αλλά αυτό είναι η ιστορία των Necks εδώ που τα λέμε).

Υπνωτικό, αλλά όχι υπνωτισμένο, απεριόριστο, αλλά όχι αόριστο, λακωνικό, αλλά όχι ελλείψει ιδεών, το (αξεπέραστο;) ντεμπούτο των Necks παραμένει άβολα jazzy για τους αβανγκαρντίστες και ζόρικα αβαγνκαρντίστικο για τους τζαζίστες, χωρίς τα ελαττώματα του κεντρώου χώρου, κοινά – ως γνωστόν- στη μουσική και στην πολιτική.

Αν τυχόν είστε οπαδοί των Morphine θα αναρωτηθείτε εύλογα κι εσείς μήπως τελικά από κάπου εδώ μέσα ξεκίνησε το όραμα του μακαρίτη που αργότερα μεταμορφώθηκε σε τραγούδια με αρχή και τέλος χωρίς μέση. Ή και έτσι να μην έγινε, πάντως έχουμε κοινά οράματα από διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως πολλές ευτυχείς φορές στην ιστορία της μουσικής.

Άρης Καραμπεάζης

Share
Published by
Άρης Καραμπεάζης