Το να βλέπεις στη σκηνή τους Fuzztones είναι μια εμπειρία που δεν ξεχνιέται. Η πρώτη φορά για κάποιους από μας βρίσκεται πολλά χρόνια πίσω, για κάποιυς άλλους λιγότερα. Όμως η απόλαυση παραμένει αναλλοίωτη κάθε φορά. Η παρέα του Rudi Protrudi μεταβάλλεται, η ουσία παραμένει όμως: ένα συγκρότημα με μουσική ουσία, με ακαταμάχητο δυναμισμό, με σημερινή ματιά πάνω στο παρελθόν, και πάντοτε fun. με αφορμή την προσεχή, νιοστή εμφάνιση των Fuzztones στην Αθήνα, αλλά και την περυσινή κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του, ο Rudi μίλησε στην Popaganda για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του εμβληματικού συγκροτήματός του.
Πέρυσι, μετά από πολυετή αναμονή και καθυστέρηση, επιτέλους δημοσιεύτηκαν τα απομνημονεύματά σου. Η μνήμη σου ήταν τόσο καλή, ή το αρχείο σου; Σ’ ευχαριστώ που αναφέρεις το βιβλίο μου, “The Fuzztone”. Το ξεκίνησα πριν από δεκαπέντε χρόνια – τόσο καιρό πήρε για να το ολοκληρώσω, κι ακόμα και έτσι τελικώς αναγκάστηκα να κόψω αρκετά κομμάτια από την τελική του μορφή, καθώς απλούστατα υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα! Παρόλο που ήταν – στο μεγαλύτερο μέρος του – διασκεδαστικό να τα αναπολώ, ήταν πολύ δύσκολο να το γράψω και να συγκεντρώσω όλες τις φωτογραφίες – για να μην πω το να ακολουθήσω τη χρονική σειρά. Ευτυχώς κρατούσα ημερολόγια και σημειωματάρια, τα οποία με βοήθησαν τρομερά. Πήρα επίσης συνεντεύξεις από πολλούς που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία , και η συνεισφορά τους ήταν ουσιαστική στο να διασταυρώσω τα γεγονότα.
Πάντοτε με γοήτευαν οι ιστορίες σου για τους Tina Peel, το συγκρότημα πριν τους Fuzztones. Ας δώσουμε σε όλους μια γεύση από το τι ήταν αυτοί. Ζούσα στο Χάρισμπουργκ της Πενσυλβάνια, πριν μετακομίσω στη Νέα Υόρκη. Το 1976 άρχισα να ενδιαφέρομαι για την πανκ σκηνή της Νέας Υόρκης, που είχε αρχίσει να αναδύεται από το CBGB και το Max’s. Άρχισα να γράφω τραγούδια που φανταζόμουν πως ήταν στο ύφος αυτού που έκαναν τα συγκροτήματα στο CBGB. Μουσικά, οι κύριες επιρροές μας ήταν οι Monkees, οι Archies, οι Dave Clark Five, οι 1910 Fruitgum Company και οι Paul Revere & the Raiders. Αλλά προσθέσαμε ένα Punk beat, καθώς κι έναν ασεβή, παιχνιδιάρικο, χιουμοριστικό τόνο στιχουργικά. Η θεματολογία των τραγουδιών μας ποίκιλαν από τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες και τους μαζικούς φόνους ομοφυλόφιλων, μέχρι το να ανατινάζεις κανίς βάζοντάς τα στο φούρνο μικροκυμάτων! Δεν ήμασταν και πολύ πολιτικά ορθοί. Όλο το συγκρότημα ήταν ντυμένο σε ασπρόμαυρα πουά, ριγέ ή καρό. Ακόμα και τα όργανα α είχαμε ντύσει στα ίδια μοτίβα. Μετακόμισα το συγκρότημα στη Νέα Υόρκη το 1977, και σε χρόνο μηδέν παίζαμε στο Max’s και στο CBGB, πράγμα που μας οδήγησε – σταδιακά – να γίνουμε headliners σε συναυλίες σε μεγαλύτερα και πιο υψηλού κύρους venues. Ηχογραφήσαμε δύο singles, είχαμε airplay σε μεγάλους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Νέας Υόρκης, εμφανιστήκαμε ακόμα και σε μερικά τηλεοπτικά σώου. Όμως λόγω της αναξιοπιστίας των μελών του συγκροτήματος, ποτέ δεν καταφέραμε ποτέ να φτάσουμε στο επίπεδο διασημότητας που εγώ έλπιζα, οπότε το 1980, η Deb κι εγώ δημιουργήσαμε τους Fuzztones.
Από τα κομμάτια που έχεις διασκευάσει καταλαβαίνω πως πρέπει να έχεις υπάρξει μέγας συλλέκτης. Πάντοτε με τραβούσε η μουσική. Η μητέρα μου λέει πως κυκλοφορούσα τραγουδώντας το Rock Island Line του Johnny Cash – θυμάμαι πως άκουγα τον ραδιοσταθμό WABC από τη Νέα Υόρκη όταν ήμουν πολύ μικρός – σε ηλικία περίπου 10 χρονών, ενώ στις καλοκαιρινές μου διακοπές στην παραλία του Τζέρσεϋ γούσταρα τους Jan & Dean,τη Lesley Gore, το Love Is Strange των Mickey & Sylvia, τέτοια πράγματα. Ήταν αυτά που ακούγαμε πριν να κάνουν τη μεγάλη επιτυχία οι Beatles. Έφτασαν εδώ όταν ήμουν περίπου 12, και, όπως όλοι οι έφηβοι της εποχής, τους είδα στο σώου του Ed Sullivan και μου πήραν τα μυαλά. Τότε ήταν που ξεκίνησα να συλλέγω δίσκους και που αποφάσισα πως θέλω να μάθω κιθάρα.
Έχεις παίξει και συνεργαστεί με πολλούς θρύλους της garage και ψυχεδελικής περιόδου – ο Sean Bonniwell είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Έχεις κι άλλα τέτοια σχέδια για το μέλλον; Ένα από τα πιο cool πράγματα σε σχέση με το γεγονός πως οι Fuzztones απέκτησαν τη δημοτικότητα που κατακτήσαμε, είναι πως πολλοί από τους τύπους που μας επηρέασαν κατέληξαν να ξέρουν ποιοι είμαστε. Έτσι κατέληξα να γίνω φίλους με πολλούς από τους μουσικούς που επηρέασαν του Fuzztones – πολλοί εκ τω οποίων τελικά συμμετείχαν με κομμάτια στο tribute album μας για τους Fuzztones , In Fuzz We Trust. Πέρα από αυτό, μπόρεσα να παίξω στ΄ αλήθεια μαζί με πολλούς από τους garage ήρωές μου: τον Arthur Lee, τον Sky Saxon, τον Sean Bonniwell… ακόμα και με τον Mark Lindsay, τον τραγουδιστή των Paul Revere & the Raiders, που τον φέραμε μαζί μας στην Ελλάδα το 2004.
Το κοινό σου έχει αλλάξει με τα χρόνια, και με ποιον τρόπο; Είναι λιγότερο άγριοι τώρα από ότι στο παρελθόν ή ακόμα πιο άγριοι; Το συγκρότημα έχει καινούρια σύνθεση μετά την τελευταία φορά που παίξαμε στην Αθήνα. Όλα τα παιδιά είναι νεαρά. Έχουμε ένα κοινό εξαιρετικά ανάμεικτο ηλικιακά. Όλες τις ηλικίες. Το κοινό εξακολουθεί να τρελαίνεται! Κι αυτό είναι που μας αρέσει!
Θα υπάρξουν καινούριες ηχογραφήσεις των Fuzztones στο στούντιο; Όχι ακόμα, όμως γράφω ξανά, οπότε ελπίζω σύντομα να βάλω το συγκρότημα στο στούντιο!
Μου έχεις ξαναπεί στο παρελθόν την ιστορία της συνάντησής σου με τον Screamin’ Jay Hawkins, όμως αληθινά δεν τη χορταίνω. Θα μας την πεις ακόμα μια φορά; Ζούσα στη Νέα Υόρκη. Ήταν τη δεκαετία του ’80. Είχα βγει για βόλτα στο St Mark’s Place στο Village, όταν βλέπω ένα flyer σε μια κολόνα των καλωδίων του τηλεφώνου. Ήταν απλά ένα φωτοτυπημένο flyer που διαφήμιζε πως ο Screamin’ Jay Hawkins έπαιζε σε ένα μικρό καταγώγιο λίγα στενά πιο πέρα. Σε ένα μπαρ! Ένα μέρος που λεγόταν Jack The RIbber, και που, όπως απεδείχθη, ήταν παλιά ένα μπαρ στο οποίο σύχναζα και λεγόταν Slugger Annie’s, και που ανήκε στη μαμά του Jackie Curtis. Θυμάσαι τον Jackie Curtis; «Jackie is just speeding away, thought he was James Dean for a day…»… Αυτός ο Jackie Curtis! H drag queen του Warhol! Παλιά του πουλούσα speed – ήταν ένας από τους πελάτες μου. Τέλος πάντων, μπαίνω μέσα στο μπαρ κι ήταν όλο κατάφωτο – όχι σαν μπαρ, πιο πολύ σαν εστιατόριο, και με όλους αυτούς τους γιάπηδες εκεί μέσα να τρώνε παϊδάκια και να πίνουν μπύρα, και πέρα στη γωνία, παίζοντας και τραγουδώντας, είναι ο Jay! Χωρίς συγκρότημα. Εγώ περίμενα να δω αυτόν τον άγριο, ντυμένο με την κάπα του και με ένα κόκκαλο στη μύτη, αλλά αυτός ήταν ντυμένος με κοστούμι κι έπαιζε κομμάτια του Fats Domino!!! Και βέβαια κανείς από τους γιάπηδες δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, ούτε και τον ενδιέφερε. Κι ο γέρος εβραίος μπάρμαν διέκοπτε συνεχώς τον Jay μεταξύ των κομματιών – και κάποιες φορές και στα μισά του κομματιού –γαβγίζοντάς του διαταγές : «Παίξε αυτό ή εκείνο» ή «Πες για την προσφορά στις μπύρες». Ό,τι νάναι. Πραγματικα εκνευριστικό. Ήμουν κατάπληκτος που ο Jay δεν του έριξε καμιά μπουνιά. Αλλά ήταν σε μια περίοδο που ο Jay δεν έδινε πολλές συναυλίες, και προφανώς είχε ανάγκη ακόμα κι αυτή τη σκατένια εμφάνιση. Ήταν «κλεισμένος» εκεί για τρία βράδια, οπότε πήγαινα κάθε βράδυ, και μιλούσα μαζί του ανάμεσα στα σετ. Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν «Δεν γουστάρω τους λευκούς». Κι εγώ του είπα «Ξέρεις Jay, εγώ δεν γουστάρω κανέναν!». Του φάνηκε αστείο, κι αυτό έσπασε τον πάγο. Ανακαλύψαμε πως τα βρίσκαμε, κι έτσι την τρίτη βραδιά του είπα πως θα μπορούσα να του κλείσω μια συμφωνία με την (πολύ μικρή) δισκογραφική εταιρία στην οποία ήταν τότε οι Fuzztones ( τη Midnight Records). Εκείνη την εποχή δεν ηχογραφούσε πουθενά, οπότε τον ενδιέφερε.
Και τι έγινε; Δυστυχώς ο Jay κι ο ιδιοκτήτης της εταιρίας δεν κατέληξαν ποτέ σε συμφωνία, καθώς ο Jay άρχισε να προβάλλει εντελώς εξωπραγματικές απαιτήσεις. Όμως τον πείσαμε να κάνει μια guest εμφάνιση σε μια συναυλία των Fuzztones που θα δίναμε στο Irving Plaza. Δεν ήρθε σε καμία από τις δύο πρόβες που κάναμε, και το βράδυ της συναυλίας ήταν εξαφανισμένος. Κυριολεκτικά. Πήραμε τηλέφωνο σπίτι του (σε μια αυλή με τροχόσπιτα στο Newark του New Jersey) κι απάντησε ο σπιτονοικοκύρης του, λέγοντας πως ο Jay την είχε κοπανήσει το προηγούμενο βράδυ χωρίς να πληρώσει το νοίκι, κι άρχισε να απαιτεί να πληρώσουμε εμείς το νοίκι του Jay! Είχα νοικιάσει ένα ηλεκτρικό πιάνο για τον Jay, και το βάλαμε στο πλάι της σκηνής, και την ώρα που ήμασταν προγραμματισμένοι να βγούμε στη σκηνή, εξακολουθούσε να μην έχει φτάσει, κι έτσι βγήκαμε και παίξαμε το σετ μας. Ακριβώς την ώρα που παίζαμε το τελευταίο μας κομμάτι, κοιτάζω στο πλάι της σκηνής και να σου ο Jay, ντυμένος στην τρίχα με σμόκιν, χρυσή κάπα, κόκκαλο στη μύτη του, με τον Χένρυ, το κρανίο πάνω στο μπαστούνι του! Αμέσως τον παρουσίασα και τους πήραμε τα σπλάχνα. Ευτυχώς είχα προβλέψει και είχα δώσει στον ηχολήπτη μια κασέτα, κι έτσι όλο το σώου ηχογραφήθηκε. Παίξαμε μόνο τέσσερα κομμάτια με τον Jay, και παρόλο που δεν είχαμε κάνει πρόβα μαζί του από πριν, βγήκαν καταπληκτικά. Η Midnight τελικώς τα κυκλοφόρησε ως ένα δωδεκάιντσο EP Scream;in’ Jay Hawkins and The Fuzztones Live! Έχει κυκλοφορήσει και επανακυκλοφορήσει σε τέσσερις διαφορετικές δισκογραφικές εταιρίες μέσα στα χρόνια, κι είναι διαθέσιμο ακόμα και σήμερα!