Έδω μέσα επικρατεί μια ησυχία. Είναι κλειστά ακόμα και τα παράθυρα. Η δουλειά μου είναι αυτό ακριβώς που δεν συμβαίνει έξω. Είναι να μπορέσω να κρατήσω και να καταστήσω μνημείο κάποιες στιγμές και κάποιες μορφές, ώστε να μην αλλοιώνονται και να μην υφίστανται τη συνεχή φθορά του χρόνου, τη συνεχή μεταβολή, τη συνεχή εναλλαγή, αυτό το συνεχές που συμβαίνει έξω από εδώ. Εδώ μέσα δεν υπάρχει η κίνηση, ο θόρυβος, η συνάφεια με τους άλλους ανθρώπους. Εδώ έχεις να κάνεις με την πολιορκία κάποιων προσώπων από τα οποία προσπαθείς να αντλήσεις κάτι.
Εστιάζω στο πρόσωπο. Ζούμε σε μια εποχή που σπάνια χρησιμοποιείται η λέξη πρόσωπο. Χρησιμοποιείται η λέξη καταναλωτής, πελάτης, χρήστης. Κι όλοι γίνονται μάζα. Υφίστανται ανωνύμως την εξέταση των δημοσκοπήσεων κ.ο.κ. Σκοπός δικός μου είναι να καταφέρω να συγκρατήσω το πρόσωπο. Εαν υπάρχει κάποιο πολιτικό στίγμα στη δουλειά μου είναι αυτό ακριβώς. Εχω πίστη στον άνθρωπο και στην εικόνα του.
Το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι με επηρεάζει, οπότε μοιραία επηρεάζει και τη δουλειά μου. Έχει αλλάξει το φως στα έργα μου. Σχεδόν οδηγήθηκα στην ανάγκη να το αλλάξω στις αρχές της κρίσης, αρχές του 2010. Το φως προηγουμένως ήταν από μπροστά, φώτιζε περισσότερο, ήταν όλα πιο φωτεινά. Τώρα το φως είναι από πάνω, σχεδόν γδέρνει τα πράγματα. Πέφτουν ακόμα και οι σκιές κάτω, στο πάτωμα. Τα παράθυρα παλαιότερα ήτανε πολύ κλειστά. Ητανε κλειστός ο χώρος αλλά περιέργως ήταν λιγότερο δραματικός, με την έννοια ότι το ανοικτό παράθυρο που έχω τώρα εντείνει την δραματικότητα γιατί μια εικόνα του μυστικού, του άκρως ιδιωτικού αντιπαρατίθεται με την εικόνα του δημόσιου, του έξω κόσμου, της συνεχούς μεταβολής. Επίσης, σαν να σοβάρεψαν, σα να γίναν πιο βαριές οι μορφές. Δεν είναι αυτό αναγκαστικά προς όφελος της ζωγραφικής. Ισως να΄ναι εξέλιξη του ύφους. Ζωγραφίζω με πιο πολλή πάστα, πιο πολύ χρώμα, πιο βαριά ύλη σε σχέση με παλαιότερα.
Το στοιχείο το φευγαλέο το επιδιώκω. Δεν εγκαθίσταται από μόνο του, όπως παλαιότερα. Αυτό, πιστεύω, συμβαίνει επειδή δεν είμαι ανέμελος εγώ. Δεν είναι κανένας ανέμελος, νιώθω. Αυτό καταστράφηκε με την κρίση, η ανεμελιά του κόσμου.
Στο πρόσωπο των ανθρώπων καθρεφτίζεται η δυσκολία αλλά και η χαρά και η αγαλλίαση. Δίνω πολύ μεγάλη βάση σε αυτό. Πρώτιστο κριτήριο για το αν θα συνεργαστώ με κάποιον, ως επί το πλείστον με κάποια, είναι η πρώτη εντύπωση ή οι πρώτες εντυπώσεις που θα αποκομίζω από το πρόσωπό του. Εχει πει ο Καμύ μια κουβέντα. Οτι μετά τα 20 του χρόνια ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη φυσιογνωμία του, για τη φάτσα του. Δηλαδή, η ζωή του ανθρώπου αντικατοπτρίζεται κατά τον τρόπο που ο Ροντέν πίστευε ότι σε ένα καλό γλυπτό τα σχήματα και η ένταση του γλυπτού ξεκινάνε από το κέντρο του, από μέσα, εκεί που εκείνος δεν μπορούσε να επέμβει. Ετσι και πάνω στο πρόσωπο εξωτερικεύονται οι καταστάσεις τις οποίες έχει εγκολπώσει η ψυχή μας. Το πιστεύω αυτό το πράγμα.
Ενα πρόσωπο δεν είναι μονοσήμαντο. Δεν καταγράφει μόνο τη λύπη ή την χαρά. Υπάρχουν πρόσωπα που είναι ολόκληρος χάρτης, τοπίο, γεωγραφία, που υπαινίσσονται πολλά. Αυτά είναι τα πρόσωπα που με ενδιαφέρουν, τα περίπλοκα, στα οποία η ζωή με τις διακυμάνσεις της άφησε ίχνη. Και μ’αρέσουν τα πρόσωπα στα οποία οι άνθρωποι αφήσανε να φαίνονται τα ίχνη που τους άφησε η ζωή, δεν προσπάθησαν να πάνε κόντρα σε αυτό.
Τα πρόσωπα που καλλωπίζονται για να μην φαίνονται αυτά τα ίχνη και τα νέα πρόσωπα που καταδυναστεύονται από πρότυπα τα οποία εκπορεύονται από περιοδικά μόδας και τηλεοπτικά δεν θέλω να τα ζωγραφίσω, δεν μου λένε τίποτα! Δεν έχει καταγραφεί πάνω τους η δική τους η ζωή, έχει καταγραφεί μια ξένη, δανεική ζωή.
Τα τρωτά σημεία, τις πληγές της ψυχής που πιθανώς υπάρχουν δεν τις βλέπεις, τις ψυχανεμίζεσαι. Ο κάθε άνθρωπος είναι μυστήριο. Οσο και να μιλήσει δεν θα μπορέσει ποτέ ούτε κι ο ίδιος να αποδώσει με ακρίβεια αυτό που νιώθει. Πόσο δε μάλλον ένας τρίτος που τον ακούει και τον βλέπει. Βέβαια υπάρχει και κάτι τι που δεν μπορεί να αποκρύψει και είναι αυτό που καταγράφεται στο πρόσωπό του, όσο και αν προσπαθεί. Ακόμα και η προσπάθεια αυτή έχει ενδιαφέρον για εκείνον που κάνει το πορτρέτο.
Με το μοντέλο σου αναγκαστικά θα ζήσεις ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα της ζωής σου, κάθε μέρα. Ζητάς έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να συνεργαστείς. Να μην σε εκνευρίζει και να μην το εκνευρίζεις. Αυτό είναι το πρώτο. Επίσης, πρέπει να είναι κάπως ουσιώδης και εμπεριστατωμένος άνθρωπος.
Μαθαίνω πάντα τη βιογραφία των μοντέλων μου. Κατά ένα περίεργο τρόπο, το εργαστήριο, ιδιαίτερα όταν έχουμε κλείσει την μπαλκονόπορτα –γιατί δουλεύω με προβολείς-, δημιουργεί μια ασφάλεια. Πολλές φορές, πρέπει να ομολογήσω, έχω ακούσει εδώ μέσα πολύ βαριά μυστικά των ανθρώπων που έχουν ποζάρει και έχουνε την ανάγκη κάπου να εκμυστηρευτούν.
Τα μοντέλα δεν τα βρίσκω εγώ. Τα ίδια τα μοντέλα μού βρίσκουν τα επόμενα. Εγώ δυσκολεύομαι, λόγω της θέσης μου. Είμαι ένα άνδρας. Δεν μπορώ να πλησιάσω μια άγνωστη κοπέλα που θα είναι ενδιαφέρον το πρόσωπό της να της προτείνω να ποζάρει. Δεν το έχω κάνει ποτέ. Ειδικά τα μοντέλα που κάνουνε γυμνό είναι κάτι ακόμα πιο δύσκολο. Εκεί, τότε, χρειάζεται η μαρτυρία μιας κοπέλας που έχει ήδη ποζάρει και συνήθως θα πείσει μια γνωστή της, μια φίλη της, λέγοντάς της «δεν πρέπει να φοβάσαι γιατί κι εγώ πόζαρα».
Δεν παίρνω ποτέ επαγγελματίες μοντέλα. Συνήθως ένας επαγγελματίας που κάνει χρόνια αυτή τη δουλειά έχει αποκτήσει μια γκάμα με 5-10 πόζες τις οποίες παίρνει το σώμα του και οι οποίες παλαιότερα υπαγορευόντουσαν από τον τρόπο που πόζαραν τα μοντέλα στην Καλών Τεχνών και παρέπεμπαν στη ζωγραφική του Μόραλη. Πρώτον, οι άνθρωποι σήμερα δεν είναι, δεν στέκονται, δεν ντύνονται και δεν μιλάνε και δεν κινούνται όπως την εποχή που ζωγράφιζε ο Μόραλης.
Με ενδιαφέρει μια κοπέλα που δεν έχει εμπειρία και στέκεται αμήχανα την ώρα που ποζάρει. Γιατί έτσι αυτή η αμηχανία και αυτή η αδεξιότητα θα παραχωρήσει τη θέση της σε μία ηρεμία όταν γνωριστούμε. Χωρίς να το καταλάβει πάντα μπαίνει με τη φαντασία της σε ένα ρόλο. Ενα ρόλο τον οποίο ποτέ δεν μου λέει και ποτέ δεν γυρεύω να μάθω. Και εμένα η ζωγραφική μου σκοπό έχει, αν είναι δυνατόν, να ανιχνεύσει αυτό το ρόλο, να τον ψιλιαστεί.
Με το μοντέλο αναπτύσσεται πάρα πολύ προσωπική σχέση, η οποία πολλές φορές σε εμποδίζει κιόλας. Δηλαδή, προσέχω πολύ η πόζα να μην είναι κουραστική. Ξέρω ποιες πόζες είναι άσχημες και θα πονέσει η μέση, η σπονδυλική στήλη, τα χέρια.
Πιστεύω ότι το μοντέλο σου είναι δημιουργός του έργου μαζί με σένα. Δεν είναι ούτε εξάρτημα, ούτε βοηθός, ούτε απαραίτητο στοιχείο. Είναι συνδημιουργός. Αποφεύγω και τη λέξη συνεργάτις.
Υπάρχει πάντα ένας λανθάνων ερωτισμός. Και πολλές φορές αντιλαμβάνεσαι ότι είναι από τη φύση της δουλειάς. Το μοντέλο σου σού αποκαλύπτει το θαύμα του γυμνού σώματός του. Το οποίο για σένα οφείλει να επέχει θέση έκπληξης. Για να μπορέσει η ζωγραφιά σου να το αντιδιαστείλει απέναντι σε μια βιομηχανία, επέλαση σε υπερθετικό βαθμό γυμνών ανθρώπων, και ιδιαίτερα γυναικών προς εκμετάλλευση -η διαφήμιση πρωτίστως και η πορνογραφία δευτερευόντως το κάνουν- ώστε να προβάλλει σαν όνειρο, το οποίο καλείται να αποκρυπογραφήσει. Η πραγματικότητα είναι ένα όνειρο και ο πίνακας η ερμηνεία του.
Επιμένω στη γυναίκα μοντέλο γιατί πολύ απλά και καθαρά με ενδιαφέρει η ετερότητα και η γυναικεία συνθήκη, κάτι που δεν γνωρίζω, κάτι που είναι μυστήριο για μένα. Επενδύεται μια μαγεία και είναι μυστήριο. Είναι πράγμα άλλο, έτερον η γυναίκα. Δεύτερον, δεν έχω καμία φαντασία για το ανδρικό σώμα. Για να ζωγραφίσεις κάτι χρειάζεται αυτό το κάτι να σου ασκεί σαγήνη. Εμένα μου ασκεί σαγήνη το μυστήριο, η ετερότητα, το άγνωστο: ο άγνωστος κόσμος της γυναίκας. Αυτό.
Μοιραία, εφόσον ζωγραφίζεις γυμνό αναζητείς και καλλιεργείς τη φόρμα του ερωτισμού. Κλίμα ερωτισμού σε ένα έργο τέχνης σημαίνει ότι το έργο τέχνης εντείνεται στα άκρα όρια των υπαινιγμών και δεν δίνει ποτέ σαφείς απαντήσεις, παρά αφήνει συνεχώς ανοιχτά ερωτήματα όπου κυριαρχεί το πιθανών, το ίσως, το ει δυνατόν, το μπορεί. Ποτέ δεν υπάρχει μια σαφής απάντηση «αυτό ή εκείνο». Η άκρα υπαινικτικότητα, η οποία μπορεί να διαχέεται γύρω γύρω από τον πίνακα, δεν έχει τίποτα το σεξουαλικό και το πορνογραφικό, γιατί αυτά δεν είναι ερωτικά πράγματα.
Εχει συμβεί να ερωτευτώ μοντέλο. Είναι λογικό. Είμαστε εδώ μαζί όλη την ημέρα. Ποζάρει, ζωγραφίζω το πρόσωπό της, το σώμα της. Παρατηρώ το πρόσωπο, με βασανίζει για ώρες, για μέρες, για βδομάδες, για μήνες -και έξι μήνες κάποιες φορές. Τη βλέπω τόσο πολύ που δεν θα τη δει σχεδόν ποτέ κανείς. Τόσες πολλές ώρες και με τόση μανία.
Υπάρχουν μέρες που θα έρθουμε και θα καταλάβω ότι είναι χαμένη μέρα, δεν έχω όρεξη καμία, πρέπει να φύγω, μου προκαλεί απαρέσκεια η ιδέα τού να ζωγραφίσω. Με διώχνει το έργο. Τα παρατάω όλα και πάω στο Μουσείο, πάω σε ένα καφενείο. Παίρνω εφημερίδες και διαβάζω. Ωραία περνάω και αυτές τις μέρες.
Πηγαίνω στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο που είναι δίπλα. Μου αρέσουν οι πρώτες αίθουσες των Κούρων μέχρι τις επιτύμβιες στήλες. Μου αρέσουν κι οι θηραϊκές αρχαιότητες και τα ρωμαϊκά πορτρέτα. Είναι σπουδαίο μουσείο.
Μ’αρέσουν τα σπασμένα αγάλματα, δεν θέλω το άγαλμα να είναι ακέραιο. Είμαι κι εγώ γέννημα μιας κουλτούρας η οποία αποθέωσε το ερείπιο. Το βάρος της κληρονομιάς που έχουμε είναι ερείπια. Αν επιχειρήσεις να σκεφτείς τον Παρθενώνα ολόκληρο μπορεί να πεις «ίσως και να μην μου άρεσε». Στην αρχαιότητα δεν θα συνέβαινε αυτό, γιατί δεν είχαν την κουλτούρα της μνήμης. Εμείς έχουμε αποθεώσει και το παραμικρό σημάδι της κληρονομιάς που πρέπει να διασώσουμε. Κι αυτό είναι το τρομακτικό βάρος που έχει στη συνείδησή του κάποιος, αν έχει συνείδηση καλλιτέχνη. Κουβαλάει ένα φορτίο αφάνταστο. Γι’ αυτό το λόγο χαίρομαι την τέχνη σε χώρες που είναι πολύ πιο νεωτερικές, όπως οι ΗΠΑ, που δεν έχουν το άγχος να κουβαλάνε ένα τέτοιο βάρος.
Στα έργα μου δεν μπορώ να προτείνω μια οποιαδήποτε σιγουριά και γι’αυτό πάρα πολλά μέρη τους είναι ατέλειωτα. Κάποιες φορές ακόμα και τα όρια που τελειώνει το σώμα είναι μέσα στην αμφιβολία. Οφείλει η αμφιβολία να υφίσταται. Και να μην υπάρχει πρέπει να τη διανοηθείς . Ο θεατής πρέπει να φαντασιωθεί την εξέλιξη του έργου, και να το ολοκληρώσει ο ίδιος. Εγώ σε αυτά τα έργα πιστεύω. Δεν πιστεύω στα έργα που μπορούν να δώσουν μία τέλεια και πλήρη φόρμα, η οποία θα σε αφήνει απέξω.
Δεν θέλω υπερανθρώπους δημιουργούς, θέλω ανθρώπους με αδυναμίες.
Πίσω από τα ωραιότερα έργα του Ρέμπραντ εγώ βλέπω έναν πάσχοντα άνθρωπο. Είχε χάσει την πρώτη γυναίκα του, έχασε και την δεύτερη, είχε χάσει και το παιδί του και βλέπεις στα έργα του μια κατάρρευση και του προσώπου του αλλά και της τέχνης του. Την αμφιβολία στα τελευταία του έργα τη βλέπεις και πίσω από τα τελευταία έργα του Βαν Γκογκ -μιλάω για ζωγραφικές που τις αγαπώ πολύ. Πίσω από τα τελευταία έργα του Γκόγια, το ίδιο βλέπεις. Το ίδιο είναι και τα τελευταία κουαρτέτα του Μπετόβεν. Εκεί δεν βλέπεις κάποια λαμπρή και παντοδύναμη ύπαρξη. Βλέπεις ψελλίσματα, θραύσματα, που σου δείχνουν τον άνθρωπο που έχει απελευθερωθεί από βάρη πολλά, από τον εγωισμό, την επιδειξιομανία.
Πράγματι, αν είσαι προικισμένος με ταλέντο, έχεις αυτό το μαράζι, την επιδειξιομανία. Η επιδειξιομανία δεν κάνει ωραία έργα. Ούτε κι εγώ έχω γλιτώσει. Πιστεύω ότι είχα κάποιο ταλέντο. Πιστεύω είχα και επιδεξιότητα. Η επιδεξιότητα όμως δεν γεννά καλά έργα τέχνης. Ισα ίσα, ο αδέξιος άνθρωπος θα προσπαθήσει πολύ, θα μοχθήσει, θα πονέσει για να προκύψει η φόρμα την οποία επιθυμεί. Αλλά αυτή η φόρμα δεν θα είναι μια λαμπερή, στιλπνή φόρμα. Θα είναι όμως πλήρης αισθημάτων και πρωτίστως θα είναι πλήρης αισθημάτων αποτυχίας. Κακά τα ψέματα, όποιος βγαίνει και λέει «τι λαμπρό έργο έκανα» είναι αφελής άνθρωπος. Συνεχώς έχω το αίσθημα ότι απέτυχα να προσεγγίζω αυτό το οποίο με μάγευε.
Δεν ζωγραφίζω παιδιά. Ζούμε σε μια άλλη εποχή από τον Βελάσκεθ, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ζωγραφίζουμε παιδιά. Το παιδάκι είναι αθώο και έχει την εικόνα του άφθαρτου. Πώς επομένως να ζωγραφιστεί η εικόνα του άφθαρτου όταν ο τρόπος που δουλεύεις ενέχει μέσα του τη φθορά; Αποπειράθηκα να ζωγραφίσω την ανιψούλα μου, όταν ήταν 16 χρονών, και ήταν ένα από τα δυσκολότερα πορτρέτα που έχω κάνει. Το πρόσωπό της βρισκόταν στο μεταίχμιο της παιδικότητας και της ενηλίκου γυναίκας. Ωρες ώρες ήταν ένα παιδί, ώρες ώρες ήταν μια γυναίκα ενήλιξ. Αυτό μου άλλαξε τα φώτα.
Εγώ μπορεί να κάνω παραστατική ζωγραφική, αλλά πίσω μου έχω και την αφηρημένη ζωγραφική και τη θεωρώ κληρονομιά μου, δεν μπορώ να μην τη λάβω υπόψη μου. Κομμάτια των πινάκων που κάνω είναι και αφηρημένα. Εχω και μια καταγραφή της ζωγραφικής της βίας. Εχω τον Μπέικον, έχω τον Πικάσο, την παραμόρφωση, έχω τον κυβισμό, τον Μπράκ, τον σουρεαλισμό, είναι όλα παρελθόν και μάλιστα πρόσφατο.
Ουσιαστικά, ο συνεχής αγώνας ενός καλλιτέχνη είναι να επινοήσει, να καταλάβει.
Μπορώ να μιλήσω για το ύφος άλλων ζωγράφων. Για το δικό μου, αν υπάρχει και τι ιδιότητες έχει, δεν μπορώ να μιλήσω, γιατί είναι δικό μου και είναι τόσο φευγαλέο, όσο είναι και η εικόνα του προσώπου μου. Οπως το πρόσωπό σου δεν πρόκειται να το δεις ποτέ, παρά θα το βλέπεις μόνο στον καθρέφτη ως είδωλο, έτσι και το ύφος των έργων σου δεν θα το δεις ποτέ ο ίδιος, αλλά θα το καταλάβεις μέσα από το βλέμμα του άλλου.
Ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη να λειτουργήσει ο θεατής σαν ηχείο του έργου του. Αν δεν υπήρχαν θεατές δεν θα υπήρχε ζωγραφική, γιατί ο ζωγράφος δεν θα καταλάβαινε τι κάνει. Το έργο σου είναι προέκταση του σώματός σου. Είναι προιόν σωματοψυχικής παρέμβασης. Το πνεύμα δεν ζωγραφίζει. Εγώ δεν σκέφτομαι τους πίνακες, δεν συλλαμβάνω μια εικόνα. Κι όσες φορές πέφτω σε αυτή την παγίδα και πάω να εφαρμόσω μια σκέψη είναι μια ανοησία.
Η ζωγραφική είναι μεγάλη τέχνη, δεν ενδιαφέρεται να ακολουθήσει την τρέχουσα αντίληψη για την ομορφιά. Φιλοδοξεί να δημιουργήσει καινούριο γούστο, δικό της. Πριν ζωγραφίσει ο Βαν Γκογκ δεν μπορούσαμε να δούμε τον κόσμο. Διατύπωσε ένα γούστο. Όπως λέει ο Αντονέν Αρτώ, με το χοντροκομμένο βίαιο και ανεπεξέργαστο χρώμα του διαπύπωσε ένα γούστο τελείως προσωπικό. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι αρβύλες που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ ήταν αντικείμενο της ζωγραφικής πριν τις ζωγραφίσει; Δεν καταδέχτηκε να ακολουθήσει το τότε ακαδημαϊκό γούστο και διατύπωσε ένα καινούριο γούστο…
Τι είναι η Αρκαδία; Είναι η οικογένειά μου. Ημασταν 4 αδέλφια, τώρα είμαστε 3, οι υπόλοιποι έχουν πεθάνει. Αρκαδία είναι η γκριζάδα του χωριού μου, που είναι πολύ ορεινό και έχει ωραίες ομίχλες, βροχές, λάσπη. Αισθάνομαι ότι αυτή η γκριζάδα έχει επηρεάσει τον τρόπο που ζωγραφίσω, υπάρχει πολύ γκρι χρώμα στα έργα μου.
Ηταν πολύ ωραία χρόνια τα παιδικά. Μεγάλωσα σε ένα χωριό ονειρεμένο για ένα παιδί. Γεννήθηκα 19 χρόνια μετά την ολοσχερή πυρπόληση του χωριού από τους Γερμανούς. Το μισό χωριό είχε ανακατασκευαστεί όταν γεννήθηκα. Το υπόλοιπο μισό, 200 σπίτια, ήταν χαλάσματα. Ετσι τα λέγαμε. Ε, σε αυτά τα χαλάσματα είχαμε τα παιδιά το βασίλειό μας. Παίζαμε κρυφτό και είχαμε άπειρες κρυψώνες. Γιατί ήταν σπίτια προπολεμικά, χωριάτικα, τα είχαν χτίσει Μακεδόνες χτίστες με καμάρες κι υπόγεια. Εν μέρει, τα είχε καταλάβει η φύσις. Είχανε φυτρώσει θάμνοι.
Υπήρχε και ο Καραγκιόζης. Ενα πανέμορφο θέαμα που φτιάχνανε εκεί. Δεν υπήρχε τηλεόραση. Οφείλω να πω ότι μέχρι τα 8 μου χρόνια σχεδόν δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, συνεπακολούθως δεν είχε και νερό στα σπίτια. Ηταν πολύ ωραία χρόνια. Αυτό θυμάμαι. Δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει κάτι που με θλίβει, με θυμώνει. Τίποτα!
Η κλίση μου τότε ήταν οι αταξίες. Μου άρεσε το παιχνίδι, το χώμα, οι λάσπες. Με αυτά ασχολούμαι και σήμερα. Με χώματα και λάσπες. Τα χρώματα πριν γίνουν χρώμα ζωγραφικής είναι σκόνες, χώμα, το οποίο ανακατεύεις με νέφτι και γίνεται λάσπη. Η ζωγραφική με λάσπες γίνεται.
Συνειδητά με τη ζωγραφική ασχολήθηκα μετά τα 18 μου. Μικρός σχεδίαζα με μολύβι χωρίς χρώματα, γιατί δεν είχα. Ούτε χαρτιά είχα. Σχεδίαζα στα τετράδια του σχολείου εικόνες από τα βιβλία, τα αναγνωστικά και την ιστορία. Το αλφαβητάριο ήταν εικονογραφημένο με πανέμορφες ξυλογραφίες του Γραμματόπουλου που απεικονίζαν μια οικογένεια. Αυτή η οικογένεια παραδόξως ήταν σχεδόν ταυτόσημη με την δική μου. Και η γιαγιά μου ίδια ήταν! Αναρωτιόμαι πώς διάολο τα παιδιά στην Αθήνα ταυτίζονταν τότε με αυτές τις εικόνες. Εγώ ταυτιζόμουνα απόλυτα.
Τις εικόνες της αντιγραφής μου τις πρωτοσχεδίαζε η μάνα μου στην Α’ Δημοτικού. Τις έβρισκα πάνω στο τραπέζι το πρωί που ξύπναγα. Καθόταν το βράδυ που γυρνούσε από το χωράφι και τις σχεδίαζε. Ηταν κάτι το μαγικό. Διαισθανόμουν από τότε ότι αυτή η εικόνα ήταν μόνο στο δικό μου το τετράδιο και πουθενά αλλού. Αυτό δηλαδή που είναι η ζωγραφική και αποτελεί την πολυτιμότητά της. Είναι εδώ και μόνο εδώ. Οπως κάθε εικόνα πρωτότυπη. Ο Ηνίοχος των Δελφών είναι μόνο στους Δελφούς και πουθενά αλλού στον κόσμο. Πρέπει να πάμε εκεί για να τον δούμε. Η Νεφερτίτη είναι μόνο στο μουσείο του Βερολίνου και η Μόνα Λίζα αποκλειστικά στο Λούβρο. Πουθενά αλλού. Οπως και το σπιτάκι που σχεδίαζε η μάνα μου.
Κάποια στιγμή η μάνα μου αρρώστησε και ήρθε σε γιατρό στην Αθήνα και έτσι ζωγράφισα εγώ την εικόνα, μια χελιδονοφωλιά, κάπως σαν μουτζούρα. Είχε την προνοησία η μάνα μου και το κράτησε το τετραδιάκι αυτό.
Τελειώνοντας το σχολείο πέρασα στα ΚΑΤΕ Φλωρίνης, στη σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Πήγα και γράφτηκα κιόλας. Ο φιλόλογος που είχα με παρότρυνε «να δώσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών». Αυτό ήταν μια αποφασιστική στιγμή, γιατί είχε κύρος για μένα η γνώμη του ανθρώπου. Ηταν το χέρι που άνοιξε μια πόρτα στην φαντασία μου που δεν μπορούσα να ανοίξω μόνος μου. Γιατί ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσα δεν σου επέτρεπε να φανταστείς εσύ, παιδί μιας οικογένειας που οι γονείς είχαν μια ταβερνούλα, ότι θα πας να γίνεις ζωγράφος. Την επόμενη μέρα πήρα τηλέφωνο στην Καλών Τεχνών. Προετοιμάστηκα και κατά τύχη πέρασα.
Αν δεν είχα περάσει στην Καλών Τεχνών, σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις που ήταν λίγο ανόητες, θα έλεγα μέσα μου «δεν κάνω για ζωγράφος». Θα πήγαινα στα ΚΑΤΕ ή πιθανώς θα είχα το μαγαζί στο χωριό.
Μου αρέσει το χωριό αλλά εγώ έχω ανάγκη την πόλη, την ανωνυμία. Δεν θέλω να με ξέρει κανένας. Ετσι μόνο αισθάνομαι ελεύθερος. Μ’ αρέσει να πάω στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στην βιβλιοθήκη, να πάω σε μια συναυλία στο Μέγαρο. Εδώ θέλω να μείνω και μάλιστα με μανία.
Οχι ότι δεν μου αρέσουν τα ταξίδια. Οι πίνακες προσφέρουνε όμως την ψευδαίσθηση της περιπέτειας του ταξιδιού. Οπότε πολλές φορές καλύπτεσαι έτσι. Μ’αρέσουν πολύ τα ταξίδια αλλά εντός της Ευρώπης. Αντε και δυο- τρεις πόλεις των ΗΠΑ. Θέλω να πάω και στην Αργεντινή.
Αγαπώ πολύ τα βιβλία και ιδιαίτερα τα μυθιστορήματα. Επιλέγω με πολύ μεγάλη αυστηρότητα πλέον ποια βιβλία θα διαβάσω, γιατί ο χρόνος που έχω να διαβάσω είναι λίγος. Και όπως προτιμώ να πάω άλλη μια φορά στη Βουδαπέστη ή στη Βαρσοβία έτσι προτιμώ αντί να διαβάσω δυο τυχαία βιβλία να διαβάσω την Αννα Καρένινα. Οπως και τη διάβασα και είμαι ευτυχισμένος γι’αυτό. Εχω ξεκινήσει να διαβάσω το Αναζητώντας το Χαμένο χρόνο, και είμαι επίσης ευτυχισμένος γι’αυτό. Ο Προύστ μού προσφέρει μια τρομακτικά πολύπλοκη θέαση του κόσμου, που δεν είχα φανταστεί προηγουμένως. Η τέχνη των άλλων σού προσφέρει αυτό που σου λείπει για να καταλάβεις τον κόσμο.
Κι εσύ κάνεις τη δική σου τέχνη γιατί κι εσένα κάτι σου λείπει. Αμα δεν σου λείπει κάτι δεν κάνεις τέχνη. Χρειάζεται ένας πόνος για να κάνεις τέχνη, την οποία πρέπει να κάνεις χάριν της ίδιας. Ανθρωποι πανευτυχείς και ατσαλάκωτοι δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι ευκολύνονται να κάνουν τέχνη ή ότι καταφεύγουν σε αυτή. Γιατί μοιραία εφόσον θα την κάνεις θα σου προσφέρει κι άλλες πίκρες. Δεν σου προσφέρει η ζωγραφική χαρές.
Δεν θα ήθελα να γυρίσει ο χρόνος πίσω. Γιατί δεν θέλω να ξαναζήσω τις λύπες που έχω ζήσει. Είμαι σε μια συνεχή μεταβολή. Είμαι έρμαιο της μεταβολής αυτής. Και με τα έργα που κάνω προσπαθώ να καταπραύνω τον φόβο του θανάτου, να στήσω αναχώματα προς την επέλαση του χρόνου. Εξυπακούεται ότι κάθε άνθρωπος φοβάται το θάνατο και για τα αγαπημένα πρόσωπα και για τον ίδιο. Και προσπαθώ να συμφιλιωθώ με το πέρασμα του χρόνου, γιατί συνεχώς φεύγει.
Αυτό που ήταν παράξενο ήταν όταν συνειδητοποίησα πριν από λίγα χρόνια ότι «αυτή ήταν η ζωή μου». Τώρα προσπαθώ να ζω όσο είναι δυνατόν πιο συνειδητά το παρόν. Τώρα που είμαστε εδώ και κουβεντιάζουμε να το χαίρομαι. Δεν κάθομαι να φαντάζομαι ότι μεθαύριο θα έχουμε εγκαίνια και θα έχουμε χαιρετούρες. Δεν ζω όμως και στο παρελθόν, δεν νοσταλγώ το παρελθόν, δεν ζω με αναμνήσεις. Γιατί στο παρελθόν που νοσταλγώ το ασυνείδητό μου έχει απωθήσει κάθε οδυνηρό στοιχείο. Θυμάμαι μόνο τα ευχάριστα. Αρα είναι ένα ψεύτικο παρελθόν.
Η ψυχανάλυση με έχει βοηθήσει απολύτως. Δεκαέξι χρόνια πέρασαν σαν νεράκι. Δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτό. Εξυπακούεται ότι απελευθέρωσε μέσα μου δυνάμεις που δεν τις φανταζόμουνα.
Και πάλι μπορεί να μην έχει επιτευχθεί η ενηλικίωση σε ορισμένα θέματα. Πολλές φορές νιώθω μέσα μου έναν ενθουσιασμό όπως τον ένιωθα στα 15 μου. Χαίρομαι που θα διαβάσω ένα βιβλίο που θέλω χρόνια, τον Δον Κιχώτη. Εχω, δηλαδή, μέσα μου έναν μεγάλο ενθουσιασμό ακόμα. Αυτό με κρατά στη ζωή. Ενας πόθος γνωριμίας. Και η κάθε γνωριμία έρχεται σαν δώρο, που απολαμβάνεις με παιδικό ενθουσιασμό. Πολλά πράγματα γνωρίζεις και με τα πένθη. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να στέκεται γερά στα πόδια του για να αντιμετωπίζει το απρόβλεπτο, όπως έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος.