«Ήθελα στο φιλμ να περνάνε διάφορα θέματα με τον ίδιο τρόπο που σου σκάνε ένα βράδυ που απλά χαζολογάς στο youTube. Κι εκεί που βλέπεις βίντεο που υποστηρίζουν τη θεωρία της επίπεδης γης, μπορεί να καταλήξεις σε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του Φουκώ ή του Καστοριάδη», λέει ο σκηνοθέτης και συνεχίζει: «Το νήμα που τα ενώνει είναι η ιστορία ενηλικίωσης αυτού του αγοριού που προσπαθεί απεγνωσμένα να γίνει άντρας». Μιλάει για τον κεντρικό ήρωα, τον Φρανσουά, έναν μικροκακοποιό (του διαμετρήματος εκείνων που κρατάνε πιστόλι και λένε «σας παρακαλώ»), ο οποίος θέλει να γίνει διανομέας μιας εταιρείας παγωτών στο Παρίσι και να φτιάξει το σπίτι των ονείρων του και τη ζωή του, αφήνοντας πίσω την παρανομία. Μεγαλύτερο εμπόδιο, η μητέρα του – μια έμπειρη απατεώνισσα που ξέρει πως να επιβιώνει κι έχει φάει όλες τις οικονομιες του στον τζόγο. Την υποδύεται με αλμοδοβαρικό camp, ψιλοκλέβοντας την παράσταση η Ιζαμπέλ Ατζανί. Όταν λοιπόν ο πρωταγωνιστής καταλαβαίνει ότι δεν έχει μία, προσπαθεί να στήσει ενα κόλπο σε ένα θέρετρο στην Ισπανία όπου εμπλέκονται Άραβες wannabe ναρκοβαρώνοι, κουτσαβάκια-μπραβοι από την Αφρική, ένας Σκοτσέζος γκάνγκστερ (λίγο πιο κανονικός από τους υπόλοιπους), μια συμμορία Ζαϊρινών με βαμμένα ξανθά μαλλιά και, φυσικά, ένα μοιραίο κορίτσι, επίσης μετανάστρια αραβικής καταγωγής. Στο πλευρό του στέκευαι κι ο Βενσάν Κασέλ, ερωτευμένος με τη μητέρα του και καμμένος με τα βίντεο για τους illuminati που βλέπει όλη μέρα στο κινητό τηλέφωνο.
Ξέρετε, υπάρχει μια μερίδα κριτικών στη Γαλλία, που θεωρούν ακόμα νουβέλ τη “νουβέλ βαγκ”, που πιστεύουν ότι γίνεσαι χυδαίος αν έχεις εμμονή με την εικόνα. Όμως εμένα μου αρέσει η εικόνα, μου αρέσει όταν με κατηγορούν ότι βάζω το στυλ πάνω από την ουσία, γιατί το στυλ στην πορεία γίνεται ουσία.
«Είναι περίεργοι οι καιροί που ζούμε (σ.σ. fun times, η ακριβής του φράση). Και μπερδεμένοι. Αυτό είναι το zeitgeist. Ας πούμε, ο βασικός πρωταγωνιστής θέλει να ζήσει μια απλή ζωή, αλλά ακόμα κι αυτό είναι τόσο δύσκολο σήμερα. Θέλει να το δείξει και η ταινία μου, αλλά όχι με άμεσο τρόπο. Με ενδιέφερε πρώτα να είναι διασκεδαστική, γιατί αυτό είναι και το δικό μου βασικό ζητούμενο όταν πηγαίνω σινεμά. Να γελάω, να αγωνιώ, και ίσως να βρίσκω και κάτι για να συζητήσω. Όπως ο αγαπημένος μου ιταλικός κινηματογράφος των 50s-60s-70s, όπου σκηνοθέτες σαν τον Ντίνο Ρίτσι και τον Έτορε Σκόλα έκαναν σούπερ διασκεδαστικές ταινίες που καταφέρναν να σου περνάνε κάτω αοό το δέρμα πολύ βαθιά νοήματα». Κάπου εκεί αναφέρετα το όνομα του Σταύρου Τσιώλη («μου το έχουν πει ότι πρέπει να δω τις ταινίες του») και πάμε σε αυτά που μας θυμίζει το Ο Κόσμος Σου Ανήκει.
Νευριάζει ο Ρομέν Γαβράς όταν λένε ή γράφουν ότι η καινούρια του ταινία χρωστά στον Ταραντίνο και μοιάζει με εκείνες του Γκάι Ρίτσι; «Δεν με πειράζει η αναφορά στον Ταραντίνο, γιατί ειδικά στην πρώτη δεκαετία της καριέρας του ήταν αληθινός μαέστρος κι έκανε ταινίες που αγαπώ πολύ όπως το Τζάκι Μπράουν και το Pulp Fiction. Την αναφορά στον Γκάι Ρίτσι, οκ τη δέχομαι, αλλά νομίζω ότι ακόμα κι αν λέγεται για καλό δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας (γέλια). Μ’ άρεσε το Snatch όταν είχε βγει, νομίζω όμως ότι οι δικές μου ταινίες είναι περισσότερο emo».
Στα αμερικάνικα μίντια, οι κριτικές – θετικές κι αρνητικές – έμειναν όντως στο πρώτο επίπεδο του Ταραντινικού σύμπαντος ή έκαναν λόγο για αντι-Σημαδεμένο. Αγνοώντας την ευρωπαίκή προέλευση πολλών παρανυχίδων της ιστορίας. Ας πούμε, η σχέση του πρωταγωνιστή με τη μαμά του δεν είναι πολύ ελληνική; «Οι Έλληνες αυτό μου λένε, οι Βρετανοί πάλι τη χαρακτηρίζουν σαιξπηρική». Ή το μεταναστευτικό. «Πρέπει πάντα να βρίσκεις εναλλακτικές γωνίες για να μιλήσεις για τα πράγματα που σε ενδιαφέρουν. Να ξεφεύγεις από την πεπατημένη που επιτάσσει π.χ. αν κάνεις ενα φιλμ με μετανάστες να πρέπει το κοινό να κλάψει. Οι πρωταγωνιστές μου θέλω να είναι κινηματογραφικοί χαρακτήρες και όχι κοινωνικά case studies. Ο πληθυσμός των παριζιάνικων προαστίων βρίσκεται εκεί για δεκαετίες, αλλά είναι λες κι απαγορεύεται να αποτυπωθούν με νορμάλ κινηματογραφικό τρόπο. Όταν έγινε η πρεμιέρα του φιλμ στις Κάννες πίστευα ότι θα με διαλύσουν, επειδή δείχνω μέ έναν συγκεκριμένο τρόπο τους μετανάστες ή κάνω “κακά” αστεία μαζί τους. Δε συνέβη, γιατί ευτυχώς όλοι είδαν ότι μιλάω με τρυφερότητα κι αληθινή αγάπη για εκείνους. Μόνο από τη Liberation δέχθηκα μια κακή κριτική, αλλά νομίζω γράφτηκε από αυτούς τους ανθρώπους που τους αρέσει το στερεοτυπικό σινεμά που τους κάνει να κλαίνε για το οποίο μίλησα και πριν. Ξέρετε, υπάρχει μια μερίδα κριτικών στη Γαλλία, που θεωρούν ακόμα νουβέλ τη “νουβέλ βαγκ”, που πιστεύουν ότι γίνεσαι χυδαίος αν έχεις εμμονή με την εικόνα. Όμως εμένα μου αρέσει η εικόνα, τη θεωρώ το 50% της κινηματογραφικής τέχνης. Μου αρέσει όταν με κατηγορούν ότι βάζω το στυλ πάνω από την ουσία, γιατί το στυλ στην πορεία γίνεται ουσία. Είναι κάτι που μου έμαθαν τα μουσικά βίντεο, στα οποία χρησιμοποιείς συμβολισμούς κι έχεις λίγο χρόνο για να κερδίσεις τις εντυπώσεις». Όπως στο βίντεο για το “Born Free” της Μ.Ι.Α. που αποφάσισε 4 μέρες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, επειδή το είδε στο όνειρό του, να μιλήσει για την «γενοκτονία των κοκκινομάλληδων», προκαλώντας εγκεφαλικό στον παραγωγό του που έπρεπε να βάψει τόσα πολλά κεφάλια.
Του ζητάω να μιλήσει για τα δύο μεγάλα ονόματα του καστ. «Αγαπώ την Ιζαμπέλ (σ.σ. Ατζανί). Κάναμε μια συμφωνία ότι από δω και στο εξής θα παίζει σε όλες μου τις ταινίες, ακόμα και ως κομπάρσος. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες και φοβόμουν ότι είναι δύσκολη, αλλά τα πήγαμε μια χαρά. Με τον Βενσάν Κασέλ, που ήταν πρωταγωνιστής και στην πρώτη μου ταινία το 2010, έχουμε μια πολύ δυνατή σχέση – είναι και παραγωγός στο φιλμ. Νομίζω, ότι είναι κι εξαιρετική η ερμηνεία του. Παίζει φανταστικά χωρίς να χρειάζεται σε όλη την ταινία να κάνει ο,τιδήποτε άλλο πέρα από το να μουρμουρίζει».
Ελπίδα υπήρχε κι όταν βγήκε ο Τσίπρας. Τελικά, συνθηκολόγησε. Κι ο κόσμος έμεινε με την απορία: αφού δεν τα κατάφερε κι αυτός, με τόσο ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση, να τα βάλει με τη μηχανή του Eurogroup, ποιος μπορεί να το κάνει;
Μιας και είχαμε την πρόσφατη ιστορία με το τρολ που «σκότωσε» μέσω της ελληνίδας ΥΠΠΟ τον πατέρα του στο διαδίκτυο, προκαλώντας και λίγη εσωτερική πολιτική αναστάτωση, τον ρωτάω αν αναγκάστηκε να «σκοτώσει» κι εκείνος τον μεγάλο Costas Gavras προκειμένου να βρει το δικό του πάτημα. «Όχι, δεν το έχω κάνει. Δε γίνεται κιόλας. Η μόνη επανάσταση που έκανα απέναντί του ήταν όταν στα 15 οι αγαπημένες μου ταινίες ήταν εκείνες που έπαιζε ο Μπρους Ουίλις, “Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει” και τέτοια, πολύ μακριά από το σινεμά που εκείνος υπηρετούσε. Έτσι κι αλλιώς, ξεκίνησα πολύ νωρίς, στα 14, να κάνω τις δικές μου ταινίες και ξεπέρασα γρήγορα το πατρικό συνδρομο. Δεν ξυπνάω λοιπόν με την σκιά του πατέρα μου σε κανένα επίπεδο. Είμαστε πολύ κοντά και είμαι πολύ περήφανος για την σχέση μας».
«Νομίζω, στην Ελλάδα είστε λίγο καλύτεροι γιατί δε φοράτε κίτρινα γιλέκα στα μπάχαλα που, αφενός, σε κάνουν περισσότερο ορατό κι, αφετέρου, δεν είναι όμορφα» – Λίγη ώρα πριν, με το που κάτσαμε στο τραπέζι της συνέντευξης, το πρώτο πράγμα που αναφέρθηκε ήταν φυσικά τα «κίτρινα γιλέκα» και η αναταραχή στο Παρίσι. Ο Ρομέν Γαβράς κάνει αρχικά πλάκα, αλλά μετά είναι λαλίστατος.
«Είναι κάτι μάλλον πρωτόγνωρο γιατί όταν υπήρχαν ταραχές στη Γαλλία συνήθως γίνονταν είτε από τον πληθυσμό των προαστίων είτε από μικρές αναρχικές ομάδες. Τώρα φαίνεται ότι έχουν εξαγριωθεί οι “κανονικοί” άνθρωποι της εργατικής τάξης ενάντια στην Θατσερική πολιτική του Μακρόν. Μόνο που στη Γαλλία η ταξική διαστρωμάτωση είναι διαφορετική, μην ξεχνάτε εμείς τον σκοτώσαμε τον Βασιλιά μας, και είναι πολύ πιο δύσκολο να περάσουν νόμοι όπως αυτός για τον φόρο στα καύσιμα. Το θέμα με τον Μακρόν είναι πώς πρόκειται για έναν τεχνοκράτη που τον αγαπούν περισσότερο εκτός Γαλλίας παρά εντός της. Είναι υπερφιλέλευθερος στο οικονομικό κομμάτι κάτι που λογικά δουλεύει καλά για τις τράπεζες, αλλά όχι για τους πολίτες. Δεν τον ψήφισα γιατί δε μ’ αρέσει να ψηφίζω κάτι για να μη βγει κάτι άλλο (και οι περισσότεροι αυτό έκαναν για να αποτρέψουν την εκλογή Λεπέν). Δε δικαιολογώ όμως ούτε τον Μελανσόν, ένας λαϊκιστής ειναι, ένα πρώην μέλος των Σοσιαλιστών που νομίζει ότι έχει δει ένα κενό στην άκρα αριστερά και προσπαθεί να αρπάξει την ευκαιρία.
Νομίζω ότι ο θυμός είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Ένα κομμάτι μου είναι πάντα ευχαριστημένο όταν υπάρχουν τέτοιες αντιδράσεις. Όμως στην περίπτωση των “κίτρινων γιλέκων” δεν μπορούμε να πούμε ότι εκφράζεται μια συγκεκριμένη φωνή, νομίζω ότι στις τάξεις τους συμπεριλαμβάνονται κομμάτια τόσο της άκροδεξιάς όσο και της άκροαριστεράς. Το θετικό, έστω και μετά από τις βίαιες κινητοποιήσεις, είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει να υποχωρεί. Από την άλλη, είναι φανερό ότι και τα δύο άκρα προσπαθούν να διεκδικήσουν την κηδεμονία αυτού του κινήματος ή έστω μερικές παραπάνω ψήφους.
Είναι πολύ δύσκολο, λοιπόν, να προβλέψουμε ποιος θα εκμεταλλευθεί αυτήν την κρίσιμη μάζα. Το μόνο σίγουρο, παγκοσμίως, είναι ότι αν δεν αλλάξει οπτική η Αριστερά ο δρόμος για τους εξτρεμιστές της Δεξιάς θα γίνεται όλο και πιο ανοιχτός. Μη με ρωτάς πώς θα γίνει, δεν το ξέρω.
Αλλά, δεν μπορώ να ακούω ότι για την εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ φταίνε οι Ρώσοι. Όχι, η Αριστερά φταίει γιατί δε λειτουργεί καλά εκεί όσο κι αν υπάρχει λίγη ελπίδα με τον Μπέρνι Σάντερς. Ελπίδα υπήρχε κι όταν βγήκε ο Τσίπρας που πιστεύαμε ότι θα πήγαινε την σύγκρουση μέχρι τέλους. Τελικά, συνθηκολόγησε. Κι ο κόσμος έμεινε με την απορία: αφού δεν τα κατάφερε κι αυτός, με τόσο ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση, να τα βάλει με τη μηχανή του Eurogroup, ποιος μπορεί να το κάνει;».
Ωπ, τι έχουμε εδώ; Ο agent provocateur, που εμπνεόταν το βίντεο της συνεργασίας Kanye-Jay Z από τα επεισόδια στους δρόμους της Αθήνας ή χώριζε τη Γαλλία στα δύο για το βίντεο του “Stress”, ηρέμησε και το σκέφτεται δυο φορές πριν αποθεώσει τη βία; «Κοίτα, είμαι 37 πια. Όμως, μην ανησυχείς, το ένστικτο μου πάντα με οδηγεί να κάνω χαζά πράγματα».