Rogue One: Τα τερτίπια της Marvel ταξιδεύουν σ’ έναν γαλαξία πολύ, πολύ μακριά

Rogue One: A Star Wars Story (2,5/5)

Περιπέτεια φαντασίας, σε σκηνοθεσία του Gareth Edwards και σενάριο των Chris Weitz και Tony Gilroy, με τους Felicity Jones, Diego Luna, Mads Mikkelsen κ.ά., διάρκειας 133 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment

Σ’ έναν γαλαξία πολύ, πολύ μακριά, απείθαρχη νεαρά πορτοφολού με daddy issues, βρίσκει τον εαυτό της στα χαρακώματα του πολέμου της Αυτοκρατορίας και των Ανταρτών, λίγο πριν η Δύναμη και τα φωτόσπαθα γίνουν διαγαλαξιακά trending topics.

Χώνοντας την Lucas Film στο καλούπι του δοκιμασμένου, πετυχημένου, και γεμάτου υποσχέσεις επιχειρηματικού σχεδίου που ξεπατίκωσε απ’ το μπάσιμο της Marvel στις κινηματογραφικές αίθουσες, με το πρώτο spin-off της εμβληματικής διαγαλλαξιακής saga του Πολέμου των Άστρων η Disney (ιδιοκτήτρια και των δύο εταιριών) φιλοδοξεί να εγκαθιδρύσει στο κινηματογραφικό σύμπαν των Jedi το μοτίβο των Avengers: τουτέστιν, τακτικές εναλλαγές της εξέλιξης του κεντρικού timeline του διαστρικού σπαραγμού ανάμεσα στη φασιστική διαγαλλαξιακή Αυτοκρατορία και τους αντάρτες που προσπαθούν να την ανατρέψουν, με σποραδικές περισπάσεις από περιπέτειες παράπλευρων χαρακτήρων σε περιφερειακά storylines. Γύρω απ’ αυτήν την ολοκληρωτική ατολμία της χολιγουντιανής βιομηχανίας να επενδύσει σε πρωτότυπες ιδέες, υπάρχει ως συνήθως μια βαθιά υπαρξιακή συζήτηση που μπορεί να στηθεί, η οποία όμως μάλλον δεν είναι της παρούσης. Τουλάχιστον όχι τόσο, όσο ένα μικρό της παρεμπίπτων σύμπτωμα, που αφήνει φαρδύ πλατύ το σημάδι της σ’ ετούτο το πρώτο, εκτός του κεντρικού timeline της σειράς φιλμάκι.

Ένα απ’ τα πράγματα που έκαναν τις ταινίες της Marvel να ξεχωρίζουν σε επιχειρηματικό κυρίως, κι όχι τόσο σε καλλιτεχνικό εν τέλει επίπεδο, ήταν η απόφασή της όλες τις απόπειρες μπασίματος των χάρτινων ηρώων της στην οθόνη, να τις αναθέσει σε νεόκοπους σκηνοθέτες. Δημιουργούς με ενδείξεις υπολογίσιμων δυνατοτήτων, αλλά και ποσότητα απειρίας ικανή για να τους κάνει διαχειρίσιμους, ειδικά υπό την πατρωνία ενός επιβλητικού παραγωγού. Έτσι, μπορεί o Jon Favreau να άφησε τη στάμπα του στον Iron Man, ή ο Joe Johnston να έκανε αξιοζήλευτες απλωτές με τον Captain America, όμως πίσω από κάθε πρώτη (και δεύτερη, και τρίτη) solo εμφάνιση ενός εκάστου των Avengers, υπήρχε πάντα ο Avi Arad. Το όραμα του απλώματος του σύμπαντος της Marvel στην πλήρη του ολότητα επί της οθόνης, ήταν πάντα κι εξ αρχής μελετημένο με λεπτομέρεια, και για όποιον έχει την αίσθηση πως, πέραν της γενικής υφολογικής προσέγγισης που μπορεί να έφερνε μαζί του ο κάθε σκηνοθέτης, του έπεφτε κανένας λόγος για το προς τα πού θα πάει η εικόνα ή ο ρυθμός, κι ακόμη περισσότερο η μυθολογία της σειράς του, υπάρχουν κάποιες δεκάδες βίντεο στο internet, που δείχνουν ακριβώς ποια γρανάζια κι ελατήρια της κάθε μιας ταινίας της Marvel, είναι ακριβώς στην ίδια θέση για ακριβώς τον ίδιο λόγο, σε κάθε μια από τις άλλες.

Με αντίστοιχη νοοτροπία προσέγγισε η Disney την ανάθεση της σκηνοθεσίας του Rogue One στον Gareth Edwards, τον πλήρη υποσχέσεων σκηνοθέτη του εξαιρετικού, ανθρωποκεντρικού Godzilla, όμως η σούπα δεν της βγήκε, με το υλικό του Edwards να παρεκκλίνει αρκετά απ’ τα αρχικά σχέδια της εταιρείας. Πιθανά κανείς δεν θα μάθει πώς είχε στ’ αλήθεια προσεγγίσει το σύμπαν του Star Wars ο σκηνοθέτης, όμως το αποτέλεσμα των παρεμβάσεων του Tony Gilroy, του σεναριογράφου που εν συνεχεία ανέλαβε να ξαναγυρίσει σχεδόν απ’ την αρχή όλες τις σκηνές δράσης της ταινίας, είναι παραπάνω από εμφανές — τόσο στην εικόνα, όσο και στο ξεδίπλωμα της πλοκής. Το νευρικό του χέρι, όπως το γνωρίσαμε καλά με το The Bourne Legacy, προσπαθεί στα στενά, ασφυκτικά του κόρτε με τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του, να βρει την ένταση που δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν στους ανεξερεύνητους χαρακτήρες του οι ηθοποιοί, ενώ το χώρο γύρω τους γεμίζουν με οπτικό κι ακουστικό θόρυβο τα ψηφιακά εφέ, που ό,τι τους λείπει σε ευρηματικότητα το αναπληρώνουν με ασύλληπτη ακρίβεια και αληθοφάνεια.

Παράλληλα, τα διαλείμματα της δράσης (συναρπαστικής, για όποιον γοητεύεται από λεϊζερομαχίες ανάμεσα σε ήρωες με τους οποίους ουδεμία συναισθηματική δέσμευση τον συνδέει), γεμίζουν με άλλη μια παραλλαγή του επαναλαμβανόμενου αφηγηματικού μοτίβου μπερδεμένου νεαρού ήρωα με daddy issues, που βρίσκει τη θέση του στον κόσμο μέσα από σειρά διαγαλλαξιακών συμπτώσεων, που θα τον φέρουν στο επίκεντρο ριψοκίνδυνης αποστολής, κρίσιμης για το μέλλον της Επανάστασης. Όλο αυτό αμπαλάρεται με αισθητική πολύ πιο ρετρολαγνική απ’ ότι εκείνη του The Force Awakens, η οποία ανταλλάσσει την εικονοπλαστική της ατολμία με μια νοσταλγική ποιότητα σχεδόν συγκινητική. Είναι όμως τουλάχιστον οξύμωρο, ο συναισθηματικός αντίκτυπος μιας ταινίας που φιλοδοξεί να εμφυσήσει νέο αέρα σε μια μυθολογία κουρασμένη απ’ τα χρόνια, να βασίζεται τόσο πολύ στο παρελθόν της. Μια σύγχρονη ματιά στη φουτουριστική αισθητική του παρελθόντος: αν αυτό δεν είναι χωροχρονικό παράδοξο, τότε τι είναι;


Kollektivet / Το Κοινόβιο (3,5/5)

Σάτιρα εποχής βραβευμένη με Αργυρή Άρκτο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βερολίνου, σε σκηνοθεσία του Thomas Vinterberg και σενάριο του ιδίου και του Tobias Lindholm, με τους Ulrich Thomsen, Fares Fares, Trine Dyrholm κ.ά., διάρκειας 111 λεπτών, σε διανομή της Seven Films

Στη Δανία του ’70, προοδευτικό ειδυλλιακό ζευγάρι με γλυκύτατη κορούλα αποφασίζει να μετατρέψει το πατρικό του ανδρός σε κοινόβιο, μα όταν η σχέση τους αρχίζει να κλυδωνίζεται, ανακαλύπτουν πως πουθενά δεν νιώθεις πιο μόνος σου, απ’ ότι ανάμεσα σε κόσμο.

Ένας βαθύς, παχύς και πλούσιος συναισθηματικός λαβύρινθος είναι αυτός που στήνει στους διαδρόμους του σπιτιού ο Thomas Vinterberg, ο οποίος εκθέτει εδώ την ακριβώς αντίθετη πλευρά του νομίσματος που έχει στην άλλη άκρη του την Οικογενειακή Γιορτή / Festen. Γιατί αν εκεί ήταν τα βαθιά κρυμμένα μυστικά που τινάζαν στον αέρα την οικιακή γαλήνη, εδώ είναι η απόλυτη ειλικρίνεια αυτή που ετοιμάζεται να διαλύσει την ειρήνη. Η ολοκληρωτική κι αποφασιστική αποδόμηση της εκλογίκευσης των συναισθημάτων, αυτού του τόσο πολύτιμου όπλου των Σκανδιναβών απέναντι στο χάος της αληθινής ζωής, γίνεται εδώ το κατάλληλο εργαλείο για να συνθέσει ο Vinterberg μια υπερπλούσια δραματική ταπισερί, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται μια διαπίστωση επώδυνη όσο και εν τέλει βαθιά αληθινή: δεν υπάρχει τρόπος σ’ ετούτη τη ζωή να μην πληγώνουμε ο ένας τον άλλο, όσο καλές κι αληθινές προθέσεις και να έχουμε. Το μόνο όμως που μπορούμε να κάνουμε για να μην πονάμε, είναι να συνεχίζουμε να αγαπάμε. Διαβάστε την πλήρη κριτική στην ανταπόκριση από το Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.


Caini / Όταν Ξέσπασε η Βία (2,5/5)

Δράμα μυστηρίου βραβευμένο από τη FIPRESCI στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Bogdan Mirica, με τους Dragos Bucur, Gheorghe Visu και Vlad Ivanov, διάρκειας 104 λεπτών, σε διανομή της Ama Films

Η ζωή στο χωριό είναι πολύ πιο άγρια απ’ όσο την είχε υπολογίσει ο κληρονόμος κτήματος, που θα πρέπει να τα βγάλει πέρα με τους συμμορίτες φίλους του γκάνγκστερ παππού του, στις εσχατιές της ρουμανικής επαρχίας, όπου εκτός απ’ τα σκυλιά δαγκώνουν και οι άνθρωποι.

Βραδυφλεγές και ατμοσφαιρικό, το δράμα μυστηρίου του πρωτοεμφανιζόμενου Ρουμάνου που εντυπωσίασε το περασμένο φεστιβάλ Κανών με το αγριεμένο βλέμμα του, ξεδιπλώνεται σαν μια βαλκανική εκδοχή του Μπλε Βελούδου, με χιούμορ καταμαυρισμένο απ’ την υπερβολή έκθεση στη σάτιρα των αδερφών Coen, χάνει όμως σύντομα τη φόρα του, όταν η ίντριγκά του αποδεικνύεται πολύ πιο ζουμερή απ’ τον κούφιο ζόφο που κρύβει στο κέντρο της. Η εντυπωσιακή ευχέρεια του σκηνοθέτη στη σύνθεση εικόνων, θα ωφελούνταν τα μέγιστα αν το σενάριο με το οποίο της συνοδεύει, έδειχνε πιο συχνά τα κυνικά του δοντάκια, αντί να βαλτώνει στις σκεφτικές σιωπές, που γεμίζουν τα κενά ανάμεσα στις απότομες κλωτσιές δράσης με τις οποίες σπρώχνει την πλοκή του να πάει παρακάτω, παραμένει όμως υποθήκη ταλέντου ενός σκηνοθέτη που φαίνεται ν’ αξίζει προσοχής για τη μελλοντική του εξέλιξη.


Τέλειοι Ξένοι (1/5)

Κωμωδία χαρακτήρων σε σκηνοθεσία και σενάριο του Θοδωρή Αθερίδη (απ’ το ομότιτλο ιταλικό θεατρικό) με τους Θοδωρή Αθερίδη, Σμαράγδα Καρύδη, Μαρία Ναυπλιώτου, Μάκη Παπαδημητρίου κ.ά., διάρκειας 110 λεπτών, σε διανομή της Odeon

Τρία ανδρόγυνα κι ένας μπακούρης γύρω απ’ το τραπέζι του καθιερωμένου φιλικού τους δείπνου, για κάποιο λόγο αποφασίζουν ότι είναι καλή ιδέα να διαβάζουν ο ένας τα μηνύματα του άλλου. Ακολουθεί πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του χάους.

Κινηματογραφική μεταφορά θεατρικού έργου αμφιβόλου χιουμοριστικής ευστοχίας, σκηνοθετημένη στο πόδι και μονταρισμένη στο βανάκι καθοδόν για την εκτύπωση της κόπιας, η νέα σκηνοθετική απόπειρα του Θοδωρή Αθερίδη πάσχει απ’ όλα τα παιδικά νοσήματα των προηγούμενων δουλειών του: περιορισμένη έως ανύπαρκτη κινηματογραφικότητα, άκρατη λογοδιάρροια χαρακτηριστική της ασυμμάζευτης θεατρικότητας του σεναρίου, αγχώδης έγνοια τσιγκλίσματος των χιουμοριστικών αντανακλαστικών του ελάχιστου κοινού παρανομαστή των θεατών, οι Τέλειοι Ξένοι έχουν για επιπλέον επώδυνο γνώρισμα τη συλλογή από facebook-ικά τσιτάτα και ανέκδοτα ως ενισχυτικά της χιουμοριστικής φαρέτρας, κωμική προσέγγιση της οποίας η παρωχημένη λογική επιβεβαιώνεται από τη μουγκαμάρα που τα συνοδεύει στην αίθουσα. Αν η ταινία σώζεται από κάτι, αυτό είναι αφ’ ενός η δραματουργική αληθοφάνεια των αντιδράσεων των ηρώων και η νηφάλια ερμηνεία τους απ’ τους περισσότερους πρωταγωνιστές, και η σε γενικές γραμμές κομψότητα της φάρσας.


Επίσης στις αίθουσες:

Muchenik / Ο Πιστός (3/5)
Λυκειόπαιδο στη σύγχρονη Ρωσία αποφασίζει πως ο μόνος τρόπος να αποτρέψει τον κόσμο απ’ το να πάει τελείως κατά διαόλου, είναι να μετατραπεί σε φανατικό ιεροκύρηκα του ορθόδοξου φονταμεταλισμού, σε μια μαύρη σαν τα ράσα της ορθοδοξίας σάτιρα της ολοκληρωτικής συντηρητικοποίησης της Ρωσίας του Πούτιν. Δραματική σάτιρα σε σκηνοθεσία Kirill Serebrennikov και σενάριο των Kirill Serebrennikov και Marius von Mayenburg, με τους Pyotr Skvortsov, Viktoriya Isakova, Yuliya Aug, διάρκειας 118 λεπτών, σε διανομή της Weird Wave.

Sing / Τραγούδα!
Το Fame Story σε animation με ζωάκια, από τους παραγωγούς των πολύχρωμων επιτυχιών Εγώ ο Απαισιότατος και Η Μυστική Ζωή των Κατοικίδιων. Οικογενειακή κωμωδία σε σκηνοθεσία Garth Jennings και Christophe Lourdelet και σενάριο του Garth Jennings, με τις φωνές των Matthew McConaughey, Reese Witherspoon, Seth MacFarlane κ.ά., διάρκειας 110 λεπτών, σε διανομή της UIP.

Bad Santa 2 / Η Αϊ Βασίλης είναι Πολλή Λέρα
Μέθυσος μικροκακοποιός φορά για δεύτερη φορά τη στολή του χειρότερου Άη Βασίλη όλων των εποχών, προκειμένου να ξαφρίσει σάκους με δολλάρια, μόνο που ετούτη τη φορά στη συμμορία του συμμετέχει και η μάνα του, η οποία είναι οριακά πιο ανυπόφορη απ’ την ίδια την ταινία. Μαύρη κωμωδία σε σκηνοθεσία του Mark Waters και σενάριο των Johnny Rosenthal και Shauna Cross, με τους Billy Bob Thornton, Kathy Bates και Tony Cox, διάρκειας 92 λεπτών, σε διανομή της Tanweer.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης