Τον Αύγουστο του 1972 που ο Ρότζερ Μουρ έδωσε τα χέρια με τον Άλμπερτ Μπρόκολι, θρυλικό παραγωγό που είχε μεταφέρει με μεγάλη επιτυχία στη μεγάλη οθόνη τα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ, για να γίνει ο επόμενος (τρίτος στη σειρά) Τζέιμς Μποντ κανένας από τους δύο δε φανταζόταν ότι αυτή η συμφωνία θα ήταν ο ορισμός αυτού που λέμε “match made in heaven”.
Από τη μία είχαμε έναν 45χρονο τότε γόη μαθημένο να παίζει franchise ρόλους όπως ο περίφημος τηλεοπτικός Άγιος, αλλά χωρίς μέχρι τότε σοβαρό κινηματογραφικό γκελ. Ο Ρότζερ Μουρ είχε υποδυθεί για 118 επεισόδια στα βρετανικά 60s τον -σύγχρονο Ρομπέν των Δασών- κλέφτη ήρωα του Λέσλι Τσάρτερις και είχε εξαργυρώσει την επιτυχία του συμφωνώντας για αμοιβή 1.2 εκατομμυρίου στερλινών (χωρίς μάλιστα να υπογράψει κανενός είδους συμβόλαιο) προκείμενοι να είναι μαζί με τον Τόνι Κέρτις οι δύο Αντίζηλοι πολυεκατομμυριούχοι πλέιμποι που τργυρίζουν την Ευρώπη ζώντας τυχοδιωκτικές περιπέτειες. Η συνεργασία δεν λειτούργησε και πολύ καλά, οι δύο σταρ δεν τα βρήκαν – πολύ τυπικός επαγγελματίας ο Μουρ, πολύ φευγάτος ο Κέρτις – και η σειρά δεν μακροημέρευσε. Από τα 24 επεισόδια, σαφώς περισσότερο από τις ερμηνείες έμεινε το υποδειγματικά κομψό main theme του Τζον Μπάρι.
Κι από την άλλη υπήρχε ένας ήρωας, ο Πράκτωρ 007, που είχε αφήσει το αποτύπωμά του στην πινακοθήκη των swinging 60s, αλλά έψαχνε το επόμενο βήμα του. Ο Σον Κόνερι μετά από 5 ταινίες σε ισάριθμες χρονιές (1962-66) φοβήθηκε την τυποποίηση κι εγκατέλειψε (που να ξέρε ότι θα γυρνούσε δυο φορές, τόσο για Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά του 1971 όσο και για το, εκτός σειράς σοφά τιτλοφορημένο, Ποτέ Μην Ξαναπείς Ποτέ του 1983;). Ο αυστραλός Τζορτζ Λέιζενμπι δεν μπόρεσε να διαχειριστεί το βάρος του ρόλου και ως βέρος μποέμ (βρείτε το φετινό ντοκιμαντέρ Becoming Bond και θα καταλάβετε) απέρριψε τις «αυξημένες υποχρεώσεις του σταρ». Δεν διήρκεσε πάνω από μια ταινία, το Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας του 1969.
Ο Μουρ ήταν έτοιμος. Έχασε μερικά κιλά, έκανε λίγη γυμναστική και τελικά εξελίχθηκε στον μακροβιότερο Μποντ της ιστορίας. Έπαιξε σε 7 ταινίες για δώδεκα χρόνια, από το 1973 έως το 1985, αλλάζοντας το ύφος και το ίχνος της σειράς. Επι των ημέρων του, ο ήρωας έγινε πιο φλεγματικός και κοσμοπολίτης. Σαφέστατα λιγότερο δυναμικός από τον προκάτοχό Κόνερι, ένας εξωστρεφής μπον βιβέρ – η άλλη όψη του νομίσματος σε σχέση με τον πολύ μεταγενέστερό του Ντάνιελ Κρεγκ που τσαλάκωσε το προφίλ του 007 παραδίδοντας έναν πιο εύθραυστο και συμπλεγματικό ήρωα. Η εντονότερη κριτική προς τον Μποντ του Ρότζερ Μουρ είναι ότι ειδικά προς το τέλος της θητείας του τα φιλμ είχαν γίνει κατασκοπικές κομεντί παρά περιπέτειες δράσεις. Το μεγαλύτερο παράσημό του ότι παρέδωσε μάλλον τον πιο οικείο Μποντ από τους 6 ηθοποιούς που τον έχουν υποδυθεί μέχρι σήμερα.
Σήμερα, 23 Μάϊου 2017, ο ηθοποιός που έκανε το ντεμπούτο του ως κομπάρσος στο Καίσαρ και Κλεοπάτρα του 1945, αναδείχθηκε Πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNICEF το 1991 και χρίστηκε Σερ από τη Βασίλισσα το 2003, έφυγε από τη ζωή λόγω επιπλοκών που σχετίζονται με τον καρκίνο μερικούς μήνες πριν κλείσει τα 90. Θα τον θυμόμαστε, πριν και πάνω απ’ όλα να γυρίζει τον κόσμο «με άδεια να σκοτώνει» και να πίνει το μαρτίνι του «κουνημένο, όχι ανακατεμένο».
Αυτές είναι οι ταινίες που υποδύθηκε τον Τζέιμς Μποντ, έτσι όπως θα μείνουν στη δική μου μνήμη, από την χειρότερη στην καλύτερη…
Moonraker (1979)
Οι παραδοσιακοί κριτικοί κινηματογράφου τοποθετούν τον Μουρ χαμηλά στο ranking των ηθοποιών που έπαιξαν τον Μποντ γιατί υπήρξε «επιφανειακός και στα χρόνια του η σειρά φλέρταρε με την παρωδία». Αγνοώντας ίσως ή υποτιμώντας ότι ακριβώς αυτό άνοιξε κι άλλα ακροατήρια για τον ήρωα. Αν κάπου τους δίνεις δίκιο, είναι μάλλον στο Moonraker που αποτελεί ότι κοντινότερο στην παραπάνω μομφή. Με μερικές εξωφρενικές σκηνές δράσης στο διάστημα (ακόμα και για ταινία Μποντ που όλα μπορούσαν να συμβούν στις προ CGI εποχές) και μια ατέλειωτη διάθεση χαβαλέ. Βέβαια, είναι το φιλμ που μιλάει ο «Σαγόνιας»…
Επιχείρηση Οκτοπούσι (Octopussy, 1983)
Στην προτελευταία ταινία του Μουρ στο ρόλο του 007, αφενός μεν κάτι πήγε να τερματιστεί με το λογοπαίγνιο του τίτλου και τον ρόλο της γοητευτικότατης Μοντ Άνταμς, αφετέρου δε οι σκηνές με τα μαχαίρια έχουν καλτ θέση στη μυθολογία της σειράς. Πάντως, μάλλον το κεντρικό σημείο της ταινίας είναι τα ψυχροπολεμικά μηνύματα που συναγωνίζονται το Rocky IV (εκείνο με τον Ντράγκο) σε γραφικότητα. Ο Μουρ πάντως ισορροπεί με περισσή χάρη σε οροφές τρενών αλλά και σε φτερά αεροπλάνων (!!!) προκειμένου να αποτρέψει τον Αφγανό πρίγκιπα Καμίλ Χαν να σκορπίσει πυρνηικό όλεθρο αφού προηγουμένως έχει κοροϊδέψει τους Σοβιετικούς…
Η Κατάσκοπος Που Μ’ Αγάπησε (The Spy Who Loved Me, 1977)
Δεν είναι και το καλύτερο στόρι της σειράς, βασισμένο σε ένα σαπουνοπερετικό (sic) εύρημα ένωσης των δυνάμεων του Μποντ με την ρωσίδα πρακτόρισσα της KGB, Άνια Αμάσοβα, λόγω εκεχειρίας των ανωτέρων τους. Όμως υπάρχει ο σεβάσμιος Κουρντ Γιούργκενς στον σοφιστικέ ρόλο του «αναρχικού» κακού, υπάρχει το καλτ σκάφος Atlantis και υπάρχει, ίσως το κορυφαίο (αγαπημένο μου πάντως) Bond girl. Η εκθαμβωτική Μπάρμπαρα Μπαχ. Εκτυφλωτικά μάτια, τορπιλικά στήθη, κατασκοπική αποτελεσματικότητα. Πρώτη εμφάνιση για τον «Σαγόνια», μεγάλη η στιγμή που ο Μουρ πετάει το ψάρι στην παραλία ενώ έκπληκτοι οι λουόμενοι τον έχουν παρακολουθήσει να ελλιμενίζεται με το υποβρύχιο… αυτοκίνητο του.
Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View To A Kill, 1985)
Τι κι αν ο Μποντ, με τον Μουρ στα 58 του να τον υποδύεται για τελευταία φορά, μοιάζει περισσότερο με ηλικιωμένο παρά με τον μάτσο ήρωα του παρελθόντος; Εδώ δεν έχει τόση σημασία το σύνολο, όσο οι μονάδες, μιας και το supporting cast είναι από τα κορυφαία όλων των εποχών. Αποτελείται από το ανυπέρβλητα εκκεντρικό δίδυμο κακών του παράφρονα Κρίστοφερ Γουόκεν και της dominatrix Γκρέις Τζόουνς και βέβαια τους Duran Duran στο, πιθανότατα αγαπημένο Bond song, όσων είδαμε πρώτη φορά ταινία Μποντ νοικιασμένη από συνοικιακό βίντεο κλαμπ των late 80s-early 90s. ‘My name is Bon. Simon Le Bon’.
Για Τα Μάτια Σου Μόνο (For Your Eyes Only, 1981)
Δε θωρείται εκ των κορυφαίων Bond films, αλλά είναι η ένοχη «σωβινιστική» απόλαυση. Λίγο η «ελληνικότητά» του (με τις αξέχαστες κασκαντεριές στα Μετέωρα), πολύ η Καρόλ Μπουκέ στο ρόλο της συνεσταλμένα σέξι «συμπατριώτισσας» Μελίνας και σίγουρα η απόλυτα χαλαρή διάθεση της ταινίας (έτσι όπως αποτυπώνεται στα φυστίκια που τρώει ο Κολούμπο, βασικός σύμμαχος του 007), κάνουν το For Your Eyes Only ένα από τα νούμερα της σειράς που ξαναβλέπεις πάντα με ευχαρίστηση. Α, φυσικά υπάρχει κι αυτή η καταδίωξη…
Ζήσε Κι Άσε Τους Άλλους Να Πεθαίνουν (Live And Let Die, 1973)
Tο ντεμπούτο του Ρότζερ Μουρ είναι το αγαπημένο αουτσάιντερ της Bond κοινότητας. Ίσως η πιο «βρώμικη» 007 ταινία ever που φέρνει τον πράκτορα στην Καραϊβική να αντιμετωπίζει αιμοδιψείς εμπόρους ναρκωτικών που δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και μαύρη μαγεία για να τον ξεπαστρέψουν. Αν οι ταινίες των 60s με τον Σον Κόνερι απηχούσαν το αισιόδοξο κλίμα χειραφέτησης της εποχής, εδώ έχουμε μια καθ’ όλα ομαλή προσγείωση στα παρακμιακά, λιγότερο λαμπερά αλλά πιο ρεαλιστικά και κυνικά 70s. Ακριβώς όπως το λέει ο τίτλος της ταινίας και του υπέροχου τραγουδιού της από τον Paul McCartney και τους Wings.
Ο Άνθρωπος Με Το Χρυσό Πιστόλι (The Man With The Golden Gun, 1974)
O Μουρ «το έχει» απόλυτα στο δεύτερο του φιλμ και πετυχαίνει την καλύτερη χημεία με «κακό» στην καριέρα του ως 007, αντιμετωπίζοντας τον Κρίστοφερ Λι που υποδύεται τον ανατριχιαστικό επαγγελματία εκτελεστή Φρανσίσκο Σκαραμάνγκα που δε λαθεύει ποτέ στο σημάδι κι όταν κοιτάζεται γυμνός στον καθρέφτη βλέπει τρεις θηλές (!). Ο βοηθός/υπηρέτης του νάνος Νικ Νακ συνιστά το απαραίτητο comic relief, ενώ η Μπριτ Έκλαντ είναι αυτό που πρέπει. Δροσερή. Η τελευταία σκηνή με τη μονομαχία στο Νησί του Σκαραμάνγκα, και πιο συγκεκριμένα στο «Δωμάτιο των Αισθήσεων και των Παραισθήσεών του», ανήκει ξεκάθαρα στα best of των 55, αισίως, χρόνων που ο Τζέιμς Μποντ σώζει τον κόσμο και γεμίζει κινηματογραφικές αίθουσες…