Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Πως ο Lemmy μου άλλαξε τη ζωή

Για κανένα κείμενό μου μέχρι σήμερα δεν έχω συναντήσει δυσκολία να το ξεκινήσω ούτε κατά διάνοια τόσο μεγάλη όσο για αυτό. Ένα κείμενο για έναν άνθρωπο που είναι (όχι ήταν, επ’ ουδενί) το rock ‘n’ roll στην πιο χαρακτηριστική μορφή του. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο Lemmy δεν ήταν απλά ο mainman των Motörhead, αλλά αυτός που πάντα λέγαμε πως θα έφευγε τελευταίος, έστω και αν τα σημάδια τον τελευταίο καιρό έλεγαν άλλα πράγματα. Ένα από τα μουσικά ινδάλματα της εφηβείας μου. Μπορεί να έχω αλλάξει μουσική ρότα αλλά δεν παύω να θεωρώ πως μεγάλο κομμάτι της μουσικής που μπορώ να χαρακτηρίσω ως «ακραία» έχει τις βάσεις της στους δίσκους που αυτή η μπάντα κυκλοφόρησε και στον τρόπο με τον οποίο ο Lemmy έζησε.

Δε θέλω να ανατρέξω καθόλου στο παρελθόν και να κάνω μια ρετροσπεκτίβα των πεπραγμένων του. Γι’ αυτά υπάρχει πληρέστατη κάλυψη online, όπως και στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε προ πενταετίας. Εδώ δε μας ενδιαφέρει πως έπαθε την πλάκα του όταν είδε ζωντανά τους Beatles, πως ξεκίνησε την πορεία του ως roadie του Hendrix και πως έφυγε από τους Hawkwind, αν για εκδίκηση «βάτεψε» τις κοπελιές των μέχρι πρότινος συνεργατών του, οι υπερβολικές καταναλώσεις σε speed και Jack Daniels, τα αίσχη του στην Ombre την πρώτη φορά που οι Motörhead ήρθαν στην Αθήνα, οι αλλαγές στο line-up τους, οι σεξουαλικές του επιδόσεις, το αν ήταν φιλοναζιστής ή όχι (όπως πολλοί τον κατηγόρησαν άδικα λόγω της μεγάλης του συλλογής ναζιστικών αντικειμένων) και η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του τον τελευταίο καιρό. Αυτά είναι γεγονότα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο τα βρίσκουμε χιλιοειπωμένα και σίγουρα όχι ο καλύτερος τρόπος να αποχαιρετήσω τη μεγαλύτερη απώλεια της μουσικής για το 2015. Γιατί είτε το θέλουμε είτε όχι, ήταν η μεγαλύτερη απώλεια του μουσικού στερεώματος για φέτος.

Οπότε τι μένει να ειπωθεί σε ένα άρθρο το οποίο γράφεται εν είδει μνημόσυνου για μια τόσο σημαντική μορφή; Οι προσωπικές αναμνήσεις. Αυτό που με δένει περισσότερο με αυτή τη μορφή και που κάνει ένα κείμενο σαν αυτό να αποκτά κάποιο παραπάνω νόημα, που δεν είναι πλέον μια απλή παράθεση γεγονότων αλλά ένα κείμενο που να φτάνει έστω και στο ελάχιστο σε κάτι που να περιλαμβάνει το προσωπικό πένθος. Που πιθανά να μην αφορά και κανέναν άλλον, αλλά υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που θα κινητοποιηθούν να ανασύρουν μνήμες μαζί μου.

Πρέπει να ήμουν πέντε χρονών τότε που οι θείοι μου από κάπου βόρεια μας επισκέφθηκαν στο σπίτι. Ο θείος, βαμμένος μεταλλάς, προσπαθούσε να με βάλει στο σωστό δρόμο και με βομβάρδιζε με ονόματα συγκροτημάτων και πράξεις τους που θα ενθουσίαζαν την παιδική μου φαντασία. Που μου σημείωνε σε χαρτί τα ονόματά τους για να τα έχω να τα θυμάμαι και μου έφερνε τεύχη του Metal Hammer και του Metal Invader ως υλικό προς μελλοντική ανάγνωση. Φυσικά και η μητέρα μου συγχυζόταν με το παραμικρό, καθώς ποτέ δεν ξεπέρασε τους Pink Floyd, και διαρκώς μου έκρυβε όλα τα τεκμήρια της επαφής μου με το θείο που έλεγε για το πώς ο Blackie των WASP έτρωγε ωμό κρέας επί σκηνής και πως πριν ανέβουν οι Venom ακούγονται οι πύλες της κολάσεως να ανοίγουν. Αλλά δεν ξεχνάω ποτέ την ατόφια λύσσα με την οποία έγραψε σε εκείνο το χαρτί τη λέξη Motörhead και η θεία μου, αστειευόμενη, είπε «κάτι χοντροί είναι αυτοί». Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το δώρο ενός οικογενειακού φίλου με κάμποσες κασέτες χρωμίου, ανάμεσα στις οποίες βρισκόταν και το On Parole. Βέβαια, ακόμα και τότε που το άκουσα, ήμουν πολύ μικρός για να εκτιμήσω αυτόν τον μουστακαλή κύριο με την περίεργη φωνή, ανάμεσα σε ακούσματα που κυμαίνονταν κάπου μεταξύ του Χατζιδάκι, της Αρβανιτάκη και, ως πιο ακραία παραδείγματα, τους Stones και τους Beatles. Έπρεπε να έρθει η Τρίτη γυμνασίου και η έναρξη χτισίματος της δισκοθήκης μου, να πέσει στα χέρια μου το Ace Of Spades και να έχω ακούσει και λίγο blackmetal για να βρω το νόημα στη βρωμιά του ήχου τους, η οποία ήταν και η βάση για την πιο ακραία μορφή του metal όπως τη γνώρισε μετά ο κόσμος.

Τα χρόνια θα πέρναγαν, θα διάβαζα όλο και περισσότερα γεγονότα από το μύθο του Lemmy και στο Λύκειο θα είχε αγγίξει διαστάσεις Θεού. Γιατί ήταν ο λόγος που πίστευα ότι μπορεί κανείς να ζήσει μια ζωή γεμάτη αλητεία, να κάνει αυτό που αγαπά περισσότερο και να τη βγάλει σκάτζα από τους κινδύνους που αφορούν στον μέσο άνθρωπο, μια μορφή που ένωνε όλες τις μουσικές σέχτες που αφορούσαν σε οτιδήποτε ξέφευγε από το στερεότυπο του «αγάπες και λουλούδια» και τολμούσε να μιλήσει για την άσχημη πλευρά της ζωής, η οποία δεν περιορίζεται σε μια χυλόπιτα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα ζευγάρι καουμπόικες μπότες και ένα καπέλο, μια ζώνη με σφαίρες, ένα μουστάκι Πρώσου αξιωματικού, ένα τατουάζ του άσσου μπαστούνι για γούρι, ένα μπάσο Rickenbacker και μια γρέτζα φωνή. Δεν υποτιμάμε καθόλου την προσφορά ατόμων όπως ο Würzel, ο Fast Eddie Clark, ο Philthy Animal Taylor (ο οποίος απεβίωσε νωρίτερα μέσα στη χρονιά) και οι μέχρι τώρα συνοδοιπόροι του, Mikkey Dee και Phil Campbell. Απλώς, όποτε σκεφτόμαστε τους Motörhead (ή τους Hawkwind) το μυαλό μας θα πηγαίνει πάντα στον Lemmy.

Και δεν ήταν μόνο η μουσική του συνεισφορά αυτή που στο τέλος τον κάνει αξιομνημόνευτο. Αν μη τι άλλο, μιλάμε για έναν άνθρωπο που πάντα οι συνεντεύξεις του ή οι δηλώσεις του δε σταματούσαν να είναι γαργαλιστικές. Αν υπήρχε μια του πλευρά που τον χαρακτήριζε και τον έκανε αγαπητό στο κοινό, ήταν η ευφράδεια και το χιούμορ του. Ποτέ καραγκιόζης που έψαχνε να βρει την ατάκα, ετοιμόλογος και βρετανικά φλεγματικός, πάντα είχε να κάνει κάποιο καυστικό σχόλιο επί όποιου θέματος έπεφτε στο τραπέζι. Οι συνεντεύξεις του ήταν πάντα απολαυστικές. Όπως και οι στίχοι του άλλωστε. Δεν ξέρω αν μπορεί να χαρακτηριστεί σοφός, πάντως όλοι του οι στίχοι βγάζουν ένα πικρόχολο συναίσθημα ενός ανθρώπου που έχει ζήσει τη ζωή από την καλή και από την ανάποδη. Και χωρίς λαϊκισμούς, πάντα κατάφερνε να σου πει κάποια λόγια για αυτά που σε περιμένουν και, μάλιστα, να σε κάνει να απολαμβάνεις το κάθε δευτερόλεπτο αντί να σε ρίχνει στον πεσιμισμό.

Αν κρατάω μέσα μου άλλη μια ανάμνηση που να αφορά στον Lemmy και στο πως τον αντιλήφθηκα μεγαλώνοντας, αυτή δε θα ήταν άλλη από την προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2010 του ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε γι’ αυτόν από τον Greg Olliver. Βαριά κρυωμένος, λίγο πριν από μια φρικτή βρογχίτιδα, πηγαίνω στον Δαναό με τον καλύτερό μου φίλο. Μια προβολή που έμελλε να ενισχύσει σημαντικά τον ενθουσιασμό μου γύρω από τη σημαντικότατη αυτή περσόνα, επιβεβαιώνοντάς πως επί της ουσίας δε μιλάμε για έναν άνθρωπο αποστασιοποιημένο από τα ιδανικά του μέσου ανθρώπου. Μέσα σε ένα αχανές διαμέρισμα, ο Lemmy παίζει βιντεοπαιχνίδια και τηγανίζει πατάτες, ενώ γύρω του δε χωράνε τα κειμήλια που μάζεψε ανά τα χρόνια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιατί, εν τέλει, αυτός ήταν ο Lemmy στα μάτια μου, ένας άνθρωπος που ναι μεν ήξερε τι είχε κάνει στη ζωή του, συμβάδιζε με αυτά, αλλά μακριά από έννοιες όπως γκλάμουρ και πολυτέλεια. Η μουσική ήταν η ζωή του και αφού τέλειωνε μια συναυλία ή έστω μια guest star εμφάνιση σε ένα live των Metallica, έφευγε για τα παρασκήνια και διάβαζε το Sin City του Frank Miller γυμνόστηθος με μια πετσέτα γύρω από τα μαλλιά του. Οι εποχές που σε μια συνέντευξη μαζί με τον Philthy Animal γκρέμιζαν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ο Lemmy αναφωνούσε στην κάμερα «You Wanna See Some Violence, Then?» πέρασαν και απλώς ζήτησε την ησυχία του. Στη ζωή του, όχι στη μουσική. Ένας αληθινός working class hero.

Συντετριμμένος, με το All The Aces να παίζει αυτή τη στιγμή που κλείνω το κείμενο, τον αποχαιρετώ. Θα ήθελα να τον αποχαιρετήσω με κάποιους από τους στίχους του. Δε λέω, όμως, Dead Men Tell No Tales (αν και είναι πολύ πιθανόν ο ίδιος να το απολάμβανε, αντί για την οποιαδήποτε κλάψα), φτάνω στο αναπόφευκτο μότο του: Born To Lose-Live To Win. Αντίο μεγάλε, σου χρωστάμε πολλά.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας