Ρίμες Γεμάτες Οξυγόνο

Δεν ανήκω στους πιστούς της σκηνής. Δεν ξέρω τα μυστικά της, τα battles της, τις έριδες, τα «σκηνικά» που έγραψαν το μύθο της. Δε με ένοιαζε ποτέ ποιοι το «κρατάνε ζωντανό» και ποιοι το «πούλησαν», γιατί κατά καιρούς αυτοί οι ρόλοι αλλάζουν ανάλογα με το ποιος διηγείται την ιστορία.

Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό hip hop είναι μια υπόθεση με μεγάλη ιστορία, παράδοση, επιρροή και κόσμο πιστό κι αφοσιωμένο. Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή μια συναυλία και είναι κατά βάση λίγα λόγια σεβασμού κι ευγνωμοσύνης προς έναν άνθρωπο που είναι σχεδόν 15 χρόνια στη σκηνή, αλλά «αν ρωτήσουν τη μάνα του ποιος είναι ο Anser θα δεις ν’ απαντήσει δεν ξέρει».

Αυτός ο τύπος, ανέβηκε στη σκηνή του Piraeus 117 Academy πριν δέκα μέρες, μαζί με το συντοπίτη και στήριγμα του στη σκηνή Andri J, το συνοδοιπόρο του τα τελευταία χρόνια, τη βυρωνιώτικη μηχανή παραγωγής ασύλληπτων beats που ονομάζεται Eversor, αλλά και πολυπληθή παρέα on stage τους Zoro & Buzz, Novel, Θανάσιμο, Tiny Jackal, Eλεύθερο Πνεύμα (Λόγος Τιμής), Βέβηλο, Xplicit (Στίχοιμα) και φυσικά, εκλεκτή αντιπροσωπεία των Flowjob.

Ξεκίνησε και τελείωσε λέγοντας μας πώς, «αυτή είναι η τέχνη μας κι η τέχνη δε μετριέται σ’ αριθμούς» ενώ στο ενδιάμεσο ζήσαμε μια σοκαριστική σε ταχύτητα και δύναμη αλληλουχία στίχων, πήγαμε στα μέρη του, περάσαμε μια βόλτα από τα παλιά του λημέρια στο πέταλο και τις λέσχες, μιλήσαμε για την ιστορία του τόπου, την οικογένεια, τη φιλία, την αγάπη, τον ακούσαμε να λέει στους πιτσιρικάδες πως «κράζω τους rappers από τη γενιά μου, γελάει με τους rappers που βγάζει η γενιά σας», βιώσαμε το πρωτοφανές γεγονός να κλείνει το μαγαζί τρεις φορές τον ήχο, επειδή άναψαν πέντε πυρσοί και τον αφήσαμε να πάει πίσω «σε αυτά τα μέρη που τόσο αγάπησε».

Σε μια χώρα που απουσιάζει για δεκαετίες ένα μαζικό λαϊκό – με την έννοια της έκφρασης των «από τα κάτω» – πολιτισμικό ρεύμα, αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με το ελληνικό hip hop, φαντάζει εξαιρετικά ελπιδοφόρο.

Υπάρχουν συναυλίες για τους fans και υπάρχουν και συναυλίες που σημαίνουν πολλά παραπάνω από τη μέθη μερικών εκατοντάδων ή χιλιάδων. Το προηγούμενο Σάββατο ζήσαμε μια τέτοια. Γυναίκες κι άνδρες από 15 μέχρι 45 ετών, παιδιά που φωνάζουν με πάθος το «πάθος για τη λευτεριά», δίπδλα σε τύπους που έσκασαν τελευταία στιγμή από τη δουλειά για να αφιερώσουν δύο ώρες στις ρίμες του «Γιάνναρου». Μπλούζες Rammstein, Tool και Black Flag, δίπλα σε tattoo Wu-Tang κι εμφανίσεις Άιβερσον και Αντετοκούνμπο. Μια γενιά που οι ποιητές της φτύνουν ρίμες, δίπλα σε γενιές που οι δικοί της ποιητές είτε χάθηκαν, είτε σκούριασαν.

Η οργή, το γαμώτο, τα χαμένα χρόνια και οι κρυφές ελπίδες, η αγάπη, η αλληλεγγύη αλλά και η άρνηση απέναντι σε κάθε μορφής καταπίεση και η απέχθεια απέναντι σε καθετί ψεύτικο, είναι οι εικόνες που γεμίζουν τα μυαλά των χιλιάδων που ακούν πλέον τον Anser, με πολλούς από αυτούς να τον συνοδεύουν σε αυτό το live – ορόσημο .

Ο Anser δεν είναι ένας οργισμένος πιτσιρικάς που τα λέει από σκηνής, με εκατό δικούς του να γουστάρουν από κάτω. Ούτε ο σοφός που θα φορτώσει με ανούσιο λυρισμό πέντε ψόφια beats. Ούτε φυσικά ο αρχηγός μιας όποιας «φάσης», με πιστούς που θα πάνε να τις παίξουν στο live του αρχηγού μιας κάποιας άλλης «φάσης» του hip hop. Ο Anser έχει το πιο γρήγορο flow στην Ελλάδα αλλά αυτό το όπλο το χρησιμοποιεί για να σημαδέψει εκεί που πρέπει γιατί «για τα μυαλά των ανθρώπων δεν έχουν εφεύρει ακόμα αλεξίσφαιρα» και όχι για να κάνει «απομιμήσεις φτηνές απ΄ τη Δύση σαν του περιπτέρου τα Ray Ban» και να πιάσει την καλή.

Η μητροπολιτική θλίψη του ΛΕΞ, οι περιπλανήσεις του Anser και του 12ου Πίθηκου, η ωμή αλήθεια των Στίχοιμα και των Λόγος Τιμής, οι αναζητήσεις του Βέβηλου είναι εικόνες από τη ζωή των ανθρώπων που ενηλικιώθηκαν στην Ελλάδα της κρίσης. 

Σε μια χώρα που απουσιάζει για δεκαετίες ένα μαζικό λαϊκό – με την έννοια της έκφρασης των «από τα κάτω» – πολιτισμικό ρεύμα, αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με το ελληνικό hip hop, φαντάζει εξαιρετικά ελπιδοφόρο. Οι πρωτοπόροι σήμερα αυτής της υπόθεσης, ο Anser, ο ΛΕΞ, οι Στίχοιμα δεν είναι καινούριοι. Δεν μάζευαν όμως 3 ή 4 ή ακόμα και 10 χιλιάδες στα lives τους πριν από κάποια χρόνια. Σίγουρα εξελίχθηκαν, μουσικά, στιχουργικά, οι παραγωγές τους είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, όμως αυτά δεν αρκούν από μόνα τους, για να εξηγηθεί η μαζικότητα της απεύθυνσης αυτού του ρεύματος.

Η μητροπολιτική θλίψη του ΛΕΞ, οι περιπλανήσεις του Anser και του 12ου Πίθηκου, η ωμή αλήθεια των Στίχοιμα και των Λόγος Τιμής, οι αναζητήσεις του Βέβηλου είναι εικόνες από τη ζωή των ανθρώπων που ενηλικιώθηκαν στην Ελλάδα της κρίσης. Μιας χώρας που σήμερα μοιάζει να ανέχεται τη βία, το ρατσισμό, την αστυνομοκρατία και στην οποία επιχειρείται μια – χωρίς ενοχές και ενδοιασμούς – συντηρητική επιστροφή στις μετεμφυλιακές της ρίζες.

Μια χώρα στην οποία οι άμυνες απέναντι στο πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό blitzkrieg της νέας Δεξιάς, είναι λίγες. Ένα πλήθος ανθυποδιανοούμενων, τηλεπερσόνων, influencers κι εθνικόφρονών έχει αναλάβει, με το αζημίωτο πάντα, να βάλει ιδεολογικό περιτύλιγμα στον επελαύνοντα αυταρχισμό. Οι φωνές τους φτάνουν στα αυτιά αυτών που θέλουν να ακούσουν, αυτούς που έζησαν κάποτε καλά σε μια άλλη Ελλάδα.

Δεν φτάνουν όμως, ούτε κατά διάνοια, στα αυτιά αυτών που δεν έζησαν καμιά άλλη Ελλάδα πέρα από αυτή της κρίσης και προτιμούν να ακούν την αλήθεια του Γιάννη από τη Σπάρτη, του Αλέξη και του Άκη από τη Θεσσαλονίκη, του Βαλάντη και της Μαρίνας από την Αθήνα, του Θωμά, του Παναγιώτη και του Θανάση από το Βύρωνα. Δεν θα αλλάξουν τον κόσμο οι ράπερ. Αλλά τουλάχιστον αυτοί τραγουδάνε το γιατί πρέπει να αλλάξει. Και πλέον σε αυτή τη χώρα, τους ακούν χιλιάδες. Γιατί όλοι αναζητούν λίγο οξυγόνο, ακόμα κι αν πρέπει να το βρουν στα πιο – απίθανα ή άγνωστα γι’ αυτούς – ακούσματα.

Δημήτρης Καραμάνης

Share
Published by
Δημήτρης Καραμάνης