Categories: ΟΠΕΡΑFeatured

Ριγολέττο: Μία όπερα αφιερωμένη στην εθνική ανεξαρτησία

Αν ο Τζουζέππε Βέρντι υπήρξε ένας από τους «πατέρες» του ιταλικού φιλελεύθερου κινήματος, ο Ριγολέττο, παραφράζοντας τα λόγια του Βάρναλη, ήταν «ώριμο τέκνο» του αιτήματος των Ιταλών για εθνική ανεξαρτησία και συγκρότηση αστικού κράτους. 

Μία αλληγορική ιστορία με θέμα την τελική «ταπείνωση» όποιου αυθαιρετεί με όπλο την ανομιμοποίητη εξουσία θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το αθηναϊκό κοινό στο Θέατρο Ολύμπια, όπου θα «ανέβει» ο Ριγολέττο για πέντε παραστάσεις (12, 16, 18, 20, 23 Μαρτίου), σε μία παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Ποια είναι ωστόσο η εξουσία που πρέπει επιτέλους να ταπεινωθεί;

Ο Ιταλός συνθέτης δέχεται περί το 1850 να γράψει το Ριγολέττο για την Fenice, την λυρική σκηνή της Βενετίας, σε μία εποχή επαναστατικού αναβρασμού στην Ευρώπη και εθνικής έξαρσης στην ιταλική χερσόνησο. Είναι η περίοδος που η βόρεια Ιταλία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Αυστριακών, την ώρα που το νότιο τμήμα της είναι κατακερματισμένο σε μικρά και αδύναμα κρατίδια. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Ιταλοί έχουν στο δρόμο τους προς τη δημιουργία του κράτους τους δύο εχθρούς: την Αυτοκρατορία της Αυστρίας και την τάση τους να «αλληλοτρώγονται».

Ο Τζουζέππε Βέρντι ήρθε κατά βάση αντιμέτωπος με τον πρώτο εχθρό. Παρά τα «εθνικά αντανακλαστικά» του, την εποχή της σύνθεσης του Ριγολέττο όφειλε να κινηθεί στο ασφυκτικό πλαίσιο που διέγραφε η αυστριακή λογοκρισία στο Μιλάνο και τη Βενετία, όπου και κυρίως δραστηριοποιούνταν καλλιτεχνικά. Για να λάβουν τα έργα του την απαραίτητη άδεια των αρχών, ο Βέρντι όφειλε να βρει μία «χρυσή τομή» μεταξύ των «καταπιεστών» Αυστριακών και των «καταπιεσμένων» Ιταλών. Ο Ριγκολέττο δεν αποτέλεσε εξαίρεση -ίσα, ίσα οι αναφορές του στην αυθαιρεσία των ισχυρών και την τελική ήττα τους το καθιστούσε ύποπτο- και έτσι αναγκάστηκε, μαζί με τον αγαπημένο του λιμπρετίστα Φραντσέσκο Μαρία Πιαβέ, να «ξυλώσει» και να «ράψει» πολλές φορές το έργο, ώστε να μην «κοπεί» από τους μηχανισμούς λογοκρισίας.

Με την απειλή της αναβολής της πρεμιέρας να κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τους συντελεστές της παράστασης μέχρι και λίγες ώρες πριν παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο κοινό, η «πρώτη» του Ριγολέττο γίνεται στην Fenice της Βενετίας, την 11η Μαρτίου του 1851. Η αξία του αναγνωρίζεται αμέσως. Θα αποτελέσει μάλιστα μία από τις τρεις όπερες που θα συγκροτήσουν τη «δημοφιλή τριλογία» (Trilogia Popolare) του Βέρντι και η οποία, μαζί με την Τραβιάτα και τον Τροβατόρε, θα τον καταστήσει έναν από τους πιο «πολυσύχναστους» συνθέτες στο παγκόσμιο οπερατικό ρεπερτόριο.

Στην παραγωγή της ΕΛΣ, οι ραδιουργίες του Δούκα της Μάντοβας και του Ριγολέττο, του γελοτοποιού του Δούκα, τοποθετούνται όχι στην Ιταλία του 16ου αιώνα, αλλά στα χρόνια του Φασισμού, λίγο πριν την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως αναφέρει στην Popaganda ο σκηνοθέτης της παράστασης, Νίκος Πετρόπουλος, η μεταφορά του Ριγολέττο τέσσερις αιώνες αργότερα από το παραδοσιακό του πλαίσιο φέρνει το έργο εγγύτερα στις «ιστορικές παραστάσεις» του κοινού: «Σκέφτηκα ότι ο Ριγολέττο θα μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική μέσα στην εποχή του φασισμού, σαν ένα φιλμ νουάρ».

Ο σκηνοθέτης, Νίκος Πετρόπουλος.

Ο τυχοδιώκτης Δούκας μεταμορφώνεται έτσι σε Ras του Μιλάνο, στέλεχος της φασιστικής κομματικής μηχανής. Αυτό δεν ξενίζει διόλου καθώς ο Δούκας και ο Ριγολέττο ενσαρκώνουν ένα δίδυμο αδίστακτο και επιρρεπές στην αυθαιρεσία της εξουσίας σαν εκείνα που τόσο συχνά συναντώνται σε αυταρχικά καθεστώτα. Η αντίληψη του πρώτου για τη ζωή διαγράφει το προφίλ ενός «fascista della prima ora», αναφέρει ο κ. Πετρόπουλος. «Επρόκειτο για φασίστες που μάχονταν στους δρόμους της Ιταλίας, πριν ακόμη ο Μουσολίνι λάβει την εξουσία. Ήταν κάτι καθίκια του κερατά». Αυτή ακριβώς η εποχή της φασιστικής τρομοκρατίας, «της ίντριγκας και της οίησης» που κυριαρχούσε στους δρόμους του μουσουλιάνικου Μιλάνο, στο φάσμα της περιβόητης Πορείας προς τη Ρώμη, αποτυπώνεται στην black ‘n’ white παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Η ιστορία του Ριγολέττο βασίζεται στο αρκετά αμφιλεγόμενο έργο του Βίκτωρ Ουγκώ «Ο Βασιλιάς διασκεδάζει». Ο Βέρντι ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα να βασιστεί το λιμπρέτο στο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα, το οποίο μάλιστα χαρακτήρισε «ως πιθανόν το καλύτερο δράμα της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ 

Πράγματι, το λιμπρέτο του Πιαβέ για το Ριγολέτο απηχεί την αρχαιοελληνικής έμπνευσης ιδέα ότι, αργά ή γρήγορα, η ύβρις θα επιφέρει τη νέμεσιν για όποιον προσβάλλει τους θεϊκούς-ηθικούς κανόνες ξεπερνώντας το ανθρώπινο μέτρο. Το ρόλο της «θείας δίκης» αναλαμβάνει στο έργο η «Κατάρα», η οποία εκστομίζεται στην αρχή του έργου κατά του Δούκα και του Ριγολέττο, για να λάβει εν τέλει για τους δύο ήρωες καθόλα διαφορετικές συνέπειες. «Η κατάρα φαίνεται να επληρώνεται εν μέρει και μόνο για το Ριγολέττο», αναφέρει ο κ. Πετρόπουλος. «Αυτό οφείλεται στο ότι, ενώ ο Δούκας είναι απλώς ένας κοκορίκος που κυνηγάει τις γυναίκες, ο Ριγολέττο είναι βαθιά μέσα του ένας πολύ κακός άνθρωπος. Για αυτό και ό,τι κάνει τού γυρίζει στο τέλος στο κεφάλι».

Πέρα, ωστόσο, από την ιστορία και την ενορχήστρωση, που αποτελεί κατά τον κ. Πετρόπουλο το έτερο προσόν του έργου, ο Ριγολέττο διακρίνεται ακόμη για τη λαϊκότητά του. Το έργο μάλιστα έγινε μέσα στα χρόνια τόσο δημοφιλές, που τραγούδια του, όπως η άρια la donna è mobile, χαρακτηρίστηκαν popolare, μία λέξη που αποτυπώνει ακριβώς την λαϊκή αποδοχή μίας καλλιτεχνικής δημιουργίας. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η λαϊκή μουσική των Ιταλών είναι η όπερα», αναφέρει ο κ. Πετρόπουλος. «Η όπερα είναι για τους Ιταλούς ό,τι για εμάς ο Τσιτσάνης και το λαϊκό τραγούδι. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με έκφραση συναισθημάτων που λαμβάνει διαφορετικές μορφές σε κάθε λαό. Αν και το ζεϊμπέκικο δεν θα συγκινήσει έναν Ιταλό και μία όπερα του Βέρντι δεν θα συγκινήσει έναν Έλληνα, τα πάθη και οι καημοί που εκφράζονται μέσα από τις μελωδίες και τους λόγους τους είναι ουσιαστικά τα ίδια».

Η λαϊκότητα του Ριγολέττο συνδέθηκε αναπόφευκτα και άρρηκτα με την αφύπνιση του ιταλικού εθνικισμού, ο οποίος άλλωστε στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του 19ου ήταν αίτημα λαϊκό και μαζικό. Ο Βέρντι, αποτελώντας και ο ίδιος φορέα των αστικών ιδεών, ενσωμάτωσε στα έργα του -και το Ριγολέττο- την «ιστορική αναγκαιότητα της εποχής», η οποία κατέληξε να είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συνθέσεων. Με αυτό τον τρόπο η σχέση του Βέρντι με τους Ιταλούς έγινε κάτι παραπάνω από αυτή ενός καλλιτέχνη με το κοινό. Έγινε ο εκφραστής των πόθων τους για ελευθερία και ενότητα.

«Οι Ιταλοί έγραφαν στους τοίχους Viva Verdi (μτφρ: Ζήτω ο Βέρντι). Αυτό δεν αναφερόταν μόνο στο συνθέτη, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα ακρώνυμο της φράσης Vittorio Emanuele Re d’Italia (μτφρ: Βιτόριο Εμανουέλε, ο Βασιλιάς της Ιταλίας)», φράση «αντιστασιακή» για την εποχή, αναφέρει ο κ. Πετρόπουλος. «Ο Βέρντι εμψύχωνε τους Ιταλούς. Το Viva Verdi στους δρόμους της Ιταλίας ήταν σαν το ΕΑΜ που γραφόταν στους τοίχους της Αθήνας τα χρόνια της Κατοχής». Η καθιέρωση του Βέρντι ως συμβόλου της ιταλικής ανεξαρτησίας είχε ως φυσικό επακόλουθο την ανάδειξή του ως Γερουσιαστή στην πρώτη Εθνοσυνέλευση του Ιταλικού Βασιλείου.

Η αξία του Ριγολέττο πηγάζει εν τέλει από την αξία που ο ίδιος ο Βέρντι έδωσε στη σύνθεσή του. «Όταν ρωτήθηκε ποια σύνθεσή του αγαπούσε περισσότερο», αναφέρει ο κ. Πετρόπουλος, «έδωσε μία διττή απάντηση: ”Ως μουσικός, μου αρέσει ο Ριγολέττο, ως diletante (μτφρ:ερασιτέχνης), προτιμώ την Τραβιάτα”». 

Ο Ριγολέττο αποτελεί έργο σε τρεις πράξεις. Πρώτος του τίτλος ήταν «Η Κατάρα» (La Maledizione), ωστόσο αντικαταστάθηκε λόγω της λογοκρισίας που επιβλήθηκε στο έργο.

Ριγολέτος, Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης, Σκηνοθεσία: Νίκος Σ. Πετρόπουλος, 12, 16, 18, 20, 23 Μαρτίου 2016 Θέατρο Ολύμπια, Ώρα έναρξης: 20.00Σκηνικά – κοστούμια: Νίκος Σ. Πετρόπουλος, Αναβίωση σκηνοθεσίας: Ίων Κεσούλης 

Θοδωρής Χονδρόγιαννος

Share
Published by
Θοδωρής Χονδρόγιαννος