Η Δεύτερη Ζωή του Richard Ashcroft

Είναι από αυτά τα κομμάτια που παγώνουν τον χρόνο. Τον χωρίζουν στο πριν και το μετά. Για την ακρίβεια, αδικούν τόσο το πριν όσο και το μετά. Γιατί, οι Verve πριν κυκλοφορήσουν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά singles της δεκαετίας του ’90, και ίσως το “Bitter Sweet Symphony” να ήταν τελικά το πιο χαρακτηριστικό, κι εκτοξεύσουν τον τρίτο τους δίσκο Urban Hymns σε περισσότερα από 10 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως (17ο άλμπουμ όλων των εποχών όσον αφορά τις πωλήσεις στη Μεγάλη Βρετανία), μόνο αμελητέα ποσότητα δεν ήταν – το προηγούμενο A Nothern Soul ήταν εξίσου καλό, αν όχι καλύτερο, αντιπροσωπεύοντας μια πιο ψυχεδελική, εγκεφαλική εκδοχή της αναδυόμενης Britpop. Μόνο που δεν είχε ένα κομμάτι, που ακόμα και σήμερα μοιάζει, πανταχού παρόν. Αλλάζοντας πίστα στο video game του stardom για αυτόν τον ψηλόλιγνο πιτσιρικά από τα βορειοδυτικά, πιο συγκεκριμένα από το Γουίγκαν, μια βιομηχανική πόλη που ακόμα δεν είχε ανέβει στην Πρέμιερ Λιγκ και το λήμμα της στην ποπ κουλτούρα περιλάμβανε μόνο τα υπερκινητικά northen soul πάρτι που γίνονταν στο καζίνο της κατά τη διάρκεια των 70s.

O Richard Ashcroft ντυμένος στα μαύρα (μαύρα σουέντ παπούτσια, μαύρο κοτλέ παντελόνι, μαύρο V t-shirt, μαύρο δερμάτινο μπουφάν) να περπατά σε ένα λονδρέζικο πεζοδρόμιο του Χόξτον χωρίς να αφήνει κανέναν να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο του. Μια 90s καρτ ποστάλ, τόσο δυνατή ώστε να έχει μπει στους Simpsons, να έχει αναπαρασταθεί σε διαφημιστικό, να έχει ντύσει ως σάουντρακ βίντεοπαιχνίδια. Μια εικόνα που αυτός ο, όχι κλασικά όμορφος αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο γοητευτικός, τύπος θα ήταν αδύνατο να ξεπεράσει. Όχι ότι το ήξερε τότε. Τα ρούχα που φορούσε στο θρυλικό βίντεο κλιπ, δεν ήταν τίποτα άλλο από το καθημερινό του ντύσιμο. Για αρκετά χρόνια μετά είχε να αντιμετωπίζει φωνές που έβγαιναν μέσα από αμάξια όταν τον εντόπιζαν να περπατά στο δρόμο και του έλεγαν «έι, φίλε, το βίντεο τελείωσε, φόρεσε κάτι άλλο».

[Το παράδοξο με την Πικρόγλυκη Συμφωνία είναι ότι oι Verve δεν έβγαλαν ποτέ σοβαρά λεφτά από το κομμάτι. Είχαν πάρει την άδεια για να χρησιμοποιήσουν το sample στο ξεκίνημα από την συμφωνική εκτέλεση του “The Last Time” των Rolling Stones, ένας παλιός μάνατζερ των Stones όμως τους μήνυσε ότι χρησιμοποιήσαν μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο δείγμα, κέρδισε τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, ο Jagger και ο Richards πιστώθηκαν συνθετικά credits και πήραν τελικά το 100% των royalties. Ο Ashcroft δήλωσε: «Το “Bittersweet Symphony” είναι το καλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει οι Jagger και Richards εδώ και 20 χρόνια. Μπράβο τους!». Λίγα χρόνια μετά, ο Keith απάντησε: «Δεν ξέρω, αυτά είναι ιστορίες των δικηγόρων. Αν οι Verve νομίζουν ότι μπορούν να γράψουν καλύτερο κομμάτι από το δικό μας, ας κρατήσουν τα λεφτά…»]

Ο Ashcroft ήθελε να τα βγάλει τα ρούχα. Να προχωρήσει στο επόμενο βήμα, αφού τυπικά προβλέψιμα το καντήλι των Verve είχαν σωθεί, «δε θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε για πολύ όπως τότε, είναι too much η ροκ περιοδεία για 6-7 τύπους, στοιβαγμένους σε ένα λεωφορείο, που μόλις έχουν εγκαταλείψει την επαρχιακή τους πόλη». Ο Ashcroft κατέρρευσε απο αφυδάτωση σε έναν σταθμό της τουρνέ στο Κάνσας Σίτυ, αποτέλεσε τον χαρακτήρα για τον οποίο ο Noel Gallagher έγραψε το “Cast No Shadow” (επίσης, τυπικά και προβλέψιμα οι δυο τους σήμερα βρίζονται μέσα από τα βρετανικά μουσικά μίντια – δηλαδή ο Noel τον βρίζει, ξέρετε), και με την κεκτημένη ταχύτητα σπουδαίων singles όπως τα “Sonnet”, “Lucky Man”, “The Drugs Don’t Work” (τα φάρμακα εννοούσε, αλλά μια ολόκληρη γενιά το πήρε μάλλον αλλιώς) έγινε περιζήτητος guest. Χάρισε τα φωνητικά του στους Oasis, ανέβηκε στο τρένο των συμμετοχών του Psyence Fiction των U.N.K.L.E. δίνοντας την, ίσως, πιο συγκλονιστική στιγμή του στο “Lonely Soul”, λίγα χρόνια μετά συνεργάστηκε με τους Chemical Brothers στο “The Test”.

Και, παράλληλα, ενσάρκωνε τον “Mad Richard”, προσωνύμιο που του είχε κολλήσει όταν στις πρώτες του συνεντεύξεις για το ντεμπούτο των Verve, Α Storm In Heaven (1993), δήλωνε ότι μπορεί να πετάξει και ότι πιστεύει στα αστρικά ταξίδια. Δεν σταμάτησε ποτέ να επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό του «περίεργου» που τον ακολουθούσε: το 1998 αρνήθηκε να σηκωθεί από το τραπέζι του στα NME Awards, για να παραλάβει κάποιο από τα (πολλά) βραβεία που κέρδισαν οι Verve. Την ίδια χρονιά σνόμπαρε τα Brits, παρότι η μπάντα ήταν υποψήφια για Καλύτερη της Χρονιάς, κι έπαιξε το ίδιο βράδυ σε ένα φιλανθρωπικό gig στο Μπρίξτον.

«Όταν φτάνεις στην κορυφή, ο κόσμος περιμένει να ζήσεις μια κλισέ ζωή σαν τον Iggy Pop ή τον Keith Richards. Ή να αφήσεις ένα τελευταίο σημείωμα αυτοκτονίας σαν τον Kurt Cobain. Δεν ήθελα τίποτα από τα δύο κι επίσης δεν ήθελα να ανεβαίνω στην σκηνή και να κοροϊδεύω τον κόσμο», είπε κάποτε σε μια συνέντευξη εξηγώντας το σταυροδρόμι που βρέθηκε όταν οι Verve το διέλυσαν λίγο πριν το μιλένιουμ. Το ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του τον βρήκε στην κατάλληλη φόρμα για να δώσει άλλο ένα classic, το “A Song for the Lovers” συγκαταλέγεται ακόμα στα πιο δημοφιλή τραγούδια που φέρουν την υπογραφή του.

Κι εκεί έρχεται η αδικία που λέγαμε στην αρχή. Ο Ashcroft πέρασε τα 00s, κυνηγώντας λίγο πολύ την σκιά του. Η σκηνή είχε αλλάξει, η Britpop φρενίτιδα είχε κοπάσει προ πολλού, οι δίσκοι που κυκλοφόρησε ήταν μέτριοι και μάλλον δίκαια χειρουργήθηκαν από την κριτική. Ανέβηκε στην σκηνή του Live 8 με τον Chris Martin των Coldplay να τον προλογίζει ως τον «καλύτερο τραγουδιστή στον κόσμο» και «την είπε» ατο Glastonbury του 2007 από σκηνής στον Jay-Z που είχε μόλις εμφανιστεί: «ωραίο το σόου του, αλλά σήμερα εδώ η φάση είναι ροκ εν ρολ». Η επανένωση των Verve ήταν μάλλον ένα απονενοημένο διάβημα. Πούλησε εισιτήρια στα reunion shows, έδωσε έναν μέτριο δίσκο, διήρκεσε μόλις 2 χρόνια (2007-2009).

«Έχω περάσει έξι χρόνια διαλύοντας και ξαναχτίζοντας τον εαυτό μου κάθε φορά από την αρχή. Έχω τίποτα να προσθέσω ή απλά γεμίζω τον λάκο με περισσότερα σκατά;», αυτή ήταν η οδυνηρή ερώτηση που έκανε στον εαυτό του στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε. Περνώντας το κατώφλι των 40 είχε διαγνωστεί με κατάθλιψη («δεν πιστεύω απόλυτα σε αυτές τις διαγνώσεις, θεωρώ ότι εξυπηρετούν την παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία, αντί να πάρω Prozac μπαίνω σε ένα στούντιο και βάζω το καλώδιο στην κιθάρα κaι είναι καλύτερη η θεραπεία»), και μια πνευμονία που τον τσάκισε ενώ ήταν σε περιοδεία το 2010, ήταν το το τελειωτικό χτύπημα για να αναθεωρήσει.

Πια ο Richard Ashcroft ζει τη δεύτερη ζωή του. Ήσυχος, στο προάστιο του Ρίτσμοντ, στα νότια του Λονδίνου. Κοντοκουρεμένος, ζωηρός, κάπως «σοφός». Ξέρει ότι δύσκολα θα επαναληφθούν τα μεγαλεία του παρελθόντος, αλλά κάθε φορά που θα το επισκέπτεται σε συναυλίες σαν κι αυτή που θα δώσει στην Αθήνα στην πρεμιέρα του Release Festival (31/5) δε θα συνιστά την ευκολία των περασμένων μεγαλείων. Εκείνος το προσπάθησε, τα τελευταία του κομμάτια είναι ίσως τα καλύτερα της σόλο πορείας του, αλλά έχει καταλάβει ότι πρέπει να συμφιλιώνεσαι με το παρελθόν σου. Ειδικά, αν είναι τόσο ένδοξο. Όπως θα επιβεβαιώσει π.χ. το sing-a-long στο “Sonnet” το βράδυ της Πέμπτης. «Ξέρω ότι ο πήχης μπήκε κάποτε πολύ ψηλά, αλλά αισθάνομαι ότι ξεκινάω πάλι από την αρχή και αυτή τη φορά θα το ευχαριστηθώ περισσότερο αν ξαναφτάσω στην κορυφή». Λίγο κλισέ ακούγονται όλα αυτά, αλλά δε νομίζετε ότι κάπου υπάρχει ένας σπουδαίος σόλο δίσκος στο άμεσο μέλλον για τον βετεράνο Aschcroft; Δείτε, ας πούμε, πόσο καλά τα πάει σόλο ο Gaz Coombes, κάποτε φωνή των Supergrass.

Βέβαια, ωραία και συγκαταβατικά όλα αυτά, αλλά μη νομίζετε ότι τον έχει εγκαταλείψει τελείως το swagger του Βορρά. Ο τύπος που κάποτε έπινε δύο μπουκάλια βότκα πριν βγει στην σκηνή, οδηγούσε μια vintage Mercedes που όμοιές της υπήρχαν άλλες 67 στον κόσμο, και -όχι πολύ παλιά, το 2006- μπούκαρε άυπνος σε ένα σχολείο έξω από το Μάντσεστερ απαιτώντας να διδάξει τα παιδιά, έχει ακόμα την φλόγα μέσα του.

Τον ρώτησαν, με αφορμή το προαναφερθέν κοπλιμέντο του Chris Martin, αν θα ήθελε οι Verve να είχαν εξελιχθεί σε μπάντα σταδίων όπως οι Coldplay. Κι εκείνος απάντησε: «Δε θα αντάλλαζα την επιτυχία των Coldplay με ούτε ένα από τα τραγούδια μου. Αλλά, ξέρω ότι ο Chris θα έδινε το μισό τους βασίλειο για το “Bitter Sweet Symphony”».

O Richard Ashcroft θα ανέβει στη σκηνή της Πλατείας Νερού για το Release Athens 2018 την Πέμπτη 31 Μαΐου μετά τους Rag’n’Bone Man, Lip Forensics, Sworr. και Kid Moxie.
Περισσότερες πληροφορίες για εισιτήρια και προσφορές εδώ.
Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος