Όταν το Τείχος έπεσε στις 9 Νοεμβρίου του 1989, η ανατολική πλευρά του Βερολίνου αποκαλύφθηκε σε έναν βαθμό ως μια no man’s land. Εκεί που κάποιοι έβλεπαν ένα ίσως δυστοπικό σκηνικό, κάποια άλλοι είδαν μια άσκηση ελευθερίας. Στις τεράστιες εκτάσεις των εγκαταλελειμμένων κτιρίων, υπηρεσίων και εργοστασίων, εφάρμοσαν το DIY κι έστησαν καταστάσεις που λειτούργησαν είτε ως καταλήψεις είτε ως art spaces και φυσικά ως κλαμπ (πολύ συχνά όλα αυτά μαζί). Το σάουντρακ ήταν techno, η υπόθεση αυστηρά underground, τα περιθώρια για πειραματισμό ατελείωτα. «Το να ανοίξεις ένα μπαρ/κλαμπ στο ανατολικό Βερολίνο στις αρχές των 90s σήμαινε να πάρεις μερικά κιβώτια μπύρες, να βάλεις ένα μικρό ηχοσύστημα με 1-2 πικάπ και ήσουν έτοιμος. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για κάτι άλλο και γι’αυτό δεν είχε σημασία αν έκανες μια βραδιά και δεν ερχόταν κανείς, παρά οι φίλοι σου γιατί δεν υπήρχε κανένα κόστος. Μετά βέβαια άρχισαν να έρχονται κι άλλοι φίλοι, κι εκείνοι έφερναν τους δικούς τους κι έτσι αποφάσιζες πως μάλλον χρειάζεσαι μια πόρτα, μια καλύτερη καφετιέρα και την επόμενη φορά “ας έχουμε περισσότερες μπύρες”. Ήταν ένα μουσικό-κοινωνικό πείραμα. Ο κόσμος δοκίμαζε πολλά πράγματα. Δεν υπήρχε συνταγή. Που θα είναι το μπαρ; Ο DJ; Μήπως είναι καλή ιδέα να βάλεις ένα subwoofer σε κάθε όροφο για να νιώθεις το μπάσο να διαπερνά το κτίριο; Μπορούσες να υλοποιήσεις πολλές τρελές ιδέες, να είσαι αφελής με έναν πραγματικά ωραίο τρόπο. Όλα ήταν πιθανά», σε αυτό το απόσπασμα από την σχεδόν τρίωρη απολαυστική διάλεξή του ο κύριος Robert Henke aka Monolake (ο άνθρωπος που άλλαξε την σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική με την εφεύρεση του Ableton) εξήγησε απόλυτα γιατί η φετινή 20η επέτειος του Red Bull Music Academy δε θα μπορούσε να διεξαχθεί σε καμία άλλη πόλη. Τον ακούσαμε ευλαβικά στο Funkhaus, το επιβλητικό πρώην ραδιομέγαρο της κάποτε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ήταν η έδρα του φετινού RBMA, γαληνεμένοι από την ηρεμία του παρακείμενου ποταμού Σπρέε. Γύρω μας βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία ένας δημιουργικός οργασμός.
«Σήμερα, υπάρχει πληθώρα πληροφορίας σχετικά με τη μουσική, στο πρώτο RBMA όμως δεν ήταν παραπάνω από 3 οι συμμετέχοντες που είχαν e-mail. Το δίκτυο ήταν ασφαλώς περιορισμένο. Θελήσαμε να το ανατρέψουμε αυτό μεταδίδοντας τη γνώση που θα προέκυπτε από τις διαλέξεις».
To Red Bull Music Academy είναι κι αυτό παιδί της 90s βερολινέζικης κοσμογονίας. Ξεκίνησε, όταν το 1998 τρεις τύποι -οι Torsten Schmidt, Christopher Romberg (αποχώρησε από το πρότζεκτ το 2011) και ο, ιρανικής καταγωγής, Many Ameri παρουσίασαν την ιδέα τους στην Red Bull. Καθόμαστε μαζί με τον Many σε ένα απομονωμένο σαλονάκι του Funkhaus κι, ενώ τρώει το μεσημεριανό του, μου διηγείται. «Η φιλοδοξία μας στην αρχή ήταν να φτιάξουμε κάτι που θα μπορούσε να σταθεί σε έναν ορίζοντα 5-10 χρόνων. Σήμερα, υπάρχει πληθώρα πληροφορίας σχετικά με τη μουσική, στο πρώτο RBMA όμως δεν ήταν παραπάνω από 3 οι συμμετέχοντες που είχαν e-mail. Το δίκτυο αποτελούταν από μικρές κοινότητες που επικοινωνούσαν μέσω fanzines και ήταν ασφαλώς περιορισμένο. Θελήσαμε να το ανατρέψουμε αυτό μεταδίδοντας τη γνώση που θα προέκυπτε από τις διαλέξεις. Για τα μυστικά της δημιουργικής διαδικασίας, τον αγώνα να ταιριάξεις αυτό που κάνεις ως παραγωγός με το κοινωνικό πλαίσιο, τις καλλιτεχνικές προκλήσεις και τόσα άλλα θέματα. Στην αρχή, λοιπόν, θέλαμε να βάλουμε απλά ανθρώπους σε έναν καναπέ για να μιλήσουν σε μια αίθουσα γεμάτη με εκκολαπτόμενους μουσικούς κι εμείς απλά να δυναμώσουμε τα ηχεία. Όλες οι υπόλοιπες δράσεις όπως π.χ. το φεστιβάλ, προστέθηκαν στη συνέχεια. Και βασίστηκαν στην ατομική πρωτοβουλία. Έτσι βρεθήκαμε κάτω από την ταμπέλα RBMA να διοργανώνονται περισσότερα από 1000 events το χρονο
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι μαζεύονταν στους δρόμους του Βερολίνου για να χορέψουν στο Love Parade. Αυτό ήταν ένα καινούριο target group για τα brands. Η Camel π.χ. μοίραζε “techno τσιγάρα” (πιο κοντά σε μήκος), όλοι προσπαθούσαν με διάφορες φουσκωτές κατασκευές να κάνουν ορατά τα προϊόντά τους μέσα στο ατέλειωτο πλήθος. Όλοι όμως σκέφτονταν βραχυπρόθεσμα και μετά από μια δυο σεζόν εξαφανίζονταν. Εμείς, είχαμε τον ρεαλισμό, τον κυνισμό αν θέλεις, να αντιμετωπίσουμε την Red Bull ως ένα ακόμα brand. Και να δούμε αν σκόπευε να ανακατευθεί με τη μουσική μακροπρόθεσμα, κάτι που είχε ήδη κάνει με τα σπορ. Αν δηλαδή το εννοούσαν ότι είχαν έρθει για να μείνουν [στη μουσική]. Για να καθόμαστε εδώ, 20 χρόνια μετά, μάλλον το εννοούσαν. Ξαναλέω, ήμασταν κυνικοί: δε μας ενδιέφερε να βρούμε κάποιο φαντεζί όνομα ή κάποιο άλλο κόλπο. Ονομάσαμε το πρότζεκτ ξεκάθαρα Red Bull Music Academy, χωρίς να κρύψουμε κάτι ή να ξεγελάσουμε κάποιον. Πάντως ήταν μεγαλύτερη πρόκληση να κάνουμε τους καλλιτέχνες να μοιραστούν τη γνώση παρά να τους πείσουμε να συνταχθούν με μια branded πρωτοβουλία. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την εποχή που οι DJs έβαζαν αυτοκόλλητα στα βινύλια για να μην φαίνεται το κομμάτι που παίζουν. Από εκεί στο ότι έχουμε φέτος μαζί μας για δύο εβδομάδες τον Mike Banks των Underground Resistance, η εξέλιξη μοιάζει αδιανόητη».
Η Ακαδημία εξελίχθηκε, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο (πηγαίνοντας από το Σιάτλ στο Σάο Πάολο και το Κέιπ Τάουν κι από τη Μελβούρνη στο Τόκυο και το Μόντρεαλ) και βοήθησε να αναδειχθούν μερικά από τα σημαντικότερα νέα ονόματα στο χώρο της μοντέρνας electronica/dance και όχι μόνο (όπως οι Hudson Mohawke, Jamie Woon, Aloe Blacc, Nina Kraviz – αναλυτικά η λίστα εδώ). Κάθε χρόνο, κάθε χώρα υποβάλλει τις δικές της υποψηφιότητες, και μέσα από ένα αυστηρό σύστημα επιλέγονται σχολαστικά εκείνοι οι συμμετέχοντες που συγκεντρώνονται για ένα χρονικό διάστημα μίνιμουμ 2 εβδομάδων στο χώρο που στήνεται το Academy κι αλληλεπιδρούν ανταλλάζοντας γνώσεις, συνδυάζοντας δεξιότητες κι ακούγοντας τι έχουν να πουν στις διαλέξεις τους οι διάσημοι προσκεκλημένοι. Μερικούς από αυτούς έχουν τη δυνατότητα να τους δουν κι επί σκηνής στα events του παράλληλου Red Bull Music Festival που είναι ανοιχτά στο κοινό.
Στη φετινή στρογγυλή 20η επέτειο δόθηκε τόσο βάρος που φτάνοντας στο Βερολίνο, ήταν αδυνατο να μην το καταλάβεις. Projections στους τοίχους, billboards στους δρόμους, διαφημίσεις στις στάσεις των ΜΜΜ ήταν μόνο η αρχή. Σταδιακά, τα βαγόνια του τραμ και του μετρό μεταμφιέστηκαν σε όργανα ηλεκτρονικής μουσικής όπως τα δύο θρυλικά μοντέλα της Roland – το drum machine TR-808 και το bass synth TB-303, πάνω στα οποία γράφτηκε η ιστορία της μοντέρνας ηλεκτρονικής (χορευτικής) μουσικής των σχεδόν 4 τελευταίων δεκαετιών. Με αποκορύφωμα το μεγαλύτερο sequencer που φτιάχτηκε ποτέ -μήκος 10 μέτρα, ύψους 2.20 και βάρος 600 κιλών- και στήθηκε έξω από το ιστορικό κλαμπ Tresor, ελεύθερο για να «παίξει» το κοινό. Περιττό, φυσικά, να πούμε ότι οι εικόνες του έριξαν το ίνσταγκραμ.
Οι αιτήσεις συμμετοχής φέτος προήλθαν από 109 χώρες, τελικά επιλέχθηκαν 61 συμμετέχοντες (από 37 κράτη) που σε δύο γκρουπ κατέφθασαν στο Funkhaus. Την Ελλάδα εκπροσώπησε η Anna Vs. June. Η Άννα Παπαϊωάννου, με background μουσικών σπουδών στο Εδιμβούργο και στο βιογραφικό της μουσική επιμέλεια για θέατρο και σινεμά, παρουσίασε την ακυκλοφόρητη μέχρι τώρα δουλειά της την παρθενική βραδιά του RBMA και κέρδισε την προσοχή του κοινού στο Acud με τις -για μας «διεστραμμένες», για εκείνους «εξωτικές»- weird techno εκδοχές παραδοσιακών ελληνικών κομματιών όπως ο Ικαριώτικος, το «Κοράσι» ή η «Γαλάζια Περιστέρα». Έμεινε μάλιστα και για το δεύτερο δεκαπενθήμερο του RBMA – οι δυνατότητες που ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους όλα αυτά τα παιδιά σε επίπεδο συνθηκών (μηχανημάτων, χώρων και mentoring) τους είναι αδιανόητες, δεν είναι εύκολο να τις αποχωριστούν. Η λέξη “Disneyland” ακούστηκε και φέτος πολύ στις μεταξύ τους συζητήσεις – μην ξεχνάμε ότι μέχρι τη συμμετοχή τους στην Ακαδημία έφτιαχναν μουσική στην κρεβατοκάμαρά τους. Κι εκεί άλλωστε θα επιστρέψουν μόλις τελειώσει αυτή η «εκπαιδευτική εκδρομή», σοφότεροι ελπίζουν οι διοργανωτές του RBMA. «Iσως δανείστηκαν κάτι από τον τρόπο σκέψης των ομιλητών για να μεγαλώσουν την αυτοπεποίθησή τους σε σχέση με αυτό που κάνουν στο υπόγειο του σπιτιού τους», μου είπε ο Μάνι Άμερι κι όταν του ζήτησα να επιλέξει τις αγαπημένες του ανάμεσα στις τόσες διαλέξεις που έχει δει όλα αυτά τα χρόνια, δυσκολεύτηκε αλλά ξεχώρισε «εκείνη με τον Bob Moog να διηγείται πώς τον χτυπούσαν στο σχολείο επειδή ήταν “φυτό”, κι όμως μετά έφτιαξε το synth που διαμόρφωσε τόσο καθοριστικά την σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική. Κι ο Hugh Masekela που μετέφερε ένα πολύ ισχυρο μήνυμα εξηγώντας τη δύναμη του τραγουδιού απέναντι στο άπαρτχαιντ στη Νότια Αφρική»
«Αν μπορεί και διοργανώνει το Βερολίνο RBMA, γιατί να μην μπορεί και η Αθήνα; Έχω καιρό να την επισκεφθώ, αλλά καταλαβαίνω ότι υπάρχει τρομερή δημιουργική κίνηση στην προσπάθεια να ξαναφτιαχτεί κάτι βγαίνοντας από την κρίση».
Οι συμμετέχοντες βρίσκονται κυριολεκτικά στο επίκεντρο του Red Bull Music Academy. Κάθε τι σε αυτό το hub είναι έτσι σχεδιασμένο, ώστε να αισθάνονται διαρκώς σε μια comfort zone. Στην πρώτη τους συνάντηση χωρίζονται σε ομάδες, αντί βιογραφικού παίζουν τη δουλειά τους και καλούνται σαν μια πρώτη «εργασία» να παρουσιάσουν κάτι πρωτόλειο την επόμενη μέρα – πιστέψτε με, αρκετά εντυπωσιακά για δουλειά ενός απογεύματος αυτά που ακούσαμε. Ακόμα και στις διαλέξεις μόνο εκείνοι επιτρέπονται να κάνουν ερωτήσεις στους ομιλητές, οι δημοσιογράφοι π.χ. μπορούμε απλά να ακούσουμε, αλλά όχι να παρέμβουμε. Αυτή είναι η μία από τις δύο δημιουργικές «αντιφάσεις» του φετινού RBMA. O τοπικός ήρωας Blixa Bargeld των Einstürzende Neubauten είχε πει κάποτε ότι «η δημιουργικότητα είναι εφικτή μόνο σε ακραίες καταστάσεις», όλη η λειτουργία της Ακαδημίας έχει μια εντελώς αντίθετη κατεύθυνση με τη λέξη «διευκόλυνση» να χρησιμοποιείται συνεχώς από τους ανθρώπους που δουλεύουν γι’ αυτήν.
Η άλλη, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, «αντίφαση» που όμως ήταν και η ουσία της φετινής διοργάνωσης ήταν η ίδια η έδρα της. Το επιβλητικό Funkhaus, διατηρητέο ιστορικό μνημείο, έμοιαζε με ένα φαραωνικό κατασκεύασμα μιας άλλης εποχής. «Μας πήρε 1.5 χρόνο για να το προετοιμάσουμε. Εργάστηκαν περίπου 140 άτομα για να γίνει πραγματικότητα, το δύσκολο κομμάτι είναι να τους συντονίσεις έτσι ώστε να περάσουν από το να συζητάνε κάτι στο να το κάνουν», λέει ο Many Ameri. «Το Funkhaus είναι ένα εκπληκτικό μέρος, όμως στην αρχή ήμασταν εντελώς αντίθετοι στο να στεγάσουμε την Ακαδημία εδώ. Μου έμοιαζε κάτι πολύ προφανές, αντίθετο στη φιλοσοφία μας να ανακαλύπτουμε χώρους. Και μετά ήρθα και το είδα. Και είπα ότι καμία ματαιοδοξία στον κόσμο δεν μπορεί να μας εμποδίσει να το μεταλλάξουμε. Τα στούντιό του ήταν μη λειτουργικά, δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για δεκαετίες. Δεν είχε φτιαχτεί μουσική εδώ, ουσιαστικά μετά την πτώση του Τείχους. Ήρθαμε σε συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη, τον πείσαμε δείχνοντας την προηγούμενη δουλειά μας κι όλα μπήκαν σε σειρά. Ήταν άλλωστε και μια ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε το κακό κάρμα που κουβαλούσε το μέρος από τότε που το χρησιμοποιούσε η ΛΔΓ για την πλύση εγκεφάλου των πολιτών της. Πώς; Φέρνοντας καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο που το τελευταίο που τους απασχολεί είναι η προπαγάνδα», φτάνει στο ζουμί.
Μιλώντας για την προηγούμενη δουλειά αξίζει να αναφερθούμε λίγο στην προσέγγιση του RBMA σχετικά με τους χώρους. «Παλιά, ψάχναμε απλά να βρούμε τα κατάλληλα κτίρια. Μετά τη Ρώμη αλλάξαμε το μοντέλο – εκεί είχαμε βρει ένα μοναστήρι στο εβραϊκό γκέτο, στο οποίο είχαν κατοικούσαν 6 διαφορετικές ομάδες που δε μιλούσαν μεταξύ τους. Με τόση καφεϊνη που κατανάλωσα για να οργανώσω την κατάσταση, αποφάσισα ότι ο χώρος της Ακαδημίας θα έπρέπε να έχει διαφορετική αξία χρήσης στο εξής. Π.χ. να χτίσουμε το μέρος που θα διεξαχθεί και μετά να στεγαστεί εκεί η τοπική Red Bull – το αντίθετο, ας πούμε, δε γίνεται. Δουλέψαμε έτσι στο Λονδίνο, στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Σε ένα άλλο σενάριο, δουλέψαμε με τις τοπικές αρχές π.χ. στη Μαδρίτη που ο Δήμος ήθελε να μετατρέψει ένα χώρο σφαγείων σε πολιτιστικό κέντρο, εμείς αναλάβαμε να φτιάξουμε τα μουσικά στούντιο. Πάντα, το πιο ακριβό κομμάτι της Ακαδημίας είναι να κατασκευάσεις τη μουσική υποδομή». Πραγματικά, η ξενάγηση στο εσωτερικό του Funkhaus ήταν μια απίστευτη εμπειρία. Η κεντρική σάλα, εκεί που έπαιξαν λίγες μέρες ο Jeff Mills και ο Tony Allen, με τα 88 κρεμαστά ηχεία εντελώς ψαρωτική, το δωμάτιο με τα 80s αναλογικά «παιχνίδια» το ίδιο, όπως και τα μικρά στούντιο που οι συμμετέχοντες απομονώνονταν 2-3 μαζί για να τζαμάρουν.
Ξέρω τι σκέφτεστε. Και το ρώτησα στον εμπνευστή του Red Bull Music Academy: «Αν μπορεί και διοργανώνει το Βερολίνο RBMA, γιατί να μην μπορεί και η Αθήνα; Έχω καιρό να την επισκεφθώ, αλλά καταλαβαίνω ότι υπάρχει τρομερή δημιουργική κίνηση στην προσπάθεια να ξαναφτιαχτεί κάτι βγαίνοντας από την κρίση. Μοιάζει με ένα μέρος που όλοι θέλουν να πάνε, γιατί είναι μέρος που υπάρχουν ευκαιρίες έμπνευσης».