«ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ καὶ ἡ μητέρα τοῦ ἑαυτοῦ σου», αὐτὸ σὲ συμβουλεύουν οἱ ψυχολόγοι. Ἂν σὲ ἀγαποῦν, σὲ ἀφήνουν βέβαια νὰ φτιάξεις τὴ δική σου «φανταστικὴ» οἰκογένεια. Θὰ εἶναι ἡ πρώτη σου, ἂν εἶσαι ὀρφανὸς καὶ ὁλομόναχος στὸν κόσμο, καὶ ἡ δεύτερή σου, ἂν ἔχεις ἤδη μιὰ οἰκογένεια ποὺ δὲ σὲ καλύπτει σὲ ὅλα. Ἐμένα πατέρας μου εἶναι ὁ Ray Charles. Αὐτὸν διάλεξα, γιατὶ εἶναι τυφλὸς καὶ μαῦρος καὶ μπορεῖ νὰ περπατάει στὸ σκοτάδι χωρὶς μπαστούνι. Ἔχει μιὰ ὑπέροχη φωνή, ζεστὴ ὅσο ἡ ἀνάσα μου στὸν καθρέφτη. Τὰ χέρια του χαϊδεύουν τὸ πιάνο ὅπως χαϊδεύω ἐγὼ τὸν ἑαυτό μου ὅταν κρυώνω. Ὅταν φοβᾶμαι, τὸν ἀκούω νὰ τραγουδάει “I Believe to my soul”. Στὶς ψηφιακές μου ἀναμνήσεις (μπορῶ ἀκόμα νὰ θυμᾶμαι τὸ πρόσωπο τοῦ Ray, ἐπειδὴ τὸ ἔχω δεῖ ἑκατομμύρια φορὲς σὲ βίντεο) εἶναι πάντα γελαστὸς καὶ κουνιέται πέρα-δῶθε σὰν τεράστιος μετρονόμος. Ἱδρώνει πολὺ κάτω ἀπ’ τὰ φῶτα. Οἱ ἀγωνίες του στάζουν πάνω στὰ πλῆκτρα καὶ πάνω στὰ ροῦχα του. Ὅμως τίποτα ἄσχημο δὲ συμβαίνει. Φαίνεται πάντα τόσο εὐτυχισμένος στὴ σκηνή, ποὺ νομίζεις ὅτι δὲν ἔχει πονέσει ποτέ. Τὸ φῶς ποὺ στερήθηκε ἐπιστρέφει τώρα πίσω σὲ ἐκεῖνον. Πρῶτα μέσα του. Ὕστερα ξεχύνεται ὅλο μεμιᾶς στὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων, στὰ πνευμόνια τῆς ὀρχήστρας, στὰ φορέματα τῶν γυναικῶν! Ὁ Ray δὲν ἀνησυχεῖ καθόλου μήπως στερέψει. Ὁ ἴδιος εἶναι μέσα! Εἶναι παντοῦ! Τὸν βλέπω καὶ δακρύζω. Εἶμαι τόσο περήφανος ποὺ εἶναι ὁ πατέρας μου.
Μητέρα μου εἶναι ἡ Μελίνα. Τὴ διάλεξα ἐπειδή, στὰ δεκαπέντε μου, ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα ποὺ μοῦ μίλησε γιὰ τὸν ἔρωτα. Τὸν ἔρωτα ποὺ ὀνειρεύομαι νὰ ζήσω. Τὰ καλοκαίρια τῆς εἶχα ζητήσει νὰ ξαπλώνει δίπλα μου. Φοβόμουνα τὸ μέταλλο στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. Ἐκείνη μοῦ κράταγε τὸ χέρι σφιχτά. Ὅταν ἔκλαιγα, μοῦ σκούπιζε τὰ δάκρυα μὲ μιὰ φλούδα ἀπὸ τὸ μισοφέγγαρο. «Νὰ ζήσω», μοῦ ἔλεγε κι ἐγὼ τῆς τὸ ὑποσχόμουνα. Ἀπὸ τὶς νύχτες τῆς ὑπόσχεσης περάσανε εἴκοσι χρόνια. Ἡ Μελίνα ἀνοίγει ἀκόμα παράθυρα στοὺς τοίχους μου. Κάθε βράδυ μοῦ ζητάει νὰ τὸ σκάσω. Ὄχι νὰ γίνω φυγάς. Ζωγράφος νὰ γίνω. Ἢ συγγραφέας, ὅπως τὸ θέλω. Νὰ γράφω γιὰ τὴν ἐλευθερία μου καὶ νὰ τὴ ζωγραφίζω… Ἄχ, Μελίνα! Πόσο χαίρομαι ποὺ εἶσαι ἡ μητέρα μου…
Δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα νὰ συστήνεις τὴ «φανταστική» σου οἰκογένεια σὲ μιὰ ξένη. Εἶναι κι αὐτὴ μεθυσμένη ὅσο κι ἐσύ. Στὴν καλύτερη περίπτωση θὰ σὲ λυπηθεῖ, ἐπειδὴ θὰ νομίσει ὅτι τὰ παιδικά σου χρόνια ἦταν φρικτὰ ἢ κάτι τέτοιο. Στὴ χειρότερη, ἁπλὰ θὰ γυρίσει τὴν πλάτη της καὶ θὰ φύγει. Ξαφνικὰ θὰ μιλᾶς πάλι μόνος σου σ’ ἕνα ἀναμμένο φωτάκι. Δὲ θὰ σὲ σώζει οὔτε ἡ πανσέληνος οὔτε ἡ θέα στὴν Ἀκρόπολη. Κάπου ἐκεῖ θὰ γυρίσεις πίσω, στὴ βολικὴ θέση τοῦ ἐμβρύου. Μόνο ποὺ δὲ θὰ ὑπάρχει πιὰ γιὰ σένα μασημένη τροφή. Τὸ χέρι ποὺ θὰ σὲ ἀκουμπήσει δὲ θὰ ἔρθει γιὰ νὰ σὲ χαϊδέψει. Θὰ ἔρθει γιὰ νὰ σὲ ξυπνήσει.
Ἡ Σοφία δὲν ἔφυγε. Μὲ κοίταζε ἁπλὰ μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Τριάντα πέντε χρονῶν γαϊδούρι τῆς μιλοῦσα γιὰ τοὺς φανταστικούς μου φίλους, ὅπως κάνουν τὰ παιδιά.
«Δὲ νομίζεις πὼς εἶναι καιρὸς νὰ φτιάξεις τὴ δική σου οἰκογένεια ἀντὶ νὰ νοσταλγεῖς μιὰν ἄλλη ποὺ δὲν ὑπάρχει;»
Τὸ σχόλιό της δὲ μὲ ξάφνιασε, κάθε ἄλλο. Τὸ εἶχα προβλέψει, ὅπως προβλέπω συχνὰ καὶ τὴ διάθεση τῶν γυναικῶν τῆς ἡλικίας μου νὰ δηλώνουν, δῆθεν μὲ κομψὸ τρόπο, τὴν ἐπιθυμία τους νὰ «νοικοκυρευτοῦν». Αἰσθάνθηκα νὰ πετυχαίνω μιὰ νίκη ὅταν κατάφερα τελικὰ νὰ τὴν κάνω νὰ παραδεχτεῖ πὼς ὁ λόγος ποὺ μοῦ ἀσκοῦσε τέτοια κριτικὴ ἦταν ὅτι ἐκείνη ἤθελε νὰ κάνει οἰκογένεια καὶ ὄχι ἐγώ. Βέβαια ἡ παραδοχή της μοῦ πρόσφερε μόνο μιὰ πρόσκαιρη ἀνακούφιση, ἀφοῦ τὸ νὰ ἀποδοκιμάζω τὴν ἐπιθυμία της δὲ σήμαινε ὁπωσδήποτε ὅτι ἡ δική μου στάση ζωῆς ἦταν καλύτερη ἀπὸ τὴ δική της. Ἐδῶ καὶ χρόνια δὲν πετάω ἁπλῶς στὰ σύννεφα ἀλλὰ κρατιέμαι ἀπὸ αὐτά. Εἶμαι τὸ ἴχνος μιᾶς ἀνθρώπινης βροχῆς ποὺ ἀρνεῖται νὰ πέσει στὸ χῶμα. Ἔχω βρεῖ καταφύγιο στὶς ἀγκαλιὲς δυὸ ἀγγέλων καὶ θέλω νὰ μείνω μαζί τους γιὰ πάντα. Ὅταν τὰ πράγματα γίνονται σκοῦρα ζητάω τὴ βοήθειά τους. Τὸ ἴδιο καὶ τώρα, ποὺ θέλω νὰ γλιτώσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν κουβέντα. Ἕνας προβολέας ἀνάβει δίπλα μου καὶ ὅλοι κοιτᾶνε πρὸς τὸ φῶς.
Ἀρχίζω νὰ γελάω ἀσταμάτητα. Ὅσο ἐγὼ γελάω, ἕνας ἄντρας δίπλα μου ἔχει πλαντάξει στὸ κλάμα. Ὁ ἄνθρωπος, λέει, εἶχε μιὰ γάτα καὶ ἕνα σκύλο. Τὴ Μελίνα καὶ τὸν Ray. Πρὶν ἀπὸ μιὰ ἑβδομάδα ἔχασε καὶ τὰ δυό του ζῶα καὶ ἀπὸ τότε ἔχει τρελαθεῖ. Σαστισμένος ἀπὸ τὴ σύμπτωση, ἑτοιμάζομαι νὰ τοῦ ἐκφράσω τὰ βαθιά μου συλλυπητήρια καὶ νὰ τοῦ ἐξηγήσω πὼς ἡ ἀναφορά μου στὰ ὀνόματα αὐτὰ ἦταν ἐντελῶς τυχαία. Ἐγὼ δὲν ἔχω ἰδέα γιὰ τὸ σκύλο καὶ τὴ γάτα του.
Ὁ κόσμος γύρω ἔχει ἀρχίσει νὰ ἀραιώνει. Τὸ κλάμα τοῦ τρελοῦ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἀνυπόφορο. Τόσο δυνατό, ποὺ σκεπάζει σχεδὸν τὴ μουσική. Χρειάζεται νὰ γίνω ἕνα μὲ τὰ σάλια καὶ τὶς μύξες του γιὰ νὰ καταλάβω τί θέλει νὰ μοῦ πεῖ: τὰ ζῶα του, λέει, δὲν πέθαναν. Ἔφυγαν, χωρὶς προειδοποίηση, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ξέχασε τὴν πόρτα ἀνοιχτή. Ἐκεῖνος τὰ φωνάζει, μέρα-νύχτα. Τὰ βλέπει μπροστά του στὸ σαλόνι, στὴν τραπεζαρία, στὸ μπάνιο. Στὴν κρεβατοκάμαρα δὲν πηγαίνει πιά. Δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Τὸ πάρτι εἶναι δῶρο Θεοῦ γιὰ τὴν ἀυπνία του. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ καὶ νὰ κλάψει μὲ τὴν ἡσυχία του. Κανεὶς δὲ θὰ τὸν κοροϊδέψει ἤ, τουλάχιστον, ἔτσι νομίζει.
Μὲ τὴ Σοφία ἔχουμε ἀλλάξει θέσεις. Τώρα ἐκείνη γελάει μαζί μου. Μέσα στὴν ἀσφάλεια τῆς ἠχορύπανσης, μὲ ἀκούει νὰ ψιθυρίζω ξανὰ τὸ μυστικό μου σ’ ἕναν ἄγνωστο. Μονάχα ποὺ ἀπόψε δὲν αἰσθάνομαι μόνος. Ἡ οἰκογένειά μου ἔχει μεγαλώσει.
Ἡ «φανταστική» μου οἰκογένεια εἶναι τὸ δέντρο ποὺ στὸν κορμό του μετροῦσα κάποτε τὸ μπόι μου. Ὅσο ψήλωνα, τὸ δέντρο ψήλωνε καὶ αὐτό. Ἅπλωνε τὰ κλαδιὰ καὶ τὴ σκιά του. Ἡ ἴδια σκιὰ μᾶς πότισε, ἐμένα καὶ ποιὸς ξέρει πόσους ἄλλους, ποὺ μαζὶ θαυμάσαμε τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους. Δὲ χρειάζεται ἑπομένως νὰ νιώθω ἄσχημα ἐπειδὴ πετάω στὰ σύννεφα γιὰ νὰ συναντάω πότε-πότε αὐτοὺς ποὺ ἀγαπάω. Πρῶτα, γιατὶ δὲν εἶμαι ὁ μοναδικός, καὶ ὕστερα, γιατὶ τὰ σύννεφα αὐτά, τ’ οὐρανοῦ μου, ἔχουν τὶς ρίζες τους βαθιὰ χωμένες στὴ γῆ. Ἂς γελάει λοιπὸν μαζί μου ὅποιος θέλει.
Χωρὶς νὰ χαιρετήσω κανέναν (οὔτε κὰν τὴ Σοφία), θὰ φύγω. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἀκολουθάω ἕναν ἄλλο ξένο, ποὺ ὅμως μὲ ξέρει ὅσο τὸν ξέρω κι ἐγώ. Τρέχω ἀπέναντι, στὸ σπίτι του. Ὕστερα βγαίνω μαζί του στὸ δρόμο κουβαλώντας ἕνα πάκο ἐκτυπώσεις σὲ κάθε μασχάλη. Φωτογραφίες μὲ τὰ ζῶα του ποὺ χάθηκαν. Δὲ θὰ τὸν ρωτήσω ποτὲ γιατί τοὺς ἔδωσε αὐτὰ τὰ ὀνόματα. Ὁ Ray καὶ ἡ Μελίνα μὲ κοιτάζουν λυπημένα στὸ χαρτί, ἐγὼ ὅμως εἶμαι εὐτυχισμένος. Μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό μου κολλᾶμε ἀφίσες στὴν πλατεία. Σὲ λίγο ξημερώνει.
Το βιβλίο του Νικόλα Περδικάρη Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.