Δράμα τρόμου βραβευμένο από τη FIPRESCI στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Κανών και το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Λονδίνου, σε σκηνοθεσία και σενάριο της Julia Docournau, με τους Ella Rumpf, Garance Marillier και Rabah Nait Oufella, διάρκειας 99 λεπτών, σε διανομή της Seven Films
Άβγαλτο έφηβο κοριτσάκι ξεκινά το πέρασμά του στον ενήλικο κόσμο μέσα από τη σκληρή κι απαιτητική διαβολοβδομάδα του πρωτάρη στο πανεπιστήμιό της, κατά τη διάρκεια της οποίας ανακαλύπτει ότι πιο ακόρεστη από την όρεξη για μάθηση, είναι η όρεξή της για φρέσκο, ωμό και ζουμερό ανθρώπινο κρέας.
Είναι εύκολο να αποπροσανατολιστεί κανείς διαβάζοντας την υπόθεση ετούτου του ζουμερού σκηνοθετικού ντεμπούτου, που προκάλεσε λιποθυμίες στην πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Τορόντο τον προηγούμενο χειμώνα, και να νομίσει ότι πρόκειται περί ανοικονόμητου κανιβαλιστικού exploitation τόσο ωμού όσο προϊδεάζει ο τίτλος του. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό το Γαλλοβελγικό δυναμιτάκι πυκνής πολυσχιδούς αφήγησης, με το φυτίλι της χοροριάς να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του, κρύβει πολλά περισσότερα μέσα του, από μερικές σποραδικές εκρήξεις βίας, αίματος κι ωμής ανθρώπινης σάρκας. Παίρνοντας το χρόνο της μέχρι να αποκαλύψει το μεζεδάκι στην καρδιά της φάκας της, η Julia Docournau υπενθυμίζει ότι στον κινηματογράφο είδους, το genre πρέπει να αποτελεί εργαλείο κι αφορμή για να προσεγγίσει και ν’ αφηγηθεί κανείς μια ιστορία, κι όχι αυτοσκοπό κυρίαρχο, που καταπίνει τη δραματουργία. Έτσι, υπομονετικά και μεθυστικά, επωφελούμενη τα μέγιστα απ’ την αχόρταγα διερευνητική κι ερεθιστικά αποστασιοποιημένη κάμερα του Βέλγου δ/ντη φωτογραφίας της, Ruben Impens (του εμβληματικού πια The Broken Circle Breakdown / Ραγισμένα Όνειρα), η πρωτοεμφανιζόμενη Γαλλίδα σκηνοθέτις δίνει στην ιστορία ενηλικίωσής της την ευκαιρία να αποκτήσει αρκετό ψαχνό, ώστε, ακόμη κι όταν η ωμότητα του κανιβαλιστικού ενστίκτου πάρει το πάνω χέρι, λίγα να υπάρχουν που να διαχωρίζουν την αγριάδα της απ’ τη βιαιότητα που έχει να υποστεί τριγύρω του ένα άβγαλτο, έφηβο κορίτσι, αχόρταγο για πολλά περισσότερα πράγματα από λίγο φρέσκο κρεατάκι.
Συνδέοντας άμεσα την ολοκληρωτική χειραφέτηση της ηρωίδας της με την σεξουαλική αφύπνισή της, μια έτσι κι αλλιώς κοσμογονικών μεγεθών εμπειρία διεύρυνσης των νοητικών οριζόντων οποιουδήποτε νεαρού ανθρώπου, η Docournau υπογραμμίζει διακριτικά τις αλληγορικές προεκτάσεις της γκροτέσκο γραφικότητας στην οποία παρασέρνεται μαζί με την ηρωίδα της. Το τοξικό περιβάλλον αμφισβήτησης και αυτοαμφισβήτησης με το οποίο την περικυκλώνει, γίνεται ιδανικό υπόβαθρο για να αφηγηθεί την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που ψάχνει τα πατήματά της, αλλά για να το καταφέρει πρέπει πρώτα να καταλάβει από που έρχεται και πού πρέπει να πάει.
Με αφηγηματική οξύνοια, η Docournau καταφέρνει σ’ αυτόν τον τόσο αιματοβαμμένο και βουτηγμένο στη φρίκη κόσμο της να μπάσει αρμονικά κι οργανικά την οικογενειακή τρυφερότητα ως ζωτικής σημασίας καταλύτη για την αποδοχή του εαυτού, κομπλέ με τις ιδιαιτερότητας, τη διαφορετικότητα, αλλά και κυριότερα, με τη μοναδικότητά του. Κι έτσι, να στήσει τη σκαλέτα πάνω στην οποία θα παρακολουθήσει την ηρωίδα της να εξελίσσεται όχι σε έρμαιο, αλλά πρωταγωνίστρια των περιστάσεών της, κι αυτό με αρκετή εντιμότητα ώστε να αναγνωρίσει πως, όπως οι άντρες έτσι και (πολύ περισσότερο) οι γυναίκες, όταν σηκώσουν κεφάλι στη ζωή έχουν πολλές επιβραβεύσεις να δρέψουν, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα φάνε και μερικά χαστούκια στην πορεία. Επιστέγασμα της αφηγηματικής επιλογής της Docournau στο σενάριο, το οποίο διαχειρίζεται μ’ έναν παράδοξο, κι ολότελα γοητευτικό, ψύχραιμο συνδυασμό του κλινικού με το οικείο, το γεγονός ότι σε μια εποχή μπολιασμένη με τη λάγνα εκδοχή του βαμπιρισμού και τα ανεγκέφαλα αιματοκυλίσματα των ζόμπι, η δική της ηρωίδα δεν έχει ούτε το ακαταλόγιστο του ζωντανού νεκρού, ούτε τους ποιητικούς αιώνες της απέθαντης ζωής να αναλογίζεται την ύπαρξη: όταν βουτάει τα δόντια της σε ανθρώπινη σάρκα, και δη σ’ αυτήν που βρίσκει πιο κοντά της (χωροταξικά και συναισθηματικά συγχρόνως), βλέπει την καταβύθισή της στην ζωώδη πλευρά της ύπαρξής της να την καταλύει, με τα ίδια ζωντανά της μάτια απ’ τα οποία την βλέπουμε κι εμείς. Κρίμα που όλο αυτό καταλήγει σ’ ένα απογοητευτικό φινάλε, που μοιάζει με βεβιασμένη μεταγραφή του Låt den Rätte Komma In (Let the Right One In) / Άσε το Κακό να Μπει, αλλά για τόσο τολμηρό ντεμπούτο, πάλι καλά να λες.
Περιπέτεια φαντασίας σε σκηνοθεσία Rupert Sanders και σενάριο των Jamie Moss και William Wheeler (απ’ το κόμικ του Masamune Shirow), με τους Scarlett Johansson, Pilou Asbæk, Takeshi Kitano κ.ά., διάρκειας 107 λεπτών, σε διανομή της UIP
Σ’ ένα μέλλον όπου η τεχνολογία έχει μπολιαστεί στην κυριολεξία με το ανθρώπινο σώμα, ζόρικη μπατσίνα ξυπνάει με το μυαλό της φορεμένο σ’ ένα ξένο, συνθετικό κι εντελώς πιο ανθεκτικό κι ευρηματικό κορμί, το οποίο χρησιμοποιεί για να εντοπίσει κι αδρανοποιήσει έναν αδίστακτο χάκερ. Όμως τα πράγματα δεν είναι όπως της τα είχαν πει.
Βασισμένο σε ένα manga κεφαλαιώδους σημασίας για την εξέλιξη του είδους, το οποίο πατούσε σε στιβαρές φιλοσοφικές βάσεις για να υψωθεί ως ένας ύμνος στην ασφυκτική αλλά και απελευθερωτική συγχρόνως φύση της διαφορετικότητας, είναι τρομερά αποκαρδιωτικό το πόσο το κινηματογραφικό Ghost in the Shell αμερικανοποιήθηκε (ή, έστω, δυτικοποιήθηκε) με τρόπο τέτοιο, ώστε να μοιάζει με όλα τα υπόλοιπα θορυβώδη μπλοκμπαστεράκια που μπορείς να πετύχεις μια random βραδιά στο multiplex της γειτονιάς σου. Σφιχτή πλοκή αλλά τεμπέλικη δραματουργία προδίδουν το μισοψημένο του πράγματος σ’ ό,τι αφορά το σενάριο, ενώ έχοντας απαρνηθεί όλες τις υπαρξιακές του αφετηρίες, το περιπετειώδες, χρωματιστό, και πλήρως αδρεναλινοποιημένο φιλμ του Rupert Sanders (ευτυχώς σε πιο ελεγχόμενη κατάσταση εδώ ο σκηνοθέτης, απ’ ότι στο επιδεικτικό Snow White and the Huntsman / Η Χιονάτη και ο Κυνηγός, όπου είχαμε το πρωτοαπολαύσει το ανάλαφρο άγγιγμα βαριοπούλας του πριν από μια πενταετία) ποντάρει σε δράση, εφέ και στιλιζάρισμα για να ξεχωρίσει απ’ τον ανταγωνισμό. Και μπορεί μεν τα στοιχεία του αυτά να είναι επαρκή για μια απολαυστική κινηματογραφική βραδιά με cyberpunk επίφαση (που θα ανοίξει, ας ελπίσουμε, ορέξεις για αναδρομές στο πρωτότυπο υλικό, ή έστω σε αστρονομικών αποστάσεων ανώτερα δείγματα του είδους, όπως λχ το Blade Runner), το γυαλιστερό φινίρισμα με το οποίο αμπαλάρεται το προβλέψιμο και ανεπεισοδιακό μυστήριο της κινηματογραφικής εκδοχής του τίτλου, δεν αρκεί ωστόσο για να αναπληρώσει το κενό που αφήνουν οι δυνατότητες του αρχικού υλικού –οι οποίες, φευ, πετάχτηκαν στα σκουπίδια, σαν το κορμί της ηρωίδας του.
Δραματική κομεντί υποψήφια για Χρυσό Λέοντα και βραβευμένη με Volpi καλύτερης ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και με Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε σκηνοθεσία των Gastón Duprat και Mariano Cohn και σενάριο του Andrés Duprat, με τους Oscar Martínez, Dady Brieva, Andrea Frigerio κ.ά., διάρκειας 118 λεπτών, σε διανομή της One from the Heart
Νομπελίστας συγγραφέας αποσυρμένος απ’ τα εγκόσμια, αποφασίζει να βγει απ’ το καβούκι του και να επισκεφτεί τη γενέτειρά του: μια μικρή επαρχιακή πόλη της Αργεντινής, η οποία αποτελούσε μούσα των δυστοπικών λογοτεχνικών του οραμάτων, και στην οποία δεν είχε θελήσει να επιστρέψει ποτέ. Άμα τη επιστροφή του, θα θυμηθεί και το γιατί.
Δροσερό και αεράτο παρά το επιβλητικό της διάρκειάς του, και μολονότι τεχνικά αφινίριστο σινεμά (στα όρια του κακότεχνου ανά σημεία), το φιλμ των Duprat και Cohn είναι ένα πραγματικά απροσδόκητο crowd pleaser, που μπλέκει την καλόκαρδη σάτιρα με την τσουχτερή κοινωνική αυτοκριτική, εξερευνώντας ζητήματα όπως η έννοια και η επίδραση της φήμης στο άτομο και τον περίγυρό του, η πικρή επίγευση στην αντιπαραβολή της νοσταλγικής ανάμνησης με την ψυχρή πραγματικότητα, κι η εμμονική επιθυμία του διπλανού σου να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην δική σου παράσταση όταν είναι πιο πετυχημένη απ’ τη δική του, μέσα από την ιστορία ενός ανθρώπου που πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του μοιράζοντας στον κόσμο κωλόχερα, και θίγεται όταν έρχεται η ώρα ο κόσμος να του δείξει το δικό του. Ο Oscar Martinez αποδεικνύεται ιδανικός ξεναγός σ’ αυτό το ιδιότυπο road trip σε μια λατινοαμερικανική suburbia που δεν φαίνεται να διαφέρει σε τίποτα από την ευρωπαϊκή (ή, έστω, τη βαλκανική) παραδίδοντας μια γοητευτική, κι ολότελα εθιστική ερμηνεία ενός χαρακτήρα καθόλου αξιαγάπητου άμα τον καλοσκεφτείς, την ώρα που θα αρχίσουν να πέφτουν τα credits στην οθόνη. Αφού πρώτα ξεπεράσεις βέβαια το πόσο γρήγορα θα σου ‘χει φανεί πως πέρασε η ώρα.
Βιογραφικό δράμα σε σκηνοθεσία και σενάριο της Lisa Azuelos, με τους Sveva Alviti, Riccardo Scamarcio, Jean-Paul Rouve κ.ά., διάρκειας 124 λεπτών, σε διανομή των Rosebud.21 και Seven Films
Μαλάντ-ε, ζε σουί μαλάντ-ε.
Κλασική περίπτωση αγιογραφίας που ξετυλίγεται σαν σειρά από αναπαραστημένα video clips με δραματοποιημένες προχειράντζες για γεμίσματα, πλαστικές και καλογυαλισμένες και με την παραμικρή λεπτομέρεια στην τεχνητή εντέλεια, το φιλμ της Azuelos μοιάζει περισσότερο με την ιδέα που θα είχε για το τι σημαίνει βιογραφική ταινία ένας στιλίστας περιοδικού διακόσμησης, παρά με κινηματογραφική εξερεύνηση στη ζωή μιας απ’ τις εμβληματικότερες προσωπικότητες της ευρωπαϊκής pop σκηνής του τελευταίου αιώνα. Στα 124 εξαντλητικά λεπτά της διάρκειάς της, όλοι οι περιφερειακοί χαρακτήρες της ταινίας μένουν εξίσου ανεξερεύνητοι κι αψυχολόγητοι με την Dalida, που παρουσιάζεται ως μια κυκλοθυμική συλλέκτρια boy toys, η οποία κάθε τόσο τύγχανε να λέει κι από κάνα τραγούδι που της έπεφτε στα χέρια απ’ τον ουρανό. Ουδεμία απόπειρα σύνδεσης της επαγγελματικής πορείας της με την ταλαίπωρη προσωπική δεν επιχειρείται πέρα απ’ την συμπτωματική, με το σενάριο, παρά τη δίωρη plus διάρκειά του, όχι μόνο να αδυνατεί να γεμίσει το οποιοδήποτε κενό υπάρχει στον θεατή, αλλά να του δημιουργεί και περισσότερα, παίρνοντας μάλλον ως δεδομένο (κι ίσως γι’ αυτό η ταινία δεν ενδιαφέρεται ούτε κατά διάνοια να εξερευνήσει τη σχέση της Dalida με το κοινό, και τους λόγους της λαϊκής της απήχησης) ότι ο κόσμος όλος ήταν και θα είναι by default φαν της Dalida, οπότε δεν χρειάζεται και πολλές εξηγήσεις. Στην οποία περίπτωση βέβαια, σίγουρα δεν του χρειάζεται κι αυτή η φλύαρη αγιογραφική ταινία, παρά μόνο για να ακούσει ένα χορταστικό best of των τραγουδιών της, και να χαζέψει τα ωραία κοστούμια στην πράγματι αξιέπαινη δουλειά που κάναν οι σκηνογράφοι κι ενδυματολόγοι της πλούσιας παραγωγής.
Θρησκευτικό θρίλερ σε σκηνοθεσία και σενάριο του Sean Byrne, με τους Ethan Embry, Shiri Appleby και Kiara Glasco, διάρκειας 79 λεπτών, σε διανομή της Odeon
Οικογένεια μεταλάδων μετακομίζει σε σπίτι που φιλοξενεί το διάολο μέσα στον τοίχο πίσω απ’ το κεφαλάρι του παιδικού υπνοδωματίου. Ακολουθούν δαιμονισμοί και μέταλ.
Όλοι ξέρουμε ότι η metal είναι η μουσική του Σατανά, κι ιδού η ταινία που φέρνει την απόδειξη: για περίπου πέντε λεπτά το concept του The Devil’s Candy είναι πως τα άγρια ριφαρίσματα είναι τα μόνα που μπορούν να κάνουν τη φωνή του διαόλου να σταματήσει να διαολίζει έναν μανιακό δολοφόνο, concept όμως που εγκαταλείπεται αρκετά νωρίς, για να ξεκινήσει το απαραίτητο stalking του πρωταγωνιστικού θύματος. Ολοκληρωτικά παραδωμένο στις συμβάσεις, τα κλισέ και τα χιλιοκοπιαρισμένα αρχέτυπα του είδος, τούτο ‘δω το ατμοσφαιρικό και τίμια αποτελεσματικό θριλεράκι της σειράς είναι ένας αναπολογητικός ύμνος αναβίωσης των ταινιών θρησκευτικού τρόμου παλαιάς κοπής, που με εικονοπλαστική δριμύτητα κι έξυπνη κι αποτελεσματική χρήση ηχητικών τρικς και οπτικών παραπομπών, χτίζει πυκνή και παλλόμενη ατμόσφαιρα απειλής, που κοχλάζει θορυβώδης κι οργισμένη πίσω από την ειδυλιακή εικόνα της αμερικανικής suburbia. Αυτή η απειλητική του ατμόσφαιρα ωστόσο, δεν καταφέρνει ποτέ στ’ αλήθεια να εκραγεί, κυρίως γιατί το σενάριο του δεν μπορεί ούτε και το ίδιο να πιστέψει ότι έχει έναν τόσο lame κεντρικό κακό, τις ελλείψεις του οποίου προσπαθεί να αναπληρώσει με εώλους μυστικιστικούς, δήθεν απόκρυφους αντιπερισπασμούς. Το σταδιακό ξεχαρβάλωμα που παθαίνει η πλοκή όσο προχωρά προς το φινάλε της, κορυφώνεται με ένα ανεκδιήγητο φινάλε για γέλια (ή για κλάματα, ανάλογα με το πόση εκτίμηση τρέφεις για τα εγκεφαλικά σου κύτταρα), το οποίο στην έξοδο απ’ την αίθουσα θα σε κάνει να σταυροκοπιέσαι απορρόντας ποια διαολική δύναμη σε είχε ωθήσει για να μπεις, όταν θα το ξαναπετύχεις κάνα σαββατόβραδο όμως στην τιβί, θα το φχαριστηθείς απείρως περισσότερο.
Φιλόδοξη απόπειρα αφήγησης της περιπετειώδους ιστορίας μιας ασυμβίβαστης γυναίκας, με τρεις διαφορετικές ηθοποιούς να υποδύονται τα τρία διαφορετικά στάδια της ζωής της απ’ την προεφηβεία στο μέλωμα κι από ‘κει στην ενηλικίωση, το δράμα του (υποψήφιου για Χρυσό Φοίνικα με το Michael Kolhaas προ τετραετίας) Arnaud des Pallieres υποφέρει από την κατακερματισμένη του αφήγηση που μπορεί να πετάξει εκτός πιο συνηθισμένους σε συμβατικές φόρμες θεατές, αποζημιώνει όμως όχι με μία, αλλά με τρεις ζουμερές ερμηνείες όσους επιδείξουν την απαραίτητη υπομονή στα τερτίπια του σκηνοθέτη. Δράμα υποψήφιο για Χρυσό Κοχύλι στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, σε σκηνοθεσία του Arnaud des Pallieres και σενάριο του ιδίου και της Christelle Berthevas, με τις Adèle Haenel, Adèle Exarchopoulos και Solène Rigot, διάρκειας 101 λεπτών, σε διανομή της Weird Wave.
Επίσης στις αίθουσες:
Η Μεγάλη Ουτοπία / The Great Utopia
Στην επέτειο ενός αιώνα από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Φώτος Λαμπρινός κάνει τον νηφάλιο απολογισμό της κρίσιμης πρώτης δεκαετίας του οράματος που ξεπήδησε από την Σοβιετική Ένωση, παρουσιάζοντας άγνωστες πτυχές του και ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπά του. Ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία, σενάριο και αφήγηση του Φώτου Λαμπρινού, διάρκειας 90 λεπτών, σε διανομή της Odeon
Trespass Against Us / Παράνομες Ζωές
Άντρας μεγαλωμένος σε οικογένεια του ποινικού θέλει τα παιδιά του να ξεφύγουν απ’ την φάση, όμως ο μπαμπάς του έχει δεν έχει σκοπό να αφήσει την οικογενειακή επιχείρηση να μαραζώση. Περιπετειώδες δράμα σε σκηνοθεσία Adam Smith και σενάριο Alastair Siddons, με τους Michael Fassbender, Brendan Gleeson κ.ά., διάρκειας 99 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment
The Shack / Αναζητώντας την Αλήθεια
Πρόσφατα χηρευμένος άνδρας λαμβάνει πρόσκληση σε απομακρυσμένη καλύβα, για ραντεβού με τον Θεό να του εξηγήσει τη φασούλα. Ρομαντικό δράμα σε σκηνοθεσία Stuart Hazeldine και σενάριο John Fusco, Andrew Lanham και Destin Daniel Cretton (απ’ το βιβλίο του William P. Young), με τους Sam Worthington, Octavia Spencer και Tim McGraw, διάρκειας 122 λεπτών (!), σε διανομή της Odeon
Smurfs: The Lost Village / Τα Στρουμφάκια: Το Χαμένο Χωριό
Ένας μυστηριώδης χάρτης παρασέρνει τη Στρουμφίτα και την παρέα της στα πιο βαθιά σκοτάδια του Απαγορευμένου Δάσους, οδηγώντας τους στο μεγαλύτερο στρουμφομυστικό της όλων των στρουμφοχρονικών. Παιδική ταινία σε στρουμφοσκηνοθεσία της Kelly Asbury και στρουμφοσενάριο των Stacey Harman και Pamela Ribon, με τις φωνές των Ariel Winter, Joe Manganiello και Michelle Rodriguez (Ίαν Στρατής, Σπύρος Μαργαρίτης και Έλενα Τσαγρινού στα Ελληνικά), διάρκειας 99 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment