Καθώς η Ράνια Οικονομίδου μου ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της ο Χιόνης, ένας αφράτος λευκός γάτος έρχεται να με υποδεχθεί. «Είναι πολύ κοινωνικός όπως και ο Φίντο, το σκυλάκι μου αλλά εκείνο το έχω κλείσει στο άλλο δωμάτιο γιατί γαβγίζει όταν το χαϊδεύεις και θα μας αναστατώσει κατά τη διάρκεια της συνέντευξης». Η κ. Οικονομίδου αγαπά τα ζώα «περισσότερο από τους ανθρώπους» και ασχολείται ενεργά με την προστασία τους. Εκτός από τα ζώα, αγαπά το θέατρο και μιλάει στην Popaganda για την πλούσια θεατρική διαδρομή της αλλά και για την παράσταση «Πάπισσα Ιωάννα – Αναζητώντας την ηρωίδα του Ροΐδη», στην οποία συμμετέχει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Έχω περάσει δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Θεωρώ ότι το θέατρο για εμένα ήταν μια μεγάλη διέξοδος που βρέθηκε μπροστά μου σαν από μηχανής θεός. Έζησα σε μια πολύ δυσάρεστη οικογενειακή ατμόσφαιρα με ανθρώπους που τσακωνόντουσαν μεταξύ τους με αποτέλεσμα να κλειστώ στον εαυτό μου. Μέχρι τα εννιά μου ήμουν ένα φυσιολογικό παιδί και μετά έγινα εσωστρεφής σε ακραίο βαθμό. Ήμουν ένα κορίτσι που δεν εκφραζόταν. Δεν μιλούσα και δεν έγραφα εκθέσεις.
Ο πατέρας μου πήγαινε στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και επίσης παρακολουθούσε ωδείο, όπου μάθαινε βιολί. Ήταν δάσκαλος αλλά είχε καλλιτεχνική φλέβα την οποία όπως φαίνεται κληρονόμησα. Ήθελα να γίνω μπαλαρίνα, πήγαινα στη σχολή της Δροσοπούλου, και στις εξετάσεις ήρθε μια χορογράφος από την Ιταλία και επειδή της άρεσα ήθελε να με πάρει μαζί της. Όταν το άκουσε η μαμά μου μού έκοψε το μπαλέτο με τη δικαιολογία ότι θα πάθω αδενοπάθεια. Ήμουν μόλις εννιά χρονών. Ακόμη το σκέφτομαι ορισμένες φορές ότι ίσως θα είχα πάρει μια άλλη πορεία ζωής. Πάντα ήμουν αφηρημένη. Θυμάμαι στο γυμνάσιο ζωγράφιζα πάνω στα βιβλία μου την ώρα του μαθήματος. Το χάσιμο μέσα στη φαντασία είναι κάτι που απαιτεί η δουλειά μου.
Η τέχνη σε μεταφέρει σε άλλους κόσμους. Δεν συμφωνώ με την τέχνη που επιμένει να σου δείχνει τερατουργήματα. Δεν το καταλαβαίνω. Θεωρώ ότι είναι καλό να υπάρχουν πρότυπα που σε ωθούν να κάνεις ωραία πράγματα. Τώρα που έχουμε την τηλεόραση και βλέπουμε την ασχήμια σε όλο της το μεγαλείο και μέσα από τις ειδήσεις και από άλλα προγράμματα θέλω από την τέχνη κάτι διαφορετικό, θέλω να δω κάτι που θα με κάνει αισιόδοξη. Ο Τσέχοφ ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος αλλά τα έργα του αποπνέουν αίσθημα, αισιοδοξία και υψηλή αισθητική. Το βάσανο μπορεί ωραιότατα να μετατραπεί σε κάτι καλό. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή είχα δει την Plisetskaya στην τηλεόραση. Υπήρχε κάτι το θείο σε αυτό που αντίκρισα. Αυτού του είδους η δημιουργικότητα γέννησε μια φοβερή δύναμη μέσα μου και ήθελα κι εγώ να κάνω κι εγώ κάτι μεγαλειώδες.Το κακό είναι ότι με την τέχνη ασχολούνται και άνθρωποι χωρίς ταλέντο. Προσωπικά πιστεύω στο ταλέντο δηλαδή στην ικανότητα που έχει κάποιος σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Ταλέντο δεν έχει μόνο ένας ζωγράφος ή ένας ηθοποιός αλλά κι ένας επιχειρηματίας, ένας κηπουρός ή μια νοικοκυρά.
Μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω για δεύτερη χρονιά έναν ρόλο γιατί όλη η δουλειά που έχω κάνει γίνεται βίωμα και δεν σκέφτομαι καθόλου τα λόγια. Τότε βγαίνουν καινούργια αισθήματα που δεν τα έχεις ανακαλύψει πιο πριν. Οι ρόλοι είναι ζωντανοί άνθρωποι. Έχουν τη δική τους σάρκα, τον δικό τους οργανισμό, τον δικό τους ρυθμό με το οποίο χτυπάει η καρδιά τους. Σαν άνθρωποι κι αυτοί έχουν ένα ψυχικό σύμπαν αδιερεύνητο. Το υποσυνείδητο παίζει μεγάλο ρόλο στη δουλειά μας. Υπάρχει το πρώτο στάδιο που λειτουργούμε συνειδητά και κάνουμε την έρευνα μας μαζεύοντας πληροφορίες για το έργο και υπάρχει και το δεύτερο που αφορά τη σύνθεση και εκεί μπαίνει το υποσυνείδητο.
Με ανακάλυψε ο Χατζιδάκις όταν ήρθε να δει μια ερασιτεχνική παράσταση στην οποία συμμετείχα τελευταία στιγμή, μετά την αποχώρηση μιας ηθοποιού. Μας είπε ότι θα πρέπει να πάμε να φοιτήσουμε σε σχολή αν θέλουμε να μας βοηθήσει, με έδειξε λέγοντας «και κυρίως η κοπέλα πιστεύω ότι δεν θα χάσει τον χρόνο της αν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο». Αυτό ήταν. Ο άνθρωπος ήταν φοβερός προικισμένος, μπορούσε να διακρίνει και να αναλάβει και την ευθύνη των λόγων του γιατί λέγοντας μια τέτοια κουβέντα αλλάζεις τη ζωή του άλλου.
Ο χώρος του θεάτρου είναι σκληρός και ανταγωνιστικός. Κατ’ αρχήν είναι σκληρή η δουλειά, τουλάχιστον αυτή που έκανα εγώ και οι ομάδες που συμμετείχα. Για να κάνεις μια ωραία παράσταση όπως την έχεις στο μυαλό σου, χωρίς ουσιαστική αμοιβή -παίρναμε όλοι τον βασικό και ήμασταν όλοι καταξιωμένοι ηθοποιοί- χρειάζεται αφοσίωση.
Δεν υπήρξαν ποτέ καλλιτεχνικές διαφορές στη Σκηνή ή στο Εμπρός. Όλες οι συγκρούσεις ήταν θέμα προσωπικοτήτων. Με τον ίδιο τρόπο διαλύθηκαν και οι δυο ομάδες. Δεν μας αφορούσαν τα χρήματα, ό,τι χρήματα υπήρχαν διοχετεύονταν στις παραγωγές. Δεν γινόταν ποτέ οικονομία. Φροντίζαμε να υπάρχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αυτό που υπήρχε στη φαντασία του σκηνογράφου υπήρχε και στη δική μας. Κανείς μας δεν έβαλε ποτέ στην τσέπη του μισή δραχμή από τις επιχορηγήσεις. Ήμασταν από το πρωί έως το βράδυ στο θέατρο και γι’ αυτό λέω ότι το σπίτι δεν μας έβλεπε ποτέ. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα παρά μόνο για το ότι υπήρξα επιεικής και υποχωρητική στα θέματα που αφορούσαν τη λειτουργία των ομάδων. Ο λόγος ήταν ότι δεν μου άρεσαν οι τσακωμοί. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει βήμα χωρίς τον χαρακτήρα του. Όμως η καλλιτεχνική απόδοση των ομάδων αυτών δεν επηρεαζόταν από τις συγκρούσεις των προσωπικοτήτων. Δεν θέλω να είμαι ψεύτικα μετριόφρων, όλοι ήμασταν από έναν πολύ καλό επίπεδο και πάνω στη δουλειά μας. Όλοι.
Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν ένας άξιος θεατράνθρωπος. Τον εκτιμώ ως τέτοιον εξαιρετικά γιατί πράγματι έφτιαξε αριστουργηματικές παραστάσεις. Το Bella Venezia ήταν ένα ποίημα. Κατάφερε να κρατήσει την αίγλη του θεάτρου του μέχρι τον θάνατό του.
Πιστεύω στις ομάδες. Από την θεατρική ομάδα της Σκηνής προέκυψε η Σφενδόνη της Κοκκίνου, η Εποχή του Παπαβασιλείου, το Εμπρός που ήταν ο Μπαντής, ο Καταλειφός, κι εγώ και το Κυκλάδων του Λευτέρη. Εν δυνάμει κάθε μέλος της Σκηνής ήταν ένας θιασάρχης. Με αυτό το σκεπτικό θα μπορούσε μια ομάδα να λειτουργήσει στο διηνεκές. Τέτοιου επιπέδου ομάδες δεν κινδυνεύουν παρά μόνο από την αρχομανία και από την έλλειψη σεβασμού ενός μέλους για κάποιο άλλο.
Η αρχική κίνηση με την κατάληψη του Εμπρός ήταν πολύ αξιόλογη. Νομίζω μετά το πράγμα άλλαξε πορεία γιατί πολιτικοποιήθηκε πάρα πολύ. Το βλέπω και ραγίζει η καρδιά μου. Κι εγώ πλέον έχω αποκοπεί από το κτίριο και δε θα ήθελα να ξαναμπώ μέσα. Μου προκαλεί μια φοβερή απέχθεια πλέον ο χώρος του Εμπρός παρότι ξεκίνησε με τόσα όνειρα και τόση επιτυχία. Όσα έγιναν αφήνουν τα σημάδια τους. Δεν υπάρχουν αναβιώσεις. Δε γίνεται να υπάρχουν. Πάμε για άλλα. Αν έμεναν τα πράγματα όπως ξεκίνησαν με τις αξιόλογες ομάδες που ασχολήθηκαν με το Εμπρός, μετά τη διάλυσή του ο χώρος θα είχε μια άλλη ζωντάνια, μιαν άλλη αξία χωρίς να έχει σχέση με αυτό που ήταν κάποτε. Τώρα δεν είναι τίποτα.
Πιστεύω πάρα πολύ στον χρόνο. Δυστυχώς πια ο χρόνος για το θέατρο μειώνεται καθώς πλέον δεν πληρώνονται οι πρόβες. Στις δικές μας τις δουλειές τότε κάναμε το λιγότερο τέσσερις μήνες πρόβα. Το σύνηθες διάστημα ήταν γύρω στους έξι μήνες ενώ για τον Γυάλινο Κόσμο οι πρόβες είχαν κρατήσει εννιά μήνες. Γέννα κανονική.
Ο Ροΐδης ήταν ένας άνθρωπος που έζησε με την μητέρα του όλα του τα χρόνια καθώς δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πέθανε μάλιστα στα χέρια της. Η μητέρα του ήταν μια γυναίκα που έζησε μια πολυκύμαντη ζωή, είχε έναν βίο περιπετειώδη. Ο Μαυρίκιος θεωρεί ότι έχει επηρεαστεί ο Ροΐδης πάρα πολύ από την μορφή της μητέρας του και έχει βάλει πάρα πολλά πράγματα από τη ζωή της καθώς έγραφε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της ηρωίδας του. Η πάπισσα Ιωάννα ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο με μια πολυκύμαντη ζωή κι αυτό. Κάπως έτσι μπλέκονται τα γεγονότα μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Αυτό το ζευγάρι μητέρας-γιού είχε την εξής ιδιομορφία: Η Κορνηλία έχανε σταδιακά το φως της μετά από κάποια ηλικία και τελικά τυφλώθηκε. Ο δε Ροΐδης έχασε την ακοή του. Κι έτσι συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον και αυτός ίσως ήταν ένας από τους λόγους που είχαν δεθεί τόσο πολύ.
Αν κρίνω από τον εαυτό μου δεν ξεφεύγουμε ποτέ από τα παιδικά μας βιώματα γιατί ούτως ή άλλως είναι αυτά που μας πλάθουν. Άλλωστε όπως λένε και οι ψυχολόγοι τα παιδιά μέχρι τα 3 χρόνια τους διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να μην καταλαβαίνεις καν σε τι βαθμό σε έχουν επηρεάσει.
Μεγαλώνουμε λάθος. Το λέω αυτό γιατί βλέπω τη ζωή μας. Είμαστε ικανοποιημένοι από αυτό που κάνουμε; Έχουμε έναν υπέροχο πλανήτη και με την συμπεριφορά μας τον καταστρέφουμε. Και μόνο αυτό αρκεί για να μας βάλει σε σκέψεις. Τι νοημοσύνη έχει το ανθρώπινο είδος και πώς την χρησιμοποιεί; Υπάρχει κάτι το φοβερά αυτοκαταστροφικό στον άνθρωπο. Το καλό απέναντι στο κακό. Εγώ θα ήθελα να υπερισχύει το καλό. Ακούω μερικές φορές που λένε ότι στον παράδεισο θα είναι πολύ βαρετά τα πράγματα. Δηλαδή τι θέλει ο άνθρωπος; Δεν του αρέσει η αρμονία, η γαλήνη, μια ωραία αισθητική; Προτιμάμε να ζούμε σε μια κατάσταση που θα παίζουμε κλέφτες κι αστυνόμους σε όλη μας τη ζωή; Δεν ξέρω.
Ας δούμε τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Οι πόλεμοι, οι φαγωμάρες, η οικονομική κρίση δεν ανήκουν στη φύση αλλά είναι ανθρώπινα έργα. Ακόμη και τις καλύτερες προθέσεις να έχει ο άνθρωπος πάντα έχει να πολεμήσει κάτι εφόσον είναι θνητός και ζει σ’ έναν υλικό κόσμο. Θα έχει να πολεμήσει τους σεισμούς, τα τσουνάμι, τις ασθένειες. Συνεπώς γιατί να μην δίνει όλη του την ενέργεια εκεί; Είναι ανάγκη να κάνουμε πολέμους; Είναι ανάγκη να λέμε ποιος πρέπει να κατοικίσει στη Γάζα και ποιος δεν πρέπει; Είναι ανάγκη να υπάρχουν σύνορα και να είμαστε εχθροί με τους Τούρκους ή τους Αλβανούς; Αυτά είναι τρελά πράγματα. Το δικό μου μυαλό δεν τα χωράει πια. Αρνούμαι να μπω σε αυτή τη λογική. Αρνούμαι.
Η ζωή μας κυβερνιέται από κόμματα και οικονομικά συστήματα. Λόγω άγνοιας και αμορφωσιάς οι λαοί υποτάσσονται. Πρέπει ο κάθε άνθρωπος να αναπτύξει μια άλλη συνείδηση και πρέπει να επανεξετάζει διαρκώς τα πράγματα. Δεν μπορείς να κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου. Δεν μπορείς να γεννιέσαι σε αυτόν τον κόσμο και να μην αναρωτιέσαι για δυο πράγματα.
Ο Έλληνας δε θέλει ποτέ να κάνει αυτοκριτική. Πάντα μας φταίνε οι άλλοι. Μας φταίει η τουρκοκρατία, οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί, το σύμπαν ολόκληρο εκτός από τον Έλληνα. Ο Έλληνας είναι πάντα θύμα, περιμένει με το χέρι απλωμένο να τους θρέψουν οι άλλοι. Ο καθένας είναι με το μπαϊράκι του και δε σκέφτεται το κοινό καλό. Βλέπω τους κάδους με την ανακύκλωση. Δεν υπάρχει πιο απλό πράγμα, δεν χρειάζεται να είσαι καθηγητής πανεπιστημίου για να καταλάβεις ότι εκεί πετάς τα υλικά προς ανακύκλωση. Κι όμως κάθε φορά μέσα εκεί βλέπω σακούλες με σκουπίδια. Επίσης βλέπω πολύ αγένεια ειδικά από τη μεριά των αντρών. Μπαίνεις σε ένα λεωφορείο και ρωτάς ευγενικά “Κάνει στάση εκεί;” και η απάντηση που εισπράττεις είναι ένα μουγκρητό. Φοβάται να είναι ευγενικός ή να χαμογελάσει; Τους βλέπεις όλους με κατεβασμένα μούτρα. Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις αλλά το γενικό αποτύπωμα είναι απογοητευτικό και δε σου δίνει ελπίδα.
Το να μπορείς να χαίρεσαι με απλά πράγματα δείχνει ψυχική υγεία. Το να αναζητάς αδιάκοπα το κάτι περισσότερο νομίζω ότι είναι σκέτη δυστυχία. Δε σε βγάζει πουθενά.
Πάπισσα Ιωάννα-Αναζητώντας την ηρωίδα του Ροΐδη, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαυρίκιος, 30-31 Ιουλίου, Πειραιώς 260, Κτίριο Η.