‘’RAMONES’’ δεν είναι μάρκα μπλούζας – Της Ζέφης Κόλια

Έσφιξε πάνω της το παλτό και κουμπώθηκε ως το λαιμό. Έκανε κρύο ακόμα κι ας ήταν Μάρτιος. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες: εισιτήριο, τσιγάρα, μερικά κατοστάρικα για ποτό. Τσεκ. Όλα στη θέση τους. Έπιασε κι ένα άσχετο χαρτάκι, το έβγαλε και διάβασε:  Όλα είναι χλωμά μπροστά στο θαύμα το υπέροχο του σάλιου σου που με σπαράζει και ρίχνει στη λήθη την ψυχή μου, με τον γραφικό χαρακτήρα του. Ανέβαινε την Μάρνη μόνη της, χέρια στις τσέπες, αέρας της ανακάτευε τα μαλλιά που μάταια είχε κολλήσει στο κρανίο με  τζελ, βλέμμα θολό από κάτι απρόσκλητα δάκρυα που αναμφίβολα θα της διέλυαν την μάσκαρα, αλλά ευτυχώς,  παρακάτω ήταν το Ρόδον, οι RAMONES θα  ήταν σε λίγο στη σκηνή και τίποτα δεν θα είχε πια σημασία. Τάχυνε το βήμα της. Όμως οι σκέψεις της έτρεχαν πιο γρήγορα από εκείνη. Μαζί του ήταν όταν άκουσαν στην εκπομπή του Πετρίδη για τη συναυλία. Και δίχως δεύτερη σκέψη αποφάσισαν να πάνε. Μαζί. Όμως μεσολάβησαν περίπου τρεις μήνες από τότε και οι αποφάσεις ξεχάστηκαν μαζί με κάτι άκυρες υποσχέσεις. Μερικά σπαράγματα καταραμένων ποιητών γραμμένα σε χαρτάκια όπως αυτό που βρήκε στη τσέπη της αλλά κάπως πιο θανατικά – Baudelaire, Verlaine, Rimbaud και τα τοιαύτα- μαζί με μερικά παραπάνω ποτήρια αλκοόλ σε μπαρ με εμβληματικά ονόματα όπως «Παρακμή».  Και μετά οι τίτλοι του τέλους. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο και πολλές εξηγήσεις. Έτσι, επειδή. Από άποψη. Για να αποφύγουν τη φθορά του χρόνου, τους θολούς καθρέπτες και τις σβησμένες φλόγες. Μαλακίες τούμπανα. Και λάθος ναρκωτικά. Η αίθουσα ήταν τίγκα στον κόσμο και οι πιο τυχεροί είχαν λάβει ήδη θέση μπροστά στη σκηνή. Βρήκε μια γωνιά και άραξε, έβγαλε το παλτό της κι έμεινε μ ένα μαύρο φανελάκι αλλά το φόρεσε ξανά επειδή ήταν πολύ άβολο να το κρατάει στο χέρι έτσι που ήταν στριμωγμένη. Ο καπνός, η φασαρία και οι μετακινήσεις του πλήθους δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ανυπόμονης αναμονής ως τη στιγμή που οι προβολείς άναψαν και στράφηκαν στις φιγούρες που είχαν μόλις πηδήξει στο stage: Ο Johnny, o Joey και οι άλλοι RAMONES βρίσκονταν εκεί, ολοζώντανοι, για πρώτη φορά μπροστά σ ένα κοινό που ζητωκραύγαζε ενθουσιασμένο. Ξεκίνησαν παίζοντας Teenage Lobotomy, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και οι αναπτήρες έγιναν κεριά που φώτισαν την έξαψη των ιδρωμένων προσώπων.  Στο Blitzkrieg Bop ο ήχος άρχισε να τα παίζει και πήγε να πάρει μια μπύρα, ξέροντας ότι αποχαιρετούσε την ωραία γωνίτσα της απ όπου είχε σχετικά καλή οπτική και μπορούσε να κουνιέται και κάπως. Στάθηκε στο μπαρ και μέχρι να την σερβίρουν παρατηρούσε το κορίτσι με το ξυρισμένο κεφάλι και το ροζ κοκόρι που τσαμπουκαλευόταν με τον μπάρμαν για τη μεζούρα της βότκας. Στο I wanna be your boyfriend ένιωσε ένα χέρι να μπαίνει στην τσέπη της. Επίσης ένιωσε μια ανάσα στον λαιμό της και καπάκι άκουσε τη φωνή του στ αυτί της: «Δε σου είπα ότι αυτό το παλτό θέλω να μου το χαρίσεις;» Α, μάλιστα. Το παλτό.

Φωτογραφία: Θοδωρής Μάρκου

Το είχε ψωνίσει στην Αμερικάνικη αγορά, το υπόγειο στην Ηφαίστου. Μεταχειρισμένο, αλλά σε τέλεια κατάσταση. Κάπως σαν βελούδινο, σε χρώμα πολύ σκούρο κόκκινο, σχεδόν μαύρο  –σάπιο μήλο το είπε ο πωλητής, αλλά η ίδια θα το έλεγε σάπιο αίμα- με φαρδιές μανσέτες και κούμπωμα από δυο σειρές μεταλλικά κουμπιά σκαλιστά με κάτι σαν οικόσημο. Το στυλ της θύμισε έντονα Echo and the bunnymen και επειδή μόλις είχε αγοράσει τον καινούργιο δίσκο τους το σετάρισε χωρίς δεύτερη σκέψη, παρότι τα μανίκια της έπεφταν λίγο μακριά. Φυσικά η μάνα της έβαλε τις φωνές, ότι πάλι κουβάλησε αντρικά ρούχα από την Τούνδρα (πού αργότερα έμαθε ότι εννοούσε την οργάνωση UNRRA που μοίραζε ρούχα μετά τον πόλεμο και όχι τις παγωμένες εκτάσεις τις Αλάσκας), ότι απορούσε γιατί δεν πήγαινε να ψωνίσει από τις μοντέρνες μπουτίκ της Ερμού όπως έκαναν όλες οι κόρες των φιλενάδων της και το έστειλε αμέσως στο καθαριστήριο ενώ κατόπιν ψέκασε τη φόδρα του με καθαρό οινόπνευμα.  Εκείνος όμως όταν το είδε γούρλωσε τα μάτια του με έκπληξη και ζήλεια, της ζήτησε να το δοκιμάσει και μετά δεν το έβγαζε από πάνω του μέχρι που αναγκάστηκε να τον γαργαλήσει μέχρι δακρύων. Ναι, ναι, οπωσδήποτε έμοιαζε με τον Oscar Wilde και εννοείται ότι τον αγαπούσε πολύ, αλλά το παλτό καλύτερα να το ξέχναγε. Ήταν δικό της. Τελεία. Έφυγαν μαζί λίγο πριν ο κόσμος ζητήσει ανκόρ. Στο μεταξύ είχαν πιεί από τρεις μπύρες,  είχαν χορέψει με λύσσα και την είχε στριμώξει  έξω απ τις τουαλέτες με κάτι άγρια φιλιά περιμένοντας τη σειρά τους για κατούρημα. Βγήκαν στον κρύο αέρα της νύχτας και η πόλη τους κατάπιε μαζί με τ’ αδέσποτα σκυλιά, τους σκουπιδιάρηδες που άδειαζαν κάδους, τις πόρνες και τους θαμώνες των λαϊκών κέντρων. Έπιασε κι ένα ψιλοβρόχι, κάθισαν στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας όπου τους βρήκε το  ξημέρωμα αγκαλιασμένους μέσα στο ίδιο παλτό, λιώμα, μεθυσμένους από έρωτα, κρασί, ποίηση και αρετή. (η αρετή είναι ας πούμε ποιητική αδεία, επειδή έτσι θα το ήθελε ο Baudelaire) Ξέθαψε το παλτό σε ένα ξεκαθάρισμα παλιών ρούχων, απ αυτά που κάνεις καμιά φορά για να καθαρίσεις το κάρμα σου. Το βρήκε τυλιγμένο σε μια σακούλα φύλαξης απ αυτές που η μάνα της είχε για τα κοστούμια του πατέρα. Μύριζε ναφθαλίνη αλλά σκασίλα της,  το φόρεσε ανυπόμονα  κι έτρεξε ναι κοιταχτεί σ έναν ολόσωμο καθρέφτη. Δεν ήταν κακό, αλλά δεν ταίριαζε πια στην ηλικία της. Επίσης, τα μανίκια της έπεφταν μακριά. Έχωσε τα χέρια της στις τσέπες, η μια ήταν ξηλωμένη. Στην άλλη βρήκε ένα ζαρωμένο χαρτάκι με στίχους του Baudelaire κι ένα εισιτήριο απ την συναυλία των RAMONES στο Ρόδον. «Ουάου! Πού το τσίμπησες αυτό το παλτουδάκι;» «Να σε ρωτήσω κάτι; Το ξέρεις ότι οι RAMONES δεν είναι μάρκα μπλούζας ε;» «Τι είναι αυτό; Αστειάκι του facebook?» Έδειξε στον γιο της το εισιτήριο της συναυλίας. Εκείνος το περιεργάστηκε σα να έβλεπε μουσειακό εύρημα. «Ήσουν ωραίο άτομο, ρε μάνα.» Ήταν. Στο ένδοξο παρελθόν. «Για φέρε τώρα το παλτό να το δοκιμάσω. Μήπως το φορέσω κι εγώ στην συναυλία της Tarja στο Gagarin, την άλλη εβδομάδα.» Του έπεσε γάντι. Πιο δανδής κι απ τον Oscar Wild. Και τα μανίκια, ούτε παραγγελία. «Μου το χαρίζεις;» Χαμογέλασε νοσταλγικά. Κάπου το είχε ξανακούσει αυτό. «Στο χαρίζω. Και να προσέχεις μικρό μου, γιατί μοιάζεις σ εμένα.» ΥΓ: Ευχαριστώ την στιχουργό Sunny Μπαλτζή που έγραψε αυτό το τραγούδι.  Ξέρει,  άλλωστε, πόσο με στοιχειώνει.

Το βιβλίο της Ζέφης Κόλια «Λώρα, η τελεύταια των Μαρξ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
POPAGANDA