Ραγισμένοι ουρανοί* – της Δώρας Κασκάλη

«Δεν ζω χωρίς εσένα ούτε λεπτό». Η μάνα της ακούει ραδιόφωνο στην κουζίνα. Ο πατέρας της έχει πάει για ψώνια. Όταν γυρίσει, εκείνη θα του πει ότι άκουσε το τραγούδι τους. Αυστηρά στην εκτέλεση από Βογιατζή και Βάνου. Τα πόδια του που φτυαρίζουν συνήθως το πάτωμα, θα υψωθούν έναν πόντο, θα ξεχάσουν τα χρόνια τους και θα την πάρει να χορέψουν στον στενόμακρο διάδρομο. Ερωτευμένοι, έτσι έχουν καταχωριστεί. Αυτή, μοναχική, το παιδί τους. Για πάντα. Ξαπλωμένη στο ντιβάνι της που χρησιμεύει για κρεβάτι και καναπές και γραφείο, βλέπει στο ταβάνι ένα αθέατο έργο. Άσκηση της μνήμης, για να θυμάται ακόμη και τα πιο αβάσταχτα, μικρά της δράματα σε κάθε λεπτομέρεια. Από το διπλό τζάμι φιλτράρεται ένα σκληρό Μέταλ, ύστερα οι τσιρίδες της μάνας, το βρισίδι του γιου. Αυταρχισμοί, αντιστάσεις. Η ιστορία της νεότητας. Από τον πυρήνα, μετά την ηρωική έξοδο, ο αφανισμός στις ερπύστριες του οδοστρωτήρα. Αν γλιτώσει ο νεαρός από το σιδέρωμα, θα γίνει τραπεζικός υπάλληλος που κάτω από το πουκάμισο θα φορά μαύρες μπλούζες με άσπρες νεκροκεφαλές. Αλλιώς θα τον ταΐζει η υστερική γιουβαρλάκια, ενοχές και το χαρτζιλίκι του θα αποταμιεύεται σε μικρεμπόρους στα Πανεπιστήμια. Θέλει να μην ακούει τίποτα. Να χαθεί σε μια θάλασσα σιωπής. Όταν ήταν έφηβη, οι βιοτεχνίες – ένα επιπλάδικο και ένα σιδηρουργείο – στο υπόγειο δούλευαν υπερωρία, το κεφάλι της γέμιζε ρινίσματα από το βρώμικο ήχο τους, από λατινικά χωρία και ανώμαλα ρήματα της αρχαίας Ελληνικής. Έβαζε στο πικάπ Μπραμς στη διαπασών, πλημμύριζε ο ακάλυπτος με τους «Ουγγρικούς χορούς». Κανείς δεν χόρευε φυσικά. Έβγαζαν τα κεφάλια τους από τις τρύπες και κοιτούσαν προς τα πάνω για να σταμπάρουνε τον ταραξία. Ο υπολογιστής της είναι μόνιμα ανοιχτός. Στους μοναχικούς άντρες με τους οποίους καταλήγει να μιλάει αργά, τρεις και τέσσερις το πρωί, χαρίζει πάντα Τρύπες, την «Γιορτή» σε στίχους Αγγελάκα. Αν και δεν θυμάται ολόκληρα τραγούδια, τους στίχους τους, ποιήματα, τσιτάτα, αυτό το έχει μάθει απ’ έξω. Είναι ένα είδος ρυθμικού βιογραφικού που την ορίζει. Ορίζει το κενό μέσα της.

φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου

Βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ό,τι σου τρώει την ψυχή / Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι, ανοιχτοί. Δεν ξέρει σε ποιους δρόμους αναφέρεται το τραγούδι. Ξέρει τους δρόμους αυτής της πόλης με τα αμέτρητα καφέ, αλλά δεν έχει σεντ στο πορτοφόλι της μέχρι να πάρουν οι ερωτευμένοι τη σύνταξη. Στα γύρω στενά τα άδεια μαγαζιά την κοιτάνε όταν γυρίζει τα βράδια από κανένα μπαράκι, σαν μάτια πεθαμένων. Στο γωνιακό ψιλικατζίδικο αγόραζαν «Μανίνα» και «Κατερίνα», στης Ζωής, δύο στενά παρακάτω, πήγαινε η μάνα της και έφτιαχνε λάχανο τα μαλλιά της. Μερικά δεν έχουν αλλάξει καν τις μαρκίζες τους, κρατάνε ξασπρισμένες αφίσες από διαφημίσεις και στις βιτρίνες τους οι αράχνες και η σκόνη φιλοτεχνούν παράδοξες καλλιγραφίες. Ένα νεκροταφείο κατάντησε αυτή η γειτονιά. Ζει ένα ατέλειωτο παρελθόν που διαχέεται στο στάσιμο παρόν. Το μέλλον, ό,τι και να υπονοείται με τη γενικόλογη αυτή λέξη που έχει φορτωθεί με τόσες προσδοκίες, διαρκώς αναβάλλεται. Τα πάει καλά με τις λέξεις. Τους θέλγει, είναι η παγίδα της για το είδος του άντρα που της αρέσει. Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή / Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά στη βροχή / Μας περιμένουν άδειες μέρες ραγισμένοι ουρανοί / Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή. Είναι ένα νεύμα, για κάτι μεθυστικό και απροσδιόριστο. Αλλά δεν φαίνεται να πείθει κανέναν. Οι άδειες μέρες έχουν αδειάσει το ηθικό και συναισθηματικό περιεχόμενο των ανθρώπων που με τις χαμογελαστές τους φωτογραφίες μοιράζονται υποτιθέμενες ζωές και φανταστικές χαρές. Όταν δεν αναπτύσσει πρόχειρες κοινωνιολογικές θεωρίες, σκέφτεται αυτούς τους ανθρώπους άνεργους, τελειωμένους σαν την ίδια, που πάνε να γαντζωθούνε από μία εικόνα, ένα στίχο ή μια συγχορδία για να μην σαλτάρουνε στον ακάλυπτο που κάμποσα μέτρα κάτω έχει χορταριάσει, παράσιτα έχουν σπάσει το μπετόν αρμέ και προσπαθούν να φέρουν ξανά στα φυσικά μέτρα αυτή την τερατώδη πόλη. Τους καλεί ξανά και ξανά σε ένα ταξίδι, σε μια αλλοίωση αυτής της ακύμαντης ζωής που τους έχει ζώσει όλους. Αργά το βράδυ, στην ηλεκτρονική θάλασσα της σιωπής, βάζει στη διαπασών τη «Γιορτή» μπας και σπάσει το σκληρό καύκαλο κάποιου ναυαγισμένου και φανερώσει την καρδιά του, κι ας σπαράσσεται από τα πιο άλυτα υπαρξιακά. Στην κρεβατοκάμαρα, οι γονείς της κοιμούνται αγκαλιασμένοι, όπως πάντα. Ζηλεύει τις ανάσες τους, το ροχαλητό εκείνου, το αδιόρατο αγκομαχητό εκείνης, όπως μπλέκονται γλυκά, μαζί με τις μυρωδιές από τα φάρμακά τους και τις κολόνιες της μάνας της που ξεθυμαίνουν πάνω στην τουαλέτα της, το λείψανο μιας πανάρχαιας κοκεταρίας. Κάθε βράδυ, αλαφροπατώντας, πάει ως το μικρό άνοιγμα της πόρτας και τους αφουγκράζεται. Αυτή η ρυθμική, σχεδόν ευγενική φασαρία της νύχτας είναι η πιο καλοδεχούμενη. Είναι ο κόσμος που δεν θέλει να αλλάξει, να διαταραχθεί. Πριν πει καληνύχτα, στέλνει αυτοκόλλητα (καρδούλες κι άλλα χαριτωμένα) στους συνομιλητές. Καμία φορά, την πλημμυρίζει μια τρυφερότητα και θέλει να τους στείλει κάτι πιο διαχυτικό, να μισανοίξει την δική της πόρτα και να τους αφήσει να δουν. Προτιμάει τελικά το τραγούδι της που θα φανερώσει την επιθυμία αναίμακτα. Στο ντιβάνι που μεταμορφώνεται σε κρεβάτι, σφίγγει απάνω της τα σκεπάσματα στο σχήμα ενός κορμιού που μόνιμα λείπει. *Δανεισμένο από στίχο του τραγουδιού «Γιορτή» σε στίχους Γιάννη Αγγελάκα

Το τελευταίο βιβλίο της Δώρας Κασκάλη «Το μαύρο κουτί της μνήμης του» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οκτώ.
POPAGANDA