Ράφτης: Μια ταινία που κεντάει ψιλοβελονιά την εποχή της κρίσης

Τα λευκά και ροζ νυφικά απλώνουν τα διάφανα πέπλα τους στους δρόμους και τα πολύχρωμα φορέματα θροΐζουν σαν κρεμαστά κουδουνάκια του αέρα, στις φτωχογειτονιές στα Καμίνια. Η ραπτομηχανή ανάβει και νταπ ντουπ, νταπ ντουπ το πόδι του ράφτη στο πεντάλ χορεύει το ρυθμό της. Ο Ράφτης, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Σόνια Λίζα Κέντερμαν, ξετυλίγει τόπια ύφασμα και κουβάρια νήματα στη μεγάλη οθόνη αυτές τις μέρες και αναβλύζει ένα ελαφρύ, σαν αύρα θαλασσινή, άρωμα, από εκείνα τα κλεισμένα σε όμορφα πορσελάνινα μπουκαλάκια που σου χάρισε κάποτε η μαμά σου – ή η γιαγιά σου. Κι εσύ το φύλαξες για πάντα επειδή το λάτρεψες – αλλά κι επειδή ακόμα, όταν το ανοίγεις, ο χρόνος δεν αλλοίωσε τη μυρωδιά του.

Ο Δημήτρης Ήμελλος είναι ο Ράφτης, όνομα και πράγμα! Ένας μοναχικός τύπος με τεράστια μάτια, αθώο βλέμμα και μανία για τάξη και λεπτομέρεια που αποτυπώνεται στις δεξιοτεχνικές κινήσεις των χεριών του. Απομονωμένος στο ραφτάδικό του, όπου μόνοι επισκέπτες του είναι πια οι… μύγες, αποφασίζει, για λόγους επιβίωσης, να μεταφέρει το αριστοκρατικό κατάστημά του σε… λαϊκές ρόδες, στο δρόμο! Και να αντικαταστήσει – ποιος θα του το έλεγε! -, τα κομψά, άρτια, κάποτε περιζήτητα κοστούμια του με τρελά φορέματα και νυφικά. Γιατί τα χρέη τρέχουν, η κρίση έχει πατήσει πόδι και αυτός πρέπει να βρει λύση για να ζήσει. Αλλοίμονο, ο πατέρας του, ράφτης κλασικός, αυστηρός και παλιομοδίτης – ο Θανάσης Παπαγεωργίου –, δεν καταλαβαίνει τις αλλαγές των καιρών. Αλλά η γειτόνισσα (Ταμίλλα Κουλίεβα) που τον γνωρίζει από την κόρη της (Δάφνη Μιχοπούλου), είναι πρόθυμη να τον βοηθήσει να γνωρίσει τον κόσμο των θηλυκών, από κάθε πλευρά, επιτέλους, στα 50 του, και να ανάψει φωτιές στην ήσυχη ρουτίνα της ζωής του. Και στη δική της, καθώς ο άντρας της (Στάθης Σταμουλακάτος) παρατηρεί – και δεν μιλάει…

Μια ταινία για έναν άνδρα, φτιαγμένη από γυναίκες. Η Σόνια Λίζα Κέντερμαν και η παραγωγός Ιωάννα Μπολομύτη, αγάπησαν τον «Ράφτη» τους, χαμογελώντας του με όλη τους την καρδιά. Κάτι ορατό από την πρώτη στιγμή της τρυφερής κομεντί. Και τώρα, που επιτέλους τον βλέπουν να κόβει και να ράβει πάνω στις θερινές οθόνες της πόλης καθώς οι θεατές τον παρακολουθούν, νιώθουν το δικό τους όνειρο να γίνεται πραγματικότητα μετά από κόπο πολύ – όπως κάθε τι που γίνεται στο ελληνικό σινεμά. «Η πιο ευτυχισμένη περίοδος για μένα ήταν τα γυρίσματα. Όταν είδα να ζωντανεύει επιτέλους η ιστορία που τόσο καιρό γράφαμε!», θυμάται ενθουσιασμένη η δημιουργός. «Η πρώτη κλακέτα – η πιο χαρούμενη στιγμή!» τονίζει και η παραγωγός με πλατύ χαμόγελο. «Παρά τις δυσκολίες, καταφέραμε με τους Αργοναύτες (σ.σ. την εταιρεία παραγωγής) και ολοκληρώσαμε τη χρηματοδότηση. Κι έτσι ο Ράφτης ξεκίνησε επιτέλους να παίρνει ζωή! Όμως μετά ήρθε το κλείσιμο των κινηματογράφων – πόσο απογοητευτικό… Να έχουμε ολοκληρώσει την ταινία, να ανυπομονούμε να τη μοιραστούμε με το κοινό και να αναγκαζόμαστε να την κρατήσουμε στο ράφι».

Επιτέλους όμως, βγήκατε στα θερινά. Πρεμιέρα σε θερινό, κάτι πρωτόγνωρο, όπως μου είπε κι ο Δημήτρης Ήμελλος…

Ιωάννα Μπολομύτη: Ο Ράφτης έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Ταλλίν και την ελληνική στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον Νοέμβριο του 2020 (σ.σ. αποσπώντας διακρίσεις). Κανονικά θα έβγαινε στους κινηματογράφους αμέσως μετά, αλλά η πανδημία άλλαξε τα πράγματα. Μπορείτε να φανταστείτε λοιπόν τη χαρά μας, τον ενθουσιασμό μας και την ανυπομονησία μας να βγούμε στους κινηματογράφους αυτό το καλοκαίρι. Ίσως μάλιστα να είναι και καλύτερα έτσι, καθώς ο είναι ιδανική ταινία για θερινό σινεμά!

Σόνια Λίζα Κέντερμαν: Μετά από σχεδόν ένα χρόνο αναμονής, μόνο τρελός ενθουσιασμός περιγράφει τη δική μου κατάσταση! Τα θερινά σινεμά είναι σαν ανάσα φέτος – περισσότερο από ποτέ! 

Προετοιμασία με τις… νύφες στα γυρίσματα, στα Καμίνια.

Πόση σημασία έχει για εσάς, τους ανθρώπους του σινεμά, η μεγάλη οθόνη τελικά σε σχέση με την online κατάσταση που ζήσαμε και ζούμε;

ΣΛΚ: Η Τέχνη στην εποχή του κορονοϊού ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά όλων και η σύγχρονη τεχνολογία μας φέρνει κοντά σε δημιουργήματα από όλον τον πλανήτη. Αυτό είναι σπουδαίο. Όμως η κοινωνική εμπειρία μιας κινηματογραφικής αίθουσας και το αίσθημα που σου δημιουργεί η θέαση στη μεγάλη οθόνη, δεν συγκρίνεται φυσικά με την μοναξιά του καναπέ. Μεγάλη χαρά για εμένα είναι ότι πέρα από τα φεστιβάλ, η ταινία έχει ήδη εξασφαλίσει διανομή στις αίθουσες πολλών χωρών.

ΙΜ: Ως λάτρης της μεγάλης οθόνης δε θα μπορούσα να τη συγκρίνω με τα νέα μέσα. Η εμπειρία είναι αναντικατάστατη. Όπως είπε και η Σόνια, το γεγονός ότι ο sales agent της ταινίας μας, Pluto Film, έχει έρθει σε συμφωνία με διανομείς στο εξωτερικό και ήδη προγραμματίζεται η έξοδος της ταινίας στο τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο, είναι υπέροχο. Η τεχνολογία όμως εξελίσσεται και παίρνοντας την με το μέρος μας καλύπτουμε ακόμη πιο ευρύ κοινό –κάτι πολύ θετικό.

Γιατί λοιπόν πρέπει να δούμε τον Ράφτη;        

ΣΛΚ: Επειδή θέλουμε να παρασυρθούμε στον ιδιόρρυθμο και γοητευτικό κόσμο ενός ήρωα που, κόντρα σε όλες τις συνθήκες, βρίσκει τον τρόπο να δημιουργήσει τη ζωή που θέλει.

ΙΜ: Γιατί έχουμε ανάγκη μία νότα αισιοδοξίας.

Η δημιουργός, Σόνια Λίζα Κέντερμαν

Ασχολήθηκες με ένα θέμα που έχει να κάνει περισσότερο με μία παλιότερη γενιά από τη δική σου – και μάλιστα με ένα “ανδρικό” επάγγελμα που έχει σχεδόν εξαφανιστεί…

Οι ιστορίες των ραφτάδων ξεκινούν όντως από πολύ παλαιότερες γενιές, ο ήρωάς μας όμως ζει και δημιουργεί στο σήμερα. Μοιάζει να έρχεται απευθείας από το παρελθόν γιατί ντύνεται στην πένα, έχει μια φυσική συστολή και τρόπους άλλης εποχής και κυρίως ζει στη σκιά του πατέρα του. Εφαλτήριο για το σενάριο ήταν φυσικά η οικονομική και κοινωνική κρίση και η σταδιακή απαξίωση μικρών ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Επιλέξαμε το επάγγελμα του ράφτη γιατί είναι ένα χειρωνακτικό επάγγελμα. Πολύ δημιουργικό, απαιτεί χρόνια εξάσκησης, το προϊόν του όμως είναι χειροποίητο. Αυτό που στις μέρες μας εκλείπει. Φέρει μια μοναδικότητα σε μια εποχή που οι περισσότεροι θέλουν να φαίνονται –και άρα να ντύνονται– όπως όλοι οι άλλοι. Να μην ξεχωρίζουν. Ήταν γοητευτικό να μπω σε έναν κόσμο που δεν γνώριζα. Έχοντας μάλιστα άντρα για πρωταγωνιστή είχα τη δυνατότητα να βλέπω λίγο πιο αντικειμενικά τον ήρωα, να τον παρατηρώ και εγώ.

Σόνια Λίζα Κέντερμαν, Δημήτρης Ήμελλος και Ταμίλλα Κουλίεβα σε προετοιμασία πριν το γύρισμα.

Μεγάλο ατού, η “σημασία στη λεπτομέρεια”, κάτι που τονίζεται και από το μαντηλάκι στο πέτο του ράφτη. Μια ταινία κεντημένη “ψιλοβελονιά” – είναι εντυπωσιακή η κίνηση της κάμερας στον μικρόκοσμο του…

Οι λεπτομέρειες είναι ο χαρακτήρας και ο υλικός κόσμος του ήρωα. Τα αντικείμενα, το ράψιμο, η ραπτομηχανή, είναι η ρουτίνα του που τον κρατά σε σταθερή τροχιά. Μια προσκόλληση, μια εμμονή που γεμίζει τη μέρα του και παράλληλα τον κρατά μακριά από αυτό που φοβάται: τον έξω κόσμο. Ζει σε μια μοναχικότητα, παγιδευμένος σε ένα σύμπαν που καταρρέει. Τα ραπτικά αντικείμενα είναι η τέχνη του και η συντροφιά του. Τα έχει ανάγκη και τα αγαπά. Με αυτό ως αφορμή, συζητήσαμε με τον φωτογράφο της ταινίας, τον Γιώργο Μιχελή, και δημιουργήσαμε αυτό το στυλ και στην κινηματογράφηση. Στην ουσία η κάμερα και ο φωτισμός συντάσσονται με τα συναισθήματα του ήρωα. Ακόμα και όταν κάνει τη μεγάλη του έξοδο και περιπλανιέται στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στις γειτονιές του Πειραιά, ο ήρωας υπάρχει στις λεπτομέρειες. Αιχμαλωτίζουν το βλέμμα του. Ξεκινά από αυτές για να ανακαλύψει το όλον, τον κόσμο.

Η Σόνια Λίζα Κέντερμαν με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Μιχελή.

Πώς επέλεξες τον Δημήτρη Ήμελλο; Είχες στο μυαλό σου τον συγκεκριμένο ηθοποιό από τότε που έγραφες το σενάριο;

Ναι, από τότε που σχηματίστηκε ο χαρακτήρας και η ιστορία είχα στο μυαλό μου τον Δημήτρη. Έστελνα βίντεο και συνεντεύξεις του στην Αμερικανίδα συν-σεναριογράφο μου, Tracy Sunderland, για να τον “γνωρίσει” και εκείνη. Θεωρώ ότι ο Δημήτρης είναι ο ήρωας. Λιγότερο αλαφροΐσκιωτος και περισσότερο πρακτικός ο ίδιος, αλλά τα συναισθήματα του ήρωα τα έχει νιώσει και ο ίδιος. Η σπαρτιάτικη εμφάνιση, η ακινησία του σώματός του ενώ οι τροχοί του μυαλού του τρέχουν ιλιγγιωδώς, είναι κοινά στον Δημήτρη και στον ήρωα. Ελπίζω όμως να συμφωνεί και εκείνος μαζί μου! Σίγουρα η ταινία δεν θα ήταν αυτή που είναι αν ο Δημήτρης δεν ενσάρκωνε τον ήρωα. 

Η μουσική του Νίκου Κυπουργού είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Ράφτη, ακολουθεί και τονίζει τις κινήσεις του, μετατρέπει σε όμορφες μελωδίες τους ήχους του ραφτάδικου. Υπήρχε από την αρχή αυτή η ιδέα ή προέκυψε;

Ο Νίκος βούτηξε απόλυτα στο σύμπαν της ταινίας και συντονίστηκε με τον ήρωα όσο κανένας άλλος. Όπως ο Δημήτρης, έτσι και ο Νίκος έχει κάτι από αυτόν τον χαρακτήρα. Είναι μια… “Κυπουργική” ταινία κατ’ εμέ. Ήρθε μαζί μας στο μοντάζ και περάσαμε ώρες πολλές να αναλύουμε την ταινία. Είχε την ιδέα η μουσική να πηγάζει πάντα από έναν ρεαλιστικό ήχο που δημιουργεί ο ήρωας. Για παράδειγμα, η ραπτομηχανή. Ο ρυθμός που δημιουργεί ο ράφτης με το πεντάλ της ραπτομηχανής μας εισάγει στην εναρκτήρια μουσική της ταινίας. Οι ήχοι που δημιουργούν οι τροχαλίες, τα κύματα, οι ρόδες, μεταλλικοί ήχοι που ακούει ο ήρωας, γεννούν τη μουσική. Ουσιαστικά η μουσική είναι οργανική συνέχεια των ήχων που τον συντροφεύουν. Ο Νίκος δημιούργησε επίσης ένα μπουκέτο ήχων και μελωδιών για να ζωντανέψει τους ήχους και τη σκέψη του ήρωα. Είναι σαν να κάνει μουσική τα γρανάζια του μυαλού του.

Η Σόνια Λίζα Κέντερμαν με τον συνθέτη της μουσικής της ταινίας, Νίκο Κυπουργό.

Ο Ράφτης οδηγείται από τον κόσμο των αρσενικών στον κόσμο των θηλυκών. Από την αυστηρή ζωή και την απόλυτη τάξη της καθημερινότητάς του, στην “ακαταστασία”, τη ζωή στον δρόμο, την είσοδό του σε ένα νέο κόσμο, του έρωτα, του πανηγυριού, της καθημερινής τρέλας. Από το κέντρο της πόλης στην άκρη της πόλης. Και η αύρα της θάλασσας στα Καμίνια απελευθερώνει συναισθήματα. Τι ήθελες λοιπόν να διηγηθείς πίσω από τον Ράφτη;

Ο πυρήνας της ταινίας είναι ακριβώς η μεταμόρφωση που περιγράφεις. Είναι ένας ερημίτης, αποσυρμένος από την κοινωνική ζωή, πνιγμένος στα χρέη, που ζει παγιδευμένος και αυτοεξόριστος στο ραφτάδικο του πατέρα του, που πλέον έχει γίνει το καταφύγιό του και η φυλακή του συνάμα. Με την αλαφράδα του, και μια σχεδόν παιδική αφέλεια – σαν ένας Buster Keaton, που ζει με το ένα πόδι πάνω από τη γη – κάνει την υπέρβαση να βγει στο δρόμο και να βρει μια, «στα μέτρα του», λύση. Είναι οι εξωτερικές οικονομικές συνθήκες που τον ωθούν αλλά ανακαλύπτει τη δύναμή του και κατορθώνει να επανεφεύρει τον εαυτό του και την τέχνη του. Επιστρέφοντας σε ένα ανταλλακτικού τύπου εμπόριο – επιστρέφοντας στο παρελθόν – χτίζει το μέλλον του. Διατηρεί την τέχνη του ζωντανή και βρίσκει τη θέση του στον κόσμο.

Ποιες είναι οι επιρροές σου στον κινηματογράφο;

Αγαπάω ατελείωτα όλες τις ταινίες του Κισλόφσκι και είναι ο λόγος που ονειρεύτηκα μικρή να κάνω σινεμά. Αγαπώ πολύ επίσης το Ιρανικό σινεμά, από την τόσο λιτή και απέριττη ταινία του Κιαροστάμι «Πού είναι το σπίτι του φίλου μου;» έως το μη αφηγηματικό ποιητικό «Πέντε, αφιερωμένο στον Όζου» και τις δαιδαλώδεις ταινίες του Φαραντί. Αγαπώ τον Ιταλικό Νεορεαλισμό. Με αφορμή τον Ράφτη είδα πάλι πολλές ασπρόμαυρες ταινίες και ιδίως τις ταινίες του Buster Keaton. Ο ηθοποιός αυτός ήταν και η βασική μας αναφορά με τον Δημήτρη Ήμελλο. Η τόσο ισχυρή εκφραστικότητά του και η κίνησή του που λένε τα πάντα στη σιωπή. Μελέτησα επίσης γαλλικές κωμωδίες, όπως τις ταινίες του Jacques Tati, το «Lamour cest gai, lamour cest triste» του Pollet. Αλλά και ρεαλιστικές ταινίες, όπως το «Man push cart» του Ramin Bahrani.

Πώς βλέπεις τα πράγματα στο ελληνικό σινεμά;

Είναι πολύ αισιόδοξο ότι τα τελευταία χρόνια, για πρώτη φορά, νέοι σκηνοθέτες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ταινίες. Αυτό είναι πρωτοφανές και σπουδαίο. Δεν αρκεί όμως. Χρειάζεται η εκάστοτε κυβέρνηση να αποφασίσει αν ο σύγχρονος πολιτισμός την ενδιαφέρει και θέλει να τον ενισχύσει.

Ο ράφτης, Δημήτρης Ήμελλος

Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς να γίνετε ο “ράφτης”;

Έχω κάνει πάρα πολλά επαγγέλματα στο χώρο της δουλειάς μου και στο θέατρο και στο σινεμά. Από κουρέας μέχρι ράφτης, επαγγέλματα τα οποία έχουν να κάνουν και με την παρατήρηση και με την άσκηση του ηθοποιού σε αυτά. Παρακολούθησα έναν ράφτη συγκεκριμένο που τον επισκεπτόμουν την ώρα της δουλειάς του – πήγαινα και έβλεπα πως έκοβε τα παντελόνια, πώς χρησιμοποιούσε τη μηχανή, το ψαλίδι, τη βελόνα, πήρα μαθήματα, συμβουλές, κάθισα αρκετές ώρες και παρατηρούσα πώς δουλεύει. Κυρίως τη σωματική γλώσσα. Αυτή είναι η δουλειά μας. Ράφτης δεν επρόκειτο ποτέ να γίνω και δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω μέσα σε δύο μήνες. Ο ράφτης πρέπει να κάτσει άπειρες ώρες για να μάθει αυτή τη δουλειά, δεν είναι μια δουλειά που την μαθαίνεις στο φτερό, θέλει αφοσίωση. Μπορώ όμως να εκμεταλλευτώ τη σωματική γλώσσα αυτών των ανθρώπων έτσι ώστε να δημιουργηθεί αυτή η πλάνη στην οθόνη. Τα μέλη του σώματος πρωταγωνιστούν άλλωστε στη δουλειά μου.

Σόνια Λίζα Κέντερμαν-Δημήτρης Ήμελλος σε προετοιμασία πριν το γύρισμα.

Ως ηθοποιός τρέφω μια λατρεία στο επάγγελμα του κάθε ρόλου μου. Με γοητεύει πάντα και πιστεύω ότι είναι στοιχείο ακράδαντο της προσωπικότητάς του, το επάγγελμα ενός ανθρώπου. Η ζωή του είναι το επάγγελμά του. Ειδικά ορισμένα είναι άμεσα συνυφασμένα με τη ζωή του ανθρώπου. Από εκεί πολλές φορές ξεκινάω να ψάχνω έναν χαρακτήρα. Είναι η μόνη συνθήκη η οποία μου δίνεται από το χαρτί, από το σενάριο. Τα υπόλοιπα είναι λόγια.

Εσείς έχετε πάει ποτέ σε ράφτη;

Όχι, ποτέ δεν έχω πάει. Όμως καταλαβαίνω τον άνθρωπο που θέλει να ραφτεί. Έχει μια ιδιαίτερη σχέση με αυτό που λέγεται κοστούμι. Από την άλλη μεριά βέβαια, είμαι απόλυτα καλυμμένος σε σχέση με τη δουλειά μου, διότι η δουλειά μου περιλαμβάνει τον ράφτη. Πηγαίνω σε ράφτη όταν είναι να ράψω θεατρικό κοστούμι – είναι συνεργάτης μου. Και σε αυτή την ταινία, σε ράφτη έραψα το κοστούμι. Ράφτηκε επάνω μου – κι εκεί κατάλαβα πόσο αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου που το φοράει είναι αυτό.

Το οποίο επάγγελμα όμως σχεδόν δεν υπάρχει πια.

Υπάρχει – στην Ελλάδα έχει φθίνει πάρα πολύ. Στη Νότια Ιταλία για παράδειγμα, που έχουν υψηλού επιπέδου ραπτική και υπάρχουν καινούργιες συντεχνίες, είναι κάτι ιδιαίτερο. Εδώ λόγω της ταχύτητας που έχει πάρει η ζωή μας, ο ράφτης που είναι ένα επάγγελμα αργό, δεν συνάδει. Θέλεις τον μερακλή άνθρωπο για να συναντηθεί ο ράφτης μαζί του.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στον ρόλο σας;

Η λεπτομέρεια. Διότι είναι ένα επάγγελμα το οποίο κρίνεται στη λεπτομέρεια και εδώ η λεπτομέρεια είναι το παν. Φαίνεται αν κάποιος είναι ράφτης ή δεν είναι, από λεπτομέρειες. Οι λεπτομέρειες άλλωστε πρωταγωνιστούν στην ταινία. Είχαμε πάρα πολλά μικρά πλάνα, πολύ συγκεκριμένα σε αντικείμενα. Καταλαβαίνετε είναι ένας μαγικός κόσμος εκεί μέσα στο ραφτάδικο, ο οποίος πρέπει να αναδειχθεί, αλλιώς δεν υπάρχει.

Η ταινία είναι τελικά αυτό που περιμένατε;

Είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα σε ένα σενάριο και εντελώς διαφορετικά όταν τα βλέπεις στην οθόνη. Όπως και στο θέατρο είναι εντελώς διαφορετικό να έχεις ένα κείμενο και άλλο όταν το βλέπεις σε μια παράσταση. Είναι μία αναδημιουργία αυτού του πράγματος, μια ανακατασκευή του με εντελώς διαφορετικούς όρους. Νομίζω όμως ότι η Σόνια κράτησε τον πυρήνα του σεναρίου, γιατί και αυτό πέρασε από πολλά στάδια. Το δουλεύαμε πάρα πολύ καιρό, δοκιμάζαμε, ετοιμάζαμε, ήταν ένα πράγμα εν εξελίξει. Με έναν τρόπο μετείχα όλης της διαδικασίας και της γέννας αυτού. Δεν είναι κάτι που το πήρα στα χέρια μου από ένα σημείο και μετά, αλλά ήμουν μέρος του σχεδόν από την αρχή του.

Ξανάνοιξαν οι πόρτες του πολιτισμού επιτέλους.

Επιτέλους!

Πώς σας φαίνεται ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα;

Θα ξεκινήσω από κάτι άλλο. Θα σας πω ότι για μένα έχει μια πρωτιά αυτή η ταινία: είναι η πρώτη φορά που θα κάνω πρεμιέρα σε θερινό σινεμά. Ήταν ένα χειμερινό σπορ αυτό! Το καλοκαίρι ήταν πάντα συνυφασμένο με άλλου είδους ταινίες, με άλλου είδους σινεμά. Χάρηκα λοιπόν που ο Ράφτης κάνει πρεμιέρα στα θερινά σινεμά, γιατί έχει κάτι από τα παιδικά μας χρόνια. Άλλωστε νομίζω ότι έχει και μια παιδικότητα αυτή η ταινία.

Όσο για το σινεμά το ελληνικό, η αίσθηση μου είναι ότι έχει κάνει αρκετά βήματα και πρέπει να είμαστε αρκετά γενναιόδωροι μαζί του γιατί είναι μια πολύ δύσκολη τέχνη στην Ελλάδα. Είναι τόσο δύσκολο και τεχνικά και οικονομικά να σταθεί αυτή η τέχνη. Και από την άλλη μεριά είναι τόσο μικρό το κοινό, το ελληνόφωνο κοινό εννοώ, ενώ η γλώσσα μας δεν παύει να είναι μια δύσκολη γλώσσα για το εξωτερικό. Είναι πολύ γενναία τα βήματα του λοιπόν σε σχέση με τις δυνατότητες που του δίνονται. Νέοι άνθρωποι δημιουργούν ταυτότητα γραφής σιγά σιγά και νομίζω δεν θα αργήσει πολύ η εποχή που θα μιλάμε για καθαρόαιμο ελληνικό σινεμά.

Ο Ράφτης Δημήτρης Ήμελλος, στο κινητό μαγαζί του


Ράφτης, της Σόνια Λίζα Κέντερμαν 

Σκηνοθεσία: Σόνια Λίζα Κέντερμαν // Σενάριο: Σόνια Λίζα Κέντερμαν, Tracy Sunderland // Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Μιχελής // Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής // Σκηνικά: Πηνελόπη Βαλτή, Δάφνη Κούτρα // Κοστούμια: Julie Lebrun // Ήχος: Ντίνος Κίττου, Περσεφόνη Μήλιου, Philippe Charbonnel // Μουσική: Νίκος Κυπουργός // Casting Directors: Σωτηρία Μαρίνη, Άκης Γουρζουλίδης, Σοφία Δημοπούλου, Φραγκίσκος Ξυδιανός // Ηθοποιοί: Δημήτρης Ήμελλος, Ταμίλλα Κουλίεβα, Θανάσης Παπαγεωργίου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δάφνη Μιχοπούλου // Παραγωγοί: Ιωάννα Μπολομύτη, Tanja Georgieva-Waldhauer, Melanie Andernach, Isabelle Truc // Executive Producer: Πάνος Παπαχατζής // Συμπαραγωγοί: Samuel Feller, Σόνια Λίζα Κέντερμαν // Executive Producers: Φένια Κοσοβίτσα, Knut Losen, George Kolovos, Gerry Ranglas, Carol Vassiliadis, Paul & Alexia Anas, Marry Savvas, Faye Mellos & Phillip C Peter // Παραγωγή: Αργοναύτες ΑΕ, Elemag Pictures, Made in Germany, IOTA Production // Συμπαραγωγή: ΕΡΤ AE, Magellan Films, Atalante Productions // 100’ // Ελλάδα, Γερμανία, Βέλγιο 2020

Με την υποστήριξη: Eurimages, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΚΟΜΕ, Mitteldeutsche Medienförderung, Film- Und Medienstiftung NRW, Centre du Cinéma et de l’Audiovisuel de la Fédération Wallonie-Bruxelles, Tax Shelter of the Belgian Federal Government, MEDIA Creative Europe // Διάρκεια: 100′ // Διανομή: TANWEER // Διεθνείς Πωλήσεις: Pluto Film

Ελλάδα, Γερμανία, Βέλγιο, 2020

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου