Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Νέος Δίσκος Radiohead: H Ετυμηγορία

Την Κυριακή που μας πέρασε, στις 8 Μαϊου – ώρα 21.00, κυκλοφόρησε διαδικτυακά το ένατο άλμπουμ των Radiohead, A Moon Shaped Pool, μετά από μια εβδομάδα έντονου teasing με την κυκλοφορία των δύο πρώτων video clips και διάφορα τρικ όπως η διαγραφή όλων του Radiohead data από το ίντερνετ. Είναι ασφαλώς η κυκλοφορία της χρονιάς, ακόμα κι αν στο τέλος δεν αποδειχθεί η καλύτερη όλων.
H συντακτική ομάδα της Popaganda και μερικοί εκλεκτοί συνεργάτες και φίλοι γράφουν τις πρώτες τους εντυπώσεις. Και είναι ιδιαίτεροι γλαφυροί για ένα άλμπουμ που έτσι κι αλλιώς μονοπωλεί, και θα συνεχίσει να το κάνει, τη μουσική συζήτηση της στιγμής…

Το Zeitgeist και οι Radiohead – μερικές σκέψεις του Σταύρου Διοσκουρίδη

Αν δεν είχα ακούσει το Ok Computer στην ευαίσθητη ηλικία των 14 ετών πιθανότατα να ήμουν άλλος άνθρωπος. Υπάρχει ένα παράδοξο βέβαια ότι ο συγκεκριμένος δίσκος δεν απευθύνεται, και δεν απευθυνόταν ποτέ, σε έφηβους. Πέρα από το “Creep” που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα νιάτα βροντοφωνάζοντας «νέος είμαι, όπως θέλω είμαι, ό,τι θέλω κάνω, όπως θέλω θα γίνω», νομίζω πως οι Radiohead, ακόμα και όταν ήταν νέοι, δεν ήθελαν να σαγηνεύσουν τα παιδάκια που θέλουν εκτός από τα σπυριά τους να σπάσουν και το κεφάλι των γονιών τους.
Οπότε γιατί ζήτησα αυτές τις 5.000 δραχμές για ν’ αγοράσω το Ok Computer; Αν δεν με απατά η μνήμη μου είχα ξετρελαθεί ως μικρός ερωτιάρης από το “Street Spirit (Fade Out)” από το The Bends που έπαιζε κατά κόρον το MTV και μετά κάτι μου έκανε το videoclip του “Paranoid Android”. Έχει ένα ενδιαφέρον πως τότε το MTV ήταν μια από τις βασικές πηγές για ν’ ανακαλύψουμε καινούρια μουσική σε σχέση με την αηδία που έχει καταντήσει σήμερα. Το MTV, ο Rock Fm, αν έβρισκες κανέναν πολύ παράξενο φίλο στο σχολείο που δεν άκουγε hip hop και οι προθήκες του Metropolis. Ίσως και περιοδικά όπως το Ποπ+Ροκ και σε κάποια έκλαμψη εναλλακτικότητας του Fractal Press. Αυτοί ήταν οι δρόμοι που έπρεπε ένας πιτσιρικάς ν’ ακολουθήσει για να περπατήσει σε κάποια εκτός mainstream μουσική διαδρομή. Όχι, για κάτι το βαθιά underground. Μιλάμε πάντα για φλώρικα πράγματα.
Τώρα να με συγχωρήσετε για το γεγονός ότι η εισαγωγή είναι εκτός θέματος και δεν έχει ακόμα την πρόταση «οι Radiohead κάνουν marketing και όχι μουσική» ή δεν έχω μιλήσει για τις ενορχηστρώσεις του Greenwood ή την θλιμμένη ή βαρετή ή οτιδήποτε φωνή του Tom Yorke. Ούτε τ’ όνομα του άλμπουμ για το οποίο γίνεται αυτός ο τζέρτζελος δεν έχω αναφέρει. Ο λόγος είναι πως πέρα από το καλλιτεχνικό κομμάτι της κυκλοφορίας του A Moon Shaped Pool προκύπτουν ακόμα μερικά ζητήματα όπως ποια είναι τα κανάλια, οι διαδρομές που λέω παραπάνω, που μεταφέρουν το 2016 τη μουσική, πόσο χρόνο διαθέτει ο κόσμος για ν’ ακούσει μουσική και τι σημαίνει ν’ ακούς το συγκρότημα που σε καθόρισε με όρους γονεϊκούς 20 χρόνια μετά.
Την Τρίτη του Πάσχα ήμασταν μάρτυρες απανωτών κοινοποιήσεων στα κοινωνικά δίκτυα του πρώτου τραγουδιού του άλμπουμ (Burn The Witch) σε χρόνους που απoδείκνυαν περίτρανα ότι ο καθένας δεν είχε προλάβει καν να το ακούσει αλλά ήθελε να συμμετάσχει στο hype (έλα, όλοι το έχουμε κάνει). Tο ίδιο συνέβη κι όταν διέρρευσε ολόκληρος ο δίσκος. Τα μεγαλύτερα μουσικά περιοδικά και οι πιο έγκριτες εφημερίδες έβγαλαν αποθεωτικές κριτικές σε λίγες ώρες. Πότε πρόλαβαν να μοιράσουν με τόση ευκολία αστεράκια;
Το μεγάλο παράδοξο (πάλι) της υπόθεσης, κόντρα σε αυτή την διαδικτυακή λατρεία, είναι ότι οι Radiohead είναι ένα συγκρότημα δύστροπο, δεν χαρίζονται στους θαυμαστές τους και δεν μπορείς να πεις επίσης πως οι θαυμαστές τους ξεχωρίζουν στο δρόμο ή σε μια συναυλία. Το NΜΕ έγραψε ατυχώς ότι είναι οι Beatles της εποχής μας. Αν συναντήσει κανείς τον Paul McCartney στο δρόμο μπορεί να ουρλιάξει. Αντίθετα, αν πέσεις πάνω στον Thom Yorke, μπορεί να τον προσπεράσεις ταχύτατα παθαίνοντας black out και στη σκέψη μόνο να τον προσεγγίσεις. Τόσα χρόνια δεν έχει καταλάβει άνθρωπος αν αυτοί οι άνθρωποι τουλάχιστον ευχαριστιούνται γι’ αυτό που κάνουν. Αν θέλουν να πουλάνε τη μουσική τους, αν επιθυμούν να καταλαβαίνουμε τους στίχους τους, αν τρώνε, οτιδήποτε, αν τουλάχιστον έχουν καταλάβει κι αυτοί αν οδηγούν ή οδηγούνται από τις αλλαγές στην τεχνολογία, αν τους χαροποιεί ή τους δυσαρεστεί που αρκετοί τους αναγορεύουν σε μεγαλύτερη μπάντα στον πλανήτη…
Εδώ κάπου έρχεται το αντίστροφο ερώτημα, προς εμάς, τους καταναλωτές. Τι θα γινόταν αλήθεια αν έβγαινε το Ok Computer σήμερα; Πως θ’ αντιδρούσαμε; Θα ζουζουνίζαμε γύρω από το μελίσσι στην αρχή, θα χρησιμοποιούσαμε βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς και μετά θα τρέχαμε σε άλλα λουλουδάκια. Ενώ τότε θα έπρεπε να έχεις στηθεί στην τηλεόραση ή στο ράδιο, να ακούσεις αυτό που θα σου κάνει κλικ, να πάρεις τηλέφωνο το φίλο, να διαβάσει στο περιοδικό την κριτική αν είναι καλό ή όχι το άλμπουμ, να σηκωθείς από τον καναπέ, να βγάλεις τα λεφτά που σου έδωσε η γιαγιά τα Χριστούγεννα από τον κουμπαρά, να πας στο δισκάδικο, να τα σκάσεις και μετά να τ’ ακούσεις τόσες φορές ώστε σε πρώτη φάση ν’ αποδείξεις στον εαυτό σου ότι δεν πήγαν τσάμπα τα φράγκα. Έτσι καταλάβαινες και την ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη όμως. Δίνοντας του χρόνο από τη ζωή σου. Και κάθε album των Radiohead θέλει πολλές ακροάσεις για να το εμπεδώσεις.
Για να μη λέμε ό,τι θέλουμε, είναι κάτι το καταπληκτικό το διαδίκτυο και αυτά που μας προσφέρει και σε καμία των περιπτώσεων δεν πρέπει να οπισθοδρομήσουμε σε πρακτικές του πρόσφατου παρελθόντος. Απλά το A Moon Shaped Pool χρειάζεται αρκετά το τελευταίο: χρόνο για πολλές ακροάσεις. Γιατί οι Radiohead είναι συγκρότημα του συνόλου μεν αλλά και της λεπτομέρειας δε. Όταν ακούσεις πρώτη φορά το δίσκο πιθανότατα θα σκεφτείς ότι δεν σου αρέσει τίποτα και είναι ένα άνευρο νιαούρισμα με κάποιες καλές ενορχηστρώσεις και μια γνώριμη φωνή. Αλλά μετά θ’ ανακαλύψεις το “Identikit”, το πιο ωραίο τραγούδι του δίσκου, το “Ful Stop”, το “Decks Dark”, το “Present Tense” και το “True Love Waits”. Κομμάτια που μπορούν να πείσουν, εμάς, τους συνοδοιπόρους, ότι οι Radiohead είναι μεν απόμακροι αλλά παραμένουν εκεί. Αποκωδικοποιούν τους ήχους, τα μέσα, την ίδια την εποχή που ‘ναι μελαγχολική και στην πακετάρουν στα 52 λεπτά και 31 δευτερόλεπτα που διαρκεί ο δίσκος.

 

Η Κόλαση είναι ένα μέρος με συγκροτήματα που παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους – η Αναστασία Καμβύση (Marie Claire) την έχει επισκεφθεί

Το άκουσα 3 φορές. Η αίσθηση ήταν σαν να μου φόραγες το παλτό του Jon Snow και να με ανάγκαζες να περπατήσω σε παραλιακό δρόμο της Φλόριντα ένα ηλιόλουστο καλοκαιρινό μεσημέρι. Δεν ήθελα τη ζωή μου.
Θα γράψω μόνο για ένα track από το A Moon Shaped Pool, το “Daydreaming”, που αντιπροσωπεύει ωστόσο όλα όσα αισθάνομαι γι’ αυτό το άλμπουμ των Radiohead. Και θα γράψω γι’ αυτό γιατί καθώς το άκουγα το έκανα εικόνες. Αυτές τις εικόνες:
Είμαστε σε κάποια no man’s land, κατά προτίμηση στην Ισλανδία, σε εκείνη την παραλία που είδαμε στο Sens8 και μας έχει βρει νύστα και στεναχώρια και κλάψα και στίχοι όπως “dreamers they never learn, beyond the point of no return, *καμπανούλες* The damage is done, *πλήκτρα*”. Κάπου στο βάθος ένα vampyr με δάχτυλα-νύχια Nosferatu, όχι ο Έντουαρντ Κάλλεν δηλαδή, το τονίζω, κάθεται με ένα διάφανο λευκό νυχτικό (το σκουφί στο κεφάλι προαιρετικό) και παίζει πλήκτρα. Στο τέλος εμφανίζεται και ο Αντίχριστος και πάμε όλοι μαζί στην Κόλαση, που είναι ένα μέρος με συγκροτήματα που παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους. Μάλλον.

(Αντιθέτως, το video clip του Chris Hopewell για το “Burn the Witch”, εξαιρετικό. Όχι, μπράβο).

 

Αν είχε κυκλοφορήσει στα δισκάδικα θα ήταν ήδη στη δισκοθήκη μου, τώρα ραντεβού το Σεπτέμβριο – το δίνει ο Άρης Καραμπεάζης

“One connection the boys are proud of is their association with Radiohead. On the day of the release of the album Pablo Honey the band launched it with a personal appearance at Our Price in Oxford. It was through Colin Greenwood, the bass player, that the PA was arranged.

Colin had worked with both Gary and Mark at our Price, and they still regard him as a friend….

… It was through working at Our Price that the band was signed. The EMI rep at the time, a guy called Keith Wozencroft, told the staff that he had a new job at EMI working in A&R….

Gary was standing next to Colin when Thom Yorke phoned up to say that EMI had offered Radiohead a deal…. Both Colin and Thom have since shopped at Rapture.” (Graham Jones: Last Shop Standing – 6th Edition 2014- p. 172-173)

Δεν έχω ακούσει ακόμη το τελευταίο άλμπουμ των Radiohead. Όχι τυχόν επειδή δεν είμαι οπαδός, ούτε ίσως επειδή δεν μου έχει αρέσει πραγματικά κάποιο άλμπουμ τους εδώ και κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια. Το γεγονός είναι ότι σπάνια σπεύδω να ακούσω τα άλμπουμ στα οποία απλά και μόνο τυχαίνει να έχω ψηφιακή πρόσβαση (επιτηδευμένο ε; Βασικά είναι θέμα καταμερισμού χρόνου, και όχι τόσο ρομαντικό όσο ακούγεται), συνεπώς δεν θα το έκανα για τους Radiohead. Πλέον αν κάτι με ενδιαφέρει λίγο παραπάνω, απλώς θα το ακούσω στο Spotify, και εκεί χωρίς το τεχνητό άγχος των πρώτων ημερών, αν τυχόν δεν το έχω αγοράσει προηγουμένως. Το ίδιο θα κάνω και με το άλμπουμ των Radiohead, αν και πιθανότερο θεωρώ να το ακούσω γύρω στο Σεπτέμβριο, που ακούγεται ότι θα κυκλοφορήσει το βινύλιο. Είναι καθαρά ζήτημα της τακτικής αταξίας, με την οποία προσπαθώ να τακτοποιώ τις ακροάσεις μου και τίποτε περισσότερο.
Παρότι εκτιμώ ελάχιστα την μουσική τους από το 1997 και μετά (το έτος μηδέν για πολλούς, ε;) και παρότι κατά μείζονα λόγο έχω κατά καιρούς υποφέρει από τα Radiohead affected σχήματα της ευρύτερης indie κι εναλλακτικής (αλλά και ηλεκτρονικής, από ένα σημείο και μετά) σκηνής, την οποία με προσήλωση παρακολουθούσα τουλάχιστον μέχρι το 2009-2010, εν τούτοις θεωρώ ότι η ευρύτερη συμβολή των Radiohead στο όλο αυτό κόλπο είναι κατά βάση θετική, ειδικά σε αυτή την – κατ’ εμέ- μουσικά αδιάφορη έως κακή περίοδο τους.
Οι Radiohead είναι ένα από εκείνα τα ελάχιστα σχήματα, που έχουν καταφέρει να στρέψουν σε ουσιαστική ενασχόληση με τη ροκ (εν ευρεία έννοια) μουσική, ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν καν περαστικοί. Αυτό αποδείχτηκε και με την κυκλοφορία του εν λόγω άλμπουμ. Το ότι τώρα αυτοί έρχονται να μας κουνήσουν και το δάχτυλο επειδή δεν νιώθουμε το τι συμβαίνει σε αυτόν το δίσκο, κι άλλα τέτοια εμπριμέ, δεν με ενοχλεί καν. Ίσα- ίσα που το θεωρώ ακόμη ένα επίτευγμα του γκρουπ από την Οξφόρδη. Είμαι κατάφωρα υπέρ της κάθε μουσικής διαμάχης, ακόμη και της χωρίς βάση φιλονικίας, έτσι για τη φάση, έτσι γιατί έχουμε βαρεθεί να αγαπάμε ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί τη μουσική που είναι μία, και που είναι η ζωή μας και χωρίζεται σε καλή και κακή.
Ακόμη πιο θετικό είναι το ότι σε όλα αυτά τα χρόνια της κυριαρχίας τους, οι Radiohead απασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τη μουσική, και μάλιστα σε σοβαρή βάση, χωρίς παράπλευρες σαχλαμάρες, και ενίοτε ακόμη και με υπόγειο τρόπο. Κάποιες φορές, δε, είναι και παραπάνω σοβαροί από όσο χρειάζεται, αλλά σε ένα περιβάλλον που οι περισσότεροι «κυρίαρχοι» καταντούν γελοίοι, αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό.
Στο παραπάνω πλαίσιο, θεωρώ σχεδόν ακατανόητο, το ότι οι Radiohead (ως συγκρότημα σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα, και όχι ως κάθετη μονάδα εταιρειών, σύμφωνα με τις πρόσφατες πληροφορίες της Guardian, που κατά τη γνώμη μου καλά κάνουν οι άνθρωποι, δηλαδή ο Leonard Cohen, που έφτασε να φαληρίσει, έκανε καλύτερα;) επιμένουν να στηρίζουν ακόμη τη φήμη και τη διάδοση της μουσικής τους μέσα από άρτια μεθοδευμένα σχέδια αφανισμού κι επανεμφάνισης τους στο internet. Αυτά τα κόλπα τα σκαρφίζεται πλέον και ο τελευταίος παρίας της μουσικής παρά-βιομηχανίας, και συνήθως με πιο ευφάνταστο τρόπο.
Έχουν στα χέρια τους όλη τη δύναμη, ακόμη περισσότερο credibility και περισσότερους φανατικούς (έτοιμους να κατασπαράξουν εμάς τους απέναντι) για να στηρίξουν μια πραγματικά ρηξικέλευθα παλαιομοδίτικη προώθηση της κάθε νέας τους δουλειάς. Θα ήμουν σχεδόν υποχρεωμένος απέναντι τους, αν ο επόμενος δίσκος των Radiohead έφτανε ένα πρωί στα «τελευταία εναπομείναντα» (αλλά πάντως αυξανόμενα πλέον, σε σχέση με το χρόνο συγγραφής του βιβλίου του Jones) δισκοπωλεία, χωρίς να έχει κανείς τη δυνατότητα να το ακούσει και να το προμηθευτεί δωρεάν, με τον ίδιο τρόπο που ακούει και προμηθεύεται στο τζάμπα, τους δίσκους χιλιάδων άλλων συγκροτημάτων, που όχι μόνο δεν έχουν τη δυναμική των Radiohead, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πραγματικά υποδεέστερα, ακόμη και αν καλύπτονται από το παραδοσιακά γοητευτικό πέπλο του underground, με το οποίο και μας ξεγελούν ενίοτε. Με αυτό τον τρόπο οι Radiohead θα αποδείξουν μια και καλή ότι μπορούν να τα βάλουν ακόμη και με τον εαυτό τους, μιας και δε βλέπω να μένει πλέον και κανένας ικανός αντίπαλος.
Αν λοιπόν ο δίσκος αντί να «διαρρεύσει επίσημα» το απόγευμα της Κυριακής 8/5/2016, βρισκόταν απλά στα ράφια κάποιου δισκοπωλείου το αμέσως επόμενο πρωί της Δευτέρας, σήμερα θα αναπαυόταν στη δισκοθήκη μου. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τον είχα ακούσει και πάλι, καθώς υπάρχει και μία σχετική επετηρίδα σε αναμονή, αλλά αυτό δεν θα είχε σημασία, καθώς ακόμη και εδώ στην Popaganda, δεν θα είχαν ετοιμάσει ολάκερο πολυσυμμετοχικό αφιέρωμα, για ένα δίσκο που έχει κυκλοφορήσει απλά και μόνο στα δισκοπωλεία μόλις δύο μέρες πριν (καλά αλλού το ετοίμασαν σε μια μέρα μέσα, πάλι καλά να λέμε…) (editor’s note: Άρη πού πάμε; Τα άλμπουμ δε βγαίνουν κατευθείαν στα δισκάδικα, τα μίντια βιάζονται, τα κορίτσια έπαψαν να είναι αγνά…) , συνεπώς θα είχαν γλιτώσει και από όλα τα παραπάνω. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη το λοιπόν, για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται ακόμη.

Σοβαροί. Πλήρεις. Νευρωτικοί. Unsexy. Τυπικοί Radiohead. Δηλαδή, Εξαιρετικοί – έτσι τους βρήκε ο Παναγιώτης Μένεγος

Ομολογώ ότι μπήκα διστακτικός, αν όχι αρνητικά προκατειλημμένος, στο τριπάκι του καινούριου δίσκου των Radiohead. Μπορεί να έφταιγε ότι το μάρκετινγκ πλάνο του μας έπιασε στις διακοπές του Πάσχα που θέλουμε την ησυχία μας περισσότερο από το να αποκρυπτογραφούμε άλλη μια φορά τους συμβολισμούς του Thom Yorke και της παρέας του. Αν δεν ήταν τελικά απλά ένα, ενορχηστρωμένο στην εντέλεια, τρολάρισμα το gimmick με τη διαγραφή του διαδικτυακού ίχνους της μπάντας. Με το “Burn the Witch” να μην πληροί το βασικό μου κριτήριο – με το που τελείωσε, από μια τριπλέτα ανθρώπων που το ακούγαμε, κανείς δεν πάτησε ακαριαία ξανά το play – και να είναι υποδεέστερο του φανταστικού βίντεο κλιπ του και με το “Daydreaming” να προκαλεί περισσότερη συζήτηση για τον Paul Thomas Anderson παρά για τους Radiohead, υποψιάστηκα ότι έχουμε είδηση: οι Radiohead βγάζουν το πρώτο μέτριο άλμπουμ της 25ετούς δισκογραφικής τους πορείας.
Λάθος. Γιατί όσο και να επενδύει το γκρουπ κάθε φορά στη δημιουργία μιας «συνωμοσίας» με τους fans του, όσο κι αν μετατοπίστηκε η κουβέντα στις αναφορές στο The Wicker Man ή δεν ξέρω κι εγώ που αλλού, ξέχασα κάτι βασικό. Οι Radiohead παραμένουν ένα από τα ελάχιστα, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, συγκροτήματα (απ’ όσα κάνουν μουσική με στίχους) που κάθε φορά καταθέτουν μια ολοκληρωμένη πρόταση. Και όχι μια συλλογή τραγουδιών με 2-3 φωτοβολίδες, 1-2 «περιέργα», 3-4 fillers και ούτω καθ’ εξής. Γι’ αυτό και όλα τους τα άλμπουμ γίνονται όλο και καλύτερα, όσο περισσότερο τα ακούς. Κι ακούγοντας ολοκληρωμένο το A Moon Shaped Pool, όλα μπαίνουν στη θέση τους – everything in its right place. Ναι, μιλάμε για έναν θαυμάσιο δίσκο. Έναν δίσκο που ο Jonny Greenwood παίρνει και πάλι τα κλειδιά. Γι’ αυτό και όλοι έχουμε την αόριστη (ψευδ)αίσθηση ότι «επέστρεψαν στις ροκ ρίζες τους», χωρίς να έχουν μετακινηθεί στα 90s. Έναν δίσκο που σημαδεύεται από την απώλεια – ο χωρισμένος Thom Yorke πιο απογυμνωμένος από ποτέ, ο παραγωγός Nigel Godrich να χάνει τον πατέρα του στη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Έναν δίσκο που βασίζεται πολύ στο content – στίχοι, κιθαριστικά σόλο, παπάδες με τα έγχορδα στις ενορχηστρώσεις – και όχι τόσο στην περαιτέρω εξερεύνηση της φόρμας. Έναν δίσκο με μερικά αληθινά σπουδαία κομμάτια, στους κοντινούς το είπα ήδη «φοβάμαι το “Identikit” live, είμαστε και μιας κάποιας ηλικίας».
Τι δεν έχει το AMSP; Είναι το ένατο (στα εννιά) άλμπουμ των Radiohead που δεν είναι καθόλου σέξυ. Αλλά, αυτό το περιμέναμε (ή μάλλον το ξέραμε). Οι Radiohead, η μοναδική μπάντα στην ιστορία που έκανε καλά και πήρε πολύ σοβαρά τον εαυτό της, δεν έχουν αποστολή να μας καβλώσουν. Θα παραμείνουν οι geeks που εκφράζουν τα άγχη/τις φοβίες/ τις νευρώσεις μας.
Πώς θα το θυμόμαστε το AMSP όταν θα περάσουν τα χρόνια και θα κοιτάμε πίσω; Ας απολαύσουμε τον δίσκο, ας αγωνιούμε μπας κι εμφανίσουν καμιά London Philarmonic Orchestra στο Primavera και μας πάρουν τα σκαλπ κι ας μην τσακωνόμαστε αν είναι «αριστούργημα» ή «καλύτερο τους από τότε…». Κι αν πρέπει οπωσδήποτε να βάλουμε κάπου τα λεφτά μας, ας ποντάρουμε ότι θα καθιερωθεί σαν το Hail to the Thief της ύστερης περιόδου τους. Ένα, όχι κορυφαίο αλλά, καθολικά αγαπημένο αουτσάιντερ.

Ξαναβρήκαν τις ισορροπίες εντός τους κι επέστρεψαν ηχηρά – ανακουφίστηκε ο Γιώργος Μιχαλόπουλος

Σίγουρα το επιθετικό marketing που έχουν υιοθετήσει σχεδόν όλοι όσοι μπορούν να το κάνουν (συνήθως μεγάλα ονόματα με δεδομένο κοινό που θα ακολουθούσε παντού και θα αποκρυπτογραφούσε τα πάντα), δυσκολεύει την εκτίμηση του ίδιου του δίσκου, αφού έχει προηγηθεί μαραθώνιος μέχρι να φτάσεις στην πηγή (το υποτιθέμενο sex tape των Yacht –των ποιών;- κάτι τερμάτισε σε αυτήν την στρατηγική και θύμισε για χιλιοστή φορά ότι η ηλιθιότητα είναι ανίκητη). Το A Moon Shaped Pool είναι αρχικά μια υπενθύμιση ότι οι Radiohead μπορούν ακόμα να βρουν τις ισορροπίες εντός τους και να βγάλουν έναν ακόμα καλό δίσκο, γεγονός που δεν φαινόταν δυνατό μετά και το εγκλωβισμένο στη φόρμα The King of Limbs (η κύρια ασθένειά του, με την εντυπωσιακή επικράτηση της αισθητικής του Yorke να είναι η δευτερεύουσα). Αλλά και το άλμπουμ των Atoms For Peace, όπως και το τελευταίο σόλο του Thom Yorke όπου φαινόταν πια ότι μπορούσε να κατευθύνει το υλικό του προς κάπου πιο συγκεκριμένα.
Βέβαια, δεν είναι τυχαίο ότι ένα αρκετά μεγάλο μέρος του δίσκου έρχεται απ’το παρελθόν της μπάντας, κομμάτια που οι πιο φανατικοί περίμεναν αρκετά χρόνια να ακούσουν τις επίσημες εκδοχές τους. Αν προχωρήσουμε πέρα απ’τα δύο απόλυτα highlights, που προκύπτουν λογικά ως οι πιο uptempo στιγμές του δίσκου, τα “Ful Stop” και “Identikit” (με αυτό το έξοχο κιθαριστικό σόλο στο τέλος), ο Yorke έχει γράψει μερικούς απ’τους καλύτερους του στίχους. Έτσι φαίνεται, ειδικά τώρα που είμαστε ακόμα στις πρώτες ακροάσεις, με τα θέματα της παράνοιας και της καχυποψίας να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το εξαιρετικό “Decks Dark” με τα σαφή υπονοούμενα προς την Rachel Owens, την για 23 χρόνια σύντροφό του («It was just a laugh, just a laugh/It’s whatever you say it is») με την οποία χώρισε πέρυσι και το πολιτικό “The Numbers” με τις παλιομοδίτικες βάσεις, είναι κλασικά Radiohead τραγούδια με όλα τα στοιχεία που τους μετέτρεψαν στην μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Σίγουρα τα “Desert Island Disk” δεν θα το θυμόμαστε για πολύ, ενώ δεν μου έχει φανεί πολύ καλή ιδέα η επίσημη κυκλοφορία του “True Love Waits” που έχει ήδη αποδείξει την αξία του στις τάξεις των φανατικών οπαδών. Η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενα, κάθε άλλο, το A Moon Shaped Pool είναι πολύ ωραίος δίσκος.

 

Δεν είναι πια game changers, αλλά παραμένουν εκπληκτικοί παίκτες – αναγνωρίζει ο Παναγιώτης Μπάρλας (Fractal Press, Intersonik Net Radio)

Αν και δεν υπήρξα ποτέ φανατικός ακόλουθός τους, αναγνωρίζω πως οι Radiohead συγκαταλέγονται στις ελάχιστες εν ενεργεία μπάντες που μπορούν να καυχώνται ότι υπήρξαν όχι μόνο “key-players” αλλά και “game changers”, στο παιχνίδι της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Έχοντας βγάλει τουλάχιστον δύο μνημειώδη, καθοριστικά για την εποχή τους, άλμπουμ κι έχοντας καθιερώσει τον δικό τους ιδιαίτερο μουσικολογικό κι εκφραστικό κώδικα, δεν επιστρέφουν για να αποδείξουν κάτι. Θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να εξαργυρώνουν τη δόξα του παρελθόντος και να απολαμβάνουν τους φουσκωμένους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Όμως, η εντυπωσιακή φετινή επιστροφή τους διαψεύδει πανηγυρικά όσους θεωρήσαμε το The King Of Limbs ως βαρετή ταφόπλακα μιας καριέρας. Εδώ φαίνεται πια ξεκάθαρα πως το βασικό τους κίνητρο είναι το δημιουργικό μεράκι τους. Η καψούρα τους με την ίδια τη μουσική!
Το A Moon Shaped Pool είναι ένα δισκογραφικό κομψοτέχνημα. Η άψογη ροή του βρίθει από λαμπρές συνθετικές ιδέες. Ιδέες που ορίζουν μια εντυπωσιακή ενδόμυχη διαδρομή. Οι σπουδαίες ενορχηστρώσεις συνοψίζουν τα πιο μεθυστικά αποστάγματα της παγκόσμιας ποπ ιστορίας, και τα ταιριάζουν σε έναν καμβά εντυπωσιακών αποχρώσεων. Ο συνθετικός και ενορχηστρωτικός τους οίστρος είναι τέτοιος που υπερβαίνει με άνεση ακόμη και την κλισέ μελαγχολία του πιο αδύναμου κρίκου της αλυσίδας τους, της (διαχρονικά ενοχλητικής για μένα) ερμηνείας του Yorke. Οι Radiohead τολμούν να περιηγηθούν ξανά στο διάστημα ανάμεσα στα αυτιά μας, χαράζοντας συναισθηματικές διαδρομές σε αχαρτογράφητα μέρη του νοερού άπειρου. Ο δίσκος αυτός συγκαταλέγεται σίγουρα στις καλύτερες φετινές κυκλοφορίες και πιθανότατα θα περιλαμβάνεται και στα καλύτερα άλμπουμ της τρέχουσας δεκαετίας. Ακόμη κι αν πια δεν είναι game changers, οι Radiohead παραμένουν εκπληκτικοί παίκτες.

 

Είναι σπουδαίο ότι επαναφέρουν την αξία της ακρόασης ενός άλμπουμ από την αρχή ως το τέλος – σημειώνει ο Δημήτρης Μπούρας (Inner Ear)

Σαν εισαγωγικό σημείωμα θα σημειώσω ότι προσωπικά ενώ πάντα μου άρεσαν πολύ οι Radiohead, ποτέ δεν έφτασα σε επίπεδα υστερίας μαζί τους και σίγουρα δεν τους αναγνωρίζω το αλάθητο του Πάπα. Π.χ. το The King Of Limbs το θεωρώ ακόμα και τώρα ένα πολύ μέτριο αλμπουμ. Οπότε και την κυκλοφορία του καινούργιου τους προσπαθώ να την αντιμετωπίσω όσο γίνεται πιο ψύχραιμα, αν και μπορώ να πώ ότι όλη αυτή την μαρκετινίστικη τακτική στα social media της μπάντας, την βρήκα λίγο ανούσια και κουραστική
Αν κάτι μας αποδεικνύει το Α Moon Shaped Pool και το όλο κλίμα γύρω από την κυκλοφορία του είναι το ότι εκτός από μια από τις σπουδαιότερες μπάντες εκεί έξω, οι Radiohead είναι και το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο αυτήν την στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στην κυκλοφορία του “Burn The Witch” και του “Daydreaming” επέστρεψαν με καινούργιο κομμάτι οι Red Hot Chili Peppers μετά από 5 χρόνια και πέρασε σχεδον απαρατήρητο.
Δεν παύει να είναι αστείο αλλά και τραγικό ταυτόχρονα, παρόλο που σαφέστατα πρόκειται για σημάδι των καιρών και της σοσιαλμιντιακής ανάγκης να γράψεις κάτι πριν απ’ όλους ότι τα πρώτα reviews για τον δίσκο άρχισαν να ανεβαίνουν σχεδόν μια ώρα πριν από την επίσημη ώρα κυκλοφορίας του. Για μια μπάντα που εδώ και 20 χρόνια κυκλοφορεί πολυεπίπεδους μουσικά δίσκους είναι εξωφρενικό να μπορεί κάποιος, όσο και να το κατέχει το αντικείμενο, να αποφανθεί με μια γρήγορη ακρόαση ή και πριν ακόμα το ακούσει, αν εδώ έχουμε να κάνουμε με τον καλύτερο δίσκο των Radiohead ή με κάτι απλά καλό ή με κάτιο αδιάφορο στην τελική. Δεν είναι ένας δίσκος μιας punk μπάντας που ακούγοντας το μια φορά μπορείς να καταλάβεις πάνω κάτω τι συμβαίνει. Είναι σίγουρο ότι μετά από 6 μήνες θα έχω διαφορετική γνώμη για τον δίσκο από την σημερινή, αλλά ύστερα από 3 μέρες ακροάσεων του αλμπουμ με μια πρόχειρη διαπίστωση θα έλεγα ότι το Α Moon Shaped Pool μου μοιάζει σαν μια φυσική συνέχεια του In Rainbows. Είναι εμφανέστατη σε όλη την δίαρκεια του δίσκου η επιβλητική ενορχηστρωτική ματιά του Jonny Greenwood, ο οποίος τα τελευταία χρόνια διαπρέπει και στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής και σίγουρα κομμάτια της συνθετικής ποιότητας του “Ful Stop” ή του “Identikit” δεν είναι εύκολο να συναντήσει κανείς τα τελευταία χρόνια.
Είναι τεράστιο κατόρθωμα ότι ύστερα από 25 χρονια δισκογραφίας όχι μόνο δεν δείχνουν δείγματα δεινοσαυρισμού, αλλά κάθε τους album ακούγεται απόλυτα σύγχρονο με την εποχή του και σε πολλές περιπτώσεις καθορίζει και το ευρύτερο μουσικό περιβάλλον.. Δεν είναι και πολλές οι μπάντες που το έχουν καταφέρει αυτό. Βασικά δεν ξέρω και αν υπάρχει άλλη. Άλλη μια μεγάλη μουσικοφιλική επιτυχία του A Moon Shaped Pool είναι και το ότι έφερε πάλι στο προσκήνιο την δυναμική του φορμα του αλμπουμ. Σε μια εποχή που πολύ δύσκολα θα κάτσει να ασχοληθεί κάποιος με την ακρόαση ενός ολόκληρου δίσκου, οι Radiohead δείχνουν σε μια καινούργια γενιά την δυναμική και την αξία της ακρόασης ενός αλμπουμ από την αρχή ως το τέλος και αυτό προσωπικά μου φαίνεται σπουδαίο.

Μια μεγαλειώδης συλλογή τραγουδιών, ένα ακόμα πετράδι στο στέμμα τους – το τοποθετεί ο Μάνος Μπούρας (Sonik, Mic, Κόκκινη Καρφίτσα)

Ο δρόμος που διανύουν οι οπαδοί των Radiohead κάθε φόρα μέχρι το νέο τους δίσκο είναι βασανιστικός: απ’ τη μία υπάρχει η προσμονή για την ακρόαση του καινούργιου υλικού, τα νέα τους τραγούδια και τις κορυφές που απειλούν ν’ αγγίξουν ξανά, κι απ’ την άλλη η έκθεση σε δεκάδες καλοθελητές που αναλαμβάνουν να εκφράσουν την άποψή τους για τη μπάντα απ’ την Οξφόρδη, μία άποψη όμως που συχνά φτάνει να είναι αβάσιμη κι εμπαθής. Έχει το μοναδικό χάρισμα αυτό το γκρουπ να πολώνει εκείνους που ακούνε τη μουσική τους και να τους χωρίζει σε στρατόπεδα, γεγονός που από μόνο του προδίδει τη σπουδαιότητά τους. Είναι απλά αδύνατο να μείνεις αδιάφορος απέναντι στην Τέχνη τους, και οι κινήσεις τους δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να διασφαλίζουν ότι οι δίσκοι τους θα αποτελέσουν καλλιτεχνικά συμβάντα που θα συζητηθούν – γεγονός που σαφώς αναγνωρίζεται από εκατομμύρια κόσμου που τους έχει καταστήσει ένα από τα δημοφιλέστερα σχήματα της ροκ μουσικής, παρότι ποτέ δεν ακολούθησαν την πεπατημένη, δεν έκαναν παραχωρήσεις και πάντοτε κινούνται σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες.
Όχι ότι προσπαθούν ιδιαίτερα πάντως. Το ότι τα ΜΜΕ είναι έτοιμα να εκμεταλλευτούν με πηχυαίους τίτλους οποιαδήποτε μικρή ή μεγαλύτερη κίνησή τους δεν έχει τόσο να κάνει με κάποια ανάγκη του Thom Yorke και της παρέας του (μέσω ασφαλώς κάποιου λεπτομερώς καταστρωμένου/στρατηγικού marketing), αλλά μάλλον για το αντίθετο. Έτσι, το χτίσιμο μιας μεγαλειώδους προσμονής για το τελικό προϊόν γίνεται δίχως ίχνος ιδρώτα, προς όφελος και των δύο πλευρών. Όταν όλα αυτά επιτέλους τελειώσουν, μένει το σημαντικό κομμάτι που είναι η ανάλυση του περιεχομένου του A Moon Shaped Pool.  
Ο δίσκος βρίσκει την παρέα σε ενδοσκοπική φάση (κάπου εκεί μέσα θα βρίσκεται μεταμφιεσμένος και ο πρόσφατος χωρισμός του Yorke, χωρίς να γίνεται η σημαία της θεματολογίας του), να αφήνει (προς το παρόν;) πίσω του την ανάγκη να πειραματιστεί με περιπετειώδη τρόπο στον ηχητικό τομέα και να προχωρήσει με ήπια αυτή τη φορά εκκεντρικότητα και πολύ πιο συγκεκριμένες μελωδικές φόρμες. Ξεχνά στο μεγαλύτερό του μέρος τα όποια ξεσπάσματα έντασης του παρελθόντος και κρατά τη δυναμική του εγκλωβισμένη στη σχέση ανάμεσα στη σύνθεση και την ενορχηστρωτική της έκφραση. Και παρότι χρησιμοποιούν για μία ακόμη φορά ηλεκτρονικούς παλμούς για να δώσουν πνοή στον ήχο τους, η συνολική αίσθηση που αφήνουν τα έντεκα κομμάτια του δίσκου είναι αυτή μιας οργανικής προσέγγισης που φέρνει στο νου τον παλιό τους εαυτό (όχι την ροκ εκδοχή του εποχής The Bends πάντως), με έντονες παρεμβάσεις από έγχορδα που έχει επιμεληθεί φυσικά ο -κλασικής παιδείας κι αισθητικής- Jonny Greenwood. Από εκεί και πέρα, χάνεσαι σε σκοτεινούς, κλειστοφοβικούς θύλακες λυρισμού που φέρνουν στο μυαλό τη μεθυστική αίγλη της βρετανικής φολκ για παράδειγμα (“Desert Island Disk”), τους διπολικούς χρωματισμούς μιας λανθάνουσας americana που απογειώνεται από δραματικά έγχορδα (“The Numbers”) ή τα τυπικά μουσικά χαρακτηριστικά που έκαναν τη μπάντα αυτό που είναι σήμερα (“Identikit”). Θα μπορούσε κανείς να μιλάει με τις ώρες για το κάθε τραγούδι ξεχωριστά, οι αναφορές και οι αναγωγές είναι μυριάδες κάθε φορά στη μουσική τους, να πούμε απλά ότι για το κλείσιμο έχουν επιλέξει να επανατοποθετηθούν σ’ ένα παλιότερο κομμάτι τους, κι ένα από τα πλέον σπαραξικάρδια, το “True Love Waits”, σε μία εκτέλεση που χτυπάει ταβάνι σε συναισθηματικό πλούτο κι εκφραστική πληρότητα.
Το ίδιο ακριβώς εξέφρασαν γρήγορα – γρήγορα πολλοί. Ότι δηλαδή αυτό το άλμπουμ τους είναι το καλύτερό τους από την εποχή του Kid A, ότι είναι σαφώς ανώτερο από το προηγούμενο κι ισάξιο του In Rainbows κτλ. Αυτές οι κουβέντες είναι «να’χαμε να λέγαμε» και δεν έχουν θέση στο λεξιλόγιο των αληθινών fans της μπάντας. Το A Moon Shaped Pool είναι μια μεγαλειώδης συλλογή τραγουδιών, παιγμένων ευφάνταστα κι απόλυτα προσεγμένα, κι αποτελεί ένα ακόμη πολύτιμο πετράδι στο στέμμα των Radiohead. Εκεί ακριβώς τελειώνει η κουβέντα γύρω από αυτό κι αρχίζει μια νέα του ακρόαση.

Τον δίσκο τον βαριέμαι κι αν γι’ αυτό χάσω κανά δυο φίλους, ας είναι – έτοιμη για όλα η Βασιλική Παναγιώτου

Τα τραγούδια ακούγονται ευχάριστα μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό του το δίσκο τον βαριέμαι. Δεν αμφισβητώ την αξία των Radiohead. Αλίμονο. Εκτιμώ αφάνταστα το ότι μεταλλάσσονται από κυκλοφορία σε κυκλοφορία, πράγμα που απαιτεί εκτός από ταλέντο, κότσια. Τους σέβομαι για πολλούς λόγους. Οι ειλικρινείς περιβαλλοντικές ευαισθησίες τους είναι ένας από αυτούς. Δε μπορώ όμως να αφιερώσω το χρόνο που χρειάζεται για να βρω τα στοιχεία που κάνουν αυτό το δίσκο αριστούργημα. Δε με ενδιαφέρει να αποκρυπτογραφήσω τι έχουν στο μυαλό τους. Δυσκολεύομαι να αφεθώ. Τις περισσότερες φορές δε συμβαδίζουμε. Η μονοτονία της φωνής περιοδικά με ενοχλεί, οι ενορχηστρώσεις ενθουσιάζουν αλλά και κουράζουν. Κάποια σημεία μου προκαλούν βραχυκύλωμα. Είμαι διατεθειμένη να επωμιστώ τις συνέπειες αυτών των απόψεων και αν χάσω κανά δύο φίλους στην πορεία εξ αιτίας τους ας είναι. Ενδέχεται κάποια στιγμή στο μέλλον μετά από τυχαία επαναλαμβανόμενα ακούσματα να δω το φως και η μερική πλήξη να μετατραπεί σε αποκάλυψη. Η ήπια μορφή υπνηλίας να μη γίνει δυσανεξία. Προς το παρόν θα αφήσω τις βαρύγδουπες αναλύσεις του καινούριου υλικού για τους οπαδούς και τους ειδήμονες.

H απροπόνητη τέχνη του αξιοπρεπούς αποχαιρετισμού – την εφαρμόζει η Φωτεινή Σίμου (ELLE)

Είμαι φαν. Είμαι μια ακόμη πιο καθαρή φαν. Μια φαν σαν να βγήκε από πλυντήριο. Γιατί περισσότερα από όλα αυτό που έκαναν οι Radiohead είναι σα να έβαλαν μπουγάδα. Σε αυτούς. Για εμάς. Δεν είμαι παρά πολύ σίγουρη (μπορεί να γίνω) ότι απαλλαχτήκαμε από όλους τους λεκέδες, αλλά αυτό που ξέρω είναι πως τον λεκέ απώλεια -αποχαιρετισμό τον… ξεκλείδωσαν.
Με το ταχυπαλμικό marketing λίγες ημέρες πριν κυκλοφορία του A Moon Shaped Pool έκαναν επίδειξη (στην πραγματικότητα πιο διακριτικά από ό, τι ο μέσος χρήστης των social media που κάνει promo το πρωινό και τη θέα από το μπαλκόνι του) την τέχνη της κατάκτησης -πριν τους ακούσουμε καν- έχοντας όμως τη σιγουριά του ότι ασχολήθηκαν κυρίως με την πιο απροπόνητη τέχνη των ημερών μας, αυτή του αξιοπρεπούς αποχαιρετισμού. Και το αποτέλεσμα δεν έχω ιδέα -και ούτε σημασία έχει-αν είναι αριστούργημα. Αλλά έχει ένα «μαζί». Μια ολοκλήρωση. Όχι αερανθρώπινη, αλλά γήινη. Ενεστωτικά λυρική (“Present Tense”), αναζωογονητικά τσακισμένη (“True Love Waits”), ταπεινή («Have you had enough of me?»), θαρραλέα στακάτη (“Burn the Witch”), ανήσυχα αλαργινή (“Glass Eyes”), Krautσανιστή (“Ful Stop”), ομφαλικά υπέροχη (“Daydreaming”) και ανακατασκευαστικά υγρή (“Identikit”).
Και σε όλα αυτά η μπάντα ακούγεται μαζί. Ο Thom Yorke απαλλαγμένος από τις μουσικά φιλήδονες, ηλεκτρονικές κυρίως, ακροβασίες του αφήνει τις ενορχηστρώσεις του Johnny Greenwood να λάμψουν πίσω και μπροστά από τη Φωνή του. Μαζί καθαρίζουν και επαναπρογραμματίζουν τις απώλειες τις δικές τους. Τις δικές μας (τις δικές μου με το “Identikit”). Τις μεταξύ μας, όταν τους χάσαμε ή μας έχασαν μέσα στα χρόνια.
Σε αυτό το μαζί και ο Paul Thomas Anderson που ακουμπά σε όλο το A Moon Shaped Pool με το βίντεο κλιπ του “Daydreaming”. To ατέρμονο, αλλά ταυτόχρονα δορυφορικό, doorporn σχετίζεται (στο μυαλό μου ε;) με όλη αυτή την περιληπτική διάθεση με τα πολλά παλιά τραγούδια από διάφορες περιόδους-πόρτες που έχει περάσει η μπάντα. Ποιος άλλος άραγε θα μπορούσε να έχει μια τόσο ενδιαφέρουσα περίληψη; Έναν δίσκο κοιλιά μέσα στον οποίο βρίσκει καταφύγιο ο Thom σε εμβρυακή στάση στο τέλος του βίντεο.
Έχοντας περάσει αμέτρητες πόρτες, καταλήγουμε εκεί. Σε μια τρύπα ενός χιονισμένου βράχου με μια φωτιά που άναψε κλασικά με τραγούδια-τσακμακόπετρες που αυτή τη φορά δεν υπερνοηματοδοτούν, απλώς ζεσταίνουν. Πίσω μας δεν υπάρχει ανάγκη να κλείσει καμιά πόρτα πια. Γιατί εξ ορισμού ο αποχαιρετισμός έχει μέσα του πεντακάθαρα και συγκινητικά κάτι το καλωσορισματικό.

8 Μαΐου, η νύχτα των συναισθημάτων – νιώθει ο Mr.Z (Avopolis Radio)

Κυριακή βράδυ και νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για τον νέο δίσκο των Radiohead. Βαρέθηκα την πίκρα και την γκρίνια κάποιων στα social media. Κάποτε, στην προ-ίντερνετ εποχή, περιμέναμε να έρθει το μοναδικό cd από την εταιρεία και να το παίξουμε πρώτοι στα μπάρ σαν τρελοί. Έπειτα πίναμε και σχολιάζαμε, εκεί ή στα αυτοκίνητα μας, πηγαίνοντας κάπου με θεα, ψηλά. Καταρχάς, δημοκρατία έχουμε, οφείλω να πω πως ο καθένας μπορεί να πει την γνώμη του. Αυτό εννοείται και είναι 100% σεβαστό.
Προσωπικά το A Moon Shaped Pool, το ένατο άλμπουμ της τελευταίας μεγάλης μπάντας του πλανήτη Γη μου φαίνεται υπέροχο. Εγκρίνω την επιλογή των “Burn the witch” και “Daydreaming” ως τα 2 καλύτερα tracks του άλμπουμ για να ξεκινήσει να ασχολείται κανείς μαζί του. Χαίρομαι ιδιαίτερα για το συναισθηματικό touch του Greenwood όσον αφορά τα πιο cinematic σημεία και αφού πια μετά το The King of Limbs εδειξαν την πρόθεση τους να γράψουν κιθάρες, εδώ – οι Radiohead που άλλαξαν δύο φορές την μουσική που αγαπάμε – επιστρέφουν με αέρα απο την πρώτη και μεσαία τους περίοδο. Ένιωσα λίγο την αύρα Hail to the Thief να πω την αλήθεια κι ας μην υπήρξαν κιθαριστικές εκρήξεις πουθενά.
Μακάρι πάντως να έμεναν για πάντα στο αριστουργηματικό Kid A. Καθόλου δεν θα με χάλαγε. Δεν θα ξεχάσω, πάντως, ποτέ την απογοήτευση του κόσμου οταν αυτή η υπερμπάντα άλλαξε τη «ρότα» της μουσικής παγκοσμίως με εκείνο το άλμπουμ. Θεωρώ πως χρειάζεται κατανάλωση πολλής μουσικής για να εκτιμήσει κανείς τις επιλογές ενός μουσικού σε κάθε δουλειά του. Ειδικά όταν μιλάμε για τους πολυδιάστατους Ραδιοκέφαλους. Έτσι μόνο κάποιος έχει πιθανότητες να καταλάβει τι είχε στο μυαλό του ο δημιουργός σε κάθε studio session και από που επηρεάστηκε.
Το A Moon Shaped Pool είναι η τρανή απόδειξη πως αυτή εδώ η πανίσχυρη μπάντα ωρίμασε κι άλλο και δε ντρέπεται να το δείξει. Ο Yorke περπατάει στο βίντεο του “Daydreaming” με το κουρασμένο του πρόσωπο δίχως να θέλει να το κρύψει απο τα κοντινά της κάμερας. Στα 11 κομματια του άλμπουμ, με την τρίτη ακρόαση διακρίνω σίγουρα πέντε φανταστικά κομματια, ενώ υπάρχει και το “True Love Waits” που μεγάλωσε κι αυτό μετά απο 15 χρόνια και εγινε πολύπλοκο, αφήνοντας πισω του τις αθώες ακουστικές κιθάρες. Κάθε άλλο παρά απαρατήρητα περνάνε και τα πέντε πιο βατά κομμάτια που σε κάθε ακρόαση μοιάζουν πιο μαγικά, πιο όμορφα, πιο απύθμενα. Όχι απλώς επειδή φέρουν την σφραγίδα των Radiohead, αλλά γιατί είναι όντως μαγικά τραγούδια. Κιθάρες, έγχορδα, η φωνή του Yorke φυσικά, ενώ τα ντραμς του Shelway ειναι επιτέλους ζωντανά, και με την αίσθηση του “Pyramid Song” να στοιχειώνει αυτό το μπουκέτο κομματιών απ’ άκρη σ’ ακρη. Ξέρετε, αυτο το συγκρότημα δεν σταμάτησε ποτέ να ειναι ειλικρινές με τον εαυτό του. Σκεφτείτε το καλά. Ποσό συχνά «νιώθετε» πια με δίσκους; Εγώ είχα καιρό, όπως εύστοχα μου είπε η φίλη μου η Νίκη. Και πιστέψτε με, δεν θα δίσταζα να «μαχαιρώσω» την πιο αγαπημένη μου μπάντα αν χρειαζόταν. Απλά δεν έφτασε ακόμα αυτή η στιγμή κι απ’ ότι φαίνεται θα αργήσει.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA