Σε κάποιο σκονισμένο ντουλάπι, κάποιοι πιθανότατα έχουν φυλαγμένο, σε κατάσταση ενδεχομένως όχι…mint, ένα καφέ «μαγικό χαρτάκι», το εισιτήριο για την εν έτει 2000 συναυλία των Radiohead στο Λυκαβηττό, τρία χρόνια μετά τη σαρωτική κυκλοφορία του OK Computer και λίγους μήνες πριν αλλάξουν τελείως ρότα με το Kid A.
Από εκείνο το ιστορικό πια live έχουν περάσει 17 χρόνια και σε όλη αυτή την περίοδο, όσοι «ήταν εκεί» και φυσικά οι πολύ περισσότεροι που δεν ήταν, κάθε φορά που ανακοινώνονται τα εγχώρια φεστιβαλικά line-up, ειδικά όταν έπονται νέων κυκλοφοριών από τους Radiohead, αναρωτιούνται με ένα στόμα, μια φωνή: «γιατί δεν τους (ξανα)φέρνει κάποιος στην Ελλάδα;». Σε αυτή τη μεγάλη, συλλογική απορία των μουσικόφιλων προσπαθεί να δώσει απάντηση η Popaganda.
«Το 2000 ήταν πολύ εύκολο να κλείσουμε το live. Από όλες τις βαλκανικές πόλεις έπαιξαν μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ποντάραμε ότι θα έρθουν, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη κι από βαλκανικές χώρες. Ήρθαν περίπου 1000 από Τουρκία, από τις άλλες χώρες δεν μπορούσαν να έρθουν γιατί ακόμη τα σύνορα ήταν κλειστά. Στο Λυκαβηττό δεν κατάφεραν να κάνουν πληρότητα καμία μέρα. Θυμάμαι ότι η προσέλευση ήταν περίπου 9 χιλιάδες και τις δύο μέρες. Στη Θεσσαλονίκη ήταν απογοητευτικά τα πράγματα, δεν είχε ούτε 3 χιλιάδες κόσμο, για ένα γκρουπ που μπορεί τώρα να είναι τόσο μεγάλο, αλλά και τότε ήταν στα ντουζένια του» λέει ο Νίκος Λώρης, ιθύνων νους της Didi Music, που έφερε τους Radiohead για δύο εμφανίσεις στην Αθήνα στο Θέατρο του Λυκαβηττού, στις 26 κι 27 Ιουνίου του 2000 και μία μέρα νωρίτερα, για μία εμφάνιση στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη. Ο δημοσιογράφος Μάρκος Φράγκος, βέβαια, δίνει μία διαφορετική εικόνα: «Στο live του Λυκαβηττού ήταν μια καταπληκτική μπάντα και από κάτω υπήρχε ένα κοινό που είχε πολύ διαφορετικές προσδοκίες για το τι είχε να δει και τι είδε τελικά. Ήταν ένα καλό live, ίσως επειδή ήταν και πολιτισμένος ο κόσμος και έτοιμος να βαφτίσει καταπληκτικό οτιδήποτε έβλεπε μπροστά του από τους Radiohead.»
Άραγε πόσο έχει μεταβληθεί η σύνθεση του κοινού της μπάντας από τότε; «Νομίζω πως η σύνθεση του ακροατηρίου των Radiohead δεν έχει αλλάξει, ίσα ίσα έχει ισχυροποιηθεί, πλέον έχουν περάσει στη σφαίρα του κλασικού. Οι Radiohead θεωρούνται η τελευταία μεγάλη ροκ μπάντα», υποστηρίζει ο Μάρκος Φράγκος. «Οπότε, οι νέες γενιές που τους ανακαλύπτουν, είτε από διηγήσεις είτε ανατρέχοντας στα παλιότερά τους albums, είναι πιο φανατικοί απ’ ό,τι ήταν τότε το σύγχρονο κοινό του OK Computer. Έχουν μεσολαβήσει και διάφορα side projects του Thom Yorke, όπως οι Atoms For Peace που έχουν συμβάλει πολύ στη μυθολογία τους, η οποία, γενικά, είναι αυτή τη στιγμή στο απυρόβλητο, μία μεγάλη μπάντα, λίγο μυστήρια, με μετρημένες εμφανίσεις. Νομίζω και πάλι, παρά τις κριτικές που έχει κάποια μερίδα του κοινού που μπορεί να μην του αρέσει η ηλεκτρονική κατεύθυνση που έχουν πάρει οι Radiohead, θα εξακολουθούσε να είναι ένα τεράστιο event για την αθηναική σκηνή».
«Το 2000 που ήρθαν το hype ήταν πολύ μεγαλύτερο και παιζόντουσαν περισσότερο στο ραδιόφωνο απ’ ό,τι τώρα», λέει ο Μάκης Μηλάτος, που πλέον έχει στα χέρια του το τιμόνι της διεύθυνσης του ραδιοφωνικού σταθμού Στο Κόκκινο 105.5. «Γενικά, το ραδιόφωνο πια είναι πολύ πιο τυποποιημένο απ’ ό,τι ήταν τότε. Τότε οι Radiohead ήταν πιο radio-friendly και ό,τι παίζεται τώρα είναι κυρίως από τους παλιότερους δίσκους. Τα τελευταία χρόνια κάνουν πράγματα τα οποία δεν είναι πολύ εύκολο να παιχτούν στον αέρα. Σίγουρα το ραδιόφωνο δεν επηρεάζει όπως παλιότερα, αλλά με έναν τρόπο επηρεάζει. Η μουσική, όσο περισσότερο παίζεται, τόσο περισσότερο διαδίδεται, επειδή υπάρχει ένας κόσμος που δεν τα παρακολουθεί στενά και δεν ενημερώνεται ψάχνοντας, περιμένει να φτάσει κάτι στα αυτιά του. Με αυτή την έννοια, ένα τέτοιο κοινό που χρειάζεται σε συναυλίες τέτοιου μεγέθους, σίγουρα δεν τους ακούει τόσο για να πει θα πάει στο live τους». Ας μην ξεχνάμε ότι το 2000 οι Radiohead παρόλο που είχαν ήδη κυκλοφορήσει ένα δίσκο (OK Computer) που για πάρα πολλούς θεωρείται μέχρι σήμερα το απόλυτο αριστούργημά τους και ένας από τους καλύτερους δίσκους όλων των εποχών, για το ευρύ (όπως mainstream) κοινό ήταν ακόμη «η μπάντα του “Creep”».
Μπορεί να μη βγάζουν πια εμπορικά hits και οι συνεχείς πειραματισμοί να μην τους καθιστούν φιλικούς προς τον «mainstream χρήστη», τουλάχιστον στην Ελλάδα, κανείς όμως δεν μπορεί να αντικρούσει ότι οι Radiohead αποτελούν, τουλάχιστον στην υπόλοιπη Ευρώπη, το πιο γερό headliner χαρτί των μεγάλων φεστιβάλ, κάθε φορά που βγαίνουν στο δρόμο. Που κολλάνε, λοιπόν, τα πράγματα στα καθ’ ημάς;
Ας μιλήσουμε και με αριθμούς, για να έχουμε και την ποσοτική εικόνα του κοινού που αγοράζει τη μουσική των Radiohead στην Ελλάδα: το OK Computer είχε γίνει χρυσό, κάνοντας περίπου 25000 πωλήσεις, όπως λέει στην Popaganda η Αγγέλα Κόλια από την τότε δισκογραφική τους στην Ελλάδα, EMI. Tο τελευταίο τους album, Α Moon Shaped Pool πούλησε μόλις 1500 αντίτυπα, όπως λέει ο Νίκος Δαλέζιος της Feelgood Records που το διανέμει στην Ελλάδα. Φυσικά, όπως και στην περίπτωση του ραδιοφωνικού γίγνεσθαι, η σύγκριση δεν μπορεί να είναι απόλυτη, καθώς η δισκογραφική βιομηχανία δεν περνάει και τις καλύτερες μέρες της, ωστόσο, οπωσδήποτε μιλάμε για μία αρκετά διαφορετική τάξη μεγέθους.
Τελικά, βάσει όλων των παραπάνω, ποια θα ήταν μια υποθετική σύνθεση του κοινού των Radiohead σε ένα σημερινό live στην Αθήνα; Ο Μάκης Μηλάτος πιστεύει ότι «αν θα πήγαιναν 10 χιλιάδες κόσμος σε μια συναυλία τους το 2000, από αυτούς δεν έχουν απομείνει ούτε οι μισοί πια. Στο live του 2000 ο κόσμος ήταν πολύς και σε ένα μεγάλο μέρος ενθουσιώδης και μου έκανε εντύπωση ότι η συνολική εικόνα είχε ένα επίπεδο που τα συγκροτήματα θα ήθελαν να έχει το κοινό των συναυλιών τους. Όχι απλά ένα κοινό ευρείας κατανάλωσης, αλλά ένα κοινό πιο “intellectual”». Ο Μάρκος Φράγκος, πάντως, πιστεύει ότι η όποια αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας του κοινού δεν…αλλάζει και πολύ τα πράγματα: «Νομίζω και τώρα θα έκαναν μεγάλη αίσθηση, παρότι οι κριτικές μπορεί να είναι λίγο διαφορετικές, γιατί η νεότερη γενιά είναι πιο καυστική και απαιτητική απ’ ό,τι ήταν στα 90s. Οι άνθρωποι τους άκουγαν επειδή υποτίθεται πως ήταν οι σωτήρες του ροκ. Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα, έχουν μεσολαβήσει και οι Arcade Fire, οι National, που απειλούν την πρωτοκαθεδρία των Radiohead. Νομίζω και πάλι, παρά τις κριτικές που έχει κάποια μερίδα του κοινού για την ηλεκτρονική κατεύθυνση που έχουν πάρει οι Radiohead, θα ήταν ένα τεράστιο event για την αθηναϊκή σκηνή».
Μπορεί να μη βγάζουν πια εμπορικά hits και οι συνεχείς πειραματισμοί τους να μην τους καθιστούν φιλικούς προς τον «mainstream χρήστη», τουλάχιστον στην Ελλάδα, κανείς όμως δεν μπορεί να αντικρούσει ότι οι Radiohead αποτελούν, τουλάχιστον στην υπόλοιπη Ευρώπη, το πιο γερό headliner χαρτί των μεγάλων φεστιβάλ, κάθε φορά που βγαίνουν στο δρόμο, όπως συνέβη δηλαδή πέρυσι και συνεχίζεται φέτος. Που κολλάνε, λοιπόν, τα πράγματα στα καθ’ ημάς; «Είχαμε συζητήσει να τους φέρουμε φέτος ενώ κάναμε προσπάθειες και το 2008, το 2010, το 2012, το 2015 και το 2016» λέει ο Νίκος Λώρης. «Αν ερχόντουσαν, θα έπαιζαν στο Τerra Vibe και για να βγει το κόστος της παραγωγής, το εισιτήριο θα έπρεπε να είναι περίπου 80-90 ευρώ». Ο Θωμάς Μαχαίρας του Release Athens Festival υπολογίζει ότι «για να έβγαινε ένα τέτοιο live, λαμβάνοντας υπ’ όψη τους χορηγούς και την κατανάλωση του κοινού μέσα στο live, θα έπρεπε να γεμίσουν έναν χώρο σαν την Πλατεία Νερού ή το Terra Vibe, δηλαδή πάνω από 20 χιλιάδες κόσμο».
Ειλικρινής απορία πολλών μουσικόφιλων σε διάφορα πηγαδάκια: πώς μπορεί και έρχεται για πολλοστή φορά μία μπάντα αντίστοιχου ή και μεγαλύτερου κόστους παραγωγής όπως οι Depeche Mode και «βγαίνει», και κανείς δεν παίρνει το ρίσκο για τους Radiohead; Η απάντηση του Νίκου Λώρη είναι σαφής: «Oι Depeche Mode παίρνουν ένα πολύ μικρό ποσό συγκριτικά με το εξωτερικό, γιατί θέλουν να έρχονται να παίζουν στην Ελλάδα. Εδώ παίρνουν περίπου ένα 25-30% της κανονικής αμοιβής τους». Βέβαια, δεν είναι οι μόνοι που έρχονται και ξανάρχονται στη χώρα μας. «Αντίστοιχου βεληνεκούς καλλιτέχνες όπως οι Depeche Mode ή ο Nick Cave έρχονται γιατί έχουν έναν ισχυρό δεσμό με την Ελλάδα ή άλλοι κάνουν γιγαντιαίες περιοδείες, όπως ο Roger Waters με το The Wall. Mπάντες που κάνουν περιορισμένες εμφανίσεις, προτιμούν να πάνε σε μεγάλες μητροπόλεις που υπάρχει η αίσθηση ότι εκεί “συμβαίνουν τα πράγματα” και το κοινό τους αφορά περισσότερο, από το να έρθουν σε μία χώρα προβληματική και σε μια πόλη σαν την Αθήνα», υποστηρίζει ο Μάκης Μηλάτος.
Είναι, όμως, αυτός ο μοναδικός λόγος; Σύμφωνα με τον Θωμά Μαχαίρα, «συνήθως το πρόβλημα για ένα συγκρότημα τέτοιου βεληνεκούς είναι ότι δεν έχει χρόνο και έχει να κάνει κυρίως με το routing, γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει ένας δύσκολος προορισμός για όλες τις περιοδείες. Αν παρατηρήσεις, η κίνηση των περισσότερων μεγάλων συγκροτημάτων στην Ανατολική Ευρώπη περιορίζεται κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω από εμάς, φτάνουν μέχρι το Ζίγκετ στην Ουγγαρία, το οποίο, όμως, γίνεται μέσα Αυγούστου. Ακόμη κι αν θέλει κάποιος να το συνδυάσει με μια συναυλία στην Ελλάδα θα αντιμετώπιζε άλλου είδους προβλήματα, όπως ότι ο κόσμος θα λείπει εκείνη την περίοδο». Ας μην ξεχνάμε ότι τα μεγάλα καλοκαιρινά live στην Ελλάδα γίνονται από τα τέλη Μαϊου μέχρι τέλη Ιουλίου, με τον Αύγουστο να είναι ο μάλλον πιο νεκρός συναυλιακά μήνας στα μέρη μας.
Φυσικά, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες της χώρας, εξακολουθούν να αποτελούν ένα ζήτημα. «Έχεις 24% ΦΠΑ, 10% το στάδιο, 20% παρακράτηση φόρου. Οπότε, είναι δύσκολο» λέει ο Νίκος Λώρης. «Δεν είναι προσωπικό το θέμα ότι δεν συμπαθούν τους Έλληνες φανς και δεν έρχονται, αλλά μπορούν να ζήσουν και χωρίς να παίξουν στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να ανταγωνιστεί η Ελλάδα με 24% ΦΠΑ χώρες που έχουν 6-8%. Επιλέγουν τις χώρες που θα βγάλουν τα πιο πολλά χρήματα και πηγαίνουν εκεί, τόσο απλά». Και ο Θωμάς Μαχαίρας συμπληρώνει: «Πρακτικά, μπορεί να είναι σαν να μην έχουν χρόνο, αλλά παίζει ρόλο και η κατάσταση εδώ. Αν ερχόντουσαν βέβαια, η αμοιβή τους θα ήταν εξασφαλισμένη, αλλά τέτοιου είδους ονόματα δεν θέλουν να κάνουν συναυλίες που δεν θα είναι επιτυχημένες».
Κακά τα ψέματα, ακόμη κι αν για τα ελληνικά δεδομένα ένα live με προσέλευση κόσμου της τάξης των 20 χιλιάδων εισιτηρίων είναι «μία πολύ μεγάλη συναυλία», δεν μπορεί να συγκριθεί με τα νούμερα ενός headline slot σε φεστιβάλ όπως το Primavera, που έπαιξαν πέρυσι ή το Glastonbury του οποίου είναι οι φετινοί headliners. Ωστόσο, με το βασικό πρόβλημα να εξακολουθεί να είναι το routing, δεν πρέπει να σταματήσουμε να ελπίζουμε. «Μιλώντας για ένα τέτοιο όνομα, αυτό θα ήταν προτεραιότητα για το μεγαλύτερο μέρος του μουσικόφιλου κοινού, εξάλλου έχουν γίνει και πρόσφατα συναυλίες με 60 και 70 ευρώ εισιτήριο. Το ελληνικό κοινό έχει δείξει ότι αν το ενδιαφέρει κάτι πάρα πολύ, θα κάνει το παν για να πάει» λέει ο Θωμάς Μαχαίρας. «Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή, αλλά πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα μπορέσουμε να τους ξαναδούμε στην Αθήνα».
Όσο ζούμε, ελπίζουμε, λοιπόν. Στην τελική… true love waits, in haunted attics.