Αυτό το άρθρο θα ήταν τελείως διαφορετικό, και θα είχε να κάνει μόνο με τις νέες τάσεις στην παγκόσμια σκηνογραφία, και τα βραβεία της πολυαναμενόμενης και φημισμένης Quadriennale της Πράγας, αν η ίδια η ζωή δεν ανέτρεπε αυτήν την ανταπόκριση. Γιατί τι σημασία έχουν όλα αυτά τα projects, τα περίπτερα, οι συζητήσεις, η ανησυχία για τον πλανήτη, την σύγχρονη πολιτική και πολιτιστική διαφθορά, τους πρόσφυγες και την πολυ-πολιτισμικότητα, τη μετακίνηση των λαών και την ανεκτικότητα, τη νέα βαρβαρότητα που προχωράει, όταν απλά είσαι ένας μελαψός άντρας αργά το βράδυ σε ένα τραμ της Πράγας; Όταν είσαι πραγματικά ένας Πακιστανός, παρείσακτος και ανεπιθύμητος που θα γρονθοκοπηθείς από δύο γιγαντιαίους Τσέχους, και τις συνοδούς τους (ιδιαιτέρως άγρια από αυτές), θα σέρνεσαι αιμόφυρτος και θα πετάγεσαι έξω στο δρόμο, ενώ οι συνεπιβαίνοντες και ο οδηγός, θα κοιτάζουν αδιάφορα έξω απ’ το παράθυρο.
Ούτε οι Δανοί καλλιτέχνες, με το διαδραστικό project τους κατά της ξενοφοβίας, Through Different Eyes, δε θα μπορούσαν να φανταστούν ότι η πραγματικότητα τους υπερβαίνει τόσο καυστικά. Σε αυτό το περίπτερο, κάτω από την καθοδήγηση του project leader Morten Nielsen, μακιγιέρ και στυλίστες, σε μεταμορφώνουν σε άλλη εθνότητα, φύλο, κατάσταση. Μπορεί από λευκός, να γίνει μαύρος, και ανάποδα, από άντρας να μεταμορφωθείς σε γυναίκα, από υγιής σε κάποιον που μετακινείται με καροτσάκι, από παιδί σε γέρο, να φορέσεις μαντήλα ή μπούρκα, και ούτω καθεξής. Κατόπιν θα βγεις στους δρόμους της Πράγας για μισή ώρα και θα έρθεις να μοιραστείς την εμπειρία σου. Ευτυχώς το project διαδραματιζόταν τις πρωινές ώρες.
Μέσα λοιπόν στα όμορφα, όσο και αφημένα κτίρια του ιστορικού κέντρου αυτής της γοτθικής, μυστηριακής πρωτεύουσας, στον αέρα της οποίας ακόμα πλανάται το σκοτεινό πνεύμα της Βοημίας, διαδραματίζεται κάθε τέσσερα χρόνια, η πληθωρική τόσο από μέγεθος συμμετοχών, όσο και από ποικίλες δραστηριότητες, Quadriennale, η γνωστότερη παγκόσμια έκθεση σκηνογραφίας και θεατρικής αρχιτεκτονικής, και όχι μόνον.
Από το 1967, η παγκόσμια αυτή έκθεση, η μεγαλύτερη του είδους μαζί με το Κάρντιφ της Ουαλίας, επιχειρεί να προσεγγίσει όλες τις νέες τάσεις στο θέατρο, με αφετηρία φυσικά την «όψιν», αλλά κυρίως τη δυναμική της αφήγησης. Δυναμική η οποία, καθώς η τεχνολογία προχωρά, η σχέση κοινού και σκηνής αλλάζει κατακλυσμιαία και ο τρόπος ολοκλήρωσης του θεατρικού συμβάντος μετατοπίζεται σε νέες φόρμες, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην ανά τετραετία συνάντηση της Πράγας, ως melting pot του παγκόσμιου παραστασιακού γίγνεσθαι.
Ειδικά με το φετινό της θέμα, η 13η κατά σειράν PQ, όπως είναι γνωστή στους φίλους της, Κοινός Χώρος [Shared Space: Music, Weather, Politics], τοποθετεί στο κέντρο το «διάστημα»-χώρο, που μοιράζεται η Τέχνη και η Κοινωνία, το κοινό και οι καλλιτέχνες, το δημόσιο και το ιδιωτικό συμβάν. Θέτοντας αυτό σαν πρoμετωπίδα, τολμά να εξερευνήσει ένα διεπιστημονικό πεδίο στις σχέσεις χωρικότητας/παράστασης/κοινωνίας, πραγματικού-φανταστικού, όπου περιλαμβάνεται η νέα πολιτική τάξη, η οικολογία, η σχέση φύσης – ανθρώπου, ακόμα και η σχέση σκηνογραφίας και καιρικών φαινομένων!
Είναι σαφές ότι οι ταχύτητες στο παγκόσμιο χωριό είναι, αν όχι ανομοιογενείς, τουλάχιστον πολυποίκιλες. Αν θελήσουμε να τις κατατάξουμε σε κατηγορίες, θα είχαμε ένα πρώτο μπλοκ από τις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν παραδοσιακή χειροτεχνία και τα υλικά τους εμπνέονται ακόμη από τη χειρωνακτική εργασία, είτε πρόκειται για εξερεύνηση υφών, χειροτεχνίας, νέας χρήσης παραδοσιακών μορφών, πλεκτικής, πηλού, χώματος, μετάλλων, υφασμάτων, χρωμάτων, φυσικών ή τεχνητών υλών, μετουσιωμένων, όπως είναι πολλές από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, η Κούβα ακόμα και το μακρινό Μακάο. Άλλες, με απλές τεχνικές, όπως η απλή καλαθοπλεκτική (Χιλή) είτε με πιο περίπλοκο αισθητικά τρόπο, όπως της Βραζιλίας που δημιούργησε με ευτελή υλικά (χαρτόνι) ένα τεράστιο δέντρο από το οποίο κρέμονταν μεταλλικές μπάλες σαν σκάφανδρα, τα οποία εξωτερικά είχαν μια φωτογραφία από ένα θεατρικό έργο και εσωτερικά μια μικροσκοπική εγκατάσταση από αυτό που εμπνεύστηκε ο καλλιτέχνης σε σχέση με αυτό το έργο. Μία ματεριαλιαστική, μυστικοπαθής ματιά πάνω στην θεατρική τους παραγωγή, που δεν άφησε αδιάφορο το κοινό, το οποίο ανεβοκατέβαζε όλο περιέργεια τις μπάλες-σκάφανδρα για να ανακαλύψει τον εσωτερικό τους μικρόκοσμο. Χειροτεχνική εγκατάσταση θύμιζε και η πρόταση του Μεξικό, ένας συνδυασμός ράντσου, με τα στημένα ψεύτικα αλογάκια προπόνησης των «ραντσέρος», βίντεο από την οργιαστική μεξικάνικη φύση, και παραδοσιακών υφασμάτων και χρωμάτων.
Με την παράδοση τους πάλευαν και οι αραβικές χώρες, τα υφάσματα και τις υφές τους, εγκλωβισμένες σε μία απολιθωμένη, στεγανή αντίληψη του θεάτρου, και συνάμα και της σκηνογραφίας ως διακοσμητικής τέχνης.
Από την άλλη πλευρά ο γίγαντας της Ασίας (Κίνα, Ιαπωνία, Ταιβάν) με την υψηλή αισθητική, την οικονομική άνεση, αλλά και την αμφιβόλου περιεχομένου (ανάλογα και με τη χώρα), παραστασιακή πρόταση. Αφενός, ένας άκρατος μιμητισμός του δυτικού θεάτρου (από Τσέχωφ, ως Σάρα Κέην) από την άλλη υπερθεάματα με αφορμή παραδοσιακές μυθολογίες ή όπερες και χορευτικά, εμπνευσμένα από λαϊκά παραμύθια ή τελετές.
Στη μέση η Ευρώπη, που διάγει μια πνευματική ανησυχία έως αμηχανία μπροστά στην ετερότητα της, ευρηματικότητα, χιούμορ και διαστροφή από τις Βαλτικές Χώρες, υψηλή, μινιμαλιστική, αισθητική και προχωρημένη τεχνολογία αλλά ταυτόχρονα και ανολοκλήρωτα επινοήματα από τις προηγμένες χώρες (Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Μ.Βρεττανία) έντονη σκηνογραφία και ενδυματολογία, με την κλασσική, λίγο παλιομοδίτικη έννοια, στις χώρες πέριξ της Ρωσσίας που ανακάλυψαν με καθυστέρηση το μεταμοντέρνο (Λευκορωσσία, Γεωργία) ή δεμένες ακόμα στο άρμα του «εκμοντερνισμού του κλασσικού», (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία) χώρες του τέως «σιδηρούν παραπετάσματος» (Τσεχία, Σλοβενία, Σλοβακία) να ανεγείρουν συνεχώς θέματα ταυτότητας, πολιτικής συνείδησης ή να αυτό-αναφέρονται στους πρωτοπόρους τους και ο ευρύτερος «αγγλοσαξωνικός χώρος» (Η.Π.Α., Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) με έντονες τις κλιματικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες και τη διαχείριση της μοναξιάς του homo sapiens σε μία φύση που ο ίδιος αλώνει και αλώνεται.
Όπως διαφάνηκε και στα βραβεία, έντονη υπήρξε η προτίμηση σε διαδραστικά σχέδια, σχέδια που ζητούσαν τη φυσική συμμετοχή του κοινού (Δανία) ή τη συμβολική (το σχέδιο της Ουγγαρίας για τον Προμηθέα, που ζητούσε τη δωρεά του συκωτιού μας!] σχέδια που το κοινό μπορούσε να «παίξει} μαζί τους (Η.Π.Α., Μ.Βρετανία, Ισπανία), και οπωσδήποτε σε σχέδια που τόνιζαν την πολιτική διάσταση, όπως το χιουμοριστικό Warped Threads της Νορβηγίας, ένα δάσος από καλσόν γυναικών, φτιαγμένο κάθε άλλο παρά από Νορβηγούς, αλλά αντίθετα από τρεις καλλιτέχνες που ζουν και δουλεύουν εκεί. Έναν από την Γερμανία, έναν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και έναν από το Νεπάλ, οι οποίοι μεταχειρίστηκαν ως εγκατάσταση τα τεντωμένα γυναικεία αξεσουάρ, θέλοντας να χρησιμοποιήσουν ένα υλικό, που φοριέται σα δεύτερο δέρμα, που τεντώνεται, στρίβει, μπλέκεται, αλλάζει σχήμα, όπως οι ίδιοι για να καταφέρουν να «συναντηθούν». Πολιτική διάσταση -στην κυριολεξία- είχε και το εξωφρενικά απίστευτο project της Εσθονίας, Unified Estonia που έλαβε και το Χρυσό Βραβείο (Golden Triga), αλλά και το Χρυσό Μετάλλιο για Πρωτότυπη Σκηνογραφική Προσέγγιση (Gold Medal PQ 2015 for Innovative Approach to Performance Design) και ήταν υποψήφιο και για πολλές άλλες κατηγορίες.
Αυτό το ασυνήθιστο, σχεδόν ανατριχιαστικό concept του θεάτρου NO99 που επί δύο μήνες έστησε ένα ολόκληρο πολιτικό κίνημα, σχεδιάζοντας το μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, και πήρε ψήφους της τάξης του 25% στα polls του εκλογικού σώματος της Εσθονίας, ήταν και το σχέδιο που έσπασε οριστικά τα όρια fiction και πραγματικότητας, έστησε το δικό του θεάτρο εν θεάτρω, και ξαναθύμησε με τον πιο σαρδόνιο τρόπο το «Ολος ο Κόσμος μια Σκηνή» (Αναλυτικές πληροφορίες για τα Βραβεία θα βρείτε εδώ).
Μία άλλη μεγάλη τάση, αυτό της οικολογικής προσέγγισης, επιβραβεύτηκε με το βραβείο Sound Design που πήρε η Πολωνία με την εγκατάσταση της Post-Apocalypsis (μακρινή memoralia στον Γκροτόφσκι και τη δική του Αποκάλυψη), όπου σε κορμούς δέντρων, εγκλωβίζονται οι ήχοι από φυσικές καταστροφές (Φουκοσίμα, Λος Αλαμος, Τσέρνομπιλ). Το κοινό μπορεί, είτε αγγίζοντας έναν μετεωρολογικό χάρτη, είτε σημεία των δέντρων, να αλλάξει και να «παιχνιδίσει» με τους ήχους, έως και να τους μετατρέψει σε ακραία ενοχλητικούς.
Με τον ήχο, πειραματίστηκαν πολλές εγκαταστάσεις, όπως ήταν φυσικό, και ειδική μνεία, πρέπει να κάνουμε στον ήχο του ελληνικού περιπτέρου, όπου το «χαοτικό» σύμπαν των 20 ομάδων που συμμετείχαν με βίντεο σε μία ενιαία κατασκευή, εξαιρετικά σχεδιασμένη από τον Θάνο Βόβολη, έφτιαχνε ένα περίεργο «ηχητικό τοπίο» μιας Ελλάδας που «έχει πάρει τα βουνά, τους δρόμους, τις ραχούλες….» Αξίζει να σημειώσουμε πως η Ελλάδα έχει εκπροσωπηθεί ήδη 5 φορές σε αυτήν την έκθεση με τιμητικές διακρίσεις (Χρυσό Μετάλλιο στη Θεατρική Αρχιτεκτονική το 1991 & 2011, Αργυρό Μετάλλιο στη Σκηνογραφία το 1995 & 2003, Τιμητική Διάκριση για το Ελληνικό περίπτερο το 2003 και το βραβείο UNESCO στην ενότητα της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης το 2007).
Άριστο συνδυασμό πρωτότυπου τόπου, φωτισμού και υψηλού επιπέδου μουσικής, χρεώνουμε στο ένα κομμάτι του ελβετικού project, με τον γενικό τίτλο, Under the tail of the Horse, που κατάφερε να βάλει με το «Podoli Wave» του όλη την Biennale στην πισίνα της πόλης. Μια πισίνα επικών διαστάσεων, με γυάλινη αψιδωτή οροφή, ψυχεδελικά φωτισμένη (Maria Predour) και με άψογο ήχο, όπου ο curator Eric Linder και το συγκρότημα του Sunfast και η εκπληκτική music story teller, Joy Frembong, ένα αέρινο και ταυτόχρονα μαιναδικό ξωτικό, μισή από την Ελβετία, μισή από την Γκάνα, συντροφιά με τον αλλόκοτα μεταμφιεσμένο drummer, Lleluja Ha, έδωσαν τη συναυλία τους στους λουόμενους συμμετέχοντες, οι οποίοι σε ένα αλλόκοτο trance, κολύμπησαν επί τρεις ώρες, κάτω απ τους ήχους της μουσικής.
Ξεχωριστή θέση κατέχει πάντα στην έκθεση αυτή η Αρχιτεκτονική για το Θέατρο της Σλοβακίας, με ξεχωριστή παρουσία φέτος, που απέσπασε και το χρυσό βραβείο (Gold Medal PQ 2015 for Performance Architecture) η οποία με τη μνημειώδη έκθεση της Reflection of an Image απέδωσε φόρο τιμής στο έργο του Milan Čorba. Τίμησε πράγματι με την ψευδαισθησιακή λογική της τον τίτλο με τον οποίο βαφτίστηκε η φετινή έκθεση Θεατρικής Αρχιτεκτονικής, Παραστασιακός χώρος-Εφήμερο Αρχιτεκτόνημα (Performing Space or Ephemeral Section of Architecture) θέλοντας να τονίσει τον διάλογο και την ευάλωτη σχέση μεταξύ ενός οικοδομήματος και του εφήμερου του Θεάτρου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον πάντα, ως κυψέλες πρωτοπορίας και εφαλτήρια για νέα ταλέντα, είχαν οι παρουσιάσεις των σπουδαστικών τμημάτων, σχολών, εργαστηρίων, φορέων έρευνας, που συγκεντρώνουν πάντοτε τα βλέμματα, καθώς είναι ελεύθερα στη φαντασία και την τόλμη και είναι ισάξια αν όχι καλύτερα πολλές φορές απ’ τις επίσημες εθνικές συμμετοχές (Ισραήλ, Λευκορωσσία, Σερβία) και με πολύ έντονες παρουσίες, όπως της Μ.Βρετανίας, σχέδιο για το οποίο ενώθηκαν πάνω από 20 σχολές απ’ όλη τη χώρα για να αναπαραστήσουν ένα φανταστικό border control, στο οποίο έπρεπε να αφήσεις σε πλαστικά σακουλάκια, όπως στα αεροδρόμια, όλα αυτά που κάνουν τη ζωή «πικάντικη», roller skates, αναψυκτικά, αναμνήσεις, για να δεις «Τη Θέα από Εκεί», ένα δωμάτιο όπου έβγαζες τα παπούτσια, ήταν στρωμένο με ψεύτικο γκαζόν και απομονωμένο από το περιβάλλον σε περίμενε…
Φέτος, στην ενότητα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, βρέθηκαν έργα ελλήνων σπουδαστών από το ΕΜΠ, το ΑΠΘ, το ΕΚΠΑ και το LSA (Laboratory of Scenography Athens – Μαρία Χανιωτάκη), όλα διερεύνησαν την σχέση του εντός και του εκτός, των φυσικών στοιχείων και του τοπίου, αδικήθηκαν όμως από τη στεγνή τους παρουσίαση, με απλές οθόνες, χωρίς κατασκευαστική έμπνευση.
Όμως η Quadriennale δεν είναι μόνο τα περίπτερα και οι εκθέσεις της κάθε χώρας. Είναι τα Space Lab, εργαστήρια και φεστιβάλ, τα Shared Space, εκδηλώσεις, παραστάσεις, επεμβάσεις στο δημόσιο χώρο, ειδικό βραβείο για Εκδόσεις Βιβλίου και Mελέτης για την Σκηνογραφία (Best Scenography Publication Award) το οποίο φέτος απονεμήθηκε στην έκδοση του οίκου Theater Der Zeit, για την γνωστή Γερμανίδα σκηνογράφο Katrin Brack, και δόθηκαν επίσης ειδικές μνείες, σε ανάλογα πολυτελή και πολύτιμα βιβλία που είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε σε ειδικά διαμορφωμένες βιβλιοθήκες και πωλητήρια.
Επίσης, σε όλη τη διάρκεια της Quadriennale, «έτρεχαν» εκδηλώσεις για τα παιδιά (PQ for children), Live Events (Makers), εκθέσεις για σκηνικά αντικείμενα (Objects), ομιλίες για πολύ γνωστούς σκηνογράφους και σκηνοθέτες (Adrianne Lobel, Julie Taymor κ.ά.), φόρουμ (για την εκπαίδευση στη σκηνογραφία, τις νέες τάσεις, κ.ά) και διαλέξεις- masterclasses, με κορυφαίους τους Robert Lepage (Creating outside of the frame) και Bob Wilson (A dialogue on Space and Performance).
Ιδιαίτερη νότα προσέθεσαν στους δρόμους της Πράγας οι Φυλές (Tribes), μεταμφιεσμένες με ειδικά σχεδιασμένα, ομοιόμορφα για κάθε ομάδα, κοστούμια και απαραίτητα με μάσκες, ομάδες εθελοντών ή σπουδαστών. Οι φυλές που επιλέχτηκαν από curator, με εφαλτήριο τους το Náprstek Museum, ξεκινούσαν κάθε μέρα την «επιδρομή» τους, με αποστολή να παρεισφρύσουν στην καθημερινότητα της πόλης: στα μετρό, στα σούπερ μάρκετ, στα θέατρα, στα κτίρια, επιβάλλοντας με χιούμορ ή με τη μουσική τους τη μασκοφόρα παρουσία τους, διαμαρτυρία στους ολοένα αυστηρότερους νόμους ενάντια στους «κουκουλοφόρους» διαδηλωτές των μεγαλουπόλεων του κόσμου.
«Η μάσκα δεν αποτελεί μόνο μέρος του δικαιώματός μας για την ταυτότητά μας, αλλά και για το δικαίωμά μας στη φαντασία. Η παρουσία μιας μάσκας σε δημόσιο χώρο μπορεί να φέρει σε θέα ένα άλλο στρώμα της πραγματικότητας που δεν ήταν ορατό πριν. Επιπλέον, η παρουσία μιας μάσκας δημιουργεί έναν κενό χώρο, όχι μόνο ένα χώρο της φαντασίας, αλλά έναν οριακό χώρο αλλαγής, ένα χώρο που μπορεί να δημιουργήσει ένα ‘ πέρασμα’» αναφέρει στον φετινό κατάλογο η διοργανώτρια επιτροπή της φετινής PQ, σφηνώνοντας την πραγματική, πολιτική και κοινωνική παράσταση στο ψαχνό του αισθητικού γίγνεσθαι.
Γιατί, όπως γράφει στο καλωσόρισμα της η Sodja Lotker, καλλιτεχνική διευθύντρια της Quadriennale, με τα λόγια του σκηνοθέτη Simon McBurney: «Το Θέατρο συμβαίνει στα χέρια του κοινού».