Μ’ απελπίζει η ραγισμένη γλώσσα μου
γιατί σκαλώνει στους κοπτήρες των δοντιών
σταλάζοντας μικρές θρησκευτικές λέξεις
σαν διπλωμένα αμήν
Μ’ απελπίζει κι η σβησμένη μου νύχτα
μια σκοτεινή κάμαρα
δίχως άστρα και φεγγάρι
γεμάτη μιλιούνια μπλε στίγματα
συνέχοντας το σώμα του σκότους
Μικρός δίπλωνα τη γλώσσα μου
ξύνοντας τις πληγές του στόματος
—χαμένα νεογιλά δόντια—
κι αν τύχαινε βροχή
ξαπλωμένος δίπλα στο παράθυρο
κοιτούσα στα κεραμίδια
μην κατρακυλήσει το παιδικό μου δόντι
και φυτρώσει μες στη λάσπη
Ύστερα έτριβα
κι έτριβα τα μάτια μου
μπήγοντας
φωτεινά στίγματα
στο σώμα της νύχτας
γιατί τότε πίστευα
—αν και τα βράδια
ρωτούσα μ’ επιμονή:
Μαμά, μ’αγαπάς;
ξανά και ξανά
Όμως άλλαξα δόντια
κι έμαθα να δαγκώνω τη σφαγή
και την αλήθεια
κατασπαράζοντας τα φίδια
πού σύριζαν στο κεφάλι μου
Δεν είναι πώς μεγάλωσα
Είναι πως δεν πιστεύω
Γι’ αυτό
κάθε βράδυ
μέσα στον σκοτεινό μου θάλαμο
—ένας άπιστος Θωμάς—
απλώνω τον δείκτη∙
μια λόγχη
στην πληγή σου
Κι εσύ
κάθε μέρα ξημερώνεις
και με συχωρείς
Ας είμαι ειλικρινής∙
εκτός από άπιστος
είμαι και δειλός
Ποτέ δε σε κοίταξα στα μάτια∙
γιατί τον Θεό τον ψηλαφείς
μα δεν τον αντικρίζεις
Κι αν είναι, Δάσκαλε
να με διδάξεις πάλι
κοίτα
μη με ξημερώσεις
ά π ι σ τ ο