Στο νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις, ένας άντρας και μια γυναίκα συναντώνται επί μια δεκαετία, στο ίδιο πάντα δωμάτιο, τις ίδιες πάντα μέρες, την ίδια πάντα ώρα, κάθονται διαγωνίως απέναντι σε δυο όμοιες πολυθρόνες και συνομιλούν. Η σχέση αναλυόμενου αναλυτή απλώς σχεδιάζει το ψυχικό και χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται ιστορίες, στιχομυθίες, παραμιλητά, σπαράγματα ζωής αντλημένα από τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, από τη σκηνογραφία του ονείρου, από το καταχωνιασμένο ημερολόγιο μιας διασπασμένης συνείδησης.
Ανάλαφρα σκοτεινό μυθιστόρημα αρθρωμένο σε δέκα κεφάλαια, δέκα ψυχαναλυτικές συνεδρίες, δέκα παράπλευρες, αναπάντεχες περιπλανήσεις.
Ο συγγραφέας, μέσα από ένα ψηφιδωτό θεατρικών και κινηματογραφικών σκηνών, επινοεί μια πολυσυλλεκτική πρόζα που σπειροειδώς μας μεταφέρει από το πουθενά του εαυτού, στο οπουδήποτε του κόσμου και στο παντού της αφήγησης.
Εντέλει, το ψυχαναλυτικό δωμάτιο γίνεται ιπτάμενο χαλί και πετάει πάνω από έναν θρυμματισμένο κόσμο ή, λιγότερο φαντασμαγορικά, αυτός ο κόσμος εμπλέκεται στα όρια μιας ανήσυχης συζήτησης, μιας ανήσυχης μνήμης, μιας ανήσυχης φωνής;
Το μυθιστόρημα «Από το πουθενά» θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο από τις Εκδόσεις Πατάκη. Η Popaganda προδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα επιλεγμένο από το συγγραφέα
Από το πουθενά
του Μισέλ Φάις
Μαϊάμι, απόγευμα. Δύο άντρες, γύρω στα εξήντα, στέκονται σε ταράτσα παραθαλάσσιου ξενοδοχείου. Παραλία ερημική, διάσπαρτες ανακοινώσεις για τον επερχόμενο τυφώνα Ντάνvυ. Φοράνε αντιανεμικά. Αυτός που φοράει μαύρο αντιανεμικό καπνίζει, μπορεί όμως κι αυτός που φοράει κόκκινο.
Έχεις κάτι να πεις;
Να πω;
Ναι, να πεις.
Σαν τι―
Κάτι.
Δικό μου;
Έχεις δικό σου;
Όχι.
Τότε γιατί ρωτάς;
Λέω, μπας κι ήθελες να πω κάτι δικό μου..
Αφού δεν έχεις.
Κάποτε όμως είχα. Θυμάσαι;
Όχι. Πότε;
Κάποτε. Δεν θυμάσαι;
Τίποτα δεν θυμάμαι.
Κι εσύ κάποτε είχες. Το ξέχασες;
Μανία με το κάποτε. Τώρα, έχεις κάτι να πεις;
Τώρα, τώρα…
Ξεκόλλα…
Κάτι, οτιδήποτε―
Ξεκόλλα…
Αυτό με ρίχνει―
Πες―
Με στεναχωρεί―
Θα πεις;
Γουατεμάλα, αεροδρόμιο, σούρουπο. Μαύρη στάχτη από το ενεργοποιημένο ηφαίστειο Φουέγκο έχει σκεπάσει όλη την πίστα. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Το αεροδρόμιο είναι κλειστό. Φοράνε γυαλιά ηλίου, τζόκερ, αλλά και μάσκες στο στόμα, ακουμπάνε τα πόδια τους πάνω στις βαλίτσες τους. Αυτός που φοράει μαύρο τζόκερ στέλνει μηνύματα με το κινητό του, μπορεί όμως κι αυτός που φοράει μοβ τζόκερ.
Οτιδήποτε;
Οτιδήποτε σαν δικό σου.
Ό,τι λέμε είναι δικό μας;
Σαν δικό μας.
Το ξέρω αν και―
Αν και;
Κάπου αμφιβάλλω, κάπου―
Κάπου;
Δεν είμαι τόσο βέβαιος.
Δεν είσαι―
Τόσο βέβαιος.
Το ίδιο λέμε.
Το ίδιο;
Σεντάι, Ιαπωνία, πρωί. Βγαίνουν από πολυκατάστημα μετά από ισχυρό σεισμό. Φοράνε καμπαρντίνες. Πυροσβέστες, αστυνομικοί, σειρήνες, άνθρωποι αποσβολωμένοι, κάποιοι τρέχουν άσκοπα. Αυτός που φοράει μπλε καμπαρντίνα χτυπάει μαλακά με τις παλάμες του τ’ αυτιά του, ενώ αυτός που φοράει μπεζ χτυπάει δυνατά τα πόδια του στο οδόστρωμα, μπορεί όμως και το αντίστροφο.
Τελευταία, όλο και πιο συχνά, χάνω τις λέξεις μου.
Τις λέξεις, ποιές λέξεις;
Τις λέξεις που όλοι χρησιμοποιούμε.
Δεν χρησιμοποιούμε όλοι τις ίδιες λέξεις…
Κάποιες λέξεις είναι κοινές.
Αυτές χάνεις;
Τέλος πάντων…
Τι τέλος πάντων…
Λέσβος, ακτή, χάραμα. Φοράνε νιτσεράδες. Παρακολουθούν λιμενικούς και εθελοντές να βγάζουν ημιθανείς μετανάστες από φουσκωτό. Κάποιοι γονατίζουν και κλαίνε, κάποιοι τρέμουν σύγκορμα, μια γυναίκα ουρλιάζει κατεβατό από ονόματα. Αυτός που φοράει πορτοκαλί νιτσεράδα είναι κρυωμένος, βήχει και φτερνίζεται, μπορεί όμως κι αυτός που φοράει κίτρινη.
Δεν ξέρω τι άλλο να πω…
Που πάει να πει…
Που πάει να πει, άλλος χάνει τα μαλλιά του, άλλος τη γυναίκα του, άλλος τα λεφτά του, άλλος τον χρόνο του, εγώ χάνω τις λέξεις.
Τις ξεχνάς;
Θέλω να πω εκείνο και λέω το άλλο, θέλω να πω το άλλο και λέω εκείνο. Και μετά κάθομαι και σκέφτομαι, ρε, ποιο είναι εκείνο και ποιο το άλλο;
Άρα δεν δεν τις ξεχνάς. Απλώς δεν βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις. Μην το παίρνεις τόσο βαριά. Είναι που δεν βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις και μπερδεύεσαι.
Για κάποια πράγματα δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις.
Για όλα τα πράγματα υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις.
Δεν υπάρχουν!
Υπάρχουν!
Βερολίνο, μεσάνυχτα. Πολυκατοικία στο πρώην ανατολικό Βερολίνο τυλιγμένη στις φλόγες. Ένας φλεγόμενος άντρας πηδάει από το παράθυρο. Πυροσβέστες ρίχνουν νερό με την μάνικα πάνω και κάτω από τη σκάλα. Νοσοκόμοι τοποθετούν στο φορείο μια γυναίκα που ουρλιάζει. Μια παρέα εφήβων σφιχταγκαλιασμένη κλαίει. Πλήθος ανθρώπων με εσώρουχα τυλιγμένοι πρόχειρα με κουβέρτες. Οι εξηντάρηδες βρίσκονται κοντά σ’ έναν γονατισμένο άντρα που έχει στρέψει την πλάτη του στη φωτιά. Δείχνει αποκομμένος. Με τα χέρια του σχηματίζει αόρατο βιβλίο, με τα χέρια του τρίβει την όψη του, κάποια στιγμή σκύβει μέχρι να ακουμπήσει το μέτωπό του στο χώμα. Ένας από τους δύο γονατίζει πλάι στον άντρα που προσεύχεται, ενώ ο άλλος γρονθοκοπεί το στήθος του. Μπορεί όμως και το αντίστροφο, δηλαδή, αυτός που γονατίζει να γρονθοκοπιέται κι αυτός που γρονθοκοπιέται να γονατίζει.
Κι έρχεται κάποια στιγμή που δεν θες να μη σκέφτεσαι τίποτα, να μη νιώθεις τίποτα, γιατί όσο σκέφτεσαι και νιώθεις αυτά τα πράγματα, αυτά τα πράγματα που δεν χωράνε σε λέξεις, ούτε κατάλληλες ούτε ακατάλληλες, αυτά τα πράγματα που τα ξέρεις σαν την τσέπη σου, αφού από παιδάκι αυτά σε τρώνε, τόσο περισσότερο σου λείπουν οι λέξεις που δεν φτάνουν στην άκρη της γλώσσας και μένουν πάντα σφηνωμένες στα σπλάχνα, αυτές τις λέξεις που φλέγεσαι να πεις και να ακούσεις, αυτές τις λέξεις που μόνο στον ύπνο σου τις ψελλίζεις…
Και μετά;
Και μετά σπας το κεφάλι σου για να τις θυμηθείς…
Και τις θυμάσαι;
Σιγά μην τις θυμηθείς.
Παρίσι, προάστειο, μεσημέρι. Τρομοκρατικό χτύπημα σε συναγωγή. Κοντά σε μια πλατεία, στέκονται πάνω σε ποδήλατα. Πανδαιμόνιο. Νοσοκομειακά, περιπολικά, ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας. Αυτός που έχει το άσπρο ποδήλατο έχει έρπη στα χείλη, μπορεί όμως κι αυτός που έχει το καφέ.
Κάποια στιγμή δεν νιώθεις καλύτερα;
Κάποια στιγμή στέκεσαι ακίνητος μπροστά σ’ έναν φρεσκοσκαμένο λάκκο, με την ακινησία της πιο απόλυτης σιωπής. Σαν να στέκεσαι μπροστά στον τάφο σου. Ζαλίζεσαι αλλά δεν πέφτεις. Ταλαντεύεσαι στον άξονα σου. Πισωπατάς και λοξοκοιτάς, βέβαιος ότι κάποιος στέκεται πίσω σου. Φοβάσαι μην σε σπρώξει μέσα.Μπορεί όμως και να παίζει μαζί σου και να κάνει ότι σε σπρώχνει. Μπορεί όμως και να σε σπρώξει απότομα, εκεί που δεν το περιμένεις. Να έχεις ξεχαστεί, να νομίζεις ότι θα σε σπρώξει στ’ αστεία κι εκεί που στέκεσαι αμέριμνος και χαλαρός, στην άκρη του ανοιγμένου λάκκου, να σου δώσει μια γερή σκουντιά.
Και σε σκουντάει;
Κανείς δεν σε σκουντάει. Ούτε στ’ αστεία, ούτε ξαφνικά. Κανείς δεν σου μιλάει, κανείς δεν ασχολείται μαζί σου. Στέκεσαι ολομόναχος στο δροσερό σκοτάδι. Δεν είναι ούτε νύχτα, ούτε μέρα, είναι κάτι πέρα από τη νύχτα και πέρα από τη μέρα. Μια φλούδα χρόνου. Λικνίζεσαι. Πέρα, δώθε. Σαν νανουρισμένος ακούς τα χαλίκια κάτω από τις σόλες σου και την ανάσα στο στήθος σου, αλλά σαν να βρίσκεσαι μακριά, μακριά, μακριά, αφού όσες φορές κι αν πεις το μακριά, αυτό το μακριά θα βρίσκεται ακόμη πιο μακριά κι από την ηχώ του.