«Μου αρέσουν τα ρούχα τώρα. Έχω περισσότερη ενέργεια, η λίμπιντό μου έχει ανέβει, κοιμάμαι καλύτερα. Μπορώ να πηδήξω ένα μέτρο ύψος τώρα». Ο Chris Pratt δεν μπορούσε να πηδήξει ένα μέτρο ύψος παλιά. Μετά βίας μπορούσε να βγάλει ολόκληρη βραδιά χωρίς να ξυπνήσει απ’ την άπνοια που του προκαλούσε το λίπος του. Ως κορύφωμα της φυσικής του κατάστασης, θεωρούσε το να παίρνει την καραμπίνα του και να βγαίνει στο δάσος με τον πατέρα και τον μεγάλο αδερφό του, να αράζουν σ’ ένα ξέφωτο να πίνουν μπύρες. Κλασικό αμερικανικό κλισέ, απ’ αυτά που βλέπεις στις διαφημίσεις ανάμεσα στις τηλεοπτικές σειρές με τις οποίες ξεκίνησε την ερμηνευτική του καριέρα. Τώρα, είναι πιθανότερο να δεις τη φάτσα του στις διαφημίσεις ανάμεσα στις φάσεις του Superbowl, παρά να τον δεις να αραδιάζει άδεια κουτάκια από ξεζουμισμένο six pack. Διάολε, τώρα έχει δικό του six pack – το σωστό είδος six pack.
Το ότι η καριέρα του έχει μπει σε διαδικασία εκτόξευσης, ο πάλαι ποτέ πλασιέ κουπονιών το κατάλαβε όταν βρέθηκε με τρεις ανθρώπους γύρω του επιφορτισμένους με το να σκουπίζουν ιδρώτα από πάνω του. Για να φτάσει ως εκεί βέβαια, έπρεπε να διανύσει μια κάποια πορεία. Γιος μιας υπαλλήλου σούπερ μάρκετ κι ενός χρυσωρύχου, ο Pratt παράτησε το κολέγιο στην πρώτη του χρονιά, κι αφού αφιέρωσε μια τριετία στο να χτυπάει πόρτες και να προσπαθεί να πείσει κόσμο να αγοράσει άχρηστα κομματάκια χαρτί, αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά ενός φίλου του για ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή στη Χαβάη. Μια σκηνή κι ένα καλάμι ψαρέματος ήταν το μόνο που χρειαζόταν στις χρυσές ακτές του Μάουι, όπου «πίναμε μπύρες και γάρα και δουλεύαμε 15-20 ώρες τη βδομάδα, ίσα για να βγάζουμε τις βενζίνες, το κολατσιό και τα δολώματά μας», όπως λέει. Σ’ αυτό το ευέλικτο εργασιακό του περιβάλλον όμως θα έβρισκε το επόμενο χωρίς επιστροφή εισιτήριό του.
Το να ακουμπήσει ένα πιάτο γαρίδες στο σωστό τραπέζι, ήταν λίγο – πολύ το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ο Pratt, για να αφήσει την ποδιά και το τιρμπουσόν του και να βρεθεί στο Los Angeles, κρατώντας περιφερειακό ρόλο σε μικρού μήκους ταινία τρόμου. Δυο χρόνια μετά, ένας δεύτερος ρόλος στην εφηβική σαπουνόπερα Everwood τον μπάζει στα κυκλώματα αρκετά, ώστε με την ακύρωση της σειράς να βρεθεί κατευθείαν εμβόλιμος στην αρκούντως πιο ανεβασμένη παρέα του The OC στην τελευταία του σαιζόν. Η ερμηνευτική του ωρίμανση ήρθε όταν ο Pratt μπόρεσε να απελευθερώσει τα κωμικά του ένστικτα και να μετατρέψει έναν προσωρινό ρόλο της πρώτης σαιζόν του Parks and Recreation, σε έναν απ’ τους πιο αγαπητούς κι αξέχαστους χαρακτήρες της σειράς ολόκληρης. «Όταν έκανα πιο μελοδραματικούς ρόλους, όπως στο Everwood, πάντα αισθανόμουν πως οι σκηνοθέτες με συγκρατούσαν και με έκοβαν για να μη βγω πολύ αστείος», θα έλεγε ο Pratt για τον ρόλο που του εξασφάλισε μερίδα ακολούθων ικανή, ώστε να αρχίσει το μάτι του να πεταρίζει προς τη μεγάλη οθόνη. Την ίδια ώρα όμως, η φιγούρα του ως ατσούμπαλο κλοτσοσκούφι στη σειρά, άρχιζε να γίνεται ταυτόσημη με το όνομά του, περιορίζοντας το εύρος των επιλογών του. Τις οποίες δεν βοηθούσε βέβαια και το φιζίκ του, όπως θα καταλάβαινε κι από πρώτο χέρι πολύ σύντομα.
«Όταν διάβαζα κόμικς μικρός, δεν διάβαζα σχεδόν καθόλου τις ιστορίες: επικεντρωνόμουν στις φιγούρες, στους άντρες και τις γυναίκες και τον τρόπο που ήταν ζωγραφισμένοι. Εκστασιαζόμουν με τις φιγούρες τους, την εικόνα τους. Κι ούτε καν τα κοστούμια, ή τα όπλα τους, αλλά τα σώματά τους. Οι μύες, η δομή, οι διαστάσεις». Και παρ’ ότι είχε την επίγνωση της απόστασης που χώριζε το δικό του σώμα από ‘κείνα των ζωγραφιστών ηρώων, ο Pratt δεν δείλιασε να κυνηγήσει ρόλους χαρακτήρων ακριβώς σαν κι εκείνους. Η μεγαλύτερή του απόρριψη ήταν εκείνη απ’ το casting για το GI Joe: «Πήγα εκεί πέρα, και στα μισά της οντισιόν είδα το βλέμμα του casting director απλά να με προσπερνά. Κι ήταν λογικό, ήμουν βαρύς κι αγύμναστος. Δεν έμοιαζα με φιγούρα GI Joe». Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να κυνηγάει το όνειρο. Μπορεί να έχασε το ρόλο του Captain Kirk απ’ τον Chris Pine στο Star Trek, αλλά κατάφερε να μπει στην ομάδα των πεζοναυτών της Kathryn Bigelow για το Zero Dark Thirty. Και για έναν ηθοποιό που το μόνο του πρωταγωνιστικό χολιγουντιανό credit ήταν μέχρι τότε δίπλα στην Kim Kardashian στην σεξοκωμωδία Deep in the Valley, το να βρεθεί σε ομάδα επίλεκτων ταινίας που έφτασε ως τα Όσκαρ, ήταν μεγάλη υπόθεση.
Η εμφάνισή του στα χακί δεν είχε γεμίσει το μάτι του σκηνοθέτη James Gunn για το κατά πόσον ο Pratt θα μπορούσε να φορμαριστεί αρκετά ώστε να ηγηθεί μιας νέας υπερηρωικής ναυαρχίδας, όμως η Marvel έχει φτιάξει τη παντοκρατορία της τα τελευταία χρόνια, ακριβώς με το να εντοπίζει απροσδόκητους πρωταγωνιστές και να τους μετατρέπει σε αστέρες διαγαλαξιακής βαρύτητας: μετά την επανεφεύρεση του ξεπλυμένου σταρ των εφηβικών μας ‘90s ως τον Robert Downey Jr που έχει όλο το Hollywood να πίνει νερό στο όνομά του, ο Pratt θα γινόταν ο τρίτος από την παρέα των πετυχημένων Chris της κομιξοεταιρείας, που είχε στο μεταξύ μετατρέψει σε σαιξπηρικής βαρύτητας θεό του κεραυνού τον σχετικά άσημο Αυστραλό Chris Hemsworth, κι είχε δώσει καινούρια πνοή στην καριέρα του Chris Evans, βοηθώντας τον να σκεπάσει την πανωλεθρία των Fantastic Four με την αστροποίκιλτη ασπίδα του Captain America.
Έξι μήνες στις σάουνες, τους διαδρόμους και τους πάγκους, μεταφράστηκαν για τον Pratt στην πρώτη θέση μιας ομάδας που έσωσε τον γαλαξία μας μαζεύοντας πάνω από $500 εκ. δολάρια στην πορεία, ισοπεδώνοντας τα sequels των Transformers και του Captain America και βάζοντας πλώρη για την εισπρακτικότερη ταινία της χρονιάς στην από ‘κει μεριά του Ατλαντικού τουλάχιστον. Κι έχοντας ήδη συμβόλαιο για τουλάχιστον ένα sequel, και το όνομά του ψηλά – ψηλά στη μαρκίζα για το επερχόμενο revival εκείνου του πάρκου με τους δεινόσαυρους, στο Jurassic World, ίσως η αφοσίωσή του στα γυμναστήρια να μην είναι ο μόνος λόγος που έχει, για να μπορεί να σαλτάει ένα μέτρο ύψος.