Οι LCD Soundsystem είναι η αγαπημένη μου μπάντα για τα τελευταία 20 χρόνια και μια από τις πλέον αγαπημένες μου όλων των εποχών. Οι λόγοι είναι χιλιοειπωμένοι και μάλλον οι ίδιοι για τους οποίους τους αγαπάτε κι εσείς, είτε τους φτάνετε σε τέτοιες κορυφές είτε όχι. Ήξεραν και την disco τους, αλλά ήξεραν και το punk τους τόσο καλά ώστε να φτιάξουν ένα υβρίδιο που θα λεγόταν… disco punk. Ήταν τα γνήσια τέκνα της νεοϋρκέζικης πολυρυθμικότητας, έτσι όπως την εξέφρασαν οι διανοούμενοι Talking Heads αλλά και όπως την ίδρωσαν ως underground γκρούβα οι Liquid Liquid. Τιμούσαν την πανάκεια της επανάληψης ως υψηλότερης μουσικής αξίας όπως οι Can κι έλεγαν μητροπολιτικές ιστορίες ανασφάλειας, νευρώσεων, αγάπης κι έρωτα με το ίδιο (αυτο)σαρκαστικό stream of consciousness του Mark E. Smith των Fall.
Όμως όσοι προχωρήσαμε ένα βήμα παραπάνω και συνδεθήκαμε τόσο μαζί τους, από όταν τους μάθαμε κάποια στιγμή τα πρώτα χρόνια μετά το μιλένιουμ μέχρι το, εκβιασμένης συναισθηματικότητας, “final show” τον Απρίλιο του 2011, δεν το κάναμε για τα παραπάνω. Το κάναμε γιατί στον ηγέτη τους, James Murphy, και στη μουσική του, μπορούσαμε να δούμε κάτι από τον εαυτό και τη ζωή μας. «Έδωσε beat στην σκληρή συνθήκη του να χρειάζεται να αντιμετωπίσεις μια πραγματικότητα εμφατικά διαφορετική από αυτήν που είχες φανταστεί για τον εαυτό σου», το περιέγραψε τέλεια αυτό το καταπληκτικό σημείωμα του New Yorker πριν λίγους μήνες που ανακοινώθηκε το reunion.
O Murphy δεν είναι χαρισματικός, τουλάχιστον με τον τρόπο που υπήρξαν οι φετινοί μακαρίτες David Bowie και Prince ή που συνεχίζει να υπάρχει ο Mick Jagger. Δεν είναι χαρισματικός, γιατί δεν είναι ενστικτώδης. Ήταν 32 όταν οι LCD Soundsystem κυκλοφορήσαν το πρώτο 12’’, 35 όταν το 2005 βγήκε το ντεμπούτο άλμπουμ. Όμως, πέραν από το προφανές κι αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, έμοιαζε με αυτό που πάντα θέλαμε να γίνουμε όσοι έχουμε επιλέξει να παραμυθιαζόμαστε εφ’ όρου ζωής με τους ήρωες και τα προϊόντα της ποπ κουλτούρας (μερικοί να ψωμιζόμαστε κιόλας από αυτά). Ήταν ο «μεγαλύτερος raver στο δωμάτιο», εκείνος που –κατά δήλωσή του- «δοκίμασε πρώτη φορά ecstasy στα 28 του» και τελικά έφτιαξε μουσική όταν πια ήταν αρκετά ώριμος κι έμπειρος για να συνδυάσει αρμονικά όλες τις επιρροές της τεράστιας δισκοθήκης του (των οποίων τη μυθολογία γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον σύγχρονο ποπ ιστορικό).
Και πέτυχε. Εκκωφαντικά. Δεν έπιασε τόσο τους πιτσιρικάδες, δεν ήταν υλικό για teenage kicks. Έπιασε εμάς, τους μια (και δύο, και τρεις) πίστες μετά. Που ξέραμε και την disco μας, και το (post) punk μας, και τους Talking Heads μας, και τους Fall μας, και το kraut μας. Και μαζί του αναγκαστήκαμε να τα μάθουμε καλύτερα. Γιατί, τα τραγούδια που έγραφε απαντούσαν, για να επιστρέψω στον New Yorker, σε δύο μεγάλες μας ανασφάλειες:
«Ειμαι σημαντικός; Σημαίνω τίποτα για κανέναν;».
Κι άλλη μία. «Έχω χάσει την αιχμή μου;». Πιστεύω ότι το “Losing my Edge” είναι το Tραγούδι της Zωής μας. Γιατί περιγράφει γλαφυρά, αυτοσαρκαστικά και με απόλυτη ειλικρίνεια αυτήν την αγωνία να παραμείνουμε cool, επίκαιροι, «αιχμηροί». Να σημαίνουμε κάτι μέσα από την καινούρια μπάντα που ανακαλύψαμε, από το τελευταίο βιβλίο που διαβάσαμε, κάπου εκεί έρχεται το τελευταίο μπέργκερ από τυφλά γελάδια ταϊσμένα με κινόα και η φάση διολισθαίνει στην τραγωδία του μοντέρνου χίψτερ. Να παραμείνουμε σε θέση μάχης προσπαθώντας να κρατήσουμε κατουρημένη την περιοχή μας σε σχέση με «τα νέα, πιο όμορφα παιδιά που έρχονται από πίσω με πιο όμορφες ιδέες» και να μην εγκαταλείψουμε οτιδήποτε τραγανό καταφεύγοντας σε φολκ τραγουδοποιούς (την jazz είναι προγραμματισμένο να τη μάθουμε μετά τα όγδοο μνημόνιο).
O Murphy έβγαλε τρεις σπουδαίους δίσκους. Πέρασε «τα πρώτα πέντε χρόνια μένοντας πιστός στο σχέδιο» όπως τραγουδά στο “All My Friends”, διέλυσε κατόπιν το γκρουπ σε μια κίνηση που και να μην ήθελες έβλεπες το σικέ της υπόθεσης από εκατομμύρια μίλια μακριά. Και πέντε χρόνια μετά, επέστρεψε με το τυράκι ενος σπαρακτικού «έμπειρου» τραγουδιού για το χριστουγεννιάτικο comedown για να μας περάσει περίπατο ότι «τα επόμενα πέντε χρόνια θέλει να είναι ξανά με τους φίλους του» όπως λέει η συνέχεια του παραπάνω στίχου.
Φυσικά τσιμπήσαμε. Εδώ ετοιμαζόμαστε να δεχθούμε τον Μπουρούση στον Παναθηναϊκό, στους LCD Soundsystem θα κολλούσαμε; Τα εισιτήρια για το Primavera τα κλείσαμε μερικές ανάσες μετά από την ανακοίνωση του ονόματός τους ως headliners του φεστιβάλ. Κι εκείνος τι μας επιφύλαξε;
Όλη την dream team επί σκηνής. Την έκφυλη Nancy Whang να αναγκάζει κάποιον δίπλα μου να δηλώνει διαθέσιμος να τον σύρει «στα 4 με ball gag στην Πανεπιστημίου». Τους παιχταράδες Pat Mahoney, Tyler Pope και Gavin Russom, οπλισμένους κι όπως πάντα άρτιους. Ένα γεμάτο stage έτοιμο για ηχητικό όλεθρο που δεν επιτεύχθηκε ποτέ λόγω της ανεπαρκούς ηχητικής δυναμικής της Heineken, της μεγάλης σκηνής του φεστιβάλ.
Αλλά, στ’ αλήθεια τώρα, τι μας επιφύλαξε;
Ένα greatest hits σετ.“…but baby we don’t do hits”, όχι; Με όλες τις μεγάλες επιτυχίες παιγμένες ίδιες κι απαράλλαχτες, όπως όταν τους είδαμε πρώτη φορά – άλλος το 2005, το 2007, το 2010. Καμία καινούρια εκτέλεση. Καμία διασκευή. Ούτε υποψία από καινούριο υλικό παρότι υποτίθεται οτι «καμιά κατοσταριά κανούρια τραγούδια περιμένουν σε ερμητικά κλειστά συρτάρια». Τo “ever get the feeling you’ve been cheated” των Sex Pistols σε millennial edition, δηλαδή. Κάτι βαθιά ανέντιμο, τουλάχιστον από την οπτική ενός hardcore fan που φυσικά ποτέ δεν είναι το πιο ορθολογικό έμβιο ον στον πλανήτη. Ένα σετ που, ειδικά όσο ακούγαμε δίπλα μας «LCD Soundsystem παρθένους» να δηλώνουν ενθουσιασμένοι, έμοιαζε με μια νέον επιγραφή που δήλωνε “Lost my Edge”. Εμείς, έτσι όπως μας υποβίβασε σε γραφικούληδες αγκαλιασμένους στο αναμενόμενο φινάλε του “All My Friends” (άσχετα αν ποτέ δεν ξεχνάς με ποιους ήσουν εκείνη την στιγμή και ποιος-οι έλειπαν) να σκεφτόμαστε αν πραγματικά αντέχουμε αυτό το τριήμερο πανηγύρι με τις 60 χιλιάδες κόσμο κάθε μέρα και τις 12 σκηνές. Ή αν πρέπει να ασχοληθεί άλλος με την καριέρα του, άλλος με τον γάμο του, άλλος με το παιδί του, άλλος με την υγεία του. Η προσέγγιση των LCD Soundsystem ήταν σχεδόν τιμωρητική, ευτυχώς οι Radiohead 24 ώρες μετά μας καθησύχασαν υποδεικνύοντας πώς μπορείς κάλλιστα να μεγαλώνεις θαυμάσια μαζι με μια τεράστια μπάντα.
Αλλά, κι εκείνος, ο James Murphy, έχει χάσει την αιχμή του. Όσο κι αν ακόμα και η σκηνοθεσία στη γιγαντοοθόνη ταϊζει τον βαρουφάκειο ναρκισσισμό του με crooner κοντινά. Μέχρι αποδείξεως του ενάντιου, αυτό το reunion είναι απλά η άφιξη στο ταμείο με μια τεράστια βαλίτσα της μπάντας που εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο την μπερδεμένη iΔεκαετία των 00s και τώρα φωνάζει «θέλω να εξαργυρώσω». Μπορεί να βγει κάποια στιγμή το καινούριο άλμπουμ, να είναι υπέροχο και οι προηγούμενες 900 λέξεις να είναι απλά και μόνο το υπαρξιακό ξέσπασμα του σκληροπυρηνικού fan που λέγαμε πριν. Μέχρι τότε…
That’s how it ends.