Είχα καιρό να συναντηθώ με κοινό σαν κι αυτό που είδα στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου: άνδρες και (κυρίως) γυναίκες μεγάλης ηλικίας, ντυμένοι με τα καλά τους, για επίσημη έξοδο. Καμιά σχέση με αυτό που έχω συνηθίσει σε σκηνές πιο εναλλακτικές – με ή χωρίς εισαγωγικά: με πήγε χρόνια πίσω, στην εποχή των πρώτων μου θεατρικών εξορμήσεων για ενήλικες, σε αυτό το ίδιο κτίριο, προ ανακαινίσεως φυσικά, όταν το παιδικό θέατρο ήταν πλέον ένα κοστούμι κάπως στενό για τα 12 μου χρόνια.
Κι επειδή βεβαίως το ένστικτο του κοινού σπανίως απατάται, φάνηκε από νωρίς πως η παράσταση σε αυτούς ακριβώς απευθυνόταν: παλιό θέατρο, άλλης εποχής, βαρύ από τις αλλοτινές συμβάσεις, παρωχημένο, δυσκίνητο. Να και κάτι άλλο που είχε χρόνια να δω: σκηνή πλήθους με νεαρούς ηθοποιούς που παριστάνουν πως μιλούν μεταξύ τους, σχολιάζοντας και υπογραμμίζοντας κάθε υποτιθέμενη λέξη με χειρονομίες, χορεύοντας στη γιορτή εκτελώντας με συνέπεια τις φιγούρες της χορογραφίας που διδάχτηκαν, καθιστώντας πασιφανές και κατάφωρο το ψεύδος.
Αυτά τα έργα της αμερικάνικης σχολής είναι δομημένα με μεγάλη ακρίβεια και αρτιότατη τεχνική, φτιαγμένα από αληθινούς μάστορες της γραφής. Εμπεριέχουν όμως ένα μεγάλο κίνδυνο για το σκηνοθέτη: να πέσει στην παγίδα του ρεαλισμού. Σε αυτή ακριβώς την παγίδα ο Αντώνης Αντύπας έπεσε με το κεφάλι. Παρόλο που ο τρόπος του είναι γνωστόν παλαιόθεν και δεν περιμένει κανείς φοβερές εκπλήξεις, εδώ δυστυχώς ακολουθεί ακριβώς το μονοπάτι που θα έπρεπε να αποφύγει με κάθε τρόπο.
Ο λόγος είναι απλός: πρόκειται για κείμενα που έλκουν ευθέως και εμφανώς την καταγωγή τους από την αρχαία τραγωδία. Οι ήρωες, ασχέτως αν κρύβονται πίσω από προσωπεία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αμερικανών αγροτών, δεν είναι καθημερινά πρόσωπα αλλά παραμένουν αρχέτυπα. Για τους ίδιους λόγους που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί μια τραγωδία ως δράμα σαλονιού –γιατί δεν χωρούν τα γιγάντια αυτά πρόσωπα σε αυτές τις διαστάσεις– έτσι και το Πόθοι Κάτω από τις Λεύκες δεν μπορεί αντιστοίχως να παιχτεί ως δραματάκι αγροικίας και στάβλου. Σαν για να διαλύσει και την παραμικρή αμφιβολία, ο συγγραφέας αφαιρεί κάθε αληθοφάνεια από τις αντιδράσεις των προσώπων. Προφανέστατα και δεν υπήρξε ποτέ γυναίκα που, μετά από σύγκρουση με τον αγαπημένο της όπου εκείνος να ευχήθηκε το θάνατο του παιδιού τους για να ξαναγίνουν όλα όπως πριν, να πήγε και να δολοφόνησε αυτοστιγμεί τον καρπό του έρωτά τους για να τον ξανακερδίσει. Μόνο όταν τα λόγια παίρνουν τις διαστάσεις της ύβρεως, όταν η εκφορά τους η ίδια δεν μπορεί να αντιστραφεί παρά μόνον με την τιμωρία και την κάθαρση, μπορεί να γίνει αποδεκτή μια παρόμοια πράξη με όλο της το βαρύ συμβολισμό. Ο αφαιρετικός λόγος του Ο’Νηλ, όταν συνδυάζεται με το ρεαλισμό της σκηνοθεσίας, υπάρχουν στιγμές που ηχεί τόσο παράταιρος, που καταλήγει να βγάζει γέλιο, όπως συνέβη το βράδυ που παρακολούθησα την παράσταση, και μάλιστα σε στιγμές ιδιαίτερα τραγικές.
Ο Γιώργος Κέντρος είναι ένας ηθοποιός του οποίου η μεγάλη αξία δεν έχει αποτιμηθεί όσο του πρέπει. Αν κανείς επιχειρήσει να απαριθμήσει τις σημαντικές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου στις οποίες ήταν όχι απλώς παρών, αλλά βασικός συντελεστής, θα καταλάβει. Θα αναφέρω μόνον τις τρεις πρώτες που μου έρχονται στο νου: τους Αγροίκους και το Σε φιλώ στη Μούρη με τη Σκηνή στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, και τον Αμερικάνικο Βούβαλο με τις Μορφές στο Εμπρός. Η τεράστια εμπειρία του και το ένστικτό του τον βοηθούν να διασωθεί και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Λιτός και ακριβής, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού πλησίασε τον άνδρα-στοιχείο της φύσης που απαιτούσε το κείμενο. Ανυπομονώ να τον δω ξανά σε μια παράσταση που θα τον βοηθήσει να ξεδιπλώσει όλο τον πλούτο που διαθέτει. Είναι ένας ηθοποιός που η θέση του είναι πράγματι στο Εθνικό Θέατρο.
Η Μαρία Κίτσου κινήθηκε στην κατεύθυνση που απαιτούσε η σκηνοθεσία, με αποτέλεσμα να υποπέσει σε ολισθήματα για τα οποία δεν ευθύνεται. Ενώ είχε όλη την ένταση που απαιτούσαν οι δυνατές σκηνές του έργου, η κατεύθυνση στην οποία οδηγήθηκε την υποχρέωσε να κάνει – όσο καλύτερα μπορούσε – αυτό που δεν έπρεπε δηλαδή να παίξει δράμα.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου παρέμεινε ο Ήμπεν του βουκολικού δράματος με άλλα λόγια ούτε Ιππόλυτος, ούτε Ιάσων. Δύσκολο να πει κανείς πού θα έφτανε με διαφορετική καθοδήγηση. Με τη συγκεκριμένη δεν θα μπορούσε πάντως να πάει πιο μακριά.
Η Ελένη Καραΐνδρου με τη γνωστή της δωρικότητα και τη μελωδική φλέβα που τη χαρακτηρίζει, χάρισε στην παράσταση μερικά πανέμορφα θέματα. Στο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, εμπνευσμένα φωτισμένο από τη Μελίνα Μάσχα, υπήρξαν θετικότατες πινελιές. Όμως όταν βγαίνεις από μια παράσταση έχοντας προσέξει ξεχωριστά τη μουσική, τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα φώτα, σημαίνει πως κάτι δεν πήγε καλά.
Όπως ειπώθηκε και στην αρχή, ο δρόμος που επέλεξε ο Αντώνης Αντύπας, αυτός της αξιοπρεπούς και καλαίσθητης πλήξης, έμοιαζε να απευθύνεται στο παραδοσιακό κοινό της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού, σχεδόν να προορίζεται αποκλειστικά γι αυτό. Πριν λίγα χρόνια, ο Γιάννης Χουβαρδάς, ανεβάζοντας ένα άλλο έργο του Ο’Νηλ, επιχείρησε να «ξεκολλήσει» από το ρεαλισμό ανεβάζοντας επί σκηνής δύο τέτοια ζευγάρια συνταξιούχων θεατών, που σχολίαζαν ποικιλοτρόπως τα τεκταινόμενα, σε μια παράσταση που θεωρήθηκε εξαιρετικά επιτυχημένη. Δεν θα συμφωνήσω. Κι αν προτιμώ συγκριτικά το θεατρικό αποτέλεσμα του Χουβαρδά, ως ηθική στάση στο συγκεκριμένο ζήτημα, θα ταχθώ με αυτή του Αντύπα.
Ας μου επιτραπεί να κλείσω με μια προσωπική νότα. Αν ο γνώριμος χώρος και το κοινό μιας άλλης ηλικίας με ώθησαν να θυμηθώ τις πρώτες μου παραστάσεις «για μεγάλους», η κλασική κατεύθυνση της ίδιας της παράστασης μου έφερε στο νου την ίδια ίσως την αφετηρία του ενδιαφέροντός μου για το θέατρο: την αδυναμία μου να το πιστέψω, όσο άρτια κι αν είναι η κατασκευή, όταν δεν μπορεί να ξεφύγει από τα πλαίσια μιας κατασκευής για να αναζητήσει την πραγματικότητα με ένα τρόπο πιο σύγχρονο.