Πότε φεύγεις για Hollywood, Αλέξη Αλεξίου;

Ο Αλέξης Αλεξίου είναι σαν τις ταινίες του. Σιωπηλός, ήρεμος, υπνωτιστικός. Κάθεται εδώ απέναντί σου, με την καινούρια του ταινία έτοιμη, και παρ’ ότι νιώθεις τη χαρά του που, μετά από μισή δεκαετία μάχης με τα κύματα, είναι πια έτοιμος να μοιραστεί τον καρπό των κόπων του με τον κόσμο, αισθάνεσαι ότι θα ένιωθε πιο άνετα κάπου αλλού. Πάνω από μια κόλλα χαρτί ίσως, να γράφει το επόμενο σενάριο. Ή απέναντι από ένα μόνιτορ, να παίζει με το μοντάζ της προηγούμενης. Μπροστά σε μια οθόνη πιθανότατα, να χάνεται στο αγαπημένο του σινεμά. Πάντως, κάπου αλλού. 

Το σινεμά του Αλεξίου, είναι κι αυτό σαν τον ίδιο. Απ’ την Ιστορία 52, αυτό τον κρυπτικό, αλλά αποστομωτικά πανέμορφο, ατμοσφαιρικό γρίφο που ήταν το ντεμπούτο του, μέχρι την Τετάρτη 04.45, το γκανγκστερικό νουάρ με το οποίο επαναφέρει την κινηματογραφική οπτική στη νυχτερινή Αθήνα, το κινηματογραφικό του σύμπαν είναι μεθοδικό, μετρημένο, εγκεφαλικό, με βαθιά την αίσθηση των μηχανισμών της αφήγησής του, και αμέριστο τον θαυμασμό για την απόκρυψή τους. Είναι το σινεμά που θα έκανε ένας Φυσικός: ένας άνθρωπος εκπαιδευμένος στο να βλέπει τις αδιόρατες δυνάμεις που κρατάνε το σύμπαν ενωμένο, χωρίς να χάνει το πάθος του για την καθαρή αισθητική τους μορφή. Ίσως αυτό είναι που κάνει τη δική του αισθητική να απέχει τόσο απ’ αυτήν του υπόλοιπου ελληνικού σινεμά. 

«Εντάξει», λέει ανασηκώνοντας τους ώμους, όταν τον ρωτάω αν χρειάζεται θάρρος για να είσαι ο μόνος στιλίστας σε μια εθνική κινηματογραφία πνιγμένη στο off-white. «Δεν θα έλεγα ότι δεν υπάρχει στιλ στις ταινίες που βλέπουμε τελευταία. Έχουν ένα άλλου είδους στιλ ίσως, πιο μίνιμαλ, πιο στατικό, πιο επιτηδευμένα απέριττο ας το πούμε. Είναι ένα είδος στιλ κι αυτό, μια αυστηρή φόρμα που, κακά τα ψέμματα, κυριαρχεί όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο παγκόσμιο arthouse σινεμά τα τελευταία χρόνια. Πολλές απ’ αυτές τις ταινίες μ’ αρέσουν πάρα πολύ, απλά δεν γίνεται να κάνουμε κι όλοι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Δεν μπορεί όλοι να έχουμε την ίδια αισθητική και το ίδιο γούστο, είναι λίγο ψεύτικο αυτό». 

Με την δράση της ταινίας να εκτυλίσσεται στην πρωτεύουσα μιας χώρας που έστησε την ευμάρειά της πάνω σε δημιουργικά λογιστικά, και τώρα δεν έχει να πληρώσει ούτε τους τόκους που της υπενθυμίζουν τα email στα ακριβά της smartphones, τα καμπανάκια των συμβολισμών βαράνε σχεδόν εκκωφαντικά. 

Μια υγιής κινηματογραφία θα είχε χώρο για όλα τα λουλούδια να ανθίσουν βέβαια, αλλά ο Αλεξίου δεν διαφοροποιείται μονάχα αισθητικά. Είναι κι ο μόνος που, εντελώς συνειδητά, αποστασιοποιείται απ’ την ελληνική φιλμογραφία και φορμαλιστικά. Θυμάται μήπως κανείς, πότε ήταν η τελευταία φορά που είδαμε ευθύβολο γκανγκστερικό νουάρ υψηλών προδιαγραφών και αξιώσεων, που να μιλάει κι ελληνικά; Πριν ακόμα οι ταινίες γίνουν έγχρωμες ίσως. «Ούτως ή άλλως με ενδιαφέρει πολύ το σινεμά είδους», μού λέει, όταν τον ρωτάω πώς του ήρθε να κάνει τέτοια τρέλα. «Η ιδέα μ’ έναν τρόπο περίεργο, εν μέρει προέκυψε απ’ την ίδια την Αθήνα. Πέρασα μια περίοδο που χρειαζόταν να ανεβοκατεβαίνω συνέχεια τη Συγγρού τα βράδια, έναν δρόμο που δεν ήξερα μέχρι τότε καλά, ο οποίος με εντυπωσίασε με το πλήθος των στοιχείων του: τα στριπτιτζάδικα, τα μαγαζιά της νύχτας, τα σκυλάδικα, τα μέρη θεαμάτων, τις ασφαλιστικές, τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων… Είναι ένας δρόμος με πολλά στοιχεία νουάρ, κι αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η Αθήνα έχει πολλά τέτοια μέρη. Απλά επειδή είχαμε πολύ καιρό να δούμε την πόλη από τέτοιο πρίσμα, σαν να τα έχουμε ξεχάσει. Να δούμε καθαρά κινηματογραφικά την Αθήνα τη νύχτα. Ως μια απειλητική και ταυτόχρονα γοητευτική μεγαλούπολη».

Το νουάρ του όμως, δεν είναι απλώς μια νοσταλγική ματιά στην πρωτεύουσα της χώρας – το νουάρ ως είδος άλλωστε, ποτέ δεν ήταν μόνο αισθητική επιλογή, αλλά πάντα ένα υποπροϊόν των κοινωνικών και οικονομικών του συνθηκών. «Ακριβώς, έτσι ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘30 ουσιαστικά το γκανγκστερικό φιλμ», συνηγορεί ο Αλεξίου, αναφερόμενος στο Μεγάλο Κραχ που γέννησε ένα ολόκληρο λογοτεχνικό, κι αργότερα κινηματογραφικό είδος, ως καθρέφτισμα της κοινωνίας του. Όπως καθρέφτισμα τους κοινωνίας της είναι κι η Τετάρτη 04.45, που έχει για τίτλο της το χρονικό τελεσίγραφο που κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι ενός Έλληνα επιχειρηματία, ο οποίος άνοιξε το jazz bar του με βρώμικα δανεικά, έχτισε δίπατο με πισίνα αντί να πληρώσει τις δόσεις, και τώρα έχει έναν αλλοδαπό τοκογλύφο να απειλεί να του πάρει τα βρακιά, αν όχι και την ανάσα του την ίδια. Ξερω τι σκέφτεσαι: ο Στέλιος Μάινας με νυχτερινό μαγαζί και μπλεξίματα με τον υπόκοσμο, κάπου το ‘χεις ξαναδεί, αλλά όχι, η ταινία του Αλεξίου δεν είναι τα Μαύρα Μεσάνυχτα σε δραματικό. «Ομολογώ δεν έχω παρακολουθήσει τη σειρά», λεει κι ο Αλεξίου. «Προφανώς ξέρω ότι υπάρχει σειρά με τέτοια θεματολογία, αλλά δεν το σκέφτηκα να σου πω την αλήθεια. Με τον Στέλιο δεν το αναφέραμε και ποτέ εδω που τα λέμε. Ε, πάντως μπορεί να έχει και πλάκα το ότι είναι κάπως το flipside αυτού του πράγματος, αλλά σίγουρα δεν έγινε συνειδητά».

Με την δράση της ταινίας να εκτυλίσσεται στην πρωτεύουσα μιας χώρας που έστησε την ευμάρειά της πάνω σε δημιουργικά λογιστικά, και τώρα δεν έχει να πληρώσει ούτε τους τόκους που της υπενθυμίζουν τα email στα ακριβά της smartphones, τα καμπανάκια των συμβολισμών βαράνε σχεδόν εκκωφαντικά. Και σκέψου ότι το σενάριο είχε γραφτεί αρκετό καιρό πριν αρχίσουμε να τα ζούμε όλα αυτά. «Ουσιαστικά στα τέλη του ‘10 πήρε την πιο ολοκληρωμένη του μορφή το σενάριο. Όταν το τελείωσα, τότε άρχιζε να συμβαίνει γύρω μας αυτό το πράγμα που βλέπουμε στην ταινία. Κι είναι περίεργο αυτό που πολλές φορές, απ’ τη μια συλλαμβάνεις μια ιδέα η οποία κάπως προηγείται των εξελίξεων, απ’ την άλλη όμως μπορεί τελικά να καταλήξεις πίσω απ’ την επικαιρότητα. Ειδικά όταν μιλάμε για σινεμά, που περνάει τόσος καιρός για να καταφέρεις να βρεις τα χρήματα, να το στήσεις, να το γυρίσεις, να το μοντάρεις και να το παρουσιάσεις». Ειδικότερα όταν μιλάμε για ελληνικό σινεμά, όπου ο χρόνος αυτός έχει την τάση να διαστέλλεται ακόμη περισσότερο. 

«Κανείς δεν το περίμενε ότι θα πάρει πέντε χρόνια να γίνει η ταινία, αλλά στο μεταξύ κατέρρευσε το σύστημα εντελώς», λέει με μια δόση στωικότητας ο Αλεξίου, όμως παρ’ ότι χρειάστηκε πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο είχε υπολογίσει, και πάλι η ταινία του παραμένει ανησυχητικά επίκαιρη, σαν τίποτα να μην έχει παρεμβληθεί όλα αυτά τα χρόνια. Κι είναι μισή δεκαετία, διάολε. «Φοβερό είναι», συμφωνεί. «Απ’ τη μια υπάρχει μια απόσταση σε σχέση με το ‘10, απ’ την άλλη τα ξαναβρίσκουμε όλα αυτά μπροστά μας. Γιατί, ξέρεις, δεν έχει μπει ακόμη μια τελεία σ’ όλο αυτό το πράγμα. Αυτό το πράγμα συνεχίζεται, κάνει συνέχεια μικρούς κύκλους κι επιστρέφει. Κι ίσως, ξέρεις, να είμαστε ακόμα στην αρχή, κι όλοι απλώς προσπαθούμε ακόμη να το συνειδητοποιήσουμε».

Εκτός από απαρχή της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής μας περιδίνησης, πάντως, η εποχή που έβαζε μπρος το project του ο Αλεξίου ήταν κι η απαρχή της έξαρσης του ελληνικού σινεμά ως εξαγώγιμο προϊόν. Πιονέρος της εξωστρέφειας της κινηματογραφικής μας παραγωγής κι ο ίδιος, με το Ιστορία 52 να έχει διαγωνιστεί στο φεστιβάλ του Rotterdam και να βραβεύεται στο (κορυφαίο για ταινίες του φανταστικού) ισπανικό SITGES, ο Αλεξίου είχε όλα τα εχέγγυα να περάσει γρήγορα απ’ το βαβουριάρικο ντεμπούτο στο follow-up του. «Εντάξει, αντικειμενικά εμείς δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ. Είναι και το είδος σινεμά που έχει άλλες απαιτήσεις, κακά τα ψέματα. Κι είμαστε μια μικρή χώρα, σίγουρα δεν μπορούμε να έχουμε ένα πολύ πλούσιο σινεμά σε όλα τα ήδη, αντικειμενικά δεν γίνεται. Αλλά νομίζω ότι δυστυχώς τα πράγματα έχουν δυσκολέψει κι άλλο».

Για να ανθίσουν όλα αυτά τα λουλούδια σίγουρα χρειάζεται κάποιος να τα ποτίζει με λεφτά, όμως πέρα απ’ το οικονομικό πρόβλημα το οποίο, εντάξει, όπως αποδεικνύει η περίπτωση του Αλεξίου, αν παλέψεις έξι-εφτά χρόνια το λύνεις, στην Ελλάδα υπάρχει και μια άλλη μεγάλη και πολύ έντονη παθογένεια: Πόσο δύσκολο είναι για έναν σκηνοθέτη να τιθασεύσει τον σεναριογράφο του, όταν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο; «Τσακώνονται συχνά», λέει ο Αλεξίου γελώντας. «Είναι δύσκολο. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς είναι να δουλεύεις με το σενάριο κάποιου άλλου, δεν το έχω κάνει ποτέ, αν και θα ήθελα πολύ. Δεν ξέρω πώς είναι, γιατί δυστυχώς δεν είναι ότι κυκλοφορούνε και στη χώρα μας πολλοί σεναριογράφοι και πολλά σενάρια. Ας πούμε όμως, κακά τα ψέματα, έχω κατά καιρούς διαβάσει σενάρια συναδέλφων που είναι εξαιρετικά. Όπως είναι λογικό όμως, θέλουν να τα γυρίσουν οι ίδιοι».

Για την προετοιμασία του δικού του σεναρίου πάντως, ο Αλεξίου πέρασε ένα τρίμηνο στο Βερολίνο, ως υπότροφος ενός προγράμματος που τον έφερε σε επαφή και με τον Θανάση Καραθάνο. Τον Έλληνα παραγωγό που ζει και εργάζεται στη Γερμανία, ο οποίος και του εξασφάλισε την πρώτη του χρηματοδότηση, από το γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ZDF. Κάπως έτσι, ο Αλεξίου έβαλε στο διαβατήριό του τη σφραγίδα μιας χώρας με σαφώς μεγαλύτερη ποικιλία εξειδικεύσεων στην κινηματογραφική της βιομηχανία, μεταξύ των οποίων και επαγγελματίες σεναριογράφοι. Είναι ένα ερώτημα λοιπόν, το γιατί γύρισε πίσω. «Εντάξει, το σινεμά είναι παγκόσμιο προφανώς, αλλά υπάρχουν και κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες», σημειώνει πραγματιστικά. «Ούτως η άλλως αυτό ήταν ένα project για την Ελλάδα, αυτό που έκανε κάπως εξωτικό, και άρα ελκυστικό για τους ξένους χρηματοδότες, ήταν ότι αυτό το πράγμα τοποθετείται στην Ελλάδα, στην Αθήνα, την οποία δεν έχουν συνηθίσει ως μια νουάρ πόλη».

«Αν ήταν μια ταινία σαν την Ιστορία 52 θα ήταν πολύ πιο εύκολο» συνεχίζει, για να καταλήξει πως «αν ποτέ μου δωθεί η ευκαιρία να κάνω κάτι άλλο κάπου αλλού, εννοείται ότι θα το δοκιμάσω», και στο μυαλό έρχεται ο επόμενος σταθμός της ταινίας του, μετά την έξοδο στις ελληνικές αίθουσες: η Tribeca, το πιο μουράτο φεστιβάλ του αμερικανικού ανεξάρτητου στην καρδιά της Νέας Υόρκης. «Για μένα η Νέα Υόρκη είναι ένα μέρος λίγο μυθικό μιας και την ξέρω μέσα απ’ το σινεμά μόνο. Αυτό που μου είχε εντυπωθεί ως εικόνα απ’ όταν ήμουν παιδί, ήταν η αφίσα του Απόδραση από τη Νέα Υόρκη, με το κομμένο κεφάλι απ’ το Άγαλμα της Ελευθερίας», λέει, κι ελπίζω να μην την βρει έτσι. Τον ρωτάω αν έχει κάποια έξτρα γοητεία για τους Ευρωπαίους κινηματογραφιστες η από ‘κει μεριά του Ατλαντικού, κι απ’ την απάντησή του υποψιάζεσαι πώς μάλλον εκεί είναι το κάπου αλλού που θα ήθελε να είναι τελικά. «Κακά τα ψέμματα, όλοι έχουμε μεγαλώσει με το αμερικανικό σινεμά και τις αμερικανικές εικόνες. Τα όνειρα και τους εφιάλτες μας. Αυτό σε ιντριγκάρει πολύ, θες να δεις η δική σου οπτική για το σινεμά, που είναι επηρασμένη από ‘κει, πώς επικοινωνεί με το απο ‘κει». Αυτό που έχεις γίνει, πώς στέκεται απέναντι σ’ αυτό που σε έκανε έτσι με άλλα λόγια. Αυτό θα ‘ναι όντως μια ενδιαφέρουσα αναμέτρηση.

Η ταινία Τετάρτη 04.45 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέξη Αλεξίου, με τους Στέλιο Μάινα, Αδάμ Μπουσδούκο, Δημήτρη Τζουμάκη και Μαρία Ναυπλιώτου, προβάλλεται από την Πέμπτη 12 Μαρτίου στις αίθουσες, σε διανομή της Feelgood Entertainment.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης